Τετάρτη 29 Μαΐου 2019

Το παρεξηγημένο κεφάλαιο της Ελληνικής Ιστοριογραφίας



Έχοντας από πολύ μικρή ηλικία μία ροπή προς την ανάγνωση της ιστορίας, ήταν φυσιολογικό μεγαλώνοντας στην Ελλάδα, να έρθω σε επαφή με τα δύο από τα τρία κυριότερα κεφάλαια της Ελληνικής ιστοριογραφίας. Την Αρχαία Ελλάδα και την αποκαλούμενη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Το τρίτο, εννοείται πως είναι η νεότερη Ελληνική Ιστορία. Στις πρώτες μου επαφές και αναζητήσεις με τα δύο πρώτα κεφάλαια, μου δημιουργούταν η εντύπωση ότι η Αρχαία Ελλάδα περικλειόταν μόνο με φως ενώ το Βυζάντιο μόνο με σκοτάδι. Ο κόσμος να εκτιμά μόνο την αντίσταση των αρχαίων στη Περσική εισβολή και όχι την αντίστοιχη των Βυζαντινών στις Αραβικές. Μαθαίνοντας και αναλύοντας και για τις δύο περιόδους κατάλαβα ότι τα πράγματα δεν είχαν ακριβώς έτσι. Και πως θα μπορούσαν, από τη στιγμή που και οι δύο ιστορικές περίοδοι διήρκησαν πάνω από χίλια χρόνια, έκαστη.

Για την Αρχαία Ελλάδα θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι τα επιτεύγματα στη φιλοσοφία, στα μαθηματικά, στο θέατρο δικαίως υπερκαλύπτουν ασχήμιες, όπως η καταστροφή της Μήλου, η εκτέλεση του Σωκράτη, η δολοφονία της Βασίλισσας Θεσσαλονίκης από τον ίδιο της το γιο και πολλά άλλα. Εμένα όμως δεν μου αρέσει να αγνοώ ή να επικεντρώνομαι μόνο σε συγκεκριμένα γεγονότα για να χαρακτηρίσω ολόκληρες περιόδους. Έτσι δεν θα το κάνω και για τη Βυζαντινή περίοδο, η οποία «δικαιούται» να νιώθει παρεξηγημένη για την όχι τόσο, καλή φήμη που έχει στο ευρύ κοινό. Σε αντίθεση με αυτούς που μελετάνε την ιστορία σε επιστημονικό επίπεδο.

Αρχικά το ίδιο της το όνομα(αχ αυτά τα ονόματα). Βυζαντινή αυτοκρατορία δεν υπήρξε ποτέ. Βασιλεία Ρωμαίων, αποκαλούταν επίσημα στα ελληνικά,
Imperium Romanum στα λατινικά και Ρωμανία η χώρα (Νότια Βαλκάνια και Μικρά Ασία). Οι κάτοικοι της αυτοαποκαλούνταν Ρωμαίοι, εξ’ ου και το «Ρωμιός» που έφτασε μέχρι τις μέρες μας. Ο συγκεκριμένος χαρακτηρισμός, πρωτοχρησιμοποιήθηκε από έναν Γερμανό λόγιο τον Ιερώνυμο Βολφ, τον 16ο αιώνα, για να χαρακτηρίσει την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Που παρεπιπτόντως κατά τη γνώμη μου θα έπρεπε να είναι και ο ιστορικός της χαρακτηρισμός, τον οποίο χρησιμοποιούν πολύ και οι Άγγλοι Ιστορικοί. Το γιατί προήλθε αυτός ο χαρακτηρισμός, Βυζαντινή, μπορεί να έχει πολλές αιτίες, πρακτικές αλλά και πολιτικές. Πρακτικές για να την διαχωρίσουν, δικαιολογημένα, από την ιστορία της καθεαυτής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, πολιτικές διότι οι δυτικοευρωπαίοι ποτέ δεν αποδέχτηκαν απόλυτα τους Γραικούς (όπως τους αποκαλούσαν και αποκαλούν και εμάς σήμερα) ως συνεχιστές της Ρώμης.

Έπειτα μία άλλη κατηγορία, εναντίον του Βυζαντίου είναι ότι δεν ήταν Ελληνικό. Εννοείται πως βιολογικά, το σύνολο των κατοίκων της Αυτοκρατορίας απείχαν αρκετά από τους Αρχαίους Έλληνες, μια και μέσα σε αυτή πέρα από τους Έλληνες ζούσαν άλλοι λαοί, που όμως είχαν εξελληνιστεί, μια και η πλέον διαδεδομένη και σύντομα η επίσημη γλώσσα του κράτους ήταν η κοινή Ελληνική, η οποία μοιάζει πολύ με την σημερινή, πολύ περισσότερο από ότι η Αρχαία. Φυσικά υπήρχαν διάλεκτοι από περιοχή σε περιοχή αλλά μήπως αυτό δεν συμβαίνει και σήμερα; Εκτός αυτού, στο σύγχρονο Ελληνικό κράτος ένα τουλάχιστον 30%(ίσως να λέω και λίγο) των κατοίκων του έχει κάποια καταγωγή από τους πληθυσμούς αυτούς, της Μικράς Ασίας. Αν προσθέσουμε και την θρησκεία στη συνάρτηση, όπως και τις χρονικές αποστάσεις ανάμεσα στις περιόδους, τότε αυτό που εύκολα μπορεί να συμπεράνει κανείς είναι ότι αν το Βυζάντιο δεν πρέπει να αποκαλείται Ελληνικό τότε ούτε και η σύγχρονη Ελλάδα πρέπει να αποκαλείται Ελληνική. Αλλά αυτά είναι τουλάχιστον αφέλειες. Αν η συγκεκριμένη περίοδος οφείλει να ανήκει σε κάποια ιστοριογραφία, αυτή είναι σίγουρα η Ελληνική. Λόγω γλώσσας, θρησκείας και λόγω τόπου διαμονής και αφομοίωσης των απογόνων του πληθυσμού του κράτους αυτού.

