Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2017

Το θαύμα των Χριστουγέννων


Ο Σεμπαστιάν βάζει στο φάκελο, το γράμμα που μόλις έγραψε στην γυναίκα του Μάρθα. Γράφει το ονοματεπώνυμο της παραλήπτριας.  Συμπληρώνει και την ημερομηνία. 25 Δεκεμβρίου 1914. Το επόμενο πρωί αν έβρισκε την ευκαιρία θα το έστελνε.

Ήταν ήδη δύο μήνες που είχε ξεκινήσει ο, πρόσφατα αποκαλούμενος  από τις εφημερίδες, Μεγάλος Πόλεμος, λόγω της συμμετοχής σε αυτόν, των ισχυρότερων κρατών της Ευρώπης. Από τη μια πλευρά είχαν συνταχθεί η Αγγλία, η Γαλλία και η Ρωσία και από την άλλη η Γερμανία, η Αυστρία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Και ήδη φαινόταν ότι θα προστεθούν και άλλα κράτη σε αυτή τη σύρραξη.

Στα σύνορα Βελγίου-Γαλλίας,
στην περιοχή Πλούχστιρτ της Φλάνδρας. είχε στηθεί το Δυτικό Μέτωπο. Σε αυτό κλήθηκε να υπηρετήσει, δύο μήνες πριν, ο Σεμπαστιάν την πατρίδα του τη Γερμανία, εγκαταλείπωντας την τότε ετοιμόγεννη σύζυγο του και την δουλειά του σαν βοηθός μηχανικού σε ένα εργοστάσιο στη Στουτγάρδη. Στο τελευταίο γράμμα που παρέλαβε από τη Μάρθα, είχε μάθει ότι είχε γεννήσει ένα υγιέστατο κοριτσάκι, που είχε πάρει τα μάτια του. Έτσι ήταν πολύ λογική η «απαίτηση» του, στο επόμενο φάκελο που θα παραλάβει, να υπάρχει και μία φωτογραφία της κόρης του.

Αράζει σε μία «βολική» γωνιά του χαρακώματος και ελπίζει το επόμενο πρωί να μην χρειαστεί να μαζεύει τα κομμάτια των διαμελισμένων συμπολεμιστών του, και να μπορέσει να στείλει το γράμμα στην γυναίκα του. Εκείνη την στιγμή τον πλησιάζει ο Λούκας και του δίνει ένα κερί.

- Τι είναι αυτό; Ρωτάει ο Σεμπάστιαν
- Άναψε το και τραγούδα, απαντάει ο Λούκας χαμογελώντας δειλά

Από το χαράκωμα τους αρχίζουν να ακούγονται φωνές. Συντονισμένες. Σαν χορωδία. Η μελωδία που βγαίνει είναι πασίγνωστη. Είναι η
Stille Nacht (Άγια Νύχτα). Η μελωδία διαχέεται κατά μήκος όλου του χαρακώματος. Λίγο αργότερα και μερικά μέτρα πιο μακρυά, από το αγγλικό χαράκωμα αρχίζει να ακούγεται το Silent Night. Η διγλωσσία δεν επηρεάζει, την ανάδειξη της κοινής μελωδίας στα δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Στο ίδιο μέρος λίγες ώρες πριν ακούγοντας εκρήξεις, πυροβολισμοί, κραυγές πόνου και κλάμματα. Και τώρα ακούγονται κάλαντα.

Ο Σεμπάστιαν, ο Λούκας και αρκετοί ακόμα Γερμανοί στρατιώτες ακούγοντας τους Άγγλους συναδέλφους τους να τραγουδάνε, αποφασίζουν να κάνουν το μεγάλο βήμα και να βγούν από το χαράκωμα τους  με κατεύθυνση την αγγλική πλευρά. Αδιαφορούν για τις βρισιές των αξιωματικών τους. Γνωρίζουν οτί κανείς από τους υπόλοιπους Γερμανούς στρατιώτες δεν θα τους πυροβολήσει, μια και όλοι  είναι αφοσιωμένοι στα κάλαντα και στο να στολίζουν όπως μπορούν κάτι μικρά έλατα που είχαν μαζέψει.Καθώς περπατάνε βλέπουν απέναντι τους Άγγλους στρατιώτες, να τους πλησιάζουν άοπλοι. Πλησιάζουν στο ένα μέτρο. Δίνουν τα χέρια. 


