Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

Αποχαιρετώντας το 2020

Ανακαλώντας στη μνήμη μου, προγενέστερες τριακοστές πρώτες Δεκέμβρη, θυμάμαι πολλούς να λένε «να φύγει και να μην ξαναγυρίσει αυτή η χρονιά». Η αλήθεια είναι ότι από ένα σημείο και μετά αυτή η φράση-ευχή δεν μου έλεγε τίποτα, μια και κάθε χρονιά σε αυτόν τον πλανήτη επεφύλασσε τρομακτικές δυσκολίες για μεγάλο μέρος του πληθυσμού του. Γνώριζα ότι ουσιαστικά η εναλλαγή αυτή δεν σημαίνει τίποτα και ο κόσμος θα συνεχίσει να προχωρεί με φωτιά και με μαχαίρι όπως λένε και οι υπέροχοι στίχοι του Νίκου Γκάτσου στον «Κεμάλ» του Χατζιδάκι.

Παρ’ όλα αυτά, αυτή η χρονιά που τελειώνει, το 2020, είναι η πρώτη που κάνει εμένα και φαντάζομαι και πολλούς άλλους, ασυναίσθητα να ελπίζουν, η ευχή για τον αγύριστο του έτους, να έχει βάση. Είναι η πρώτη χρονιά που με τα τεκταινόμενα της και ειδικά την πανδημία έδωσε χώρο για να δικαιολογηθεί η οποιαδήποτε αφέλεια σε κάποια προσδοκία. Διότι πολύ απλά ζήσαμε πρωτόγνωρες δυσάρεστες καταστάσεις που κανείς ζωντανός δεν είχε ζήσει πριν. Ακόμα και αν κάποιοι σημερινοί υπερήλικοι είχαν γεννηθεί την εποχή της Ισπανικής Γρίπης, το νεαρό της τότε ηλικίας τους δεν τους επέτρεπε να αντιληφθούν τις συνέπειες της.

Ακόμα θυμάμαι την περσινή πρωτοχρονιά. Μία διεθνής παρέα να πανηγυρίζει για τον ερχομό του 2020. Που να φανταζόμασταν. Εϊχαμε ακούσει ότι υπάρχει ένας ιός στην Κίνα, αρκετά επικίνδυνος, αλλά επ’ ουδενί δεν μπορέσαμε να προβλέψουμε αυτό που θα ακολουθούσε, με τις καραντίνες, τους θανάτους, την επαγγελματική και οικονομική καταστροφή, την κοινωνική απομόνωση και πάνω από όλα το συνεχές, χωρίς την παραμικρή απόλυτη διακοπή, αίσθημα φόβου. Φόβο για να μην χάσουμε την υγεία τη δικιά μας και των αγαπημένων μας ανθρώπων. Τη δουλειά μας, με ότι αυτό συνεπάγεται στην άγρια καπιταλιστική κοινωνία όπου ζούμε. Τον φόβο να μην χάσουμε τον ίδιο μας τον εαυτό.

Υπήρξα, μέχρι τώρα, από τους πολύ τυχερούς που κανένας από αυτούς τους φόβους δεν έγινε πραγματικότητα. Όμως είναι στη φύση όλων των ζωντανών οργανισμών να επιζητάνε πρώτα την επιβίωση και μετά τη ζωή. Δεν γίνεται και διαφορετικά. Έτσι μην έχοντας απειληθεί μέχρι τώρα η επιβίωση μου, εγώ και πολλοί άλλοι τυχεροί, αντιμετωπίσαμε την σχεδόν εξίσου οδυνηρή συνέπεια της απώλειας της ζωής. Όχι, δεν είναι ζωή να μην μπορείς να συναντήσεις και να αγκαλιάσεις έναν φίλο. Να μην μπορείς να γνωρίσεις άλλους ανθρώπους. Να μην μπορείς να φλερτάρεις. Να μην μπορείς να απολαύσεις ζωντανή μουσική. Να σκέφτεσαι ποιους φίλους σου θα καλέσεις και ποιους θα αφήσεις στην απ’ έξω.

Στον τομέα της ζωής και όχι της στείρας επιβίωσης, οι μόνες δυνατότητες που δόθηκαν σε όσους είχαν την τυχερή πολυτέλεια να τις αναζητήσουν, ήταν η ενδοσκόπηση, η καλλιέργεια του εαυτού τους και η επιδίωξη κάποιων καθαρά ατομικών φιλοδοξιών. Αν κάτι σώζει την αίσθηση ότι αξιοποίησα αυτή τη χρονιά, είναι ότι τα πέτυχα όλα τα παραπάνω σε ικανοποιητικό βαθμό, χωρίς όμως αυτά να μπορούν να με αποζημιώσουν για όλες τις προαναφερόμενες απώλειες της κοινωνικοποίησης. Δεν νιώθω περήφανος, δεν πιστεύω ότι πέτυχα κάτι, απλά χαίρομαι που είχα το δικαίωμα, την τύχη και μπόρεσα να εκμεταλλευτώ τις λίγες ρωγμές ζωής που μου επέτρεψε ο τοίχος της πανδημίας. Και να πάρω μαθήματα που θα μου χρησιμεύσουν στο μέλλον. Με βασικότερο, να μην υποτιμώ την επιβίωση.

Διότι, είναι χαρακτηριστικό των δύσκολων καταστάσεων να μοιράζουν μαθήματα, τα οποία στις αντίστοιχες πιο εύκολες, θα αγνοούσαμε. Και αυτή είναι η ευχή μου για το 2021. Να μάθουμε από το 2020. Να μην έχουν χαθεί τελείως άδικα τόσες ζωές. Να διδαχθούμε ότι η υγεία είναι πανανθρώπινο αγαθό και όχι εμπόρευμα. Ότι το δικαίωμα στην εργασία και κατ’ επέκταση το αξιοπρεπές εισόδημα, δεν πρέπει να στερείται σε κανέναν άνθρωπο. Ότι όλοι οι άνθρωποι είμαστε ίσοι, ανεξαρτήτος εθνικότητας, σεξουαλικής ταυτότητας, χρώματος και οικονομικής κατάστασης. Ότι αφού ο ιός δεν κάνει διακρίσεις, τότε δεν πρέπει να κάνουμε και εμείς στην αντιμετώπιση του και στην προστασία του καθενός μας απέναντι του. Ότι κανένας δεν είναι λιγότερο ή περισσότερο σημαντικός από τον άλλον.

Λογικά και οι παραπάνω ευχές θα έχουν την ίδια κατάληξη με αυτές που κάναμε τις προηγούμενες παραμονές πρωτοχρονιάς. Αλλά αν δεν μάθουμε σαν ανθρωπότητα από τον κοινό μας αγώνα για επιβίωση, τότε δεν θα έχουμε συνολικά το δικαίωμα να οραματιστούμε μία καλύτερη ζωή για όλους μας.



Πηγή εικόνας: physicsworld.com

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2020

Η παγίδα της επιτυχίας

Επιτυχία. Μία από τις πιο προβεβλημένες λέξεις του σύγχρονου πολιτισμού. Ενός πολιτισμού που βασίζεται στην ιεράρχηση των ανθρώπων, σαν ένας πίνακας βαθμολογίας ενός πρωταθλήματος ποδοσφαίρου. Και κάπως έτσι είναι αναμενόμενο ότι θα υπάρχουν οι αποτυχημένοι στον πάτο αυτής και οι επιτυχημένοι στην κορυφή της. Φυσικά υπάρχουν και αυτοί που βρίσκονται στη μέση, οι λογιζόμενοι μέτριοι και αδιάφοροι, μια και αποτελούν την πλειοψηφία των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών.

Έτσι δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι έχει στηθεί μία ολόκληρη βιομηχανία που πουλάει επιτυχία για αυτούς που φιλοδοξούν να την αποκτήσουν. Και οι τελευταίοι δεν είναι λίγοι, κάθε άλλο. Αλλιώς δεν θα είχε νόημα να δημιουργηθεί η βιομηχανία αυτή. Έχει γεμίσει ο κόσμος, με βιβλία και βίντεο, που και καλά διδάσκουν το πως θα κατακτήσεις την κορυφή, εύκολα και γρήγορα, χωρίς κόπο, χωρίς οποιαδήποτε αρχική απογοήτευση, χωρίς κανένα πισωγύρισμα. Εμπόριο επιτυχίας, με πρώτη ύλη, τον αέρα.

Θα μπορούσε κάποιος που ενδίδει στις ρεκλάμες όλων αυτών των «αεράτων» συμβούλων, να χαρακτηριστεί αφελής και όχι τελείως άδικα. Υπάρχουν όμως και άλλοθι για την αφέλεια αυτή, ειδικά σε ανθρώπους που επιδιώκουν να ανελιχθούν στον κόσμο του θεάματος, ή γενικότερα της τέχνης. Το σημαντικότερο άλλοθι, είναι ότι έχουν μεγαλώσει σε έναν κόσμο που η έννοια της εύκολης επιτυχίας, της προσιτής κορυφής, διατυμπανίζεται παντού, από όλη την κουλτούρα με την οποία έχει επαφή από την παιδική του ηλικία. Και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα δεν μένει απλά στη δημουργία άυλων εντυπώσεων. Δείτε απλά τα σημερινά πιο δημοφιλή βίντεο στο ελληνικό
YouTube.

We’ve been raised on Television to believe that one day we’d all be millionaires, and movie gods, and rock stars. But we won’t. And we’re slowly learning that fact. And we’re very, very pissed off.

Η παραπάνω φράση, είναι μία από τις πολλές που θεωρούνται σήμα-κατατεθέν της γνωστής ταινίας, Fight Club.  Και ενώ ήταν απόλυτα εύστοχη ως προς το σεναριακό περιεχόμενο της ταινίας, στη σύγχρονη πραγματικότητα του 2020, το χάνει λίγο στο τέλος. Διότι συνήθως οι άνθρωποι που βλέπουν τα ταϊσμένα με fast food όνειρα τους να διαψεύδονται, δεν εξοργίζονται, αλλά αντίθετα μελαγχολούν. Αν δεν πέφτουν σε κατάθλιψη. Έχουμε μία ολόκληρη γενιά που κουβαλάει ανέφικτα όνειρα πάνω στην πλάτη της. Ένα βάρος, πραγματικά δυσβάσταχτο.

Μία φυσιολογική εξέλιξη για ανθρώπους οι οποίοι διαπαιδαγωγήθηκαν έτσι ώστε να περιμένουν το όνειρο τους να τους εξυπηρετήσει και όχι οι ίδιοι να εξυπηρετήσουν αυτό. Και τα όνειρα, οι φιλοδοξίες, έχουν αυτή την τάση να μεταμορφώνονται στους μεγαλύτερους και σκληρότερους τιμωρούς. Σε συνεργασία με τον χρόνο που ξοδεύτηκε άδικα και άτοπα. Και τέλος την αλήθεια που αποκαλύπτεται πλέον ανεμπόδιστη από τα φρου-φρού και τα αρώματα που υιοθετεί το μοντέρνο μάρκετινγκ.

Και η αλήθεια αυτή είναι ότι πέσανε θύματα της επιτηδευμένης και παραγωγής αποπλανητικών προτύπων που συντελείται τις τελευταίες δεκαετίες. Διάτοντες αστέρες που πάνε και έρχονται, λάμπουν πολύ αλλά για λίγο και μετά αντικαθιστώνται από άλλους, τόσο περίτεχνα ώστε κανείς να μη θυμάται αυτούς που χάθηκαν στη λήθη της συλλογικής μνήμης των σύγχρονων κοινωνιών. 

Αν τους προβάλλανε σαν πρότυπα, ανθρώπους οι οποίοι πετύχαν μεν, αλλά δούλεψαν σκληρά και με σεβασμό προς την τέχνη τους δε, τότε θα καταλάβαιναν ότι ο αυτοσκοπός δεν θα ήταν η οποιαδήποτε εφήμερη ή μη επιτυχία, αλλά η καλλιέργεια του εαυτού τους, ένα αντίκτυπο το οποίο είναι καθαρά προσωπικό και δεν έχει προαπαιτούμενο την αποδοχή των άλλων. Σε απλά ελληνικά, θα τα έχουν καλά με τον εαυτό τους. Ένα από τα λίγα κλισέ προστάγματα της σημερινής κουλτούρας και εποχής, το οποίο δεν είναι αέρας και ας είναι άυλο.

Υ.Γ. Επέλεγα το εξώφυλλο του δίσκου των Ministry "Psalm 69" για εικόνα του κειμένου, διότι το ομώνυμο τραγούδι έχει το ενδιαφέρον quote, "The way to succeed and the way to suck eggs", ή σε ελεύθερη μετάφραση, "Ο τρόπος για να επιτύχεις και ο τρόπος για να ρουφήξεις αυγό σου".





Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2020

Μία νίκη κατά του ρατσισμού


Ήταν κάτι πρωτόγνωρο, αυτό που συνέβη την περασμένη Τρίτη το βράδυ, στο Παρίσι. Δεν είναι ότι πρώτη φορά βλέπαμε έναν αγώνα ποδοσφαίρου να διακόπτεται. Αυτό το έχουμε ξαναζήσει πολλές φορές εμείς που αγαπάμε αυτό το άθλημα, είτε τα αίτια βρισκόταν στις κάκιστες καιρικές συνθήκες την ώρα του αγώνα, είτε συνήθως διότι οι οπαδοί της εκάστοτε γηπεδούχου ομάδας εισέβαλλαν στον αγωνιστικό χώρο. Ειδικά η δεύτερη αιτία στην Ελλάδα είναι αρκετά συχνότερη από την πρώτη και υποψιάζομαι πως αυτό δεν έχει να κάνει λόγω της γενικότερης καλοκαιρίας που έχουμε σαν μεσογειακή χώρα.

Και σίγουρα δεν ήταν η πρώτη φορά που ποδοσφαιριστές ένιωσαν να τους συμπεριφέρονται με ρατσισμό. Δυστυχώς δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο όταν έρχεται η μπάλα στα πόδια αθλητών με αφρικανικές ρίζες, σιχαμερές μειοψηφίες οπαδών να αναπαριστούν ήχους μαϊμούδων ή ακόμα και να πετάνε μπανάνες απέναντι στους παίκτες αυτούς. Για να επιστρέψω και πάλι στην Ελλάδα, δυστυχώς η ιαχή «σκυλάραπας» δεν έχει εκκλείψει από τις ελληνικές κερκίδες, για να μην αναφέρουμε άλλης φύσεως ρατσιστικά συνθήματα, τύπου «Βούλγαροι», τα οποία εκφράζουν και καλά μία «φυλετική καθαρότητα» αυτών που τα φωνάζουν.

Το τι ακριβώς συντελέστηκε στο Παρίσι προχθές πριν την αποχώρηση των ομάδων, είναι ακόμα υπό διερεύνηση. Πέρα από τους πρωταγωνιστές του γεγονότος και την ίδια την Ουέφα, όλοι εμείς που δεν είχαμε άμεση επαφή με το συμβάν εκείνη την ώρα, είτε αργότερα μέσω κάποιας ηχογράφησης ή κάποιου βίντεο, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν επρόκειτο όντως περί μίας αδιαμφισβήτητης ρατσιστικής συμπεριφοράς του Ρουμάνου τέταρτου διαιτητη, ή αν έχουμε να κάνουμε με ένα συμβάν σπασμένου τηλεφώνου, ή με ένα έγκλημα εξ αμελείας, μία ρατσιστική έκφραση που χρησιμοποιήθηκε ασυνείδητα. Το τελευταίο θα ήταν ενδεικτικό για το πόσο δρόμο έχουμε σαν κοινωνίες για να εξαλείψουμε τέτοια φαινόμενα.