Επόμενη κατηγορία είναι η ακραία θρησκευτικότητα που υπήρχε στη Ρωμανία. Ας ξεκινήσουμε ότι το να κατηγορεί κάποιος ένα Μεσαιώνικό κράτος ως θεοκρατικό, είναι σαν ένας ιστορικός του μέλλοντος να κατηγορεί ένα κράτος του 21ου αιώνα ότι υπήρξε καπιταλιστικό. Η αλήθεια είναι ότι μετά τους πρώτους δύο αιώνες επικράτησης του Χριστιανισμού σε όλη τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, η κατάσταση άρχισε να γίνεται σιγά-σιγά και με πολύ αργά βήματα, βαθμιαία όλο και πιο ανεκτική σε θρησκευτικές ελευθερίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι στις μεγάλες πόλεις υπήρχαν μουσουλμανικές γειτονιές, εβραϊκές και λατινικές-καθολικές. Μέχρι και τζαμί υπήρχε στην Κωνσταντινούπολη(που σήμερα στην Αθήνα δεν υπάρχει), γύρω από το οποίο πολεμήσαν Μουσουλμάνοι μαζί με Χριστιανούς εναντίον των Βενετών στην άλωση της Πόλης το 1204 μ.Χ. Συγκριτικά με την Καθολική Δύση που την ίδια περίοδο λάμβαναν χώρα οι Σταυροφορίες και λίγο μετά η Ιερά Εξέταση, θεωρώ πως είναι ένα δείγμα μίας πιο προοδευτικής, ή λιγότερο συντηρητικής προσέγγισης της θρησκευτικής ελευθερίας.

Στην ίδια κατηγορία εμπίπτει και ο ισχυρισμός ότι οι Βυζαντινοί καταστρέψαν οτιδήποτε αρχαίο Ελληνικό. Δεν ισχύει, όχι απόλυτα τουλάχιστον. Χωρίς να μπορούμε να αγνοήσουμε πολιτιστικά εγκλήματα, όπως το κλείσιμο της φιλοσοφικής σχολής από τον Ιουστινιανό και αληθινά εγκλήματα, όπως η κατακρεούργηση της φιλοσόφου Υπατίας, είναι γεγονός ότι μεγάλο μέρος της Ελληνικής παιδείας που είχε διαπεράσει στη Ρωμαϊκή, κληρονομήθηκε και από την αντίστοιχη Βυζαντινή. Τρανότερο παράδειγμα τα Ομηρικά έπη, τα οποία ήταν γνωστά ακόμα και στους απλούς ανθρώπους της εποχής, όπως αποδεικνύεται και από το γεγονός που εξιστορεί η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, ότι ένας άγνωστος μία φορά επιδοκίμασε την ομορφιά της ερωμένης ενός Αυτοκράτορα με την ομηρική φράση «για αυτή την γυναίκα μέχρι και πόλεμος αξίζει να γίνει». Η ίδια του ανταπέδωσε τη φιλοφρόνηση με πλούσια δώρα. Το γεγονός αυτό επίσης αποδεικνύει ότι και μεγάλο μέρος του πληθυσμού, ειδικά των πόλεων δεν ήταν αναλφάβητοι, κάτι που δεν συνέβαινε στην υπόλοιπη Ευρώπη. Η Άννα η Κομνηνή αποκαλούσε την Αρχαία Ελληνική παιδεία ως «ημέτερον», ενώ ο Ιωάννης Βατάτζης σε ανταλλαγή επιστολών με τον Πάπα, αναγνωρίζει τον εαυτό του και τους υπηκόους του ως απόγονους των Αρχαίων Ελλήνων. Τέλος είναι γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Αναγέννηση βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στη συνδιαλλαγή με τους Βυζαντινούς λόγιους που μετανάστευαν λόγω της παρακμής της Αυτοκρατορίας. Επίσης πολλοί ιστορικοί αναγνωρίζουν την Παλαιολόγεια Αναγέννηση(που έλαβε χώρα κυρίως στη Θεσσαλονίκη, λίγο πριν την εποχή των Ζηλωτών) ως προοίμιο της αντίστοιχης Ευρωπαϊκής.

Ακόμα μία κατηγορία, είναι η ύπαρξη ακραίας διαφθοράς. Φυσικά και υπήρχε ακραία διαφθορά η οποία πολλές φορές οδηγούσε σε εγκλήματα και προδοσίες. Αλλά και εδώ υπάρχει το ελαφρυντικό της μη αποκλειστικότητας. Η αρχαία Αθήνα δηλαδή με τις δολοπλοκίες των δημοκρατικών και των ολιγαρχικών, δεν είχε διαφθορά; Η αρχαία Μακεδονία δεν περιείχε ένα συνεχή κύκλό εγκλημάτων και δολοφονιών μέχρι και την οριστική επικράτηση των Αντιγονιδών; Ή μήπως στην Ευρώπη και στην Αραβία δεν υπήρχε διαπλοκή και παιχνίδια εξουσίας; Όλη η σημερινή διαιρεση του Αραβικού κόσμου σε Σιίτες και Σουνίτες , βασίζεται σε έναν πόλεμο διαδοχής.