Το επόμενο πρωί οι στρατιώτες των δύο πλευρών συνεργάζονται στην ταφή των νεκρών. Όλοι μαζί σκάβουν, θάβουν και ψέλνουν. Στις επόμενες ώρες στη νεκρή ζώνη, στήνεται μια χριστουγεννιάτικη γιορτή. Δεν ξεχωρίζουν οι στρατιώτες σε ποια πλευρά ανήκουν. Ανταλλάσουν «δώρα», παίζουν χαρτιά, πίνουν μπύρες και τραγουδάνε. Ο Σεμπάστιαν σε ένα σημείο δέχεται ένα ποτήρι ουίσκι σαν δώρο, από τον Τσαρλς ένα συνομήλικο του από το Μέρσεϊσαϊντ. Αρχίζουν συζητάνε και διηγούνται ιστορίες από την ζωή τους εν καιρώ ειρήνης. Νιόπαντρος και ο Τσαρλς είχε προλάβει να δει τον γιο του, και παραδέχεται με δάκρυα στα μάτια το πόσο του λείπει.

Νωρίς το απόγευμα, συμμετέχουν στον ποδοσφαιρικό αγώνα που γίνεται σε ένα αυτοσχέδιο γηπεδο, με μια μπάλα φτιαγμένη από πανιά και σπάγγο και τέρματα σχηματισμένα από κράνη και όπλα. Στον ορισμό του φιλικού αγώνα, οι Γερμανοί κέρδισαν 3-2. Η γιορτή συνεχίστηκε μέχρι το βράδυ της 25ης Δεκεμβρίου. 


Την επόμενη μέρα οι 1.000.000 στρατιώτες , που συμμετείχαν σε αυτή, επέστρεψαν στα χαρακώματα τους. Έτσι και ο Σεμπάστιαν αφού έστειλε το γράμμα στη Μάρθα, φόρεσε τον οπλισμό του και πήρε θέση στο Γερμανικό χαράκωμα. Άρχισαν να πέφτουν πυροβολισμοί. Έπειτα ακολούθησαν οι χειροβομβίδες. Ο Σεμπάστιαν βλέπωντας τους συμπατριώτες του να ακρωτηριάζονται αρπάζει μια χειροβομβίδα και την πετάει με όλη του τη δύναμη η οποία σκάει στην καρδιά του εχθρικού χαρακώματος. 

Κοιτάζει για ένα δευτερόλεπτο τα ανθρώπινα μέλη που τινάζονται στον αέρα από την έκρηξη της χειροβομβίδας που εκτόξευσε. Αναρωτιέται στιγμιαία, αν ο γιος του Τσαρλς θα ξαναδεί ποτέ τον πατέρα του. Και αν ευθύνεται αυτός σε περίπτωση που δεν τον ξαναδεί. Βλέπει έναν Άγγλο στρατιώτη ακάλυπτο. Οπλίζει. Στοχεύει.Πυροβολεί. Σκοτώνει.

Όλα τα παραπάνω βασίζονται σε ένα πραγματικό γεγονός που συνέβει τέτοιες μέρες ακριβώς 103 χρόνια πριν, το οποίο εξιστορείται με λεπτομέρειες στην ταινία
Joyeux Noël Γαλλικής παραγωγής του 2005. Ίσως ήταν θαύμα. Ίσως ήταν το «πνεύμα των Χριστουγέννων». Ανθρωπιά το αποκαλώ εγώ. 


Πρώτη Δημοσίευση: Balaoritou Street




Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 2017

Επιστροφή στις ρίζες, Θεσσαλονίκη


Βρίσκομαι στο Μπιτ Παζάρ. Μία παλιά στοά-πλατεία που απαρτίζεται από πρώην παλαιοπωλεία και νυν ταβέρνες. Κτίρια ίσως και εκατονταετίας. Οι υπάλληλοι των μαγαζιών, μαζεύουν τα τελευταία τραπέζια έτσι ώστε να μπορέσουν να πάνε σπίτι τους και σαν άνθρωποι να ξεκουραστούν και αυτοί. Λίγο μετά αποχαιρετώ την παρέα μου. Είναι 3 η ώρα. Τα πρώτα λεωφορεία αργούν ακόμα. Ναι δεν έχουν απεργία.

Έχω επιστρέψει μετά από 7 μήνες στην πόλη που αγαπω περισσότερο από όσο τη μισώ. Στην πατρίδα. Στη Θεσσαλονίκη. Πρώτη φορά έλλειψα τόσο. Το δίωρο που είχα μπροστά μου ήταν η ιδανική ευκαιρία όχι για να ξαναθυμηθώ αλλά για να ξαναζήσω την πόλη μου. Όπως μου αρέσει να τη ζω. Αργά το βράδυ με λίγη μουσική στα ακουστικά του τηλεφώνου μου.

Ξεκινάω αυτό το μίνι οδοιπορικό από την οδό Ίωνος Δραγούμη. Πήρε το όνομα της από έναν ήρωα του Μακεδονικού αγώνα, και αιώνιο ερωτικό απωθημένο της Πηνελόπης Δέλτα. Καθώς κατεβαίνω το δρόμο βλέπω στις πλευρές μου τις γκρίζες πολυκατοικίες που φιλοξενούν φοιτητές, τα όνειρα τους και τα πάθη τους. Πόσο ειρωνία σε τόσο άσχημα περιτυλίγματα να κρύβονται τόσο όμορφα περιεχόμενα.

