Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2017

Το θαύμα των Χριστουγέννων


Ο Σεμπαστιάν βάζει στο φάκελο, το γράμμα που μόλις έγραψε στην γυναίκα του Μάρθα. Γράφει το ονοματεπώνυμο της παραλήπτριας.  Συμπληρώνει και την ημερομηνία. 25 Δεκεμβρίου 1914. Το επόμενο πρωί αν έβρισκε την ευκαιρία θα το έστελνε.

Ήταν ήδη δύο μήνες που είχε ξεκινήσει ο, πρόσφατα αποκαλούμενος  από τις εφημερίδες, Μεγάλος Πόλεμος, λόγω της συμμετοχής σε αυτόν, των ισχυρότερων κρατών της Ευρώπης. Από τη μια πλευρά είχαν συνταχθεί η Αγγλία, η Γαλλία και η Ρωσία και από την άλλη η Γερμανία, η Αυστρία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Και ήδη φαινόταν ότι θα προστεθούν και άλλα κράτη σε αυτή τη σύρραξη.

Στα σύνορα Βελγίου-Γαλλίας,
στην περιοχή Πλούχστιρτ της Φλάνδρας. είχε στηθεί το Δυτικό Μέτωπο. Σε αυτό κλήθηκε να υπηρετήσει, δύο μήνες πριν, ο Σεμπαστιάν την πατρίδα του τη Γερμανία, εγκαταλείπωντας την τότε ετοιμόγεννη σύζυγο του και την δουλειά του σαν βοηθός μηχανικού σε ένα εργοστάσιο στη Στουτγάρδη. Στο τελευταίο γράμμα που παρέλαβε από τη Μάρθα, είχε μάθει ότι είχε γεννήσει ένα υγιέστατο κοριτσάκι, που είχε πάρει τα μάτια του. Έτσι ήταν πολύ λογική η «απαίτηση» του, στο επόμενο φάκελο που θα παραλάβει, να υπάρχει και μία φωτογραφία της κόρης του.

Αράζει σε μία «βολική» γωνιά του χαρακώματος και ελπίζει το επόμενο πρωί να μην χρειαστεί να μαζεύει τα κομμάτια των διαμελισμένων συμπολεμιστών του, και να μπορέσει να στείλει το γράμμα στην γυναίκα του. Εκείνη την στιγμή τον πλησιάζει ο Λούκας και του δίνει ένα κερί.

- Τι είναι αυτό; Ρωτάει ο Σεμπάστιαν
- Άναψε το και τραγούδα, απαντάει ο Λούκας χαμογελώντας δειλά

Από το χαράκωμα τους αρχίζουν να ακούγονται φωνές. Συντονισμένες. Σαν χορωδία. Η μελωδία που βγαίνει είναι πασίγνωστη. Είναι η
Stille Nacht (Άγια Νύχτα). Η μελωδία διαχέεται κατά μήκος όλου του χαρακώματος. Λίγο αργότερα και μερικά μέτρα πιο μακρυά, από το αγγλικό χαράκωμα αρχίζει να ακούγεται το Silent Night. Η διγλωσσία δεν επηρεάζει, την ανάδειξη της κοινής μελωδίας στα δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Στο ίδιο μέρος λίγες ώρες πριν ακούγοντας εκρήξεις, πυροβολισμοί, κραυγές πόνου και κλάμματα. Και τώρα ακούγονται κάλαντα.