Μία κατηγορία μόνος του είναι ο Βασιλείος Β’, ο επονομαζόμενος ως «Βουλγαροκτόνος» ο οποίος έχει μείνει στην ιστορία για την ειδεχθή πράξη της τύφλωσης των 15.000 Βούλγαρων αιχμαλώτων. Και ενώ δεν χωράει καμιά αμφιβολία για την φρικτή φύση της πράξης αυτής καθεαυτής, η μελέτη των προγεγενέστερων και μεταγενέστερων συνθηκών και γεγονότων, μπορούν να την αιτιολογήσουν χωρίς φυσικά να τη δικαιολογήσουν. Ο Βυζαντινο-Βουλγαρικός πόλεμος έχει χαρακτηριστεί δικαίως ο πιο ολοκληρωτικός πόλεμος του Μεσαίωνα. Διηρκησε 42 χρόνια (976-1018), χρόνια στα οποία ο λαός της νότιας βαλκανικής υπέφερε τα πάνδεινα (η Λάρισα ισοπεδώθηκε από τους Βούλγαρους) και παρότι η πλάστιγγα είχε ήδη γείρει υπέρ των Βυζαντινών, οι Βούλγαροι συνέχιζαν τις επιδρομές και τις λεηλασίες. Με την φρικτή αυτή πράξη δόθηκε το τελειωτικό χτύπημα στον ηγέτη τους Σαμουήλ, ο οποίος πέθανε από αποπληξία όταν αντίκρυσε το τρομαχτικό θέαμα και λίγο μετά ο πόλεμος έληξε και η Βαλκανική έζησε έναν ειρηνικό αιώνα με ελάχιστες διακοπές, κάτι που είχαν ανάγκη οι κάτοικοι της. Το να ανασύρουμε όμως μεμονωμένα το γεγονός αυτό αδικεί την πληθωρική φύση της προσωπικότητας του Βασιλείου, αδικεί το γεγονός ότι ο απλός Βουλγάρικος λαός μεταχειρίστηκε πολύ καλά από τον αυτοκράτορα, καθώς σεβάστηκε όλα τα ήθη και τα έθιμα τους ενώ δεν τους επέβαλλε και βυζαντινούς διοικητικους ηγέτες. Τους συμπεριφέρθηκε σχεδόν σαν ισότιμους πολίτες, πράγμα σπάνιο για τον Μεσαίωνα. Τον αδικεί επίσης διότι όταν πέθανε, το κράτος του ήταν το ισχυρότερο, πλουσιότερο και κοινωνικά δικαιότερο στον κόσμο, εξασφαλίζοντας στους υπηκόους του αξιοπρεπέστατο επίπεδο διαβίωσης μέσω του νόμου του «Αλληλέγγυου». Τι έλεγε αυτός ο νόμος; Ότι όταν ένας φτωχός αγρότης δεν είχε, για διάφορους λόγους, τη δυνατότητα να πληρώσει τους φόρους του, τότε θα τους πλήρωνε ο πλούσιος γείτονας του χωρίς να έχει την παραμικρή απαίτηση από αυτόν. Πριν το νόμο αυτό, σε αντίστοιχη περίπτωση, ο πλούσιος γείτονας του θα αγόραζε σε εξευτελιστική τιμή το κτήμα του φτωχού αγρότη και θα τον έκανε δουλοπάροικο. Για αυτό και ο νόμος είχε αναδρομική ισχύ, κοινώς όσοι «δυνατοί» είχαν πρόσφατα(κάποιες δεκαετίες πριν) πάρει κτήματα από φτωχούς, έπρεπε να τα επιστρέψουν χωρίς την παραμικρή αποζημίωση.

Κάπως έτσι πιστεύω ότι κάποιος κατανοεί, ότι η Ιστορία και οποιοδήποτε κεφάλαιο της, σπάνια ερμηνεύεται μόνο με «φως» ή μόνο με «σκοτάδι». Η Βυζαντινή ιστορία δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Είναι κομμάτι της ιστορίας των ανθρώπων που έχουν ως μητρική γλώσσα την Ελληνική και πρέπει όλες οι πτυχές της να αναγνωρίζονται και να εκτιμώνται ανάλογα. Εννοείται ότι με όλα τα παραπάνω, δεν επιχειρώ να αγιοποιήσω την Βυζαντινή εποχή. Ούτε προσπαθώ να δημιουργήσω κάποιο συναίσθημα περηφάνειας, για αυτό το κεφάλαιο της ελληνικής ιστοριογραφίας μια και κάτι τέτοιο εκτός από αφελές θα ήταν και επικίνδυνο. Όπως η οποιαδήποτε περηφάνεια ή ντροπή, νιώθει οποιοσδήποτε άνθρωπος, για πράξεις μη δικές του.

Υ.Γ. Το βίντεο που συνοδεύει την ανάρτηση, που είναι ένα σύνολο σύγχρονων μελοποιήσεων λαϊκών βυζαντινών τραγουδιών, σε πολλά σημεία θα φέρει στο μυαλό του ακροατή, τη ρεμπέτικη μουσική, σε καθαρά ορχηστρικό εννοείται επίπεδο. Κάτι αδιαμφισβήτητα καλό που άφησαν για τις επόμενες γενιές, αυτά τα παραπάνω από χίλια χρόνια ιστορίας.




Τετάρτη 22 Μαΐου 2019

Το στέκι μου


Πρέπει να ήταν τέλη καλοκαιριού, σχεδόν 4 χρόνια πριν. Είχα βγει με τον κολλητό μου, για το καθιερωμένο σαββατιάτικο μας τσίπουρο. Μπορεί να ήταν και Παρασκευή, δεν είμαι σίγουρος. Τα χρόνια περνάνε και ο εγκέφαλος δεν έχει χώρο για δευτερεύουσες αναμνήσεις. Σίγουρα όμως ήταν βράδυ.

Συχνάζαμε πολλά χρόνια στα κρασάδικα της Ροτόντας κυρίως και του Μπιτ Παζάρ. Η αλήθεια είναι ότι μετά από άπειρες ρετσίνες, είχαμε κορεστεί. Λίγο το γεγονός ότι μεγαλώναμε, λίγο το ότι δουλεύαμε και είχαμε έστω ένα πενιχρό εισόδημα, πλέον ψαχνόμασταν για να βρούμε ένα μαγαζί με φυσιολογικές τιμές όπου να μπορούμε να απολαύσουμε το τσίπουρο, μια και η ρετσίνα πλέον δεν χωνευόταν τόσο εύκολα, και κανά μεζέ, γιατί τα νεφρά μας δεν άντεχαν άλλο ξεροσφύρι.