Βγαίνω στην Εγνατία. Ίσως ο πιο κεντρικός δρόμος της πόλης. Πήρε το όνομα της από την Μεσσαιωνική εθνική οδό που ένωνε  την Κωνσταντινούπολη με το Δυρράχιο(πόλη της σημερινής Αλβανίας).  Την περπατάω με κατεύθυνση προς τα ανατολικά. Ελάχιστοι διαβάτες στο δρόμο. Λογικό για καθημερινή. Συναντώ έναν γνωστό μου αδέσποτο σκύλο. Είχα να τον δω από όταν έφυγα. Ή με θυμήθηκε ή απλά είχε ανάγκη για ένα χάδι ενός περαστικού. Κάθε τόσο συναντάω τα έργα του μετρό, τα οποία αποκαλύπτουν στους περίεργους όπως εγώ την αρχαία πόλη που βρίσκεται κάτω από τη σύγχρονη. Ένας από τους βασικούς λόγους που καθυστερούν την ολοκλήρωση των έργων. Ακόμα μία ειρωνία. Για να μπορέσει η Θεσσαλονίκη να προχωρήσει στο μέλλον της πρέπει πρώτα να βρεθεί αντιμέτωπη με το παρελθόν της. Ένα μέλλον όχι και τόσο απαραίτητο κατά την ταπεινή γνώμη, αλλά ίσως είναι μία μορφή Θείας Δίκης για την πλειοψηφία των Θεσσαλονικιών, που αγνοούσαν τόσα χρόνια το σπουδαίο παρελθόν της.

Φτάνω στην Καμάρα. Στην αψίδα του Γαλερίου. Όλα τα αρχαία οικοδομήματα του άξονα Ροτόντας-Καμάρας-Ναυαρίνου ανήκουν στον συγκεκριμένο τύπο, όπου όντας συναυτοκράτορας της Ρώμης για 6 περίπου χρόνια έθεσε τη Θεσσαλονίκη πρωτεύουσα της επικράτειας του. Μία κατάρα ακολουθεί αυτή την πόλη από όταν ιδρύθηκε. Να μην είναι ποτέ πρωτεύουσα ενός κράτους. Από τα χρόνια του Μακεδονικού Βασιλείου που παρ’ότι γρήγορα μετά την ίδρυση της από τον Κάσσανδρο έγινε η πολυπληθέστερη πόλη του, πρωτεύουσα ήταν η Πέλλα. Έπειτα στα χρόνια της Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας(Βυζαντινής Αυτοκρατορίας) ήταν στη σκιά της Κωνσταντινούπολης, όπως και επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Και στην σύγχρονη εποχή στη σκιά της Αθήνας. Ο Γαλέριος αγνόησε το DNA της πόλης και προσπάθησε να την κάνει πρωταγωνίστρια, κάνοντας το τέλος του από φριχτούς πόνους να φαντάζει ένα είδος  Νέμεσις.

Κατεβαίνοντας την άδεια πλατεία της Ναυαρίνου και ενώ ατενίζω τα υπόλοιπα δείγματα της ματαιοδοξίας του Γαλερίου, βλέπω στα αριστερά μου ένα στενό. Ένα στενό που πριν αιώνες, θα οδηγούσε στον Ιππόδρομο όπου οι στρατιώτες του Θεοδόσιου σφάξανε 7000 Θεσσαλονικείς. Στον παλιό ιππόδρομο. Ένα στενό που πριν λίγες δεκαετίες οδηγούσε  στην μοναδική πολυκατοικία που κατέρρευσε στον σεισμό του 78, οδηγώντας στο θάνατο πολλούς ενοίκους της. Για ακόμα μία φορά το παρελθόν καταδιώκει τη Θεσσαλονίκη και δίνει τροφή για υπερφυσικά σενάρια.

Διασχίζω τη Τσιμισκή, κατεβαίνω στο ΚΘΒΕ και έπειτα καταλήγω μπροστά από τον Λευκό Πύργο. Σκέφτομαι την τελευταία μου επίσκεψη εκεί και το αίσθημα ικανοποίησης, που μου είχε δώσει το γεγονός ότι έγινε επιτέλους ένα αξιοπρεπέστατο μουσείο στο εσωτερικό του. Την ικανοποίηση μου διακόπτουν οι πλάκες, που υποδεικνύουν το περιτείχισμα που υπήρχε γύρω από τον Πύργο και γκρεμίστηκε για άγνωστο ουσιαστικό λόγο.