Αυτό όμως που συνέβη προχθές, να διακοπεί ένα παιχνίδι διότι ένας συντελεστής μίας ομάδας ένιωσε ότι έχει δεχτεί ρατσιστική συμπεριφορά, είναι κάτι που δυστυχώς, αλλά και ευτυχώς, βλέπουμε πρώτη φορά. «Δυστυχώς πρώτη φορά», διότι θα έπρεπε να είχε συμβεί κάτι αντίστοιχο σε όλες τις προγενέστερες περιπτώσεις ρατσισμού στα γήπεδα και «ευτυχώς πρώτη φορά», που εν τέλει, έστω το 2020, έγινε το αυτονόητο. Και για μένα, αυτό είναι το σημείο που πρέπει να εστιάσουμε όλοι οι φίλαθλοι και υγιείς άνθρωποι, μια και η Ουέφα που έχει κάνει σύνθημα της το “Respect” και το “Say no to racism” είναι σίγουρο ότι δεν θα επιτρέψει να υπάρξουν σκιές σχετικά με την ανοχή της σε αυτό το θέμα, ειδικά με τις οικονομικές απώλειες που μπορεί να προκαλέσουν αυτές, μέσω της ζημιάς στην εικόνα του προϊόντος της. Για να μην ξεχνιόμαστε.

Παρ’ όλα αυτά η οποιαδήποτε πιθανή υστεροβουλία στη διαχείριση που θα κάνει η Ουέφα στο ζήτημα αυτό, δεν πρέπει να μας αποσπάσει την προσοχή από το γεγονός ότι χθες επιτεύχθηκε μία πολύ σημαντική νίκη στον πόλεμο ενάντια στο ρατσισμό. Ήταν μία ξεκάθαρη και απόλυτη άρνηση του οποιαδήποτε συμβιβασμού με οποιαδήποτε ρατσιστική συμπεριφορά ή έστω υπόνοια της. Και αν αναλογιστούμε ότι αυτό συνέβη σε ένα ζωντανό τηλεοπτικό γεγονός με εκατομμύρια, αν όχι δισεκατομμύρια τηλεθεατές, τότε αντιλαμβανόμαστε ότι οι συνέπειες του είναι πολύ πιθανόν να ξεφύγουν από το τερραίν του Παρκ ντε Πρενς.

Ας αναλογιστούμε πόσα παιδάκια βλέπανε τον προχθεσινό αγώνα. Πόσα από αυτά που μπορεί να δέχονται ρατσιστικές επιθέσεις στο σχολείο τους και σκύβουν το κεφάλι, πολλές φορές κατηγορώντας ενδόμυχα τους ίδιους τους, τους εαυτούς. Και τώρα έχουν ένα τόσο μακρινό, αλλά και στην πραγματικότητα τόσο κοντινό όσο η τηλεόραση τους, παράδειγμα που θα τους εμπνεύσει να συνειδητοποιήσουν ότι δεν πρέπει να επιτρέπεται η παραμικρή ανοχή στον ρατσισμό. Θα αποτελέσει μία έμπνευση για να σηκώσουν το ανάστημα τους.

Όπως, ίσως, θα αποτελέσει και έμπνευση για κάποιο παιδί που έχει το ίδιο, ρατσιστική συμπεριφορά να το ξανασκεφτεί προτού την εκφράσει και ίσως να αποτελέσει αφορμή για να αναθεωρήσει κάποια στερεότυπα που έχει κληρονομήσει από την οικογένεια και το περιβάλλον του. Δυστυχώς, το ποδόσφαιρο επηρεάζει πολύ περισσότερο τις νεαρές ηλικίες από τα απολύτως αναγκαία κινήματα σαν το Black Lives Matter και ενώ αυτή η σύγκριση πρέπει να μας προβληματίσει σοβαρά, δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να να το χρησιμοποιήσουμε για καλό σκοπό. Στην τελική όπως είπε και ο Αλμπέρ Καμύ:

«Έχοντας δοκιμάσει αμέτρητες εμπειρίες, μπορώ να πω με σιγουριά ότι όσα ξέρω σχετικά με την ανθρώπινη ηθική το οφείλω στο ποδόσφαιρο»


Υ.Γ. Υπάρχουν πολλά σχόλια περί υπερβολικής χρήσεως πολιτικής ορθότητας για το συγκεκριμένο γεγονός. Αυτό αφενός είναι κάτι που δεν μπορούμε να το ξέρουμε, αφετέρου γνωρίζοντας ότι η "χρυσή τομή" της πολιτικής ορθότητας είναι δύσκολο να επιτευχθεί, προσωπικά πιστεύω ότι στο δίλημμα "περισσότερο ή λιγότερο πολιτική ορθότητα από όσο πρέπει" εγώ θα διαλέξω το "περισσότερο". Διότι είναι καλύτερο κάποιος να συγκρατεί τις λέξεις του, από το να θίγεται η υπόσταση κάποιου άλλου.



Πηγή εικόνας: cbc

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2020

Η επιβολή της ανισότητας

Από την αυγή του πολιτισμού, ίσως ακόμα και προτού τη απόκτηση γνώσης σχετικά με τη διαχείριση της φωτιάς, ένα από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία των ανθρώπινων συνόλων είναι ότι είναι δομημένες με βάση την ανισότητα. Ότι κάποια μέλη τους είναι πιο σημαντικά από κάποια άλλα. Αυτό φυσικά δεν άλλαξε και πολύ κατά την εξέλιξη των κοινωνιών, ανεξαρτήτως των οικονομικών συστημάτων που χρησιμοποιούσαν για να πορευθούνε και ενίοτε να αναπτυχθούν.

Είτε στην οποιασδήποτε μορφής φεουδαρχία, είτε αργότερα στον καπιταλισμό -πρώιμο και σύγχρονο- τα συστήματα αυτά αναπτύχθηκαν πάνω στην ιδέα της ανισότητας. Αρχικά η γη, έπειτα τo χρήμα, το μέσο μόνο άλλαζε, η λογική είναι η ίδια. Ουσιαστικά ακολούθησαν το μοτίβο που είχε δημιουργηθεί στους ανθρώπους και το επέκτειναν μάλιστα. Βέβαια υπήρξαν και σχεδόν φωτεινές εξαιρέσεις που προσπάθησαν να αντιταχθούν σε αυτή την ιδέα, όπως η πόλη που γέννησε τη Δημοκρατία, η αρχαία Αθήνα, αλλά και εκεί βάσει νόμου υπήρχαν σημαντικότερα μέλη τα οποία ήταν αυτά που ψήφιζαν και ήταν μειοψηφία. Ακόμα και στα σοσιαλιστικά καθεστώτα, που βάσιζαν τη δημιουργία τους, στην εξάλειψη των ανισοτήτων, πάλι υπήρχαν δυστυχώς κάποια πρόσωπα που ήταν πιο ίσα από τα άλλα.

Παρ’ όλα αυτά δεν μπορούμε να παραβλέψουμε την ανάπτυξη και την ηθική επικράτηση της ιδέας της ισότητας. Ακόμα και αν στην πραγματικότητα ποτέ δεν επιβλήθηκε απόλυτα, τουλάχιστον απέκτησε μία συμβολική υπόσταση, αποτέλεσε μία κατευθυντήρια γραμμή. Και όντως, όλη η ανθρωπιστική διανόηση, κυρίως από τον προηγούμενο αιώνα μέχρι και τις μέρες μας, βασίστηκε στην ιδέα ότι όλοι οι πολίτες μίας κοινωνίας πρέπει να έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις απέναντι στο σύνολο, ενώ εννοείται πως είναι και ίσοι απέναντι στο νόμο και στις ποινές που προβλέπει αυτός.

Αυτό έγινε σε όλο τον αναπτυγμένο κόσμο και φυσικά η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να είναι εξαίρεση. Και στο διατυμπανισμό της ισότιμης κοινωνίας αλλά και προφανώς στη διάψευση της στην πραγματικότητα, στο δεύτερο σκέλος μάλιστα ίσως υπήρξε και ένας υπερβάλλων ζήλος. Και φτάνουμε στο τώρα, όπου έχουμε μία κυβέρνηση η οποία όχι μόνο δεν υιοθετεί στους τύπους τη γραμμή της ισότητας, αλλά αντίθετα, εμμέσως πλην σαφώς, μας τονίζει ότι όλα αυτά περί ισότητας είναι απλές ιδεοληψίες.

«Δεν είμαστε όλοι ίδιοι, δεν είμαστε όλοι ίσοι και δεν πρόκειται να γίνουμε ποτέ», έλεγε ο τωρινός πρωθυπουργός λίγο πριν τις εκλογές που του έδωσαν το συγκεκριμένο αξίωμα. Και ενώ κανείς δεν μπορεί να τον κατηγορίσει για υποκρισία, μια και κατά πάσα πιθανότητα αυτό πιστεύει βαθιά μέσα του, σίγουρα μπορεί κάποιος να διαπιστώσει ότι εφαρμόζεται πλήρως κατά τη διακυβέρνηση του κόμματος του. Ακόμα και μέσα σε μία πανδημία, μία κατάσταση δηλαδή που εξ’ ορισμού εξισώνει τους ανθρώπους, μια και ο εκάστοτε ιός δεν έχει ταξικά κριτήρια, ούτε αναγνωρίζει την οποιαδήποτε «αριστεία» που ευαγγελίζονται με πάθος, πολλά στελέχη της κυβέρνησης. Απλά σε αυτές τις συνθήκες κάνει λίγο πιο αλγεινή εντύπωση.

Φυσικά όλα αυτά δεν γίνονται τυχαία. Η άμβλυνση των ανισοτήτων που προκάλεσε την περασμένη δεκαετία η οικονομική κρίση και οι οικονομικές πολιτικές όλων των κυβερνήσεων που υπήρξαν μέσα σε αυτή, μία περίσταση που παραδοσιακά κάνει τους φτωχούς-φτωχότερους και τους πλουσιους-πλουσιότερους, έκανε επιτακτική την ανάγκη της συμφιλίωσης των μαζών με την ιδέα της κατωτερότητας τους απέναντι στους ισχυρούς. Κάπως έτσι ακόμα και η -έστω και συνήθως κενή- ρητορική περί αξιοκρατίας, δικαιοσύνης, ισονομίας κ.τ.λ. αρχίζει σιγά-σιγά και μας χαιρετάει. Κάτι λογικό μια και η οποιαδήποτε εντύπωση των πολλών, περί ίσης αξίας της ζωής τους με όλους τους υπόλοιπους, ανεξαρτήτως αξιωμάτων και οικονομικής ισχύος, θα είναι ένα αρκετά δυσλειτουργικό στοιχείο στη συμφέρουσα απόδοση του «λογαριασμού» για τα σπασμένα της πανδημίας. Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο, πλέον δεν πρέπει καν να διανοούμαστε ότι αξίζουμε κάτι καλύτερο.

Όλα τα μέσα που έχουν χρησιμοποιηθεί μέχρι τώρα, αφελή και μη, συνηγορούν στο συμβιβασμό της πλειοψηφίας με τη μοίρα που η ίδια επιτρέπει να της επιβάλλεται ανέκαθεν. Μη διαμαρτύρεσαι, μην τιμάς συλλογικούς αγώνες, κλειδώσου μέσα και μην παραπονιέσαι για την εγκατάλειψη του συστήματος υγείας που εσύ πληρώνεις, αν κολλήσεις για τον ιό φταις εσύ και η κακή σου μοίρα, η ίδια μοίρα που σε αναγκάζει να πας στη δουλειά σου με τα ασφυκτικά γεμάτα ΜΜΜ και μην διαμαρτύρεσαι, δεν φταίει κανένας άλλος εκτός από εσένα που δεν κατάφερες να αγοράσεις ένα αμάξι, αν δεν υπακούσεις θα το φας το ξύλο σου, ακόμα και αν παραλίγο δείξεις ανυπακοή, πάλι θα το φας το ξύλο σου από τα όργανα ασφαλείας που δεν τηρούν τους κανόνες ασφαλείας, γενικότερα φταις για όλα τα δεινά σου εσύ, ενώ ότι καλό σου συμβαίνει οφείλεται στη φιλανθρωπία των «αρίστων», των ανώτερων μορφών ζωής που σου κάνουν τη χάρη κα ασχολούνται μαζί σου. Πριν τις εκλογές. εννοείται.

Α και το βασικότερο, παρατήρησε, από τον πάτο που βρίσκεσαι, τους εκλεκτούς τη ζωής και αυνανίσου με την ελπίδα  ότι κάποια μέρα και εσύ θα έχεις περισσότερα δικαιώματα και λιγότερες υποχρεώσεις συγκριτικά με την πλειοψηφία. Κατά 99,9999% δεν θα το πετύχεις αλλά καλό είναι να ξεχνάς που και που το γεγονός ότι το γνωρίζεις καλά αυτό.

 


Πηγή εικόνας: The Press Project

Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2020

Η επιστήμη είναι το εργαλείο για να να καταλάβουμε το "Θεό"

Με αφορμή την πανδημία που βιώνει ο πλανήτης εδώ και πολλούς μήνες, αναθερμάνθηκε μία διαχρονική κόντρα, η οποία ακόμα ουσιαστικά δεν έχει παύσει ποτέ, τους τελευταίους αιώνες ειδικά. Είναι η διαμάχη θρησκείας και επιστήμης, το που ξεκινάει η μία και που τελειώνει η άλλη, πόσο διαψεύδονται εκατέρωθεν, πόσο μπορούν να συνυπάρξουν και αν τελικά μπορούμε έστω και να το διανοηθούμε το τελευταίο. Διότι πρόκειται περί του πραγματικού αιώνιου δίπολου, του ορισμού των δύο άκρων που δεν φαίνεται το πως μπορούν να συγκλίνουν.

Να τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Από την πολύ αρχή. Όταν το πλάσμα που λέγεται άνθρωπος, άρχισε να αναρωτιέται τι γίνεται με το περιβάλλον του. Γιατί φυσάει, γιατί βρέχει, γιατί υπάρχει η θάλασσα, πως και γιατί τέλος πάντων, βιώνει εμπειρίες οι οποίες φαίνονται τελείως ανεξάρτητες της βούλησης του. Μόνο η θεωρία ύπαρξης μίας άλλης βούλησης, πέρα από τη δική του, μπορούσε τότε να δώσει την απάντηση. Οι Θεότητες. Έτσι άρχισει να προσωποποιεί σε, πνεύματα θεούς και θεές, όλα τα φαινόμενα που παρατηρούσε γύρω του. Ουσιαστικά, όλη η πλάση θεοποιήθηκε. Και όχι άδικα. Ή, μαλλον, όχι αδικαιολόγητα.