Είτε από συνήθεια και βαρεμάρα να ψάξουμε μία καινούρια τοποθεσία, είτε από κάποιο υποσυνείδητο ένστικτο, εκείνο το βράδυ καταλήξαμε πάλι Μπιτ Παζάρ. Όλα τα ταβερνάκια γύρω από το θρυλικό δέντρο, που καλύπταν την πλατεία, που πριν πολλές δεκαετίες φιλοξενούσε παλαιοπωλεία, ήταν ασφυκτικά γεμάτα. Κατά την περιπλάνηση μας περνάμε από ένα στενό μικρό κουτούκι, με μπάρα δίπλα στην κουζίνα, λίγα τραπεζάκια, λιτή και όμορφη, «ξύλινη» αισθητική. Αχνοακουγόταν λόγω της γενικότερης φασαρίας της πλατείας λαϊκό-ρεμπετο-έντεχνη μουσική.

Καθώς κοιτάμε αν έχει κανένα ελεύθερο τραπέζι, μας πλησιάζει ένας τύπος που έμοιαζε λες και βγήκε από ταινία του Νίκου Νικολαίδη. Μακρύ μαλλί με ελαφριά σημάδια καράφλας να εμφανίζονται και ένα καρό πουκάμισο σαν αυτα που φορούσε ο
Kurt Cobain. Εύκολα καταλάβαμε ότι ήταν το αφεντικό. Μας πρότεινε να κάτσουμε προσωρινά στο μπαρ, μέχρι να αδειάσει κάποιο τραπέζι και να μας βολέψει. Κοιτάχτηκα με τον κολλητό μου και όπως συνηθίζεται, χωρίς να πούμε τίποτα, συμφωνήσαμε και αράξαμε στα ψηλά καθίσματα του μπαρ.

Καθώς περνούσε η βραδιά, τα τσίπουρα ανεφοδιάζονταν συνεχώς, οι κουβέντες με το αφεντικό ανταλλάσονταν πολύ γρήγορα, εμείς από το μπαρ δεν λέγαμε να σηκωθούμε, παρ’ ότι είχαν αδειάσει κάποια τραπέζια και τσακίζαμε, λες και είχαμε μοτεράκι στα σαγόνια, τους μεζέδες που μας έφερναν. Αυτό ήταν. Η αρχή είχε γίνει. Εγώ και ο κολλητός μου, είχαμε βρει το στέκι μας.

Από τότε άπειρα βράδια (και μεσημέρια μέχρι βράδια) έχουμε περάσει σε αυτό το μικρό ταβερνάκι. Γνωριστήκαμε καλύτερα με το αφεντικό, μέχρι και στο γάμο του πήγαμε, τους υπόλοιπους εκάστοτε εργαζόμενους, τακτικούς και μη. Συστήσαμε και φέραμε και άλλους φίλους μας όχι από κάποια υποχρέωση ή προμήθεια για τους καχύποπτους, αλλά διότι ξέραμε ότι είναι το μοναδικό μαγαζί στο οποίο δεν υπάρχει η παραμικρή περίπτωση να εκτεθούμε. Και εννοείται ζήσαμε στιγμές. Όμορφες στιγμές. Και κάποιες από αυτές, λίγο πιο όμορφες, λίγο πιο σημαντικές ή και λίγο πιο σημαδιακές.

Η πρώτη που μου έρχεται από αυτές, είναι όταν μπαίναμε στο μαγαζί και έπαιζε τον «Ερωτόκριτο» του Ξυλούρη στα ηχεία. Ούτε 24 ώρες πριν, είχα ακούσει αυτό το τραγούδι να αφιερώνεται σε στην αφεντιά μου σε κάποιο ράδιο. Και τώρα το άκουγα με το που μπαίναμε στο μαγαζί και εννοείται σκόπευα, μετά τσίπουρων, να μοιραστώ αυτή την εμπειρία με τον κολλητό μου. Οι πουτανιές της ζωής. Έχοντας το δίλημμα του αν πρέπει, να την κάνω την τρέλα για μία αναδυόμενη καψούρα που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε έναν έρωτα μετ’ εμποδίων ή να κάτσω στα αυγά μου και στην ασφάλεια. Βέβαια, όταν έχεις κολλητό ΠΑΟΚτσή, τέτοια διλήμματα δεν διαρκούν πολύ. Βάρεσε το χέρι του στο τραπέζι λέγοντας μου αυστηρά «ΠΑΝΕ». «Πήγαινε», για τους μη Σαλονικιούς αναγνώστες. Την έκανα την τρέλα, πήγα, τον έζησα τον έρωτα, έστω και ελάχιστα και μετά από κάποιο καιρό το φιλαράκι μου πλήρωσε το τίμημα για την προτροπή του και μαζεύαμε παρέα τα κομμάτια μου. Πίνοντας τσίπουρα, στο στέκι μας εννοείται.

Η επόμενη στιγμή που μου έρχεται, είναι ένα βράδυ πριν την μετανάστευση μου. Περιτριγυρισμένος από αγαπημένους μου ανθρώπους, αντλούσα ενέργεια για την μεγαλύτερη περιπέτεια της ζωής μου. Το χρειαζόμουν. Ήταν το ιδανικό κλείσιμο σε μία πνευματικά και ψυχολογικά καλή περίοδο και ταυτόχρονα η ιδανική αρχή για μία άλλη για την οποία το μόνο που ήξερα ήταν ότι θα είναι πολύ απαιτητική αλλά και ενδιαφέρουσα, πρωτόγνωρη.