Συνεχίζω τη βόλτα μου κατά μήκος της παραλίας. Στα αριστερά μου κάτι ψαράδες έχουν αποκοιμηθεί. Στα δεξιά μου και άλλες γκρίζες πολυκατοικίες που αντικατέστησαν τα παλιά αρχοντικά, που έκαναν τη θέα της πόλης από τα ερχόμενα καράβια πολύ ομορφότερη. Στρίβω απότομα και ξαναμπαίνω στην Τσιμισκή. Κατευθύνομαι τώρα προς τα δυτικά. Σε ένα σημείο λίγο πριν την Αγία Σοφία, βλέπω στα δεξιά μου έναν άστεγο να κοιμάται στον υπνόσακο του ενώ στα αριστερά μου, ένα νεαρό ζευγάρι μοιράζεται τρυφερές στιγμές. Οι δύο εικόνες αυτές, φαίνονται στα μάτια μου ως μία αλληγορία της Θεσσαλονίκης. Μία αλληγορία της ίδιας της ζωής. Του πόνου και της ευτυχίας που μπορεί να προσφέρει.

Μπαίνω στην πλατεία της Αγίας Σοφίας. Στα δεξιά μου η συνωνόματη εκκλησία που στέκει στο ίδιο σημείο από το 700 μ.Χ. Στα αριστερά μου το κόκκινο σπίτι. Στοιχειωμένο σύμφωνα με τις αμέτρητες δεσιδαιμονίες της πόλης. Πλέον στην ιδιοκτησία ενός ανθρώπου αμφισβητούμενης ηθικής μεν του μοναδικού επενδυτή της πόλης δε, που σύντομα θα του ανήκει κάθε προσοδοφόρα δραστηριότητα της. Για ακόμα μία φορά, το παρελθόν παρεμβάλλεται στο μέλλον της Θεσσαλονίκης. Με αποτελέσματα άγνωστα προς το παρόν για αυτή.

Φτάνω στην Πλατεία Αριστοτέλους. Όμορφη και έρημη, λόγω της προχωρημένης ώρας. Παρά την ομορφιά της, σπάνια μου προκαλεί το ενδιαφέρον. Ίσως γιατί είναι ένα ακόμα παράδειγμα μίας καμμένη φιλοδοξίας για την πόλη μου. Βλέπετε στο αρχικό σχέδιο του Ερνέστο Εμπράρ, του αρχιτέκτονα  που ανέλαβε την ανοικοδόμηση της πόλης μετά το 1917, υπήρχε το πλάνο ολοκληρο το κέντρο να είναι ανάλογης ομορφιάς της πλατείας Αριστοτέλους. Αλλά ουκ αν λάβεις, παρά του μη έχοντος.

Θα ήθελα να πάω στην Άνω πόλη. Αλλά χρειάζομαι ένα ποτό τώρα. Θα αφήσω το ντεζα βού για εκεί πάνω, για κάποια άλλη μέρα ή νύχτα. Κατευθύνομαι στα δυτικά. Σε γειτονιές που η Θεσσαλονίκη κρύβει επιμελώς, για να μην χαλάσουν τη μόστρα της. Όπως κάνει και με το παρελθόν της. Ξεχνώντας και στις δύο περιπτώσεις ότι η γοητεία της είναι εκεί. Στις ανθρώπινες ιστορίες που τα απαρτίζουν.  Ίσως κάποια στιγμή βρει τη δύναμη να τα κοιτάξει στα μάτια. Μέχρι τότε θα θυσιάζει ότι γοητεία έχει, προς χάριν μίας ανούσιας και επίπλαστης συνήθως ομορφιάς.


 Υ.Γ. Η μουσική συντροφιά στην βόλτα μου ήταν ο δίσκος “Supermans Blues” των Sleeping Pillow μίας μπάντας από τη Θεσσαλονίκη, που αξίζει πραγματικά να γνωρίσει, όποιος θεωρεί τον εαυτό του μουσικόφιλο και αρέσκεται σε rock ψυχεδελικούς ήχους, συνδυασμένους με παραδοσιακά όργανα.


Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2017

Γράμμα στον Chuck Schuldiner...


“Our open wounds expose the importance of our innocence, a high that can never be bought or sold”

Φίλε Chuck επέλεξα να σε καλωσορίσω με τα παραπάνω τόσο προσωπικά και ταυτόχρονα καθολικά λόγια σου. Δυστυχώς δεν είχα την τύχη να σε γνωρίσω ποτέ από κοντά, μετά από κάποια συναυλία ή κάπου αλλού, μια και εγώ ήμουν μόλις 12 χρονών και εσύ 34, όταν το καταπονημένο κορμί σου από δύο απανωτούς όγκους στον εγκέφαλο και τις χημειοθεραπείες σταματούσε να λειτουργεί, μια μέρα σαν κι αυτή στις 13/12/2001.Σε αυτή την ηλικία εμένα με είχαν κάνει να πιστεύω ότι οι τα φρικιά της metal ήταν πρεζόνια και σατανιστές. Και εσύ δεν ήσουν ποτέ ούτε το ένα ούτε το άλλο.