Ο Σεμπάστιαν, ο Λούκας και αρκετοί ακόμα Γερμανοί στρατιώτες ακούγοντας τους Άγγλους συναδέλφους τους να τραγουδάνε, αποφασίζουν να κάνουν το μεγάλο βήμα και να βγούν από το χαράκωμα τους  με κατεύθυνση την αγγλική πλευρά. Αδιαφορούν για τις βρισιές των αξιωματικών τους. Γνωρίζουν οτί κανείς από τους υπόλοιπους Γερμανούς στρατιώτες δεν θα τους πυροβολήσει, μια και όλοι  είναι αφοσιωμένοι στα κάλαντα και στο να στολίζουν όπως μπορούν κάτι μικρά έλατα που είχαν μαζέψει.Καθώς περπατάνε βλέπουν απέναντι τους Άγγλους στρατιώτες, να τους πλησιάζουν άοπλοι. Πλησιάζουν στο ένα μέτρο. Δίνουν τα χέρια. 


Το επόμενο πρωί οι στρατιώτες των δύο πλευρών συνεργάζονται στην ταφή των νεκρών. Όλοι μαζί σκάβουν, θάβουν και ψέλνουν. Στις επόμενες ώρες στη νεκρή ζώνη, στήνεται μια χριστουγεννιάτικη γιορτή. Δεν ξεχωρίζουν οι στρατιώτες σε ποια πλευρά ανήκουν. Ανταλλάσουν «δώρα», παίζουν χαρτιά, πίνουν μπύρες και τραγουδάνε. Ο Σεμπάστιαν σε ένα σημείο δέχεται ένα ποτήρι ουίσκι σαν δώρο, από τον Τσαρλς ένα συνομήλικο του από το Μέρσεϊσαϊντ. Αρχίζουν συζητάνε και διηγούνται ιστορίες από την ζωή τους εν καιρώ ειρήνης. Νιόπαντρος και ο Τσαρλς είχε προλάβει να δει τον γιο του, και παραδέχεται με δάκρυα στα μάτια το πόσο του λείπει.

Νωρίς το απόγευμα, συμμετέχουν στον ποδοσφαιρικό αγώνα που γίνεται σε ένα αυτοσχέδιο γηπεδο, με μια μπάλα φτιαγμένη από πανιά και σπάγγο και τέρματα σχηματισμένα από κράνη και όπλα. Στον ορισμό του φιλικού αγώνα, οι Γερμανοί κέρδισαν 3-2. Η γιορτή συνεχίστηκε μέχρι το βράδυ της 25ης Δεκεμβρίου. 


Την επόμενη μέρα οι 1.000.000 στρατιώτες , που συμμετείχαν σε αυτή, επέστρεψαν στα χαρακώματα τους. Έτσι και ο Σεμπάστιαν αφού έστειλε το γράμμα στη Μάρθα, φόρεσε τον οπλισμό του και πήρε θέση στο Γερμανικό χαράκωμα. Άρχισαν να πέφτουν πυροβολισμοί. Έπειτα ακολούθησαν οι χειροβομβίδες. Ο Σεμπάστιαν βλέπωντας τους συμπατριώτες του να ακρωτηριάζονται αρπάζει μια χειροβομβίδα και την πετάει με όλη του τη δύναμη η οποία σκάει στην καρδιά του εχθρικού χαρακώματος. 

Κοιτάζει για ένα δευτερόλεπτο τα ανθρώπινα μέλη που τινάζονται στον αέρα από την έκρηξη της χειροβομβίδας που εκτόξευσε. Αναρωτιέται στιγμιαία, αν ο γιος του Τσαρλς θα ξαναδεί ποτέ τον πατέρα του. Και αν ευθύνεται αυτός σε περίπτωση που δεν τον ξαναδεί. Βλέπει έναν Άγγλο στρατιώτη ακάλυπτο. Οπλίζει. Στοχεύει.Πυροβολεί. Σκοτώνει.

Όλα τα παραπάνω βασίζονται σε ένα πραγματικό γεγονός που συνέβει τέτοιες μέρες ακριβώς 103 χρόνια πριν, το οποίο εξιστορείται με λεπτομέρειες στην ταινία
Joyeux Noël Γαλλικής παραγωγής του 2005. Ίσως ήταν θαύμα. Ίσως ήταν το «πνεύμα των Χριστουγέννων». Ανθρωπιά το αποκαλώ εγώ. 