Καθώς τα χρόνια, οι αιώνες και οι χιλιετίες προχωρούσαν, οι διάφορες θρησκείες εξελίσσονταν, γίνονταν πιο περίπλοκες, καθώς αναλάμβαναν το «καθήκον» να δώσουν απάντησεις στα όλο και πιο πολλά ερωτήματα που γεννούσε ο συνεχώς αναπτυσσόμενος ανθρώπινος εγκέφαλος μέχρι που τελικά κατέληξαν να επικρατήσουν οι μονοθεϊστικές. Οι οποίες αυτό που έκαναν ουσιαστικά ήταν να φορτώσουν όλες τις ευθύνες των διάφορων θεοτήτων σε εκάστοτε μία. Τον Θεό. Πλέον, τα πάντα έξω από τη βούληση του ανθρώπου, ήταν ένας και μοναδικός Θεός, υπεύθυνος για οτιδήποτε ξέφευγε από την αντίληψη του δημιουργήματος του. «Ποιητής Ουρανού και Γης, ορατών τε πάντων αοράτων», που λέει και το «Πιστεύω». Ή ο «Θεός είναι παντού», όπως δήλωναν όλες οι μονοθεϊστικές θρησκείες.

Βλέποντας μακροσκοπικά την Ιστορία, θα διαπιστώσουμε όμως, ότι ταυτόχρονα(με λίγους αιώνες διαφορά, αμελητέος χρόνος μπροστά στην εξέλιξη του ανθρώπινου είδους) με τις μονοθεϊστικές θρησκείες, άρχισαν να αναπτύσσονται και άλλοι τρόποι εξήγησης και κατανόησης του περιβάλλοντος του ανθρώπου, των φαινομένων της βροχής, του αέρα, της θάλασσας και οτιδήποτε δεν έλεγχε με ιδίαν πρωτοβουλία ο ίδιος. Επιτηδευμένα επαναλαμβάνομαι. Διότι αυτή η νέα μέθοδος κατανόησης του περιβάλλοντος, η επιστήμη, κλήθηκε να εξηγήσει αυτό που «εξηγούσε» ήδη η θρησκεία. Τη φύση. Το σύμπαν. Αυτό που οι θρησκευόμενοι αποκαλούσαν «Θεό» ή έστω εκφράσεις και εκφάνσεις του «Θεού».

Ουσιαστικά οι δύο αυτές μέθοδοι, είχαν την ίδια στόχευση απλά με διαφορετική αφετηρία. Η θρησκεία περιέγραφε το σύμπαν από τα «πάνω», από το Δημιουργό και Διαχεριστή του, ενώ η επιστήμη από τα «κάτω», από τον ίδιο τον άνθρωπο. Η πρώτη ξεκινούσε την κοσμοθεωρία από τον πομπό, ενώ η δεύτερη από τον δέκτη. Μοιραία, κάποια στιγμή θα συναντιόντουσαν και κάπως έτσι η «σύγκρουση» τους με μία πρώτη ματιά, φαινόταν αναπόφευκτη, ειδικά στα μάτια των παθιασμένων υποστηρικτών της εκάστοτε μεθόδου.

Αθροίζοντας όλα τα παραπάνω, εγώ προσωπικά σαν άθρησκος που όμως δεν είμαι ιδιαίτερα πολέμιος στην έννοια της πίστης μια και μπορώ να κατανοήσω αυτή την ανάγκη που έχουν πάρα πολλοί άνθρωποι, αναρωτιέμαι «προς τι όλη αυτή η φασαρία;». Διότι αν δεχτούμε ότι όλο το σύμπαν και παραπέρα είναι αποτέλεσμα της δημιουργικότητας μίας ανώτερης ενσυνείδητης ύπαρξης, τότε αυτό που αντιλαμβάνομαι, είναι ότι η επιστήμη είναι το πλέον αξιόπιστο και καταλληλότερο εργαλείο που έχουμε εμείς οι ταπεινοί άνθρωποι, να κατανοήσουμε αυτό που αποκαλούμε Θεό ή έστω το μεγαλύτερο -γνωστό μας-  επίτευγμα του, το σύμπαν. Να επικοινωνήσουμε μαζί του και να το καταλάβουμε λίγο περισσότερο από πριν.

Δεν μπορώ να κατανοήσω γιατί η προσπάθεια επικοινωνίας του ανθρώπου με τον Θεό, μέσω της επιστήμης, να θεωρείται βλάσφημη, ενώ αντίθετα μέσω των προσευχών να λογίζεται θεάρεστη. Στην τελική και εμείς οι υπέρμαχοι της επιστήμης και οι υπέρμαχοι της πίστης, το ίδιο πράγμα αποζητούμε και τώρα, όπως αποζητάμε από την αρχή της ύπαρξης του είδους μας. Την λύτρωση του εαυτού μας, μέσω της κατανόησης της ίδιας μας της ύπαρξης. Και των βασάνων που ενίοτε τη συνοδεύουν, όπως ο
covid-19.



Πηγή εικόνας: brewminate.com

Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2020

Η χώρα του Αραράτ


Ο πολύ πρόσφατος πόλεμος μεταξύ της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν, μου υπενθύμισε ένα ενδιάφερον που μου είχε δημιουργηθει κατά τη διάρκεια της ζωής μου και ενώ σύλλεγα πληροφορίες για την ιστορία και τον πολιτισμό διάφορων λαών και χωρών. Αυτό είχε να κάνει με τους Αρμένιους, έναν λαό, τον οποίο τον έζησα λίγο στην πόλη της Θεσσαλονίκης που μεγάλωσα και υπάρχει μία μικρή αλλά αρκετά δραστήρια Αρμένικη κοινότητα.

Το ενδιαφέρον προέκυπτε από το γεγονός ότι οι Αρμένιοι δεν ανήκουν ξεκάθαρα σε κάποια μεγαλύτερη ομάδα λαών, είτε αυτό έχει να κάνει με την ανθρωπολογία τους, είτε με τη γλώσσα τους, είτε με τη θρησκεία τους. Δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ούτε Σλάβοι, όπως πολλοί λαοί που ζούσαν στη Σοβιετική Ένωση, ούτε Άραβες, ούτε Πέρσες, ούτε Ανατολίτες με την έννοια των λαών που ζούσαν στη Μικρά Ασία και έπειτα από τον Αλέξανδρο βαθμιαία εξελληνίστηκαν, όπως οι γείτονες τους, στην ενδοχώρα του Πόντου. Η γλώσσα τους δεν ανήκει ξεκάθαρα σε κάποια μεγαλύτερη ομάδα γλωσσών, εκτός από την ευρύτερη των Ινδοευρωπαϊκών και η θρησκεία τους, παρότι Χριστιανισμός, δεν εντάσσεται ούτε στην Καθολική ούτε στην Ορθόδοξη πίστη, είναι αλλουνού παππά ευαγγέλιο.

Στα ερωτήματα που προέκυψαν, μόνο η αγαπημένη μου επιστήμη, η Ιστορία, θα μπορούσε να δώσει κάποιες απαντήσεις ή τουλάχιστον να ξεθολώσει το τοπία σχετικά με το πως προέκυψε η σχετική ιδιαιτερότητα του σύγχρονου Αρμένικου πολιτισμού, η κοιτίδα του οποίου έχει ταυτισθεί με την οροσειρά του Αραράτ.

Η πρώτη αναφορά της λέξης «Αρμενία», υπήρξε γύρω στο 600-500 π.Χ. όταν οι Μήδοι και έπειτα οι Πέρσες κατέλαβαν την ευρύτερη περιοχή, η οποία έγινε αυτοδιοίκητη υπό το καθεστώς της Σατραπείας της Αρμενίας. Έπειτα από τις κατακτήσεις του Αλεξάνδρου ανεξαρτητοποιήθηκε και αποτέλεσε μία από τις περιφερειακές δυνάμεις της εποχής και μάλιστα είχε στενές επαφές με το βασίλειο του Πόντου. Ουσιαστικά εκείνη την περίοδο σχηματίζεται η Αρμενία που γνωρίζουμε έως σήμερα και στους επόμενες αιώνες είτε ως ανεξάρτητο βασίλειο, είτε ως προτεκτοράτο, είτε ως Εμιράτο, είτε ως Σοβιετική δημοκρατία και εν τέλει ανεξάρτητο κράτος.

Όπως αντιλαμβάνεται κάποιος, η ιστορία της κρατικής οντότητας και της χώρας της Αρμενίας, υπήρξε αρκετά ταραχώδης. Αρχικά, γύρω στον 1ο αιώνα π.Χ. βρέθηκε στη δυσάρεστη θέση να αποτελεί κράτος-ανάχωμα ή προτεκτοράτο, είτε της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορία είτε της Παρθικής, εναλλάξ ανάλογα με την εκάστοτε έκβαση των πολέμων μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων της εποχής. Ενδιάμεσα έγινε το πρώτο κράτος που υιοθέτησε τον Χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία.

 Έπειτα η Αρμενία υπέστη το ίδιο γεωπολιτικό μοτίβο με τους διαδόχους των δύο «προστατών» της, της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της αντίστοιχης των Σασσανιδών. Δεν ήταν λίγες φορές μάλιστα που τα εδάφη της διαμοιράστηκαν ανάμεσα στις δύο αυτοκρατορίες. Το τελευταίο, είχε ως αποτέλεσμα σημαντικοί Αρμένικοι πληθυσμοί να βρεθούν εντός Αν. Ρωμαϊκής επικράτειας, να εκρωμαϊστούν(δηλαδή να μιλάν ελληνικά και να γίνουν χριστιανοί ορθόδοξοι) μερικώς ή πλήρως και έτσι να υπάρξουν και Αρμένιοι αυτοκράτορες, όπως ο Λέων Ε’(813-820 μ.Χ). Η χώρα της Αρμενίας από την άλλη, εξελίχθηκε σε εμιράτο, ημιαυτόνομο τμήμα του Αραβικού Χαλιφάτου, μία κατάσταση στην οποία οι Αρμένιοι κατόρθωσαν να επιτύχουν τη διατήρηση της πίστης τους.

Μέχρι που εκμεταλλευόμενοι την αποδυνάμωση της κεντρικής εξουσίας του Χαλιφάτου, πέτυχαν την απόλυτη ανεξαρτησία  τους, το 884 μ.Χ. υπό την ηγεσία της δυναστείας των Βαγρατιδών, έπειτα από σχεδόν μία χιλιετία έμμεσης ή άμεσης υποταγής σε ισχυρότερες δυνάμεις. Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στην ύστερη πρωτεύουσα του κράτους αυτού, το Ανί, το οποίο εξελίχθηκε σε μία από τις μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου, εκείνης της εποχής, με πληθυσμό που ξεπερνούσε τις 100.000 κατοίκους.

Παρ’ όλα αυτά, τον 11ο αιώνα μ.Χ. το κράτος της Αρμενίας άρχισε να διασπάται σε μικρότερα κομμάτια. Κάποια από αυτά απορροφήθηκαν από την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και κάποια παρέμειναν ανεξάρτητα, μέχρι που τελικά ολόκληρη η χώρα υποτάχθηκε στους Σελτζούκους Τούρκους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, πολλοί Αρμένιοι άρχοντες και λαός να μεταναστεύσουν στην Κιλικία(περιοχή βόρεια της Κύπρου και νότια της οροσειράς του Ταύρου) και εκμεταλλευόμενοι το χάος που προκλήθηκε στη Μικρά Ασία μετά τη Μάχη του Μάτζικερτ(1071 μ.Χ.), ίδρυσαν το Πριγκηπάτο της Κιλικίας, ένα αυτόνομο κράτος υποτελές στους Κομνηνούς(Ρωμαίοι Αυτοκράτορες), που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στις Σταυροφορίες και έπειτα προήχθη σε βασίλειο, στα τέλη του 12ου αιώνα, για να καταστεί λίγο αργότερα υποτελές στους Μογγόλους και τελικά να καταλυθεί το 1375 μ.Χ.

Στην αρχέγονη πατρίδα των Αρμενίων, η χώρα τους επέστρεψε στη δυσμενή συνθήκη του προτεκτοράτου και του εμπόλεμου πεδίου, μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας της Σαφαβιδικής δυναστείας(Πέρσες), αλλάζοντας εναλλάξ επικυρίαρχους ή και κατακτητές, κάποιες φορές μοιραζόμενη ανάμεσα στους δύο.  Για να καταλήξουμε στον 19ο αιώνα που η Αρμενία μοιράστηκε ακόμα μία φορά, αυτή τη φορά μεταξύ Οθωμανών και Ρώσων. Στην επικράτεια των πρώτων άρχισαν να τίθονται ζητήματα Αρμένικης ανεξαρτησίας, με συνέπεια μία πρώτη σειρά σφαγών από τον Σουλτάνο και έπειτα τη γνωστή γενοκτονία από τους Νεότουρκους, το 1915, με τους νεκρούς να υπολογίζονται στο 1,5 εκατομμύριο.

Λίγο αργότερα και ενώ ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος συνεχιζόταν, η Ρωσική Αυτοκρατορία κατέλαβε ολόκληρη την Αρμενία, για να την εγκαταλείψει σύντομα λόγω της Οκτωβριανής Επανάστασης και έπειτα να δημιουργηθεί, με υποστήριξη της Αντάντ, μία ανεξάρτητη δημοκρατία η οποία φιλοδοξούσε να επεκταθεί σε εδάφη της Τουρκίας, μέχρι οι μεγάλες δυνάμεις να αλλάξουν γνώμη και μέσω της επιτηδευμένης αδράνειας τους, να ευνοήσουν τον Κεμάλ Ατατούρκ. Την ίδια περίοδο το μέχρι πρότινος Οθωμανικό Ιράκ και τα πετρέλαια του, περνούν σε Βρετανική κυριαρχία.

Μετά από ακόμα ένα πόλεμο με τους Τούρκους, η Αρμενία γίνεται μέρος της Σοβιετικής Ένωσης, όπου μέχρι και την άνοδο του Στάλιν, το επίπεδο ζωής στην ταλαιπωρημένη από πολέμους χώρα βελτιώθηκε, για να ξαναπέσει ξανά λόγω των διώξεων που επέβαλλε το σταλινικό καθεστώς. Οι διώξεις σταμάτησαν με τον θάνατο του Στάλιν και την άνοδο του Χρουστσώφ. Παρεπιπτόντως και το ζήτημα του Ναγκόρνο-Καραμπάχ φαίνεται να  προέκυψε έπειτα από την πίεση του Στάλιν, πριν ακόμα γίνει Γενικός Γραμματέας, να δοθεί στη Σοβιετική Δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν.

Τελικά, το 1991 η Αρμενία γίνεται ανεξάρτητη αλλά γενικότερα υπάρχουν πολλά ζητήματα στην περιοχή με τα σύνορα και τις μειονότητες. Είναι χαρακτηριστικό, ότι πέρα από το Ναγκόρνο-Καραμπάχ, υπάρχει ακόμα μία περιοχή, η Αυτόνομη Δημοκρατία του Ναχιτσεβάν, η οποία αν και έδαφος του Αζερμπαϊτζάν, είναι τελείως αποσπασμένη από το κυρίως κράτος και δεν υπάρχει τρόπος να επικοινωνήσουν οδικώς, χωρίς να περάσουν από τα εδάφη της Αρμενίας και του Ιράν. Και δυστυχώς, όπως μας διδάσκει η Ιστορία, η παγκόσμια και η Αρμένικη ειδικότερα, η πιθανότητα τα προβλήματα αυτά να επιλυθούν ειρηνικά και με διάλογο, είναι ελάχιστη.