Δεν σε γνώρισα ούτε όταν πρωτοάκουσα τους
Death εκεί στα 16-17 μου, την μπάντα που ήσουν τραγουδιστής, στιχουργός, συνθέτης, κιθαρίστας και μοναδικό μόνιμο μέλος της. Μπορεί να γοητεύτηκα από το συνδυασμό που τόσο συχνά χρησιμοποιούσες, το metal παιγμένο σε ανατολίτικες κλίμακες, αλλά και πάλι δεν φιλοτιμήθηκα να σε γνωρίσω. Μπορεί να εντυπωσιάστηκα από τα jazz στοιχεία που είχες σε κάθε σχεδόν τραγούδι που συνέθετες. Μπορεί να αντιλήφθηκα ότι σου αρέσει να ξεφεύγεις από τα στερεότυπα του death metal, του είδους που εσύ ο ίδιος δημιούργησες, και σε ονόμασαν νονό του, μπαμπά του, μπατζανάκη του και ότι άλλη μαλακία χρησιμοποιούν οι δημοσιογράφοι. Μπορεί να σε αποθέωσα όταν πρωτοάρχισα να σε μελετώ κιθαριστικά και προσπαθούσα να αναπαράγω κάποιες συνθέσεις σου στην κιθάρα μου . Αλλά ούτε και τότε σε γνώρισα.. Ούτε καν όταν περνούσα μια δύσκολη φάση στην ζωή μου εκεί γύρω στα 19 που ένοιωθα ότι όλα πήγαιναν σκατά,ίσως αδικαιολόγητα, ίσως δικαιολογημένα. Σε αυτή τη φάση, την εφηβική κλιμακτήριο όπως την αποκαλώ, παρέα με έκαναν οι Opeth όχι εσύ. Όμως μετά από αυτή τη συναισθηματικά φορτισμένη φάση, ακολούθησε η άλλη. Του κυνισμού. Της ουδετερότητας. Του ούτε κρύο, ούτε ζέστη. Όχι της ζωής. Της επιβίωσης. Αλλά αυτή η τόσο ασφαλής και ταυτόχρονα άνοστη περίοδος έληξε απότομα. Πώς;

Ένα απόγευμα σαν όλα τα άλλα που λες φίλε
Chuck άραξα και έψαχνα ένα δίσκο να συνοδεύσει τον απογευματινό μου καφέ. Κενός, όπως ήμουν εδώ και καιρό. Έπεσε το χέρι μου τυχαία στο “Symbolic” των Death. Μπορεί και μοιραία. Από εκείνη την στιγμή και για τα επόμενα 50 λεπτά, βρέθηκα αλλού. Παρ’οτι τον δίσκο τον είχα ακούσει αρκετές φορές, πρώτη φορά τον ένοιωθα. Πρώτη φορά γινόμουν εθελοντής σκλάβος των στίχων και των μελωδιών σου. Γινόμουν δέκτης  τους και πομπός τους ταυτόχρονα. Και κάπου εκεί αρχίζει πραγματικά η γνωριμία μας Chuck. Από εκείνη την στιγμή και μετά που αποφάσισα φουλ συνειδητά και υποσυνείδητα να σε γνωρίσω ολοκληρώτικα.

Αν κάτι γουστάρω σε σένα
Chuck είναι ότι σε κάθε δίσκο εξέφραζες τον εαυτό σου. Από τον εφηβικά και ερασιτεχνικά πρωτόλειο δίσκο Death by Metal (1984)με τους Mantas. Στους Death με το Scream Bloody Gore(1987) που ήσουν απλά ένας 20χρονος χούλιγκαν που λάτρευε τις splatter ταινίες, στον μηδενισμό του Leprosy (1988), στην κοινωνική οργή του Spiritual Healing (1990), στην αυτοκριτική του ανθρώπινου είδους στο Human (1991) και στο Individual thought Patterns (1993), στην εύρεση της αρμονίας και της αγάπης για τη ΖΩΗ στο Symbolic (1995), και στην αναζήτηση του κάτι παραπάνω, πέρα από αυτή, στο Sound of Perseverance (1998). 

Και
για το τέλος το Fragile Art of Existence (1999) των Control Denied. Τον μοναδικό δίσκο που δεν τραγούδησες και στον οποίο έβγαζες τα συμπεράσματα σου για την ζωή αφού είχες νικήσει τον πρώτο καρκίνο, μέσα στο κεφάλι σου. Ενώ είχες σταματήσει, προσωρινά δυστυχώς, εκείνους τους πόνους πάνω από τον αυχένα σου. Εκείνους που σε ώθησαν να γράψεις το στίχο Take the plunge, take the chance, Safe in the heart and soul from elements, Spawned by those void of no self-worth, And no sense of dreams”.  