Η τρίτη και πιο όμορφη στιγμή από το στέκι, ήταν στην πρώτη μου επιστροφή στη Θεσσαλονίκη μετά τη φυγή μου στην Ολλανδία. Είχα βγει για ένα απλό τσίπουρο με τον κολλητό μου. Οι δυο μας. Υποτίθεται. Ξαφνικά εμφανίζεται ένας ακόμα από τη φοιτητική μας παρέα. Συγκίνηση. Τσίπουρα. Μετά εμφανίζεται ακόμα ένας. Συγκίνηση. Τσίπουρα. Και τέλος εμφανίζεται και ο πέμπτος της παρέας. Όλοι από διαφορετικά μέρη της Ελλάδας. Μακριά ή και πολύ μακριά από τη Θεσσαλονίκη. Φυσικά όλα αυτά οργανωμένα από τον αδερφό μου εξ αγχιστείας, κολλητό μου. Είναι μεγάλη πουτάνα, όπως και ο ίδιος παραδέχτηκε.

Και κάπως έτσι, όποτε βρίσκομαι Θεσσαλονίκη, περνάω πολλές μέρες και νύχτες εκεί. Είναι ανάγκη, αλλά είναι μία από τις ευχάριστες ανάγκες, ενός κατάβάθους ψυχαναγκαστικού ατόμου όπως η πάρτη μου. Είναι η ψυχοθεραπεία μου.




Τρίτη 14 Μαΐου 2019

Τι σημαίνει "εκσυγχρονισμός στα εργασιακά";


Έγινε πολύ λόγος τις τελευταίες μέρες σχετικά με τη δήλωση του κ. Μητσοτάκη για το «7 μέρες δουλειά, την εβδομάδα με τη σύμφωνη γνώμη του εργαζομένου». Η δήλωση αυτή ξεσήκωσε πολλές αντιδράσεις και έχει υπεραναλυθεί ήδη από πολλούς για το τι συνέπειες μπορεί να έχει σε ένα εργασιακό περιβάλλον σαν το σύγχρονο Ελληνικό.

Εγώ όμως θέλω να επικεντρωθώ σε ένα άλλο, πολύ κοντινό στην επίμαχη δήλωση, σημείο που ανέφερε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Σε αυτό, που άφησε να εννοηθεί, λέγοντας ότι η Ελλάδα «δεν μπορεί να γυρίσει στη δεκαετία του 80» και άρα αφήνοντας να εννοηθεί ότι πρέπει να εκσυγχρονιστεί και να λειτουργήσει στα πρότυπα των ανεπτυγμένων οικονομιών.

Όπως έχω πει και παλιότερα, ζω και εργάζομαι στην Ολλανδία εδώ και 2,5 χρόνια. Εργάζομαι ως μηχανικός, σε μία βιομηχανία συστημάτων λιθογραφίας, των συστημάτων που παράγουν τα μικροτσίπ. Η εταιρεία αριθμεί 22000 εργαζόμενους, 14000 στην Ολλανδία και 8000 στην Αμερική στη Νότιο Κορέα και στη Ταϊβάν. Μία εταιρεία που το 2018 έκλεισε με καθαρά κέρδη πάνω από 2 δισεκατομμύρια ευρώ. Μία εταιρεία που είναι αποκλειστικός προμηθευτής της
Intel, της Samsung, της IBM, της TSMC και άλλων κολλοσών της βιομηχανίας ημιαγωγών.

Θεωρώ ότι οι αριθμοί παραπάνω, σε συνδυασμό με το γνωστό σε όλους υψηλό επίπεδο ζωής των κατοίκων των Κάτω Χωρών, αποτελούν ένα καλό δείγμα μίας υγιούς επιχείρησης-βιομηχανίας-πολυεθνικής και ταυτόχρονα ένα ταιριαστό παράδειγμα για αυτό που ήθελε να δείξει πως έχει στο μυαλό του ο πρόεδρος της Ν.Δ.

Αρχικά με το 7 στα 7. Στην Ολλανδία απαγορεύεται ρητά και διά ροπάλου, το να εργαστεί κάποιος 7 μέρες συνεχόμενα. 6 μέρες είναι το ανώτερο επιτρεπτό όριο. Ακόμα και οι συνάδελφοι μου που ταξιδεύουν στην Ταϊβάν, στη Ν. Κορέα και στις ΗΠΑ, λόγω του γεγονότος ότι δουλεύουν με Ολλανδικό συμβόλαιο δεν δουλεύουν πάνω από 6 μέρες συνεχόμενα. Οι ποινές σε αντίθεση περίπτωση και για τον εργαζόμενο και για τον εργοδότη θα είναι αυστηρές.

Είναι γεγονός ότι η βιομηχανία δουλεύει 7 μέρες την εβδομάδα και όλες τις αργίες. Για να καλυφθούν οι ανάγκες της, αυτές, η εταιρεία έχει επιστρατεύσει γκρουπ, που εργάζονται είτε μόνο Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή, είτε κυλιόμενες βάρδιες των 6 συνεχόμενων ημερών. Η πλειοψηφία των εργαζομένων εννοείται πως δουλεύει 5 στα 7, Δευτέρα έως Παρασκευή, 40 ώρες την εβδομάδα. Οι αργίες καλύπτονται με εθελοντές. Σε 2,5 χρόνια έχω εργαστεί μόνο μία φορά ως εθελοντής και ποτέ δεν υπήρξε η παραμικρή υπόνοια παραπόνου προς το πρόσωπο μου, για το γεγονός αυτό.

Δεν ζητάται, ούτε πρόκειται να ζητηθεί από κανέναν εργαζόμενο, ακόμα και αν το θέλει ο ίδιος, να εργαστεί 7 στα 7. Αυτά δεν γίνονται σε αναπτυγμένες χώρες, ακόμα και απόλυτα καπιταλιστικές αλλά με στοιχειώδη εργασιακά δικαιώματα, όπως η Ολλανδία. Δεν γίνονται ούτε σε πολυεθνικές-κολοσσούς όπως η βιομηχανία που εργάζομαι εγώ.