Υ.Γ. Ένα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία του Αρμένικου πολιτισμού είναι το πνευστό όργανο Duduk, του οποίου ο όμορφος και γλυκός ήχος χρησιμοποιείται, πέρα από ψυχαγωγία, και για διαλογισμό. Ένα δείγμα του, βρίσκεται στον παρακάτω σύνδεσμο.





Πηγή εικόνας: oreinoi.com

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2020

Οι ψυχολογικές επιπτώσεις της πανδημίας


Ήταν αναμενόμενο πως όταν ξεκίνησε η ιστορία της πανδημίας, η ζωή των περισσότερων ανθρώπων θα επηρεαζόταν, σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα δραματικά. Είναι έτσι δομημένη η παγκόσμια κοινωνία στον 21ο αιώνα που θα ήταν αναπόφευκτο για την πλειοψηφία από εμάς να αποφύγει τις συνέπειες που ο κορωνοϊός προκάλεσε συνολικά.

Εννοείται πως στις δραματικές περιπτώσεις, συμπεριλαμβάνονται αρχικά οι άνθρωποι που υπέφερε η υγεία η δικιά τους και των αγαπημένων τους ανθρώπων και έπειτα αυτοί που είδα την οικονομική τους κατάσταση να υποβαθμίζεται, είτε λόγω του φυσιολογικού περιορισμένου τζίρου που προκαλούν τα διάφορα
lockdown και περιορισμοί είτε διότι είδαν τους μισθούς τους να πετσοκόβονται ή ακόμα και οι ίδιοι να χάνουν τη δουλειά τους. Και μαζί και το μοναδικό τους εισόδημα.

Και ενώ αδιαμφισβήτητα τα παραπάνω θύματα του κορωνοϊού πρέπει να είναι η απόλυτη προτεραιότητα για να υποστηριχθούν από τις κοινωνίες και τις κυβερνήσεις, δεν πρέπει να προσπεράσουμε και κάποια άλλα «θύματα». Δευτερεύοντα μεν, άνθρωποι που πλήττονται από τις δυσμενείς συνθήκες, δε. Είναι αυτοί και αυτές που έχουν πληγεί ψυχολογικά από την παρατεταμένη απομόνωση που έχει προκληθεί από τις διάφορες μορφές ήπιας και βαριάς καραντίνας.

Αναλογίζομαι το πόσοι συνάνθρωποι βρίσκονται στην πραγματικά άσχημη κατάσταση, να βιώνουν τους τελευταίους οχτώ μήνες μία στείρα ρουτίνα του δουλειά-σπίτι-ύπνος και ξανά δουλειά-σπίτι-ύπνος. Που έτυχε ο κορωνοϊός να τους βρει χωρίς κάποιον σύντροφο και μακριά από τους φίλους τους και την οικογένεια τους. Που τα καθημερινά ερεθίσματα τους, περιορίζονται σε νέα σχετικά με τον ιό, στα εμβόλια που δεν έρχονται ποτέ, στις έμμεσες απειλές-προειδοποιήσεις για νέα
lockdown, στο πόσοι νόσησαν και σήμερα, στο πόσοι είναι στις ΜΕΘ και τελικά στο πόσοι πεθάναν λόγω επιπλοκών του covid-19.

Δεν είναι εύκολο να έχεις μία τέτοια καθημερινότητα, φτωχή και μίζερη, χωρίς να μπορείς έστω να την εμπλουτίσεις με βόλτες σε θέατρα, κινηματογράφους, συναυλίες, γήπεδα, ολιγοήμερες διακοπές και κυρίως, νέες γνωριμίες. Και μάλιστα χωρίς να υπάρχει  ο παραμικρός ορίζοντας ή ημερομηνία λήξης  σε αυτό το ζοφερό περιβάλλον, διότι ας μην γελιόμαστε, αυτή τη στιγμή που γράφεται το παρόν κείμενο, κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί το πότε θα επιστρέψει αυτή η ρημάδα η κανονικότητα. Η ελπίδα που έχει ως συναίσθημα, την φήμη ότι είναι αυτή που δίνει ζωή σε ένα άτομο που ταλαιπωρείται, έχει στις μέρες μας ανεπαρκή θεμέλια και φυσιολογικά καταρρέει γρήγορα, μετά τη γέννηση της.

Δεν είναι λίγοι οι άνθρωποι οι οποίοι στερούμενοι όλα τα παραπάνω, νιώθουν όλη αυτή την επανάληψη στις ιστορίες των ημερών τους, ως ένα τερατώδες κενό που τους περικυκλώνει και τους σφίγγει σε βαθμό ασφυξίας. Και δεν θα τους κατηγορήσω για το γεγονός ότι πολλοί από αυτούς δεν μπορούν να δουν την πανδημία ως μία ευκαιρία για να αναπτύξουν την αυτογνωσία και την αυτοεκτίμηση τους, εκμεταλλευόμενοι την απουσία αρνητικών εξωτερικών ερεθισμάτων που παλιότερα θα τους έβλαπταν. Διότι δεν μπορούν όλοι να πληρώνουν ψυχοθεραπευτή ή να έχουν καλλιεργήσεi τον εαυτό τους με μοναχικές δραστηριότητες για χόμπι, ώστε να μπορούν να διαχειριστούν αυτές τις περιστάσεις. Ή και τα δύο.

Παρ’ όλα αυτά, δυστυχώς δεν φαίνεται να υπάρχει και άλλη θετική επιλογή σε αυτό το ριψοκίνδυνο μεταίχμιο που έχουν βρεθεί πολλοί συνάνθρωποι μας. Η γενικότερη κατάσταση μας δείχνει ότι όσο θα διαρκέσει η πανδημία, δεν έχουν καλύτερη επιλογή από το να αφοσιωθούν στον εαυτό τους και στις όσες ανθρώπινες σχέσεις έχουν ήδη κτίσει. Να διαβάσουν βιβλία, να ανακαλύψουν καινούριες μουσικές, να παρακολουθήσουν ταινίες και σειρές που θα τους ψυχαγωγήσουν, να προσέξουν τη φυσική τους κατάσταση και να λένε και κανένα «σ’αγαπώ» εκεί που έχει αποδειχθεί ότι αξίζει να ειπωθεί.



Πηγή εικόνας: pinerivertimes.com

Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2020

Αποχαιρετώντας μία συμπολεμίστρια

Χάζευα την αρχική σελίδα του Facebook, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο σκοπό. Κάποια στιγμή, το μάτι μου έπεσε στην κατάσταση ενός «φίλου» μου. Αποχαιρετούσε μία δικιά του φίλη(με ή χωρίς εισαγωγικά) και από τα συμφραζόμενα, ήταν φανερό ότι η ίδια η κοπέλα αποφάσισε να αφήσει τη ζωή.

Είμαι άνθρωπος με φοβερές ατέλειες και ελαττώματα. Ένα από αυτά είναι και το κοτσομπολίστικο ένστικτο, να μάθω τι έχει συμβεί. Αυτό με ώθησε να κοιτάξω το προφίλ της κοπέλας, ας την αποκαλέσουμε «Δέσποινα». Βλέποντας κάποιες από τις δημοσιεύσεις της, αντιλήφθηκα ότι της άρεσε η ποίηση, ήταν και η ίδια ποιήτρια.

Διαβάζοντας τα, κατάλαβα ότι η Δέσποινα, πάλευε καιρό με τους δαίμονες της, αν όχι όλη την ενσυνείδητη ζωή της. Και λίγα δευτερόλεπτα αφου το συνειδητοποίησα, ένιωσα ένα ιδιαίτερο συναίσθημα, καθόλου οικείο αρχικά, κάτι πολύ σπάνιο που δεν μου ήταν εύκολο να το προσδιορίσω. Όταν τελικά κατόρθωσα να το κατανοήσω, τότε μπόρεσα να βρώ και την λέξη που το αντικατοπτρίζει. Συμπάθεια. Με την ετυμολογική της έννοια.

Πέρα από τον προφανή συνδετικό κρίκο μου με τη Δέσποινα, της καταγραφής των δαιμονίων που μας λυτρώνουν και μας ταλαιπωρούν πολλές φορές ταυτόχρονα, υπήρχε και ένα άλλο κοινό μου μαζί της και μάλλον με την πλειοψηφία των ανθρώπων που ζουν στις σύγχρονες αποκαλούμενες «αναπτυγμένες» χώρες. Η μάχη για τη ζωή, ο αγώνας και η πάλη που βιώνουμε καθημερινά, κάθε ώρα, κάθε λεπτό. Κάθε δευτερόλεπτο.

Αν μπορούσα να παρομοιάσω το συναίσθημα μου, με κάποια άλλη κατάσταση, θα ήταν αυτή στην οποία ένας πολεμιστής, που μάχεται για οποιοδήποτε σκοπό, μαθαίνει για τον θάνατο μίας συμπολεμίστριας του, που πάλευε για τον ίδιο άγνωστο σκοπό, με τον ίδιο ζήλο, το ίδιο πάθος και την ίδια αφοσίωση, μέχρι και τη στιγμή που τελικά εξέπνευσε. Διότι έχω την εντύπωση ότι οι αυτόχειρες πολλές φορές πληρώνουν το γεγονός ότι αγαπάνε υπέρμετρα τη ζωή.

Όσο το αναλογίζομαι, όλο και πιο πολύ τη συγκεκριμένη στιγμή, η ζωή όλων μας, μου φαντάζει ένα πεδίο μάχης στο οποίο έχουμε βρεθεί χωρίς καλά-καλά να καταλάβουμε τον λόγο. Εφορμούμε μπροστά μέσα σε έναν καταιγισμό πυρών και όλμων, σε μία συγχισμένη βαβούρα, πυροβολούμε και μας πυροβολούν, προσπαθούμε να αποφύγουμε τις σφαίρες, κάποιες φορές κρυβόμαστε πίσω από ένα βράχο, άλλες σκάβουμε παρέα με τους συμπολεμιστές μας χαρακώματα και για να προστατευτούμε χωνόμαστε εκεί μέσα, ενώ είναι βέβαια ότι μέσα στην σκόνη και τον πανικό δεν μπορούμε πάντα να αναγνωρίζουμε ποιος είναι φίλος και ποιος εχθρός.

Κατά τη διάρκεια αυτής της μάχης, κάποιοι επιβιώνουμε, άλλοι πετυχαίνουν άθλους, άλλοι τρελαίνονται, άλλοι τραυματίζονται βαριά ή ελαφριά, κάποιοι μένουν κατάκοιτοι ή σε κώμα, άλλοι πετάνε τα όπλα και αποχωρούν από το πεδίο ντροπιασμένοι για τους υπόλοιπους και χαρούμενοι για τους ίδιους, ενώ κάποιοι, όπως η Δέσποινα, τελικά πέφτουν, ηρωικά ή μη, ίσως να μην έχει και τόση σημασία. Και η ιστορία συνεχίζεται.

Δεν μου μένει κάτι άλλο να γράψω, πέρα από το να αποχαιρετήσω και εγώ τη Δέσποινα, τη «συμπολεμίστρια» μου που δεν είχα την τύχη να τη γνωρίσω ούτε προσωπικά, ούτε διαδικτυακά-καλλιτεχνικά, με ένα τρόπο που αρμόζει στον αγώνα που έδωσε. Και αυτός είναι η πιο όμορφη σκέψη που έχω διαβάσει ποτέ για μία παρεμφερή περίσταση, ένα απόσπασμα από το βιβλίο  «Χαμογέλα, ρε...Τι σου ζητάνε;», ενός άλλου συμπολεμιστή μας, του Χρόνη του Μίσσιου, μία σκέψη που τη διηγήθηκε στο συγγραφέα, ένας τρόφιμος ψυχιατρείου, ο Μανόλης:

«...δεν είναι θάνατος, είναι μετάβαση, είναι διάσπαση σε μύριες άλλες ζωές, στις οποίες, αν εδώ, σε τούτη τη μορφή ζωής είσαι ζωντανός, αν δεν δολοφονήσεις την ουσία σου, εκεί θα δώσεις χάρη και ομορφιά, όπως η Μαρία, που φούνταρε προχθές από την ταράτσα για να μην πεθάνει.»



Πηγή εικόνας: "Battle of the Amazons" Πίνακας ζωγραφικής του Anselm Feuerbach, 1873


Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2020

Επέτειος μετανάστευσης

Ήτανε τέσσερα χρόνια πριν. Μόλις είχα χαιρετίσει γονείς και θείους και περνούσα τον έλεγχο ασφαλείας του αεροδρομίου «Μακεδονία», έτσι ώστε λίγο αργότερα να επιβαστώ στο αεροπλάνο της Transavia που θα εκτελούσε την πτήση Θεσσαλονίκη-Άμστερνταμ. Ένα ταξίδι που δεν είχα ξανακάνει μέχρι τότε. Ένα ταξίδι χωρίς εισιτήριο επιστροφής, τουλάχιστον όχι κλεισμένο από πριν.

Θυμάμαι το αεροπλάνο να προσγειώνεται στο αεροδρόμιο του
Schiphol και να με εκπλήσουν ευχάριστα τα χρώματα του ηλιοβασιλέματος. Πίστευα τότε ότι στην Ολλανδία ότι η λιακάδα είναι τόσο σπάνια όσο και το χιόνι στη Θεσσαλονίκη. Λίγο μετά έφτασα στην αποβάθρα των τρένων και πήρα τον συρμό για το Αϊντχόφεν. Πέρα από την βαλίτσα την οποία την είχα γεμίσει με όσο περισσότερα ρούχα μπορούσε να χωρέσει, είχα μαζί μου μία κιθάρα, λίγα λεφτά και την πάρτη μου.

Ήμουν πλέον σε μία χώρα που κυριολεκτικά δεν ήξερα κανέναν, μια και το ζευγάρι που θα με φιλοξενούσε, με διορία εννοείται, το είχα δει μόνο μέσω
Skype. Χωρίς σπίτι, χωρίς δουλειά, με την ελπίδα ότι αυτή η πρόσκληση για συνέντευξη από ένα γραφείο ευρέσεως εργασίας, θα ήταν το εφαλτήριο μίας καινούριας ζωής που τόσο την είχα ανάγκη μια και ο προηγούμενος χρόνος στη Θεσσαλονίκη είχε εξελιχθεί αρκετά ζόρικα σε όλα τα επίπεδα.

Σύντομα αποδείχθηκε ότι η συνέντευξη ουσιαστικά δεν είχε συγκεκριμένο περιεχόμενο, παρ’ όλα αυτά το σπίτι βρέθηκε σύντομα μόνο και μόνο για να το αφήσω μία βδομάδα μετά, για μία άλλη συνέντευξη σε μία βιομηχανία έξω από το Ναϊμέχεν. Αυτή η συνέντευξη είχε βάση, αφού λίγες μέρες μετά έμαθα ότι προσλαμβάνομαι και έτσι κατάφερα να βρω και μία προσωρινή φιλοξενία, ξανά με διορία, μέχρι να μπορέσω να βρω ένα σπίτι εκεί κοντά.