Για όλη αυτή τη διαδρομή σε πήγα Chuck. Γιατί μέσα σε αυτή εντόπισα την αγάπη σου για τα ζώα, γράφωντας δύο τραγούδια για αυτά, οπού περιγράφεις τόσο όμορφα την ύπαρξη τους με τίτλους όπως το “Nothing is Everything” και το “Sacred Serenity”. Γιατί δεν είναι τυχαίο που ο σκύλος σου ο Buster ήρθε να σου κάνει παρέα λίγες μέρες μετά αφού έφυγες. Γιατί μέσα σε αυτή τη διαδρομή άκουσα ένα από τα ελάχιστα τραγούδια που διαπραγματεύονται τόσο όμορφα το φαινόμενο του έρωτα. Για το Destiny λέω που τραγουδάς I know there is no way to avoid the pain that we must go through, To find the other half that is true, Destiny is what we all seek, Destiny was waiting for you and me και με εκφράζει τόσο πολύ. Γιατί σε ένοιωσα στο voice of the soul και κατάλαβα το πόσο ωραίο είναι να αφήνεις την μουσική να εκφράζει ότι αισθάνεσαι, χωρίς τον παραμικρό στίχο, χωρίς ίχνος λογικής σκέψης.

Γιατί πολύ απλά μέχρι και τώρα, που γράφω αυτές τις γραμμές νοιώθω ότι δεν σε έχω γνωρίσει ολοκληρωτικά, και αυτός είναι ο λόγος που ακόμα ασχολούμαι μαζί σου. Γιατί μου έμαθες ότι ούτε την ίδια την ζώη θα την μάθω ποτέ ολοκληρωτικά.  Και μου έδωσες να καταλάβω ότι αυτό είναι το νόημα της. Να θέλω συνεχώς να την γνωρίζω. Γιατί μου έδωσες τον ωραιότερο ορισμό της. Αιώνια αναζήτηση. Σε αυτό το στίχο. Σε ένα στίχο που, μα τι ειρωνία, ανήκε σε ένα τραγούδι μιας μπάντας  που λεγόταν
Death. Ναι ρε σε αυτόν που απευθύνθηκες σε μένα:

“Won’t you join me on the perennial quest, reaching into the dark, retrieving light, search for answers on the perennial quest, where dreams are followed, and time is a test”

Πρώτη Δημοσίευση: Balaoritou Street


Τρίτη 5 Δεκεμβρίου 2017

Η λειτουργία του μίσους


Διάβασα πρόσφατα το βιβλίο του Ουμπέρτο Έκο, «Το κοιμητήριο της Πράγας». Αν όχι το πιο ενδιαφέρον, ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία του βιβλίου, ήταν η συνάντηση του πρωταγωνιστή Λοχαγού Σιμονίνι, ενός ιδιαίτερα ταλαντούχου πλαστογράφου, με τον κ. Ρασκόφσκι, έναν αξιωματούχο των Ρώσικων μυστικών υπηρεσιών, με τη συνάντηση αυτή να λαμβάνει χώρα κάπου στο Παρίσι στα τέλη του 19ου αιώνα. Θα αναφέρω κάποια χαρακτηριστικά σημεία του διαλόγου:

-Αλλά γιατί βάζετε στο στόχαστρο ειδικά τους Εβραίους, αναρωτιέται ο Σιμονίνι.

-Μα επειδή στη Ρωσία υπάρχουν οι Εβραίοι. Αν ήμουν στην Τουρκία, θα έβαζα στο στόχαστρο τους Αρμένιους.

Και συνεχίζει ο Ρώσος αξιωματούχος με έναν μονόλογο, του οποίου θα αναφέρω τα πιο καίρια(για μένα) σημεία του.

-Εγώ ενδιαφέρομαι για την ηθική αντοχή του Ρώσικου λαού και δεν επιθυμώ(ή μάλλον τα πρόσωπα που θέλω να εξυπηρετήσω δεν επιθυμούν) αυτός ο λαός να κατευθύνει τη δυσαρέσκεια του ενάντια του Τσάρου. Συνεπώς χρειάζεται ένας εχθρός.

-Για να είναι αναγνωρίσιμος και επίφοβος ο εχθρός, πρέπει να βρίσκεται στο σπίτι μας ή στο κατώφλι του σπιτιού μας.

-Χρειάζεται ένας εχθρός για να δώσουμε ελπίδα στο λαό.

-Χρειάζεται πάντα να μισούμε κάποιον για να νιωθουμε δικαιωμένοι μες στη δυστυχία μας.Το μίσος είναι το πραγματικό αρχέγονο πάθος. Και η αγάπη είναι μία ανώμαλη κατάσταση.

-...μπορούμε να μισούμε κάποιον για όλη  μας τη ζωή. Αρκεί να βρίσκεται πάντα εκεί για να αναζωπυρώνει το μίσος μας. Το μίσος ζεσταίνει την καρδιά.