Στις σύγχρονες ανεπτυγμένες οικονομίες, που αμφιβάλλω ότι αυτές έχουν ως πρότυπο οι Έλληνες Νεοφιλελεύθεροι, όπως η Ολλανδία, το συνδικάτο των μηχανικών, διαπραγματεύτηκε και πέτυχε 3,5% ετήσια αύξηση μισθού για τους εργαζομένους του κλάδου αυτού. Οι διαπραγματεύσεις κράτησαν καιρό και μέχρι τότε, η εταιρεία που εργάζομαι είχε εξασφαλίσει σε μας άυξηση 2,5% με την σημειώση ότι αν το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων ειναι παραπάνω ποσοστό, τότε θα μας δώσει τη χρηματική διαφορά αναδρομικά, όπως και έγινε.

Στις σύγχρονες πετυχημένες βιομηχανίες που σέβονται τους εργασιακούς νόμους, διότι δεν έχουν άλλη πραγματική επιλογή, οι υπερηρωρίες είτε καταγράφονται ως έξτρα άδεια, είτε πληρώνονται. Αυτοί που δουλεύουν ΣΚ,παίρνουν 150% του μεροκάματου για το Σάββατο και 200% για την Κυριακή και τις πιθανές αργίες, χώρια τα επιδόματα της βάρδιας. Για να μην αναφέρω ότι και κάθε πτυχίο αντιστοιχεί σε βαθμίδες εργασίας με ανάλογους μισθούς.

Αν όλα αυτά μπορούν με κάποιο μαγικό τρόπο να διασφαλιστούν στην Ελλάδα, τότε ναι, ας εκσυγχρονιστούμε έστω και σε καπιταλιστικά πλαίσια, όπου οι ανισότητες πάντα θα υπάρχουν μια και είναι στη φύση αυτού του οικονομικού συστήματος. Αλλιώς δεν θα είναι εκσυγχρονισμός αλλά ένα πισωγύρισμα στο χρόνο. Στις εποχές της Βιομηχανικής επανάστασης που τα εργατο-σοσιαλιστικά κινήματα δεν είχαν γίνει ακόμα τόσο δυναμικά, ώστε να λειτουργήσουν ως αντίβαρο στην εκμετάλλευση των εργαζομένων από τους εργοδότες.

Και τελικά δεν είμαι σίγουρος του τι από τα δύο, εκσυγχρονισμό ή οπισθοδρόμηση, επιθυμούν οι Έλληνες υπέρμαχοι του Νεοφιλελευθερισμού είτε αυτοί είναι από τη Νέα Δημοκρατία είτε από άλλα κόμματα, είτε ακόμα και από το ΣΥΡΙΖΑ που έχει δείξει ότι στο να εφαρμόζει τέτοια μέτρα, οπισθοδρομικά για τους εργαζόμενους, είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικός.

Υ.Γ. Εννοείται ότι όλα αυτά συμβαίνουν στην Ολλανδία την παρουσα στιγμή, διότι η βιομηχανία τους γενικά βρίσκεται σε εκρηκτική ανάπτυξη. Δεν είμαι βέβαιος κατά πόσο αυτά θα διατηρηθούν αν κάτι στραβώσει στο μέλλον. Σίγουρα θα υπάρξουν σκληρές διαπραγματεύσεις σε αυτή την περίπτωση. Όμως αυτό δεν αναιρεί ότι τα εκάστοτε εργασιακά δικαιώματα δεν πρέπει να επηρεάζονται από τις διάφορες προοπτικές κερδών που έχουν οι εργοδότες.




Τετάρτη 8 Μαΐου 2019

Η εξέλιξη των φιλικών σχέσεων στην ενηλικίωση



Κάποιες μέρες πριν βρέθηκα με έναν παλιό φίλο, στο Άμστερνταμ. Είχε έρθει από την Βαρκελώνη, όπου μένει μόνιμα, να επισκευθεί τον αδελφό του και επί της ευκαιρίας και εμένα που είχε να με δει σχεδόν ένα χρόνο.  Πήγαμε σε ένα φεστιβάλ ηλεκτρονικής μουσικής, στο λιμάνι του Άμστερνταμ.

Τον γνωρίζω 13 χρόνια. Κάποια στιγμή, το μυαλό μου γύρισε στο παρελθόν. Δύο άφραγκοι έφηβοι, αράζανε σε ένα παγκάκι της Ναυαρίνου, πίνοντας φτηνή, κακής ποιότητας ρετσίνα, έχοντας στο μυαλό τους ότι από το χαρτζιλίκι τους των 5 ευρώ, πρέπει να κρατήσουν το ένα, για το εισιτήριο του αστικού, για τον γυρισμό.

Αυτοί οι δύο έφηβοι, τώρα είχαν γίνει δύο ολοκληρωμένοι ενήλικες, ερευνητής σε Ινστιτούτο Βιοπληροφορικής στη Βαρκελώνη ο ένας, μηχανικός συστημάτων λιθογραφίας στο Αϊντχόφεν ο άλλος, να κουνιούνται και οι δύο στους ρυθμούς της
Amelie Lens, στη Generator Stage του DGTL festival. Άλλαξαν πολλά. Αλλάξαμε και εμείς.

Λίγες μέρες αργότερα, ήμουν στο στέκι μου, το οποίο έκλεινε στις 2 μετά τα μεσάνυχτα, όπως επιβάλλει ο νόμος. Ήμαστε αρκετά μεγάλη παρέα με αρκετές αντοχές και χωρίς πρωινό ξύπνημα για την επόμενη μέρα. Εκμεταλλεύτηκα την ευκαιρία της απουσίας των συγκατοίκων μου, για διακοπές και τους κάλεσα σπίτι μου για
after party. Μπύρες, αραλίκια, τσιγάρα, «αλήθεια ή θάρρος» λες και ήμαστε 15χρονα, ξανά μπύρες και τελικά, αποχαιρετισμός στις 8 το πρωί.