Η καθημερινότητα μου, εύκολα θα χαρακτηριζόταν φρικτή. Τότε δεν το ένιωθα, καθώς ακόμα και πριν ανέβω στο αεροπλάνο, αυτό που με χαρακτήριζε εκείνους τους μήνες ήταν μία άγνοια κινδύνου και μία απάθεια, ένας συνδυασμός πρωτόγνωρος για μένα, φαντάζομαι συνέπεια των πρόσφατων αντιξοοτήτων στη Θεσσαλονίκη. Τώρα όμως που ξαναφέρνω στο μυαλό μου αυτή την καθημερινότητα του να ξυπνάω πεντέμιση το πρωί για να προλάβω το λεωφορείο, να περπατάω 2 χιλιόμετρα στα χωράφια μέσα στη βροχή και τη νύχτα, για να φτάσω σε ένα εργασιακό περιβάλλον γεμάτο γενικό αρνητισμό, αλλά και εξειδικευμένο απέναντι μου, μια και ήμουν από τους ελάχιστους μετανάστες εκεί μέσα, να τους βλέπω όλους απρόθυμους να βοηθήσουν με καχύποπτα βλέμματα εναντίον μου, να σχολάω και να προσπαθώ μάταια να βρω σπίτια στις μπουρδελογειτονιές του Ναϊμέχεν και τελικά να ξεραίνομαι στον ύπνο στις 11 το βράδυ για να ξαναέρθει η ρουτίνα, με κάνει να αναρωτιέμαι πως την πάλεψα ψυχολογικά.

Και φυσικά μία τέτοια αρρωστημένη κατάσταση δεν βγάζει ποτέ σε καλό. Κάπως έτσι απολύθηκα μετά από 25 μέρες εργασίας και ήμουν και πάλι στον αέρα, αλλά η άγνοια κινδύνου μου εκεί, να παραμένει ακλόνητη. Δεν έχω ξαναυπάρξει τόσο αναίσθητος. Τουλάχιστον με πλήρωσαν και φρεσκαρίστηκε λίγο το οικονομικό μου απόθεμα, το οποίο είχε αρχίσει να μειώνεται ιδιαίτερα. Σκέφτηκα να γυρίσω Θεσσαλονίκη, όχι επειδή απογοητεύτηκα, αλλά απλά για να προετοιμαστώ καλύτερα για άλλη αναζήτηση μέλλοντος, μια και είχα καλύψει τα μέχρι τότε έξοδα μου. Τελικά με παρακίνηση των δικών μου αποφάσισα να το παλέψω λίγο παραπάνω.

Επέστρεψα Αϊντχόφεν για να ξαναφιλοξενηθώ με διορία. Στάθηκα τυχερός, βρίσκοντας οικονομικό δωμάτιο μέσα σε μόλις μία βδομάδα και δουλειά σε μία αποθήκη παπουτσιών. Αγόρασα και ένα φτηνιάρικο, σαράβαλο, ποδήλατο και ξεκίνησε μία νέα ρουτίνα, με το ξυπνητήρι στις τεσσεράμιση το πρωί και μισή ώρα ποδήλατο σε αρνητικές θερμοκρασίες με χιονόνερο κόντρα, για να πάω σε ένα χώρο εργασίας που από τους ντόπιους θεωρείται, ο πάτος. Δεν θα συμφωνήσω μια και τουλάχιστον στην αποθήκη υπήρχε καλύτερο εργασιακό κλίμα μεταξύ των υπαλλήλων, μια και όλοι είχαμε, αν όχι ταξική, σίγουρα υπαρξιακή πρακτική συνείδηση. Εκπρόσωποι των πιο φτωχών χωρών της γης, εκτός από Ολλανδούς που μόλις είχαν ξεμπερδέψει με την απεξάρτηση.

Και ξαφνικά, λίγες μέρες μετά χτύπησε το τηλέφωνο. Στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν ακόμα ένας από τους δεκάδες ατζέντηδες που είχα γνωρίσει τηλεφωνικά και μη, μέσω της αναζήτησης μου για εργασία. Μία τεράστια ευκαιρία εμφανιζόταν μέσω μίας συνέντευξης σε μία από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες της περιοχής, με πολύ καλή φήμη όσον αφορά τις εργασιακές συνθήκες και τους μισθούς. Η συνέντευξη ήταν πετυχημένη και μία νέα ζωή πλέον ξεκινούσε και ας μην ήμουν σίγουρος για αυτό, τότε.

Τέσσερα χρόνια μετά, κάθομαι στο σαλόνι του διαμερίσματος που μένω πλέον, απολαμβάνοντας την ησυχία μια και ο συγκάτοικος κοιμάται του καλού καιρού, στο δωμάτιο του. Τέσσερα χρόνια μετά νιώθω ότι έχω απαντήσει τις περισσότερες ερωτήσεις που απασχολούσαν εκείνον τον νέο όταν ανέβαινε στο αεροπλάνο. Σίγουρα μπορεί να είναι ικανοποιημένος, τουλάχιστον όσον αφορά τους πρακτικούς τομείς της ζωής, οι οποίοι μόνο αμελητέοι δεν είναι. Και στους ανθρώπινους όμως δεν είναι άσχημα.

Ελπίζω στα επόμενα χρόνια, να απαντήσω και κάποια από τα ερωτήματα που απασχολούν τώρα τον γράφοντα.



Πηγή εικόνας:arenanordeste.com

Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2020

Η χημεία των ανθρώπων


Καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας, όλοι ερχόμαστε σε επαφή με άπειρους άλλους ανθρώπους. Κάποιους από αυτούς, λησμονούμε την ύπαρξη τους στο επόμενο δευτερόλεπτο της απουσίας τους. Με κάποιους άλλους διατηρούμε μία ευγενική επαφή και με άλλους κάνουμε φανερή την αντιπάθεια μας από την αρχή της γνωριμίας μας. Με κάποιους στεριώνουμε περισσότερο και γινόμαστε φίλοι ή σύντροφοι, ενώ με πολλούς από τους τελευταίους, καταλήγουμε σε καυγάδες αν όχι στα δικαστήρια.

Για να κολλήσουν δύο (ή και περισσότεροι μερικές φορές) άνθρωποι, συνηθίζουμε να λέμε ότι έχουν κοινά ενδιαφέροντα, επιδιώξεις ή ακόμα και συμφέροντα. Φυσικά υπάρχει και η θεωρία των ετερώνυμων που έλκονται, ότι ουσιαστικά, καλύπτει ο ένας τον άλλον. Παρ’ όλα αυτά εγώ προσωπικά έχω βρεθεί παρών και στις δύο προαναφερόμενες περιπτώσεις και ήταν πάρα πολλά τα παραδείγματα στα οποία δεν υπήρξε καμία σύνδεση, καμία επικοινωνία, έστω και αντιστρόφως ανάλογη.

Είναι ξεκάθαρο ότι οι συνισταμένες που χρειάζονται για να συνδεθούν οι άνθρωποι ποικίλουν από περίπτωση σε περίπτωση. Και αφού, τα ενδιαφέροντα, τα χόμπυ, οι ιδέες σχετικά με τη ζωή και τον κόσμο κτλ, δεν είναι οι σταθερές οι οποίες αποτελούν θεμέλια για το δέσιμο δύο ατόμων, τότε τι είναι αυτό που μπορεί να θεωρηθεί ως αναπόσπαστο στοιχείο κάθε υγιούς σύνδεσης μεταξύ δύο προσωπικοτήτων;

Ίσως τελικά, πολλά από τα χαρακτηριστικά που θεωρούμε τόσο κρίσιμα για το «είναι» μας, να μην είναι τόσο σημαντικά για τις ανθρώπινες σχέσεις, ή ίσως να είναι απλά προεκτάσεις άλλων σημαντικότερων στοιχείων μας τα οποία μπορεί να έχουν καλιεργηθεί τελείως υποσυνείδητα και να μην τα  έχουμε πάρει καν χαμπάρι. Ίσως είναι αυτό που κάποιοι το αποκαλούν «ψυχή ενός ανθρώπου», ίσως  είναι αυτό που λέμε όταν βλέπουμε δύο ανθρώπους να είναι δεμένους, ότι είναι από την «ίδια πάστα».

Είναι αρκετά θολό το τοπίο, μια και οι έννοιες που καθορίζουν την πάστα ενός ανθρώπου, είναι αμφιλεγόμενες, όχί τόσο ως προς το νόημα τους, αλλά στην εφαρμογή τους στον άνθρωπο αυτό, καθώς έχουν την τάση να είναι υποκεμενικές. Έννοιες όπως η ειλικρίνεια, η τιμιότητα, η ανοιχτόμυαλη προσέγγιση σε διάφορα θέματα, το χιούμορ και τόσες άλλες που καθοριζουν την υπόσταση μας, πολλές φορές χωρίς να το καταλαβαίνουμε καν.

Οπότε όταν κάποιοι άνθρωποι έχουν αυτά τα στοιχεία και εφαρμόζονται πάνω τους κατά παρόμοιο τρόπο, ώστε να αναγνωρίζονται μεταξύ αυτών των δύο ατόμων, τότε συμβαίνει αυτή η όμορφη διαδικασία, του να κολλάνε οι δυο τους, να έχουνε χημεία. Δεν είναι κάτι τόσο συνηθισμένο όσο μπορεί να νομίζουμε, αν κρίνουμε από το γεγονός το ότι οι περισσότεροι από μας, δεν καταλήγουν με πάνω από δύο-τρεις αληθινούς φίλους, ενώ στις σχέσεις είναι ακόμα πιο σύνθετα τα πράγματα ώστε ακόμα και τις πετυχημένες από αυτές να τις τοποθετήσουμε στην κατηγορία της «χημείας».

Με βάση τα παραπάνω, φαίνεται πως πολλές φορές η ποιότητα και η ιδιαιτερότητα κάθε ανθρώπου, δεν κρίνεται με από τα επιφανειακά χαρακτηριστικά που εκφράζει καθημερινά, αλλά από βαθύτερα τα οποία αναδύονται ενίοτε σε ανύποπτες στιγμές. Αυτή η ασάφεια, είναι που κάνει και τόσο γοητευτική την παρατήρηση των ανθρωπίνων σχέσεων και του πως δημιουργούνται και του πως εξελίσσονται. Διότι, αν ήταν απλά μαθηματικά, αν ήταν απλά «1+1=2», τότε θα δημιουργούτα μία πεπατημένη την οποία θα προσπαθούσαμε όλοι να ακολουθήσουμε.

Μπορεί να μας ζορίζει αυτή η γκρίζα ζώνη, μπορεί πολλές φορές να μας απελπίζει όταν η «πάστα» μας δεν βρίσκει εύκολα άλλες ταιριαστές στην ίδια, αλλά η άλλη όψη του νομίσματος είναι αυτή που κάνει το τίμημα να φαίνεται μικρό. Όταν δηλαδή γνωρίζουμε έναν άνθρωπο και αντιλαμβανόμαστε ότι η παρουσία του στη ζωή μας δεν θα είναι παροδική. Όταν νιώσουμε ότι έχουμε βρει ένα συνοδοιπόρο.

 


Πηγή εικόνας: brainfoodextra.com

Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2020

Το αυγό του φιδιού στην Ελλάδα

Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά. Τι είναι ένας «φασίστας». Είναι οπαδός της ιδεολογίας του φασισμού. Χαίρω πολύ. Και τι είναι φασισμός; Ας αφήσουμε εκτός, για την οικονομία του κειμένου, τις διάφορες περιπτώσεις που χρησιμοποιούνται αυτές οι λέξεις και ας συγκρατήσουμε την αρχική πολιτική έννοια τους. Σύμφωνα με τον Μπαμπινιώτη είναι «ένα πολιτικοκοινωνικό σύστημα της άκρας δεξιάς, με έντονα εθνικιστικό και αυταρχικό χαρακτήρα, που καταργεί τον κοινοβουλευτισμό και τη δημοκρατία και βασίζεται στον μονοκομματισμό και τον ολοκληρωτισμό».

Πόσους φασίστες έχει διαχρονικά η Ελλάδα; Αν αποφασίσουμε να μην είμαστε αυστηροί και να μην συμπεριλάβουμε αυτούς που μπορεί να έχουν ενίοτε φασίζουσα συμπεριφορά, ή να υποστηρίζουν περιστασιακά και από βλακεία, φασιστικά κινήματα και αν κρατήσουμε τον όρο «φασίστας» για αυτούς που εξασκούν άμεσα την ιδεολογία του φασισμού και συμμετέχουν αυτοπροσώπως σε φασιστικές ενέργειες, κινήματα και καθεστώτα, θα φτάσουμε στο συμπέρασμα ότι δεδομένου της βλαβερής τους επιρροής στην κοινωνία, δεν είναι λίγοι.

Δυστυχώς όμως θα φτάσουμε και στο συμπερασμα ότι διαχρονικά η ποσότητα τους δεν μειώνεται, στην πραγματικότητα. Διατηρείται και κρύβεται μέσα σε «δημοκρατικά» κινήματα, πολλές φορές κάνει και τη 
«βρώμικη δουλειά» για αυτά και περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να ξεπροβάλλει από την κρυψώνα του. Σαν ένα φίδι.


Ο αναγνώστης θα καταλάβει σε ποιους ακριβώς αναφέρομαι ως «φασίστες με τη βούλα» με την ιστορική αναδρομή που θα υπάρξει στις επόμενες παραγράφους. Θα αφήσω έξω προφασιστικές δράσεις από διάφορα κινήματα εθνικιστικού χαρακτήρα και θα πάω στο πρώτο ξεδιάντροπα φασιστικό καθεστώς που έλαβε χώρα στην Ελλάδα, την 4η Αυγούστου 1936, τη δικτατορία του Μεταξά. Πέρα από τους εφησυχασμένους νοικοκυραίους που δεν είχαν πρόβλημα τα παιδιά τους να διαπαδαγωγούνται με ακραίες εθνικιστικές διδαχές, υπήρχαν και πολίτες οι οποίοι συνεισφέραν στην «ευζωία» του καθεστώτος, με ρουφιανιές, τραμπουκισμούς και βασανιστήρια.

Θα περίμενε κάποιος, η επερχόμενη Γερμανική κατοχή να ανακόψει τη δράση τους, αλλά αντίθετα την εντατικοποίησε. Είτε μέσω της παραδοσιακής χαφιέδικης συμπεριφοράς τους, είτε μέσω της συμμετοχής τους σε κατοχικές τερατουργίες όπως τα τάγματα ασφαλείας και οι Χίτες. Μόνο η αντίσταση του ΕΛΑΣ περιόρισε την δράση τους. Για λίγο, όμως μια και μετά το τέλος της κατοχής τους βρήκε να πρωταγωνιστούν σε αντικομμουνιστικές δράσεις, τη «Λευκή Τρομοκρατία», με την κάλυψη της «δημοκρατικής» εγκάθετης, εκ δυτικών, κυβέρνησης.