Και κάπου εδώ εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι ο ιδιοφυής Ιταλός διανοούμενος, κάνει μία ανάλυση της έννοιας του μίσους. Ξεκινάει από το συλλογικό επίπεδο, όπου το μίσος εκφράζεται μέσω του ρατσισμού και συνεχίζει καταλήγοντας στο ατομικό επίπεδο, όπου το αναλύει σαν βαθύτερο συναίσθημα. Έχοντας ζήσει και ίσως ζώντας ακόμα μία κατάσταση μίσους προς ένα άτομο(όταν είμαι νηφάλιος)  μπήκα στο τριπάκι να το σκεφτώ λίγο παραπάνω. Απλά θα το πάω αντίστροφα. Θα ξεκινήσω από το ατομικό για να καταλήξω στο συλλογικό.

Αρχικά τι είναι το μίσος; Θεωρώ ότι το μίσος είναι η κατάρα που ακολούθησε τον άνθρωπο, από την πρώτη στιγμή που απέκτησε συνείδηση της ύπαρξης του. Το δώρο ήταν η αγάπη. Άρα όπως το αντιλαμβάνομαι εγώ, το μίσος και η αγάπη είναι δύο συναισθήματα που συνδέονται. Αντιστρόφως ανάλογα μεγέθη μεταξύ τους. Η έλλειψη του ενός τροφοδοτεί το άλλο. Πιστεύω ακράδαντα, ότι και οι δύο λειτουργίες υπάρχουν μέσα σε κάθε νοήμονα ανθρώπινο οργανισμό σχεδόν από τη στιγμή της γέννησης του. Είναι κακοήθεια και υποκρισία, όταν ακούω κάποιους να μου το παίζουν ολοκληρωτικά αγαπούλες. Ας το αποδεχτούμε. Οι άνθρωποι και όχι μόνο σαν είδος αλλά και σαν μονάδες ανεξάρτητες είμαστε ικανοί για το καλύτερο και για το χειρότερο. Τι είναι όμως αυτό που θα καθορίσει το πόσο το μίσος θα κατακλείσει το είναι μας; Όσον αφορά το πως νιώθουμε, το τι αισθανόμαστε, είναι ξεκάθαρο, ότι ο ρυθμιστής του μίσους μέσα μας, είναι η αγάπη, η μάλλον η έλλειψη της. Από τη στιγμή που θα καλλιεργηθεί το μίσος μέσα μας, μόνο η αγάπη σαν ίση και αντίρροπη δύναμη μπορεί να το πατάξει. Είτε είναι η προδοσία ενός φίλου, ενός συντρόφου, είτε είναι η υποτίμηση της προσωπικότητας και της αξιοπρέπειας μας, μόνο μία αντίστροφη και ισόποση συμπεριφορά μπορεί, ίσως, να μας επαναφέρει σε μία ισορροπία.

Αλλά ανεξάρτητα το πως νιώθουμε μεγάλη σημασία έχει και το πως εκφραζόμαστε. Τι είναι αυτό που μπορεί να χαλιναγωγήσει το μίσος μας, έτσι ώστε να μην το εκφράζουμε και να μην βλάπτουμε είτε τα άτομα που μισούμε είτε γενικότερα τους γύρω μας; Κρίνοντας και πάλι εκ προσωπικής πείρας, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι μόνο η παιδεία μπορεί να μας αποτρέψει από το να εκφράσουμε μία μισητή συμπεριφορά. Είναι η παιδεία και η προσωπική καλλιέργεια οι οποίες θα μας μάθουν το πόσο σημαντικό ρόλο παίζει η αυτοεκτίμηση και η αίσθηση αξιοπρέπειας, θα μας προτρέψουν  να το διαχειριστούμε μέσα  μας πιο νηφάλια, και έτσι θα μας βοηθήσουν να κάνουμε την καρδιά μας πέτρα και να μην προβούμε σε πράξεις τις οποίες πολύ πιθανόν να μετανιώσουμε. Γιατί αυτή είναι η πουστιά του μίσους. Μόνο όταν το εκτονώσουμε ολοκληρωτικά, και έχοντας πλέον ηρεμήσει και αδειάσει από αυτό, μπορούμε να κρίνουμε τις ενέργειες στις οποίες το μίσος μας οδήγησε. Και όντας ήρεμοι και άρα αντικειμενικοί, το πιθανότερο είναι να μετανοιώσουμε για το τέρας που υπήρξαμε λίγες μόλις στιγμές πριν, καταλήγοντας τελικά να μισούμε εμείς οι ίδιοι τον εαυτό μας. Και αν δεν το μετανιώσουμε ποτέ σημαίνει ότι το μίσος(άρα και η έλλειψη αγάπης) μας ακολούθησε σε όλη μας τη ζωή. Φρικτό ε;