Δεν ξέρω πότε θα τους ξαναδώ. Δεν είμαστε κάποιου τύπου μόνιμη παρέα. Απλά γνωριζόμαστε διότι συχνάζουμε στο ίδιο μαγαζί και μοιραζόμαστε κοινές στιγμές. Αλλά σε καμία περίπτωση δεν υπάρχει η «μονιμότητα» κάποιας βαθύτερης φιλίας, ακόμα και αν η αμοιβαία εκτίμηση φέρνει πολύ συχνά το μοίρασμα προσωπικών καταστάσεων. Ίσως αν ποτέ οι ζωές μας, μας φέρουν στο ίδιο μπαράκι, να ξανασυμβεί κάτι παρόμοιο. Δεν το εγγυώμαι όμως.

Ασυναίσθητα το επόμενο μεσημέρι και αφού υποχώρησε κάπως το
hangover μου, βρέθηκα να συγκρίνω μέσα στο μυαλό μου τις δύο καταστάσεις. Και ειδικά αυτή των δύο αλητών που αναρωτιόντουσαν αν θα κοιμηθούν σπίτι τους το βράδυ και αυτή των ενήλικων επαγγελματιών που τα πίνουν σε ένα μπαλκόνι με ένα ξύλινο καναπέ, τα χαράματα.

Και έπιασα τον εαυτό μου να αναρωτιέται, πως στην ευχή άλλαξε τόσο πολύ η φύση των ανθρωπίνων σχέσεων μου. Όταν ήμουν νεότερος, μία όμορφη βραδιά μπορούσε να σημάνει την αρχή μίας φιλίας, μίας κοινής πορείας στη ζωή, μία κοινή ανακάλυψη των εμπειριών που κρύβει. Τώρα δεν σημαίνει τίποτα. Απολύτως τίποτα όμως. Μία μεμονωμένη όμορφη περίσταση χωρίς να αποτελεί κανένα θεμέλιο για οποιοδήποτε μέλλον.

Παλιότερα ήμουν μέλος διάφορων παρεών, τώρα είμαι ένας τυχαίος τύπος, ο οποίος βρίσκεται με άλλους σχεδόν τυχαίους τύπους και τύπισσες και απλά περνάμε καλά μέχρι να το λήξουμε, γιατί έχουμε και δουλειές να κάνουμε. Δεν είναι ένα βιαστικό συμπέρασμα. Το ζω, από τότε που μπήκα στην 100% ενήλικη ζωή. Με το τελευταίο εννοώ, οικονομική ανεξαρτησία, επαγγελματική σταδιοδρομία και προοπτικές καριέρας.

Ίσως να φταίει η μετανάστευση μου και οι ρυθμοί της χώρας στην οποία βρέθηκα που σηματοδότησαν και αυτή την απόλυτη ενήλικη ζωή. Ίσως να φταίει απλά η ηλικία, το γεγονός ότι πολλοί φίλοι αρχίζουν και χτίζουν ζωές που δεν αφήνουν πολύ χρόνο για παρέες, αλλά για σοβαρές σχέσεις και οικογένειες. Ίσως να φταίει η προσωπικότητα μου η ίδια σε συνδυασμό με το εργασιακό μου περιβάλλον και το, αντικειμενικά, ασυνήθιστο ωράριο μου. Ίσως όλα αυτά μαζί.

Αλλά το ανησυχητικό δεν είναι που δεν γνωρίζω, τι έφερε αυτή τη μεταβολή. Το πραγματικά ανησυχητικό είναι ότι δεν μπορώ να διακρίνω αν μου αρέσει ή όχι. Διότι υπάρχουν στιγμές που μου λείπει αυτό το εφηβικό συναίσθημα και αν κρίνουμε από το «θάρρος ή αλήθεια» λείπει και σε άλλους. Αλλά υπάρχουν και στιγμές που η οποιαδήποτε προοπτική δεσίματος με τρομάζει και με κάνει ασυναίσθητα, απόμακρο.

Ένα μόνο είναι σίγουρο. Μεγάλωσα.



Πέμπτη 2 Μαΐου 2019

Sleepin Pillow


Θυμάμαι πριν αρκετά χρόνια, όταν ακόμα έμενα Θεσσαλονίκη, άραζα περασμένα μεσάνυχτα στο σαλόνι και έβλεπα τηλεόραση, χωρίς να παρακολουθώ κάποιο συγκεκριμένο πρόγραμμα. Καθώς έκανα ζάπινγκ, απλά για να περάσει η ώρα, έπεσα σε ένα τοπικό κανάλι που έπαιζε μουσικά βίντεο-κλιπ. Το τραγούδι μόλις ξεκινούσε και έτσι φάνηκαν γραμμένα λίγο μετά, στην κάτω αριστερη γωνία της οθόνης, το όνομα του συγκροτήματος του και του τραγουδιού. Ήταν οι Sleepin Pillow και το τραγούδι τους «Amplifier in my heart».

Καταγοητεύτικα. Ο αργός ρυθμός, η νουάρ ατμόσφαιρα του τραγουδιού και τα διαλείμματα με γυμνές ανατολίτικες ακουστικές μελωδίες, μου συνεπήραν το μυαλό. Ήμουν σίγουρος ότι η μπάντα θα κατάγεται από κάποια Ευρωπαϊκή χώρα. Ομως με την αναζήτηση που έκανα στο Ίντερνετ λίγο μετά το τέλος του τραγουδιού, έμαθα ότι είναι από Θεσσαλονίκη και είχαν ιδρυθεί το 2004. Και κάπου εκεί ξεκίνησε μία σχέση καλλιτέχνη-ακροατή, η οποία κρατάει μέχρι σήμερα.