Ουσιαστικά αυτοί που ρουφιάνευαν και τραμπούκιζαν τον κόσμο στους Γερμανούς, έπειτα ρουφιάνευαν και τραμπούκιζαν για λογαριασμό των εχθρών των Γερμανών. Στα «κρυφά» εννοείται, μια και στην Ελλάδα επικρατούσε «Δημοκρατία». Για τιμωρία τους στο μεταπολεμικό καθεστώς, ούτε λόγος. Σύμφωνα με τον Δημήτρη Κουσουρή, ιστορικό στο πανεπιστήμιο της Βιέννης, η Ελλάδα είναι η χώρα με την μικρότερο αριθμό καταδικασθέντων δοσιλόγων. Πολλοί μάλιστα ανταμείφθηκαν πλουσιοπάροχα για τις υπηρεσίες τους, σαν τον πατέρα του Χριστοφοράκου.

Πέρασαν αρκετά χρόνια, που οι φασίστες δρούσαν σε ένα φανερό παρασκήνιο, όπως η δολοφονία του Λαμπράκη, με την ανοχή (αν όχι τις ευλογίες) των ελληνικών κυβερνήσεων, μέχρι που τελικά ξαναβγήκαν στο προσκήνιο, εκμεταλλευόμενοι την πολιτική κρίση της εποχής και έχοντας ως όχημα την στρατιωτική δικτατορία που επιβλήθηκε μέσω πραξικοπήματος, την 21η Απριλίου του 1967. Τα επόμενα εφτά χρόνια θα συνέχιζαν τις αγαπημένες τους δραστηριότητες των τραμπουκισμών, της ρουφιανιάς και των βασανιστηρίων.

Όταν τελικά, κατέπεσε το Απριλιανό καθεστώς και ξαναήρθε η «Δημοκρατία» στην Ελλάδα, πολλοί παρατήρησαν ότι οι πολίτες της χώρας έγιναν μάρτυρες ενός ιστορικού
déjà vu. Ελάχιστοι φασίστες τιμωρήθηκαν και η πλειοψηφία αυτών έζησαν ζωή χαρισάμενη, κάποιοι από αυτούς μάλιστα κομπάζοντας για τις νεο-δημοκρατικές τους ιδέες. Φυσικά, συνέχισαν να δρουν με χαμηλό πολιτικά προφίλ, π.χ. μέσω της ΕΠΕΝ, στην οποία ανήκαν και εξέχοντα πολιτικά πρόσωπα όπως ο Μάκης Βορίδης, ο οποίος στον ελεύθερο χρόνο του έκανε αθλοπαιδειές με τσεκούρια. Και εννοείται και ο Νίκος ο Μιχαλολιάκος, ο μετέπειτα Γ.Γ. της Χρυσής Αυγής.

Στα χρόνια της μεταπολίτευσης, περιστασιακά οι φασίστες κάναν πιο έντονη την παρουσία τους με τη δολοφονία του Νίκου Τεμπονέρα από τον Γιάννη Καλαμπόκα, στέλεχος της ΟΝΝΕΔ, την απόπειρα δολοφονίας του προαναφερθέντος ιστορικού από τον «Περίανδρο». Μέχρι που φτάνουμε στην αρχή της οικονομικής κρίσης, το 2008 και οι φασίστες επανέρχονται με κάθε επισημότητα μέσω της εκλογικής ανόδου της Χρυσής Αυγής. Το τι ακολούθησε είναι πάνω-κάτω γνωστό, με αποκορύφωμα τη χθεσινή έκδοση της καταδικαστικής απόφασης για την εγκληματική φύση του Νεοναζιστικού κόμματος. Πλεονασμός.

Στον αναγνώστη του παρόντος κειμένου, μπορεί να φαίνεται ότι επαναλαμβάνομαι και θα έχει και δίκιο για αυτή του την παρατήρηση. Διότι, μελετώντας κάποιος την ιστορία του φασισμού στην Ελλάδα, τον τελευταίο αιώνα, θα παρατηρήσει ότι επαναλαμβάνεται το ίδιο ιστορικό μοτίβο: Οι φασίστες να παρασιτούν παρασκηνιακά σε μία φαινομενικά δημοκρατική κοινωνία, να έρχονται στο προσκήνιο εκμεταλλευόμενοι κοινωνικόπολιτικές κρίσεις και έπειτα να επιστρέφουν στο παρασκήνιο ή να καμουφλάρονται ως εθνικόφρονες δημοκράτες, αναμένοντας τη στιγμή που θα εκφράσουν τα μισανθρωπικά τους ένστικτα. Και φυσικά ποτέ να μην έχουν την τιμωρία που τους αναλογεί.

Δεν πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες ότι το σημερινό σύστημα, συνέχεια των παλαιότερων, θα είναι πολύ πρόθυμο να αλλάξει αυτό το μοτίβο. Μην ξεχνάμε ότι οι 50 καταδικασμένοι δεν δράσαν μόνοι τους. Έτσι γίνεται ακόμα πιο σημαντικό το γεγονός, ότι τα υγιή τμήματα αυτής της κοινωνίας έχουν καθήκον μέσω της καθημερινής συλλογικής τριβής να καταστήσουν σαφές σε όλους, ότι οι φασίστες δεν μπορούν να κρύβονται, με κορώνες ΓιαΤηνΠατρίδα, ούτε να διατυμπανίζουν ότι προσφέρουν Ελληνικές Λύσεις, ούτε ότι έβαλαν μυαλό και έχουν γίνει Νεοι Δημοκράτες, ούτε να τους συγχωρούνται οι ένστολες βίαιες συμπεριφορές, όπως όταν ανακοινώθηκε η ετυμηγορία και επιτεθήκαν τελείως αναίτια στο συγκεντρωμένο πλήθος, έξω από το δικαστήριο. 

Διότι το αυγό του φιδιού πρέπει να συνθλίβεται από όλες τις πλευρές, προτού εκκολαφθεί.



Πηγή εικόνας: trendsmap.com

Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2020

Δίνοντας προτεραιότητα στη ζωή μας

 

Ακριβώς τη στιγμή που γεννιόμαστε, πέρα από τη διαδικασία της ζωής, ξεκινάει και μία άλλη. Μία αναμέτρηση. Ξεκινάει η αλληλεπίδραση με το περιβάλλον μας και κυρίως με τους ανθρώπους γύρω μας. Εννοείται σε αυτό το αρχικό στάδιο κυριαρχεί η επικοινωνία μας με τους γονείς μας. Μετά από κάποια χρόνια, αρχίζουμε και διευρύνουμε το περιβάλλον μας με την είσοδο στις αίθουσες και στις αυλές του σχολείου και σε δευτερεύουσες, βάσει του χρόνου που δεσμεύουν, δραστηριότητες. Που βρίσκεται όμως το στοιχείο της αναμέτρησης; Ποιες έννοιες, ποια μεγέθη συγκρούονται ή έστω απλά συγκρίνονται;

Τα μεγέθη αυτά, είναι δύο. Το ένα είναι το πως βλέπουμε εμείς τον εαυτό μας, τη ζωή μας και το άλλο είναι το πως αντιλαμβανόμαστε ότι μας βλέπουν οι «άλλοι». Όσο μεγαλώνουμε και ωριμάζουμε τόσο καλλιεργούνται και αυτές οι δύο αντιλήψεις και μάλιστα αλληλοεπηρεάζονται, αλληλοεμπνέονται και αλληλοδιαψεύδονται, ενίοτε. Η αναμέτρηση τους, η τριβή τους, είναι μία εντελώς φυσιολογική διαδικασία που λαμβάνει χώρα στον καθένα μας, μια και ο άνθρωπος έχει αυτή την, κάποιες φορές ενοχλητική, τάση να κοινωνικοποιείται.

Όπως γίνεται αντιληπτό, η παραπάνω συνύπαρξη δεν μπορεί να αποφευχθεί εκτός αν κάποιος αποφασίσει να γίνει ερημίτης στα υψίπεδα του Κασμίρ. Και αυτή η μη αποφυγή δεν είναι απαραίτητα κάτι κακό, δεν είναι εξ’ ορισμού μία επώδυνη διαδικασία. Μπορεί να γίνει όμως. Στην περίπτωση που η αντίληψη που έχουμε για τη συμπεριφορά των «άλλων» απέναντι μας, υπερισχύσει της αντίληψης που έχουμε οι ίδιοι για εμάς. Και ειδικά όταν η αίσθηση μας για την πρώτη δεν είναι και ιδιαίτερα ευχάριστη. Διότι τότε είναι που ξεκινάει η κατηφόρα μας, αρχικά εσωτερική και έπειτα εξωτερική.

Άσχημες και αγενείς συμπεριφορές, ματαιώσεις σημαντικών μας σχέσεων, αδιαφορία από υποψήφιες νέες και ένα σωρό άλλες αρνητικές ενέργειες εναντίον μας, μπορεί να μας οδηγήσουν να πιστέψουμε ότι οι «άλλοι» έχουν αρνητική άποψη για μας. Και έπειτα να ρίξουμε την ευθύνη για αυτό το συναίσθημα σε μας. Και τέλος να υιοθετήσουμε και εμείς οι ίδιοι αυτή την «άποψη» για τον εαυτό μας. Και εκεί είναι που ζορίζει πλέον η κατάσταση. Διότι χάνοντας την εκτίμηση για τον εαυτό μας, χάνουμε αυτόματα την εκτίμηση και για την ίδια μας τη ζωή. Η οποία, ξεχνάμε πολλές φορές ότι, είναι μία και μοναδική. Άλλη δεν θα υπάρξει, από όσο γνωρίζουμε τουλάχιστον.

Και είναι αυτή η μοναδικότητα της ζωής μας, της ύπαρξης μας, που την κάνει τόσο ανεκτίμητη, τόσο συντριπτικά ανώτερη από την οποιαδήποτε υποτίμηση θα δεχτούμε από κάποιον εξωτερικό παράγοντα κατά τη διάρκεια της. Είναι απλό, δεν χρειάζεται κάποια διατριβή στη φιλοσοφία. Απλά δεν αξίζει. Ναι, είναι δύσκολο να το χωνέψουμε όταν μεγαλώνουμε σε ένα περιβάλλον συνεχούς κριτικής, πολλές φορές κακοπροαίρετης. Είναι πολύ δύσκολο να το κατανοήσουμε όταν έχουμε τριγύρω μας «άλλους» που μας προπαγανδίζουν να νοιαζόμαστε για τους «άλλους»,  ενώ οι ίδιοι δεν δίνουν δεκάρα για τα δικά μας συναισθήματα. Είναι πραγματικά, τεράστια πρόκληση να καταφέρουμε να βγούμε από αυτή τη λούπα, από αυτό τον λαβύρινθο που μας έχουν κλείσει.

Για να αρχίσει να επιδιώκεται αυτή η απόδραση, χρειάζεται συνήθως μία επώδυνη και τρομακτική αφορμή. Μία εμπειρία η οποία θα μας υπενθυμίσει την ασυναγώνιστη αξία που έχει η ζωή μας, για εμάς, απέναντι σε κάθε άλλον άνθρωπο και ειδικά αυτούς που την έχουν «μολύνει». Μία κατά μέτωπο αναμέτρηση με την περίπτωση της απώλειας του σημαντικότερου κτήματος μας. Της ύπαρξης μας. Διότε εκείνη τη στιγμή, ο μεγαλύτερος φόβος μας, η πρώτη με διαφορά από τη δεύτερη, έγνοια μας, δεν θα είναι η οποιαδήποτε άποψη ενός «άλλου» αλλά εμείς οι ίδιοι. Είναι το ένστικτο της επιβίωσης, το καλύτερο εργαλείο αναπροσαρμογής προτεραιοτήτων.

Θα είναι μία δυσάρεστη, αλλά και μία προοπτικά λυτρωτική αφετηρία επανάκτησης της προτεραιότητας της ζωής μας, στο σύστημα αξιών του μυαλού μας, στην ιεραρχία που υπάρχει μέσα στο κεφάλι μας. Και θα ακολουθήσει μία πορεία δύσκολη, κάποιες φορές ευάλωτη, στην οποία όμως θα πρέπει να μείνουμε πιστοί. Και ανοιχτοί σε κάθε χέρι που θα μας στηρίξει, είτε αυτό είναι κάποιου ανθρώπου που ποτέ δεν έγινε απόλυτα «άλλος» απέναντι μας, είτε μας πείθει με τις πράξεις του ότι δεν σκοπεύει να γίνει.


Πηγή εικόνας: startupanz.com


Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2020

Η αναβολή μίας αυτοκτονίας

Ο Τζακ, ο άστεγος και ο αδέσποτος μεν, σκύλος του δε, ο Τζώνυ περπατάνε ευδιάθετοι σε αυτή την κακόφημη γειτονιά της πόλης, κανά δυο ώρες μετά τα μεσάνυχτα. Η εξόρμηση τους στα γυράδικα που κλείνανε λίγη ώρα πριν ήταν αρκετά επιτυχημένη. Δύο πίτες, ένα μπιφτέκι, ένα σουτζουκάκι και ένα κεσεδάκι με λίγο μπαγιάτικο γύρο, ήταν τα λάφυρα της αποψινής ζητιανιάς τους. Θα κοιμηθούν φαγωμένοι και αυτό το φθινοπωρινό βράδυ.

Πλησιάζουν, προς τη διάβαση του τρένου, την οποία σκοπεύουν να διασχίσουν και στα επόμενα εκατό μέτρα να πάνε στο εγκαταλελειμμένο βαγόνι που έχουν απαλλοτριώσει και τους προστατεύει από τη δροσιά. Την αίσθηση της όσφρησης των κρεατικών στη μύτη του Τζακ, διακόπτει το γαύγισμα του Τζώνυ και η ανήσυχη κίνηση του υπολείμματος της ουράς του, που μάλλον την είχε κόψει ο προηγούμενος ιδιοκτήτης μαζί με το αυτί του, προτού τον εγκαταλείψει. Ο Τζακ κοιτάει προς τις ράγες του τρένου και βλέπει έναν άνδρα, νεαρό μάλλον, να έχει ξαπλώσει πάνω σε αυτές, κάθετα.