Πως όμως το μίσος φτάνει σε σημείο να κατακλύσει μία ολόκληρη κοινωνία; Νομίζω ότι η απάντηση είναι απλά μαθηματικά. Όταν μία κοινωνία μισεί, σημαίνει ότι αποτελείται από ανθρώπους που μισούν. Έστω σε ένα σημαντικό ποσοστό της. Τι μπορεί να κάνει ένα μεγάλο μέρος των ατόμων μίας κοινωνίας να μισούν; Μα φυσικά το μίσος, άρα η έλλειψη αγάπης που εισπράττουν. Όταν αυτό συμβαίνει, είτε με πομπό το κράτος, είτε με πομπό την ίδια κοινωνία, είτε και με τα δύο, τότε είναι λογικό αλλά όχι δικαιολογημένο μία κοινωνία να μισεί. Να ψάχνει να βρει τον κακό, τον υπέυθυνο της δυστυχίας της. Τον εχθρό. Σκόπιμα αντιγράφω τις φράσεις του Ρώσου αξιωματούχου. Κάπως έτσι το πρώτο πράγμα που μαθαίνει ένας συνηθισμένος ηγέτης, είναι να κατευθύνει το μίσος των ανθρώπων. Προς όφελος του. Προς προστασία του πολλές φορές. Και ίσως ένας πιο πονηρός ηγέτης να μαθαίνει όχι απλά να χειραγωγεί το μίσος των υπηκόων του, αλλά να το δημιουργεί, ή και να το ρυθμίζει κιόλας ανάλογα με τις ανάγκες του. Πως θα το ρυθμίσει; Μην πάτε μακρυά συνδέστε κάποια γεγονότα. Η οικονομική κρίση ξεκινάει το 2008. Στα επόμενα χρόνια γίνεται κατανοητό ότι μόνο με υποτίμηση της ζωής των ανεπτυγμένων κοινωνιών θα μπορέσει να αντιμετωπιστεί χωρίς να στερηθούν κάποιοι τα κέρδη τους. Το 2011 ξεσπάει η Αραβική άνοιξη κάτι που οδηγεί εκατομμύρια πρόσφυγες φυσιολογικά να ψάξουν μία καλύτερη ζωή στην Ευρώπη. Και λίγο μετά αρχίζουν να ανεβαίνουν τα ακροδεξιά κόμματα. Όχι δεν δημιουργώ θεωρίες συνομωσίας. Απλά θέτω κάποια γεγονότα, τα οποία υπό το χειρισμό κάποιων ιδιαιτέρως έξυπνων άνθρώπων μπορεί να αποτελέσουν ευκαιρίες για κάποια άλλα γεγονότα και καταστάσεις που θα συμφέρουν κάποιους. Το ότι συνδέονται τόσο «όμορφα» όλα μεταξύ τους δεν είναι απαραίτητο να είναι προσχεδιασμένο. Όχι απόλυτα τουλάχιστον. Ευτυχώς οι στενές ανθρώπινες σχέσεις δεν φαίνονται ακόμα να απειλούνται άμεσα, από τις επιβουλές κάποιων έξω από αυτές. Τουλάχιστον όταν είναι πραγματικές. Γιατί αλλιώς μια χαρά έχουν καταντήσει χειραγωγίσιμες. Πως γίνεται αυτό; Δημιουργώντας κοινωνικά πρότυπα. Η τέλεια οικογένεια. Ο τέλειος σύντροφος. Καταλήγοντας να στερούμαστε τη μαγεία, τη γοητεία της ατέλειας, αυτοί που μας κάνει να ερωτευόμαστε, να συγκινούμαστε. Αλλά όχι ρε κουφάλες, το θαύμα αυτό, η πραγματική αγάπη, όταν συμβαίνει είναι άτρωτη στις πουστιές σας.

Περεταίρω ανάλυση ίσως καταντήσει κουραστική, ίσως και εγώ δεν έχω αναπτύξει τη δυνατότητα ακόμα, να μπορέσω να διαχειριστώ το όλο θέμα καλύτερα. Είναι προφανές όμως ότι αν στα επόμενα χρόνια θέλουμε να παρατηρούμε λιγότερο μίσος μέσα μας και στην κοινωνία μας, τότε δύο είναι οι έννοιες που πρέπει να επενδύσουμε. Η αγάπη και η παιδεία.

Υ.Γ. Το παραπάνω κείμενο γράφτηκε ένα δροσερό βράδυ στη Βραβάντη, υπό τους ήχους του “Themes from William Blake's The Marriage of Heaven and Hell” των Νορβηγών Ulver. Ένας διπλός δίσκος που έχει μελοποιημένα αποσπάσματα από έργο «Ο Γάμος του Παραδείσου και της Κόλασης» του Ουίλλιαμ Μπλέηκ. Τα αποσπάσματα αυτά παντρεύονται με ηλεκτρονικούς και ψυχεδελικούς rock ήχους και το αποτέλεσμα είναι απλά μαγικό. Κόλαση. Παράδεισος. Μίσος. Αγάπη.