Το 2008 βγάλανε τον πρώτο τους δίσκο «
Apples on an orange tree” στο οποίο περιέχεται και το τραγούδι με το οποίο τους γνώρισα. Όλος ο δίσκος είναι ένα εκπληκτικό μίγμα της μουσικής μας παράδοσης, με ήχους από λύρα, βαλκανικά κρουστά και πνευστά, ενώ οι κιθαριστές μελωδίες τους είναι βασισμένες σε μεγάλο βαθμό σε ανατολίτικες κλίμακες. Και όλα αυτά να πατάνε πάνω σε ένα σκοτεινό μουσικό background που στηρίζεται σε ηλεκτρονικές βάσεις , καταφέρνοντας να δώσουν μία φανταστική ψυχεδελική αίσθηση. Καθόλου τυχαίο, το αποτέλεσμα αυτό, μια και οι ίδιοι δηλώνουν ότι παίζουν ψυχεδελικό rock. Όσο για τη φωνή; Για αυτή δεν έχω πραγματικά κάποιον διαθέσιμο χαρακτηρισμό διότι είναι τελείως ιδιαίτερη και διαφορετική. Ατμοσφαιρική και διακριτική δίνοντας πάντα χώρο στους υπόλοιπους μουσικούς του γκρουπ να εκφράσουν τη δημιουργικότητα τους. Κορυφαία στιγμή του δίσκου: Η λύρα που πρωταγωνιστεί σε όλο το «The Black Sea”.

Το 2010 βγάζουν το δεύτερο δίσκο τους, ονόματι «
Supermans Blues». Τα στοιχεία που υπήρχαν στο ντεμπούτο τους, υπάρχουν και σε αυτό τον δίσκο, αλλά η αναλογία τους έχει αλλάξει. Πλέον στο μεγαλύτερο μέρος του δίσκου, επικρατούν οι ηλεκτρονικοί σκοτεινοί ήχοι, οι κιθάρες γίνονται πιο σκληρές όταν έχουν ηλεκτρισμό, πιο blues όταν είναι γυμνές και η μουσική μας παράδοση παρ’ ότι εκπροσωπείται σε κάθε τραγούδι, αποτελεί πιο πολύ ένα «κερασάκι στην τούρτα» της υπόλοιπης μουσικής εμπειρίας. Και όμως αυτό δεν είναι καθόλου άσχημο στο συνολικό αποτέλεσμα. Γενικότερα όμως ο δίσκος έχει μία πιο progressive rock προσέγγιση, ενώ δεν είναι και λίγες οι στιγμές που οι συνθέσεις κάνουν μπασίματα και σε άλλα, ανεξερεύνητα για τη μπάντα μέχρι εκείνη τη στιγμή, είδη μουσικής. Χαρακτηριστικά παραδείγματα το ιντερλούδιο «Home», το οποίο θυμίζει (ναι τολμάω να το γράψω!) Χατζιδάκι στα πιο μελαγχολικά του και ο επίλογος «Superman singing the blues» το οποίο βασίζεται σε μία λιτή ακουστική υπόκρουση. Όλα αυτά φυσικά, χωρίς να χάνεται ούτε μία στιγμή η αίσθηση του ακροατή, ότι ακούει ένα εννιαίο έργο τέχνης. Κορυφαία στιγμή του δίσκου: Το γυμνό μπάσο, στα μέσα του Supermans Blues, του ομώνυμου του δίσκου, τραγουδιού.

Το 2014, βγάζουν τον μίνι δίσκο «
This world is over, its time for a new one», με περιορισμένο σε αριθμό τραγούδια, τέσσερα συνολικά και το 2016, βγάζουν τον ολόκληρο δίσκο «The past is already here”. Η βαθμιαία στροφή τους σε πιο progressive rock φόρμες συνεχίζεται, πλέον η παρουσιά παραδοσιακών οργάνων γίνεται ακόμα πιο διακριτική, αλλά όλα τα τραγούδια συνεχίζουν να έχουν υψηλότατο μουσικό ενδιαφέρον με πολλές εναλλαγές ανάμεσα σε rock ξεσπάσματα, ηλεκτρονικούς ρυθμούς και σκοτεινές ακουστικές μελωδίες. Κορυφαία στιγμή από αυτά τα δύο μουσικά έργα, είναι η σπαρακτική και λυτρωτική ερμηνεία των στίχων  «This world is over, its time for a new one» από το ομώνυμο τραγούδι και δίσκο.
Είχα την τύχη να τους δω και
live στο 8ball, στη Θεσσαλονίκη, φθινόπωρο του 2015. Πέρα από την άψογη εκτέλεση και ερμηνεία όλου του setlist τους, μου έκανε πολύ θετική εντύπωση και το οπτικό μέρος της συναυλίας το οποίο συμβάδιζε τέλεια με το ηχητικό. Σκοτεινοί ερυθροί και μπλε φωτισμοί, με εναλλασσόμενο ρυθμό ανάλογα με τη μουσική. Όχι και άσχημα για την φτωχομάνα μας. Το μαγαζί ήταν κατάμεστο και αυτό είναι πολύ ευχάριστο και εγώ βρισκόμουν στην πρώτη σειρά και απολάμβανα τη συνύπαρξη από αριστερα προς τα δεξιά, των ηλεκτρονικών συνθεσάιζερ, των κλασσικών rock μουσικών οργάνων και των παραδοσιακών κρουστών και πνευστών.

Και όλα αυτά ενώ ασυνείδητα αφηνόμουν στο κοιμώμενο μαξιλάρι της μουσικής τους, γευόμενος την αρμονία της συνύπαρξης όλων αυτών τόσο διαφορετικών μουσικών εκφάνσεων.