«Αν δεν περάσει κανένα καθυστερημένο εμπορικό τρένο, δεν έχει δρομολόγιο για τις επόμενες δύο-τρεις ώρες φιλαράκι, άδικα περιμένεις», λέει ο Τζακ καθώς περνάει κάτω από τη μπάρα και πλησιάζει τον ξαπλωμένο άνδρα.
«Δεν με ενδιαφέρει, θα περιμένω όσο χρειαστεί», απαντάει ο άνδρας περίλυπος.
«Για να μην ταλαιπωρείσαι με την αναμονή, το λέω».
«Και τι σε νοιάζει εσένα αν θα ταλαιπωρηθώ;»
«Δεν με νοιάζει», απαντάει ενώ ανάβει ένα τσιγάρο ο άστεγος.
«Κανείς δεν νοιάζεται για μένα», σχολιάζει θλιμμένος ο άντρας
«Και γιατί να το κάνουν;»
«Δεν έχεις άδικο, είμαι ένα τίποτα.»
«Σχεδόν. Συγκεκριμένα είσαι το», λέει ο Τζακ ενώ μετράει με τα δάχτυλα του, «0.000013 τοις εκατό των ανθρώπων πάνω στη Γη.»
«Πως το έβγαλες αυτό το νούμερο;»
«Διαίρεσα το 1 που είσαι εσύ, με τα 7,5 δισεκατομμύρια ανθρώπων πάνω στη Γη. Μην με κοιτάς περίεργα, ήμουν καλός στα μαθηματικά στο σχολείο.»
«Και τι νόημα είχε αυτός ο υπολογισμός;»
«Κανένα νόημα. Ετοιμάζεσαι να αυτοκτονήσεις και ψάχνεις για νοήματα;»
«Η ζωή μου έχασε κάθε νόημα.»
«Γιατί, είχε και ποτέ;»
«Με απέλυσαν από τη δουλειά.»
«Επιτέλους έχεις ελεύθερο χρόνο.»
«Η γυναίκα μου με παράτησε για τον καλύτερο μου φίλο.»
«Δεν πήγε με κάποιον που δεν ξέρεις, άρα δεν χρειάζεται να ανησυχείς.»
«Δεν με αφήνει να δω τα παιδιά μου.»
«Ίσως ούτε αυτά δεν θέλουν να σε δούνε.»
«΄Εχω αποτύχει τελείως.»
«Εσύ τουλάχιστον το αντιλήφθηκες νωρίς. Οι υπόλοιποι κοροϊδεύουν τον εαυτό τους.»
«Θέλω να απαλλαγώ από το μαρτύριο μου.»
«Αυτό θα το καταφέρεις όπως και να έχει κάποια στιγμή, αλλά με το να το επισπεύσεις όντας διαμελισμένος, δεν θα βοηθήσει να το χαρείς, ούτε καν να το αισθανθείς.»
«Θέλω, με την αυτοκτονία μου, να εκδικηθώ όσους με πλήγωσαν!» λέει ο άντρας εκνευρισμένος πλέον.
«Εδώ δεν είχαν ενοχές όταν ήσουν ζωντανός, θα έχουν όταν είσαι νεκρός και άρα ακίνδυνος; Το πολύ--πολύ να ρίξουν κανά δάκρυ πάνω από το κλειστό φέρετρο σου και ύστερα να έχουν ένα στα γρήγορα στην τουαλέτα της ταβέρνας που θα γίνει το αποχαιρετιστήριο τραπέζι για να γιορτάσουν το γεγονός ότι ξεμπέρδεψαν από την ενοχλητική σου ύπαρξη.»
«Ακόμα και η αυτοκτονία μου, θα είναι μάταια!» λέει ξανά περίλυπος ο άνδρας.
«Όπως και η ζωή σου.»
«Δεν καταλαβαίνω. Προσπαθείς να αποτρέψεις το θάνατο μου ή να τον ενθαρρύνεις;»
«Τίποτα από τα δύο. Απλά επειδή η ζωή δεν έχει νόημα, δεν σημαίνει ότι έχει ο θάνατος», λέει ο Τζακ ενώ χασμουριέται.
«Ε τότε τι να κάνω;»
«Πάρε αυτό το μπιφτέκι και δώστο στο Τζώνυ, του αρέσει να τρώει μεζέδες από ξένα χέρια, το αντιλαμβάνεται σαν μία νέα εμπειρία», λέει ο Τζακ ενώ βγάζει το μπιφτέκι από τη σακούλα και το δίνει στον άνδρα, την ώρα που ένας θόρυβος πλησιάζει.

Αυτός σηκώνεται, πλησιάζει τον Τζώνυ που στέκεται λίγα μέτρα μακριά από τις ράγες και απλώνει το χέρι του με το μπιφτέκι, το οποίο ο σκύλος το κάνει μία χαψιά. Ο άνδρας χαμογελάει αυθόρμητα, βλέποντας το απομεινάρι της ουράς του αδέσποτου να κινείται σε ένα χαρούμενο ρυθμό και νιώθωντας το δροσερό αεράκι που έχει προκαλέσει η εμπορική αμαξοστοιχία που κινείται στις ράγες λίγα μέτρα πίσω του.




Πηγή εικόνας: wallhaven.cc



Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2020

Ταξιδεύοντας με την Ιστορία

Όταν ένας νεαρός άνθρωπος καταφέρνει, καλώς ερχόντων των πραγμάτων, να ανεξαρτητοποιηθεί οικονομικά, έχοντας μία δουλειά που θα του επιτρέπει να κάνει και κάτι παραπάνω, πέρα από το να πληρώνει τους λογαριασμούς του, και έχει έρθει ο καιρός κάποιας άδειας ή διακοπών έρχεται και αντιμέτωπος με ένα πολύ ευχάριστο ζήτημα. Το πως θα αξιοποιήσει τον έξτρα αυτό ελεύθερο χρόνο. Σε ποιον προορισμό, θα ταξιδέψει.

Χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι θα δημιουργήσει κάποιον απαράβατο κανόνα, είναι αλήθεια ότι οι περισσότεροι άνθρωποι συνηθίζουν να έχουν εναν κοινό θεματικό πυρήνα στα ταξίδια τους, έστω για κάποια συγκεκριμένη ηλικιακή περίοδο. Κάποιοι θα πάνε ταξίδι σε τουριστικούς προορισμούς που φημίζονται για τη νυχτερινή ζωή, τα φεστιβάλ και τα πάρτυ τους. Άλλοι θα ταξιδέψουν σε ειδυλλιακές τοποθεσίες, πολλές φορές απομονωμένες και αραικατοικημένες για να θαυμάσουν ένα φυσικό τοπίο. Άλλοι θα ταξιδέψουν για να γευτούν γαστρονομικές εμπειρίες, άλλοι για να γνωρίσουν εξωτικές κουλτούρες και η λίστα, ευτυχώς, δεν τελειώνει ποτέ.

Εγώ, έχοντας την τύχη να αποκτήσω αυτή την οικονομική και χρονική δυνατότητα σχετικά πρόσφατα δεν θα μπορούσα να αποτελώ εξαίρεση. Ιδιαίτερο
party animal δεν υπήρξα ποτέ, φυσιολάτρης μεγάλος ποτέ δεν ήμουν, χωρίς βέβαια να έχω υποτιμήσει ποτέ την ομορφιά π.χ. ενός δάσους και ενώ ήμουν πάντα μεγάλος καλοφαγάς, δεν είχα ποτέ έντονη επιθυμία να πειραματιστώ πάνω σε αυτό. Πάντα όμως, τουλάχιστον από την πρώιμη εφηβεία και μετά, μου άρεσε να ανακαλύπτω πολιτισμούς ξένους και μη, μέσω της ιστορίας των τόπων που κατοικοεδρεύουν. Και παρότι η ενασχόληση μου με την ιστορία έμεινε σε ερασιτεχνικό επίπεδο, έστω και εντατικό, δεν έπαψα ποτέ να γοητεύομαι από το παρελθόν των λαών.

Κάπως έτσι, άθελα μου και χωρίς να το συνειδητοποιήσω αρχικά, σχεδόν όλοι οι ταξιδιωτικοί προορισμοί μου τα τελευταία χρόνια, είναι μέρη των οποίων η ιστορία, σε συνδυασμό με την κουλτούρα, μου είχαν ήδη προκαλέσει ένα έντονο φιλολογικό ενδιαφέρον, μέσω στεγνών γνώσεων από το διαδίκτυο, αλλά και μέσω της τέχνης, όπως οι ταινίες και η μουσική. Στη δεύτερη περίπτωση, βέβαια, πάντα υπήρχε έντονη ιστορική χροιά, η οποία μπορεί να έφτανε μέχρι το σήμερα, αλλά είχες τις ρίζες της σε παλαιότερα χρόνια, δεκαετίες, ίσως και αιώνες. 

Έχοντας προετοιμάσει τον εαυτό μου σε θεωρητικό επίπεδο, προτού επισκεφθώ ένα μέρος, έχω τη δυνατότητα όταν βρίσκομαι σε αυτό να βιώνω σε επίπεδο αισθήσεων τις πληροφορίες, τις εικόνες και τους ήχους που έμαθα πριν. Σε αισθήσεις αναφέρομαι, όχι σε παραισθήσεις, μην χαρακτηριστώ και αλαφροίσκιωτος. Έτσι επιτυγχάνω πέρα από το να διασκεδάζω επιφανειακά την παρουσία μου σε έναν καινούριο για μένα τόπο, να ψυχαγωγούμαι κιόλας, αντιλαμβανόμενος περιστατικά και στιγμιότυπα που έχουν λάβει χώρα στο περιβάλλον που βρίσκομαι. Είναι σαν να μπαίνω σε μία μικρή και ακίνδυνη χρονομηχανή και να ταξιδεύω για λίγο στο παρελθόν.

Για παράδειγμα, όταν βρέθηκα στη Σκωτία, στο κάστρο του
Stirling, μου ήταν πολύ εύκολο να νιώσω για δέκατα του δευτερολέπτου ότι ήμουν απευθείας μάρτυρας, σε μία από τις αναρίθμητες μάχες που έλαβαν χώρα μεταξύ Σκωτσέζων και Άγγλων και το πως ο Ρόμπερτ Μπρους ηγήθηκε στον αγώνα των πρώτων, για ανεξαρτησία. Ή όταν βρέθηκα στην Κόρδοβα και άκουγα τους Φλαμένκο μουσικούς, αισθανόμουν πως κάπου εκεί τριγύρω η Κάρμεν αποπλανούσε έναν Βάσκο αξιωματικό του Ισπανικού στρατού, σε μία προσομοίωση με λιγότερο ιστορικό και περισσότερο λογοτεχνικό υπόβαθρο. Τέλος, δεν γίνεται όταν κάνω τις καθιερωμένες βόλτες μου στα τείχη του Επταπυργίου να μην νιώσω ένας από τους Ζηλωτές και τους υπόλοιπους Θεσσαλονικείς που αμύνθηκαν επιτυχώς, ενάντια στον Καντακουζηνό και τους Τούρκους μισθοφόρους του, σχεδόν 700 χρόνια πριν.

Όπως και να έχει, όποια και αν είναι τα κίνητρα, ιστορικά και μη, είναι γεγονός ότι ένα ταξίδι είναι μία εμπειρία ζωής, ένα επιπλέον κτήμα στον πλούτο των αναμνήσεων που δημιουργούμε στη διάρκεια του βίου μας και αλήθεια, πόσο φτωχή είναι η ζωή ενός ανθρώπου που δεν έχει καταφέρει να ταξιδέψει; Το λέω αυτό γνωρίζοντας ότι στο μεγαλύτερο μέρος της μέχρι τώρα ζωής μου, ήμουν ένας από αυτούς.

Όσες και να είναι οι αντιξοότητες, θεωρώ πως κάθε ενσυνείδητο πλάσμα πρέπει να προσπαθήσει απεγνωσμένα να γνωρίσει νέους τόπους και να τους συναισθανθεί στο μέγιστο. Είναι υποχρέωση και ταυτόχρονα δικαίωμα, απέναντι στην ίδια του την ύπαρξη.


Πηγή εικόνας: GapYear

Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2020

Η επίσκεψη ενός φαντάσματος

 

Σβήνει το φως του σαλονιού. Πηγαίνει στο μπάνιο και βουρτσίζει τα δόντια του. Ξεπλένει το στόμα του και κατευθύνεται προς το δωμάτιο του. Βγάζει τα ρούχα του και το εσώρουχο του. Πλέον τελείως γυμνός, ξαπλώνει στο κρεβάτι του. Δεν σκεπάζεται με τη λεπτή κουβέρτα μια και η ζέστη, αυτό το αυγουστιάτικο βράδυ, είναι αφόρητη. Έχει αφήσει λίγο ανοιχτό το παράθυρο του δωματίου έτσι ώστε κάποιο τυχαίο περαστικό δροσερό αεράκι να αφήσει τα απομεινάρια του και να διευκολύνει τον ύπνο του.

Και όντως, λίγο αργότερα νιώθει μία αγαλίαση, απαραίτητη προϋπόθεση για έναν γλυκό ύπνο. Μόνο που γνωρίζει πολύ καλά ότι αυτό δεν είναι συνέπεια κάποιας διακοπής της άπνοιας που γενικότερα επικρατεί στην πόλη που μένει. Είναι αποτέλεσμα της άπνοιας που επικρατεί ανέκαθεν στη ζωή του. Με μικρά διαλείμματα, ενίοτε. Αλλά τώρα γνωρίζει ότι δεν ζει ένα διάλειμμα. Τώρα είναι μία αυτόκλητη παρένθεση.

Μία ύπαρξη, απρόσκλητη στο υπνοδωμάτιο του αλλά και οικεία ταυτόχρονα, μια και τον επισκέπτεται συχνά, αν όχι καθημερινά. Είναι αόρατη, άοσμη και άγευστη. Και είναι λυτρωτική σαν το ναρκωτικό για το πρεζάκι. Αυτό είναι που την κάνει και ευπρόσδεκτη. Η παρουσία μίας απουσίας που γίνεται αισθητή. Ένα φάντασμα, ανύπαρκτο για τους ζωντανούς, που έχει όμως παρεισφρύσει στον κόσμο του. Και είναι αυτή η ώρα της απόλυτης μοναξιάς που απαιτεί ο Μορφέας, την οποία επιλέγει το φάντασμα, για να τον επισκευθεί.

Ο μελλοντικός κοιμώμενος γνωρίζει τη διαδικασία που θα ακολουθήσει. Σιγά-σιγά, με αργά αλλά σταθερά βήματα το φάντασμα θα αρχίσει να γίνεται ορατό, να αποκτάει μία αρχικά αμυδρή μορφή σαν ένα ανθρώπινο κορμί φτιαγμένο από καπνό και σύννεφα. Και σιγά-σιγά ο καπνός στερεοποιείται και γίνεται οστά, ενώ τα σύννεφα γίνονται σάρκα και δέρμα. Πλέον έχουν αποκτήσει υλική υπόσταση, τα πόδια, έπειτα ο κορμός και τέλος τα χέρια. Μένει μόνο το κεφάλι. Και το πρόσωπο.

Αυτό είναι το μόνο στάδιο της ενσάρκωσης που παρουσιάζει αποκλίσεις κατά καιρούς. Το απότελεσμα του εξαρτάται από το εκάστοτε παρόν. Όταν το τελευταίο, στερείται στοχευμένων επιθυμιών, τότε το πρόσωπο είναι εμπνευσμένο από το παρελθόν. Όταν όμως έχει υπάρξει η υπόννοια μίας προσδοκίας στο παρόν του, τότε το μέλλον είναι αυτό που θα εμπνεύσει την τελική μορφή του προσώπου αυτού. Τα μάτια που το χαρακτηρίζουν και τα μαλλιά που το περιβάλλουν. Τις γκριμάτσες και τα βλέμματα.

Το φάντασμα με αργές κινήσεις ξαπλώνει δίπλα του. Με το ένα χέρι του χαϊδεύει τρυφερά τα μαλλιά του. Με το άλλο ακουμπάει απαλά τα δάχτυλα του στο στέρνο του. Και  αρμονικά αρχίζει να τον κατεθύνει στο παλάτι του Μορφέα, όπως έχει κάνει πετυχημένα τόσες φορές στο παρελθόν. Τίποτα δεν έχει διακόψει πριν, αυτή τη διαδικασία. Το φαντάσμα με αυτοπεποίθηση και σιγουριά, συνεχίζει να τον κατευθύνει προς τον πολυπόθητο για αυτόν, ύπνο.