Πρώτη Δημοσίευση: Balaoritou Street




Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 2017

Επιστροφή στις ρίζες, Θεσσαλονίκη


Βρίσκομαι στο Μπιτ Παζάρ. Μία παλιά στοά-πλατεία που απαρτίζεται από πρώην παλαιοπωλεία και νυν ταβέρνες. Κτίρια ίσως και εκατονταετίας. Οι υπάλληλοι των μαγαζιών, μαζεύουν τα τελευταία τραπέζια έτσι ώστε να μπορέσουν να πάνε σπίτι τους και σαν άνθρωποι να ξεκουραστούν και αυτοί. Λίγο μετά αποχαιρετώ την παρέα μου. Είναι 3 η ώρα. Τα πρώτα λεωφορεία αργούν ακόμα. Ναι δεν έχουν απεργία.

Έχω επιστρέψει μετά από 7 μήνες στην πόλη που αγαπω περισσότερο από όσο τη μισώ. Στην πατρίδα. Στη Θεσσαλονίκη. Πρώτη φορά έλλειψα τόσο. Το δίωρο που είχα μπροστά μου ήταν η ιδανική ευκαιρία όχι για να ξαναθυμηθώ αλλά για να ξαναζήσω την πόλη μου. Όπως μου αρέσει να τη ζω. Αργά το βράδυ με λίγη μουσική στα ακουστικά του τηλεφώνου μου.

Ξεκινάω αυτό το μίνι οδοιπορικό από την οδό Ίωνος Δραγούμη. Πήρε το όνομα της από έναν ήρωα του Μακεδονικού αγώνα, και αιώνιο ερωτικό απωθημένο της Πηνελόπης Δέλτα. Καθώς κατεβαίνω το δρόμο βλέπω στις πλευρές μου τις γκρίζες πολυκατοικίες που φιλοξενούν φοιτητές, τα όνειρα τους και τα πάθη τους. Πόσο ειρωνία σε τόσο άσχημα περιτυλίγματα να κρύβονται τόσο όμορφα περιεχόμενα.

Βγαίνω στην Εγνατία. Ίσως ο πιο κεντρικός δρόμος της πόλης. Πήρε το όνομα της από την Μεσσαιωνική εθνική οδό που ένωνε  την Κωνσταντινούπολη με το Δυρράχιο(πόλη της σημερινής Αλβανίας).  Την περπατάω με κατεύθυνση προς τα ανατολικά. Ελάχιστοι διαβάτες στο δρόμο. Λογικό για καθημερινή. Συναντώ έναν γνωστό μου αδέσποτο σκύλο. Είχα να τον δω από όταν έφυγα. Ή με θυμήθηκε ή απλά είχε ανάγκη για ένα χάδι ενός περαστικού. Κάθε τόσο συναντάω τα έργα του μετρό, τα οποία αποκαλύπτουν στους περίεργους όπως εγώ την αρχαία πόλη που βρίσκεται κάτω από τη σύγχρονη. Ένας από τους βασικούς λόγους που καθυστερούν την ολοκλήρωση των έργων. Ακόμα μία ειρωνία. Για να μπορέσει η Θεσσαλονίκη να προχωρήσει στο μέλλον της πρέπει πρώτα να βρεθεί αντιμέτωπη με το παρελθόν της. Ένα μέλλον όχι και τόσο απαραίτητο κατά την ταπεινή γνώμη, αλλά ίσως είναι μία μορφή Θείας Δίκης για την πλειοψηφία των Θεσσαλονικιών, που αγνοούσαν τόσα χρόνια το σπουδαίο παρελθόν της.

Φτάνω στην Καμάρα. Στην αψίδα του Γαλερίου. Όλα τα αρχαία οικοδομήματα του άξονα Ροτόντας-Καμάρας-Ναυαρίνου ανήκουν στον συγκεκριμένο τύπο, όπου όντας συναυτοκράτορας της Ρώμης για 6 περίπου χρόνια έθεσε τη Θεσσαλονίκη πρωτεύουσα της επικράτειας του. Μία κατάρα ακολουθεί αυτή την πόλη από όταν ιδρύθηκε. Να μην είναι ποτέ πρωτεύουσα ενός κράτους. Από τα χρόνια του Μακεδονικού Βασιλείου που παρ’ότι γρήγορα μετά την ίδρυση της από τον Κάσσανδρο έγινε η πολυπληθέστερη πόλη του, πρωτεύουσα ήταν η Πέλλα. Έπειτα στα χρόνια της Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας(Βυζαντινής Αυτοκρατορίας) ήταν στη σκιά της Κωνσταντινούπολης, όπως και επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Και στην σύγχρονη εποχή στη σκιά της Αθήνας. Ο Γαλέριος αγνόησε το DNA της πόλης και προσπάθησε να την κάνει πρωταγωνίστρια, κάνοντας το τέλος του από φριχτούς πόνους να φαντάζει ένα είδος  Νέμεσις.

Κατεβαίνοντας την άδεια πλατεία της Ναυαρίνου και ενώ ατενίζω τα υπόλοιπα δείγματα της ματαιοδοξίας του Γαλερίου, βλέπω στα αριστερά μου ένα στενό. Ένα στενό που πριν αιώνες, θα οδηγούσε στον Ιππόδρομο όπου οι στρατιώτες του Θεοδόσιου σφάξανε 7000 Θεσσαλονικείς. Στον παλιό ιππόδρομο. Ένα στενό που πριν λίγες δεκαετίες οδηγούσε  στην μοναδική πολυκατοικία που κατέρρευσε στον σεισμό του 78, οδηγώντας στο θάνατο πολλούς ενοίκους της. Για ακόμα μία φορά το παρελθόν καταδιώκει τη Θεσσαλονίκη και δίνει τροφή για υπερφυσικά σενάρια.

Διασχίζω τη Τσιμισκή, κατεβαίνω στο ΚΘΒΕ και έπειτα καταλήγω μπροστά από τον Λευκό Πύργο. Σκέφτομαι την τελευταία μου επίσκεψη εκεί και το αίσθημα ικανοποίησης, που μου είχε δώσει το γεγονός ότι έγινε επιτέλους ένα αξιοπρεπέστατο μουσείο στο εσωτερικό του. Την ικανοποίηση μου διακόπτουν οι πλάκες, που υποδεικνύουν το περιτείχισμα που υπήρχε γύρω από τον Πύργο και γκρεμίστηκε για άγνωστο ουσιαστικό λόγο.

Συνεχίζω τη βόλτα μου κατά μήκος της παραλίας. Στα αριστερά μου κάτι ψαράδες έχουν αποκοιμηθεί. Στα δεξιά μου και άλλες γκρίζες πολυκατοικίες που αντικατέστησαν τα παλιά αρχοντικά, που έκαναν τη θέα της πόλης από τα ερχόμενα καράβια πολύ ομορφότερη. Στρίβω απότομα και ξαναμπαίνω στην Τσιμισκή. Κατευθύνομαι τώρα προς τα δυτικά. Σε ένα σημείο λίγο πριν την Αγία Σοφία, βλέπω στα δεξιά μου έναν άστεγο να κοιμάται στον υπνόσακο του ενώ στα αριστερά μου, ένα νεαρό ζευγάρι μοιράζεται τρυφερές στιγμές. Οι δύο εικόνες αυτές, φαίνονται στα μάτια μου ως μία αλληγορία της Θεσσαλονίκης. Μία αλληγορία της ίδιας της ζωής. Του πόνου και της ευτυχίας που μπορεί να προσφέρει.