Τι  θα μπορούσε να ταράξει αυτή την ύποπτη γαλήνη; Μόνο ένας λάνθασμένος χειρισμός από το ίδιο το φάντασμα. Μία απρόσεκτη κίνηση, απόρροια της υπερβολικής αυτοπεποίθησης που απέχει λίγα χιλιοστά από την κόκκινη γραμμή της έπαρσης και της αλαζονείας. Και το φάντασμα εφησυχασμένο από τις προηγούμενες επιτυχίες του, απόψε βάζει ασυναίσθητα ελάχιστη παραπάνω ένταση στα αγγίγματα του. Και ο παρολίγον πλέον κοιμώμενος που μόλις πριν λίγο κυλούσε στο μονοπάτι της αποπλάνησης, αρχίζει να αισθάνεται τα πόδια του. Ύστερα τον κορμό. Μετά τα χέρια του. Και τέλος το κεφάλι του.

Ολοκληρώνοντας την επανάκτηση της συναίσθησης του, στρέφει το βλέμμα του προς το φάντασμα και το κοιτάει στα μάτια. Καθώς του χαϊδεύει απαλά το μάγουλο, αντιλαμβάνεται ότι το πρόσωπο έχει αρχίσει να αλλοιώνεται. Σαν το δέρμα του να ξεφλουδίζεται και να αποκτάει καινούρια χαρακτηριστικά. Γνώριμα σε αυτόν. Όσο πιο οικείο γίνεται το πρόσωπο τόσο πιο πολύ εντείνει τα χάδια του. Λίγο μετά βλέπει το καινούριο προσωπείο του φαντάσματος. Και αναγνωρίζει το τελευταίο πρόσωπο που είδε πραγματικά προτού ξαπλώσει. Το δικό του, όταν ξέπλενε το στόμα του μπροστά από τον καθρέφτη.

Αυτή  αντανάκλαση του υπενθυμίζει την ύπουλη συμπεριφορά του φαντάσματος. Τη συνήθεια του να τον συντροφεύει πάντα στην κοίμηση και ποτέ στην αφύπνιση. Κατειλλημένος από οργή για την υποκρισία του φαντάσματος βάζει τα χέρια του στο λαιμό του και τα σφίγγει με δύναμη και μίσος. Το φάντασμα αντιστέκεται αλλά είναι πλέον αργά. Κάποιες σποραδικές ξεψυχισμένες αναπνοές δεν αρκούν για να αποτρέψουν το αναπόφευκτο. Λίγο μετά το φάντασμα είναι νεκρό και μετασχηματίζεται και πάλι σε καπνό και σύννεφα, μέχρι που κάθε του ίχνος εξαφανίζεται.

Πέφτει εξαντλημένος και πάλι στο κρεβάτι του. Γνωρίζει όμως πως το πρωί θα ξυπνήσει χωρίς την παραμικρή αίσθηση οποιασδήποτε έλλειψης. Χωρίς να νιώθει εξαπατημένος. Διότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη απατεωνιά από το να αποκοιμίζεις κάποιον και να τον παρατάς ενώ κοιμάται, αφήνοντας τον μόνο να αντιμετωπίσει την αφύπνιση.



Πηγή εικόνας: The Guardian

Τρίτη 11 Αυγούστου 2020

Όχι και τόσο, ηρωικές αναμνήσεις μίας θητείας

Μία από τις πιο ενοχλητικές -για τις γυναίκες- ανδρικές συζητήσεις, είναι όταν αρχίζουν οι αναμνήσεις από τις στρατιωτικές τους θητείες. Βέβαια, αν παρατηρήσουν, θα καταλάβουν ότι αυτές οι ιστορίες σπάνια έχουν κάποιο ηρωικό περιεχόμενο, το αντίθετο, τα κωμικοτραγικά συμβάντα που συμβαίνουν στο φανταριλίκι, λειτουργούν ως αφορμή για γέλιο και αυτοσαρκασμό. Είναι ειρωνικό ότι η πιο σοβαροφανής περίοδος της ζωής ενός Έλληνα άνδρα, είναι τελικά αυτή που έχει αρχειοθετηθεί ως η πιο αστεία. Ή και γελοία.

Εγώ δεν θα μπορούσα  να είμαι η εξαίρεση. Ειδικά από τη στιγμή που υπηρέτησα στον βόρειο Έβρο, εκεί που η σοβαρόφανεια του στρατιωτικού περιβάλλοντος χτυπάει κόκκινο με αποτέλεσμα να έχει ανάλογα μεγέθη και η κωμωδία που διεξάγεται εκεί στα βόρεια σύνορα μας. Θα προσπαθήσω να ανακαλέσω τις χαρακτηριστικότερες στιγμές που κάθε ψευδαίσθηση ακμαιότατου ηθικού, έγινε θρύψαλλα σαν μία βιτρίνα που σπάει από μέσα. Ας ξεκινήσω λοιπόν από την αρχή, ή σχεδόν από την αρχή.

Είχαμε νυχτερινή εκπαίδευση στο κέντρο πυροβολικού της Θήβας. Εϊχαμε και έναν λοχία πολύ μαλάκα που κάθε τόσο μας πουλούσε νταηλίκια. Εϊχαμε όμως και έναν λοχαγό, ο οποίος αντιπαθούσε τον συγκεκριμένο λοχία και είχε έρθει να επιθεωρήσει την εκπαίδευση.
«Πρέπει να έχετε ενεργές όλες σας τις αισθήσεις!» διατάζει με στόμφο ο λοχίας μιμούμενος πετυχημένα την χροιά του Παπαδόπουλου.
«Η αυτοκρατορία των αισθήσεων, φοβερή τσόντα!» πετάγεται ο λοχαγός και αρχίζουμε να γελάμε όλοι οι φαντάροι.
«Στρατιώτη, άσε τα γέλια και κάνε έρπινγκ ευθεία στα επόμενα δέκα μέτρα!» λέει ο λοχίας σε έναν αμέριμνο φαντάρο.
«Μα, εκεί έχει τσουκνίδες!» απαντάει φοβούμενος, τις τσουκνίδες φυσικά και όχι το λοχία, το φανταράκι.
«Αρνείσαι τη διαταγή ανωτέρου σου, στρατιώτη;» ρωτάει εκνευρισμένα ο Λοχίας.
«Λοχία, σαν ανώτερος πρέπει να δώσεις το καλό παράδειγμα. Εμπρός, κάνε έρπινγκ και μετά θα σε ακολουθήσουν οι στρατιώτε. Αν τους διατάξω εγώ», λέει ο λοχαγός με μία χαρακτηριστική ηρεμία.
«Μα, έχει τσουκνίδες!» απαντάει ο λοχίας.
«Αρνείσαι τις διαταγές του ανωτέρου σου λοχία;» ρωτάει χαμογελαστά ο Λοχαγός.
Τελικά μόνο ο λοχίας έκανε έρπινγκ στις τσουκνίδες. Τις επόμενες μέρες δεν τον είδαμε, είχε αναρωτική άδεια.

Είναι η μέρα των μεταθέσεων. Όντας από τους λιγότερο εθνικόφρονες –βασικά καθόλου, από τότε αναρχοκομμούνι ήμουν- ένιωθα άβολα να ακούω τους υπόλοιπους φαντάρους, να ορκίζονται ότι ποτέ δεν θα έβαζαν βύσμα για να τρώνε τα γιουβαρλάκια της μάνας τους, διότι από τη μία με εκνεύριζε αυτός ο υπερπατριωτισμός του, από την άλλη με ανάγκαζαν να αναγνωρίσω την ειλικρίνεια στις πεποιθήσεις τους. Σύντομα όμως αυτή η εσωτερική διαμάχη θα λάβαινε τέλος. Άκουγα για ώρα τον αρχιλογία να λέει ονοματεπώνυμα και να επαναλαμβάνει τις λέξεις «Αθήνα» και «Θεσσαλονίκη». Είχα αρχίσει να αμφιβάλω για τις γεωγραφικές μου γνώσεις και να υποπτεύομαι ότι τα νότια σύνορα της Ελλάδας είναι στο Σούνιο και τα αντίστοιχα στο Βορρά, στο Χορτιάτη. Τελικά όταν έμαθα ότι  μετατίθομαι στον Λαγό Έβρου, ηρέμησα. Ο καθηγητής γεωγραφίας στο γυμνάσιο θα μπορούσε να κοιμάται ήρεμος.

Βρισκόμαστε κάπου στη μέση του πουθενά, σε κάποιο από τα εκατομμύρια χωράφια που έχει η Γκατζολ... εχμ, ο βόρειος νομός Έβρου. Συμμετέχουμε στο ΣΠΕΝ, τη βασική εκπαίδευση των οπλιτών, η οποία στην περίπτωση μας διεκπεραιώταν από κάτι στρατόκαβλους των τεθωρακισμένων. Έχουμε αράξει για διάλειμμα μέχρι που μας πλησιάζει ένας ίλαρχος.
«Όποιος δεν είναι γιωτόμπαλο, να σηκώσει χέρι», λέει φορτωμένος.
Από τους εκατό φαντάρους, μόνο καμιά δεκαριά βρήκαν το κουράγιο να σηκώσουν το χέρι. Οι υπόλοιποι δήλωσαν μέσω της ακινησίας του χεριού τους, «ναι, είμαστε γιωτόμπαλα!».
Όντας ένας από αυτούς που σήκωσαν το χέρι τους, αναρωτιέμαι αν τελικά κέρδισα τίποτα παραπάνω πέρα από την εμπειρία του να συμμετέχω σε μία προσομοίωση ομάδας κρούσης και την γνώση του πόσο δύσκολα καθαρίζει η ρουφιάνα η αρβύλα, όταν έχει βουλιάξει, λίγο πριν, σε φρεσκοσπαρμένα χωράφια.

Κατεβήκαμε από την Καναδέζα, με σκοπό να ξεχορταριάσουμε κάποιες σκοπιές στο ποτάμι. Ένα είναι το Ποτάμι. Είδα έναν άλλο φαντάρο να τρέχει προς έναν άγριο θάμνο, να κόβει ένα κλαδάκι και να το κουνάει σαν τρόπαιο, περήφανος. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα και βλέποντας το σχήμα των φύλλων του κλαδιού, κατάλαβα. Ο θάμνος ήταν μία φουντοθυμωνιά. Βρισκόμασταν σε ένα υψωματάκι και με αφορμή το θάμνο αυτό, κοίταξα λίγο προσεχτικότερα γύρω μου. Μέχρι εκεί που έπιανε το μάτι μου, έβλεπα μόνο χασισοφυτείες. Οι συνοριοφύλακες πίναν τον φραπέ τους εκείνη την ώρα λίγα μέτρα μακριά από εμάς.

Εκτελούσα χρέη θαλαμοφύλακα. Τυπικά ήμουν υπεύθυνος, μεταξύ άλλων, για τον ύπνο των υπόλοιπων φαντάρων. Κάθε τόσο περνούσα από τους θαλάμους, για να επιβεβαιωθώ ότι όλοι κοιμούνται σαν μοσχάρια. Μέχρι που παρατήρησα έναν τύπο, στρατόκαβλο εννοείται, να είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι με ανοιχτά τα μάτια και τα χέρια του σταυρωμένα σαν «Χ» στο στέρνο του.
«Όχι ρε πούστη μου! Πέθανε! Δεν θα απολυθώ ποτέ!», σκέφτηκα τρομαγμένος, μέχρι που τον είδα να σηκώνει αργά το ένα χέρι του και να χαστουκίζει το μάγουλο του, προσπαθώντας, φαντάζομαι, να σκοτώσει ένα κουνούπι. Στάθηκα από πάνω του για να επιβεβαιώσω μία φριχτή υποψία. Όντως, κοιμόταν με ανοιχτά τα μάτια.

Ήταν αλλόκοτος, καταγόταν από κάποιο χωριό της Θεσσαλίας, ούτε το όνομα του δεν θυμάμα τώρα. Θυμάμαι όμως κάτι που συνέβη λίγες μέρες μετά.

Είχα μόλις τελειώσει τη βραδινή σκοπιά μου και είχα πάει στις τουαλέτες της μονάδας για να πλύνω τα δόντια μου και να πέσω να κοιμηθώ. Εκεί που βουρτσίζω, ακούω έναν ήχο, μία μελωδία από ακουστικά να έρχεται από μία γωνία στην οποία δεν είχα οπτική επαφή. Στην αρχή δεν κατάλαβα. Όταν όμως έκλεισα τη βρύση, μπορούσα να ακούσω καθαρά το ρεφραίν.

«
Everyway that I can, Ill try to make you love me again!» και αντιλαμβάνομαι ότι στην ελληνική πλευρά του Έβρου ένας φαντάρος ακούει Σερτάμπ Ερενέρ.

Καθώς πλησιάζω στη γωνία από την οποία ακουγόταν η Τουρκάλα, βλέπω τον αλλόκοτο Θεσσαλό που με είχε κοψοχολιάσει λίγες μέρες πριν, να «χορεύει», βασικά να μιμείται την κίνηση μίας σπασμένης πινακίδας του δρόμου που προσπαθήσει να αποφασίσει προς ποια μεριά θα καταρρεύσει. Είχα κέφια και σκέφτηκα να τον ψαρώσω, κάτι που θα ήταν εύκολο, αφενός λόγω της περιορισμένης νοημοσύνης του, αφεταίρου διότι ένα από τα ταλέντα που έχω, είναι να υιοθετώ πολύ αληθοφανές αυστηρό ύφος.
«Τι κάνεις εδώ ρε προδότη! Ακούς την εθνική τραγουδίστρια του εχθρου;» του φωνάζω και τον βλέπω να αντιλαμβάνεται ότι τον έπιασα στα πράσα.
«Δεν είναι αυτό που νομίζεις!» μου λέει χεσμένος.
«Και τι είναι; Μήπως συλλέγεις πληροφορίες για την κουλτούρα του εχθρού;» συνεχίζω με το ίδιο ψαρωτικό βλέμμα.
«Τι είναι “κουλτούρα”;» με ρωτάει με μία παιδική αφέλεια.
Άκυρο το ψάρωμα.  Ο κλαυσίγελος που με έπιασε, ματαίωσε τα σχέδια μου και λίγο μετά πήγα για ύπνο, αφήνοντας τον με την απορία.

Θα μπορούσα να αναφέρω πολλά ακόμα τραγελαφικά στιγμιότυπα, αλλά ήδη το κείμενο έχει πάρει μεγάλη έκταση και πολλά από αυτά θα αναθεωρήσουν τις απόψεις των επίδοξων «Σπαρτιατών» σχετικά με το αξιόμαχο των ενόπλων δυνάμεων της χώρας, κάτι για το οποίο ευθύνονται οι ίδιοι της οι κάτοικοι. Απλά ο ελληνικός στρατός, τουλάχιστον κάποιες πτυχές του, επιβεβαιώνει αυτό που οι ευφυείς άνθρωποι υποπτεύονται. Ότι η σοβαροφάνεια ποτέ δεν συμβαδίζει με τη σοβαρότητα.