Μπαίνω στην πλατεία της Αγίας Σοφίας. Στα δεξιά μου η συνωνόματη εκκλησία που στέκει στο ίδιο σημείο από το 700 μ.Χ. Στα αριστερά μου το κόκκινο σπίτι. Στοιχειωμένο σύμφωνα με τις αμέτρητες δεσιδαιμονίες της πόλης. Πλέον στην ιδιοκτησία ενός ανθρώπου αμφισβητούμενης ηθικής μεν του μοναδικού επενδυτή της πόλης δε, που σύντομα θα του ανήκει κάθε προσοδοφόρα δραστηριότητα της. Για ακόμα μία φορά, το παρελθόν παρεμβάλλεται στο μέλλον της Θεσσαλονίκης. Με αποτελέσματα άγνωστα προς το παρόν για αυτή.

Φτάνω στην Πλατεία Αριστοτέλους. Όμορφη και έρημη, λόγω της προχωρημένης ώρας. Παρά την ομορφιά της, σπάνια μου προκαλεί το ενδιαφέρον. Ίσως γιατί είναι ένα ακόμα παράδειγμα μίας καμμένη φιλοδοξίας για την πόλη μου. Βλέπετε στο αρχικό σχέδιο του Ερνέστο Εμπράρ, του αρχιτέκτονα  που ανέλαβε την ανοικοδόμηση της πόλης μετά το 1917, υπήρχε το πλάνο ολοκληρο το κέντρο να είναι ανάλογης ομορφιάς της πλατείας Αριστοτέλους. Αλλά ουκ αν λάβεις, παρά του μη έχοντος.

Θα ήθελα να πάω στην Άνω πόλη. Αλλά χρειάζομαι ένα ποτό τώρα. Θα αφήσω το ντεζα βού για εκεί πάνω, για κάποια άλλη μέρα ή νύχτα. Κατευθύνομαι στα δυτικά. Σε γειτονιές που η Θεσσαλονίκη κρύβει επιμελώς, για να μην χαλάσουν τη μόστρα της. Όπως κάνει και με το παρελθόν της. Ξεχνώντας και στις δύο περιπτώσεις ότι η γοητεία της είναι εκεί. Στις ανθρώπινες ιστορίες που τα απαρτίζουν.  Ίσως κάποια στιγμή βρει τη δύναμη να τα κοιτάξει στα μάτια. Μέχρι τότε θα θυσιάζει ότι γοητεία έχει, προς χάριν μίας ανούσιας και επίπλαστης συνήθως ομορφιάς.


 Υ.Γ. Η μουσική συντροφιά στην βόλτα μου ήταν ο δίσκος “Supermans Blues” των Sleeping Pillow μίας μπάντας από τη Θεσσαλονίκη, που αξίζει πραγματικά να γνωρίσει, όποιος θεωρεί τον εαυτό του μουσικόφιλο και αρέσκεται σε rock ψυχεδελικούς ήχους, συνδυασμένους με παραδοσιακά όργανα.


Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2017

Γράμμα στον Chuck Schuldiner...


“Our open wounds expose the importance of our innocence, a high that can never be bought or sold”

Φίλε Chuck επέλεξα να σε καλωσορίσω με τα παραπάνω τόσο προσωπικά και ταυτόχρονα καθολικά λόγια σου. Δυστυχώς δεν είχα την τύχη να σε γνωρίσω ποτέ από κοντά, μετά από κάποια συναυλία ή κάπου αλλού, μια και εγώ ήμουν μόλις 12 χρονών και εσύ 34, όταν το καταπονημένο κορμί σου από δύο απανωτούς όγκους στον εγκέφαλο και τις χημειοθεραπείες σταματούσε να λειτουργεί, μια μέρα σαν κι αυτή στις 13/12/2001.Σε αυτή την ηλικία εμένα με είχαν κάνει να πιστεύω ότι οι τα φρικιά της metal ήταν πρεζόνια και σατανιστές. Και εσύ δεν ήσουν ποτέ ούτε το ένα ούτε το άλλο.

Δεν σε γνώρισα ούτε όταν πρωτοάκουσα τους
Death εκεί στα 16-17 μου, την μπάντα που ήσουν τραγουδιστής, στιχουργός, συνθέτης, κιθαρίστας και μοναδικό μόνιμο μέλος της. Μπορεί να γοητεύτηκα από το συνδυασμό που τόσο συχνά χρησιμοποιούσες, το metal παιγμένο σε ανατολίτικες κλίμακες, αλλά και πάλι δεν φιλοτιμήθηκα να σε γνωρίσω. Μπορεί να εντυπωσιάστηκα από τα jazz στοιχεία που είχες σε κάθε σχεδόν τραγούδι που συνέθετες. Μπορεί να αντιλήφθηκα ότι σου αρέσει να ξεφεύγεις από τα στερεότυπα του death metal, του είδους που εσύ ο ίδιος δημιούργησες, και σε ονόμασαν νονό του, μπαμπά του, μπατζανάκη του και ότι άλλη μαλακία χρησιμοποιούν οι δημοσιογράφοι. Μπορεί να σε αποθέωσα όταν πρωτοάρχισα να σε μελετώ κιθαριστικά και προσπαθούσα να αναπαράγω κάποιες συνθέσεις σου στην κιθάρα μου . Αλλά ούτε και τότε σε γνώρισα.. Ούτε καν όταν περνούσα μια δύσκολη φάση στην ζωή μου εκεί γύρω στα 19 που ένοιωθα ότι όλα πήγαιναν σκατά,ίσως αδικαιολόγητα, ίσως δικαιολογημένα. Σε αυτή τη φάση, την εφηβική κλιμακτήριο όπως την αποκαλώ, παρέα με έκαναν οι Opeth όχι εσύ. Όμως μετά από αυτή τη συναισθηματικά φορτισμένη φάση, ακολούθησε η άλλη. Του κυνισμού. Της ουδετερότητας. Του ούτε κρύο, ούτε ζέστη. Όχι της ζωής. Της επιβίωσης. Αλλά αυτή η τόσο ασφαλής και ταυτόχρονα άνοστη περίοδος έληξε απότομα. Πώς;

Ένα απόγευμα σαν όλα τα άλλα που λες φίλε
Chuck άραξα και έψαχνα ένα δίσκο να συνοδεύσει τον απογευματινό μου καφέ. Κενός, όπως ήμουν εδώ και καιρό. Έπεσε το χέρι μου τυχαία στο “Symbolic” των Death. Μπορεί και μοιραία. Από εκείνη την στιγμή και για τα επόμενα 50 λεπτά, βρέθηκα αλλού. Παρ’οτι τον δίσκο τον είχα ακούσει αρκετές φορές, πρώτη φορά τον ένοιωθα. Πρώτη φορά γινόμουν εθελοντής σκλάβος των στίχων και των μελωδιών σου. Γινόμουν δέκτης  τους και πομπός τους ταυτόχρονα. Και κάπου εκεί αρχίζει πραγματικά η γνωριμία μας Chuck. Από εκείνη την στιγμή και μετά που αποφάσισα φουλ συνειδητά και υποσυνείδητα να σε γνωρίσω ολοκληρώτικα.

Αν κάτι γουστάρω σε σένα
Chuck είναι ότι σε κάθε δίσκο εξέφραζες τον εαυτό σου. Από τον εφηβικά και ερασιτεχνικά πρωτόλειο δίσκο Death by Metal (1984)με τους Mantas. Στους Death με το Scream Bloody Gore(1987) που ήσουν απλά ένας 20χρονος χούλιγκαν που λάτρευε τις splatter ταινίες, στον μηδενισμό του Leprosy (1988), στην κοινωνική οργή του Spiritual Healing (1990), στην αυτοκριτική του ανθρώπινου είδους στο Human (1991) και στο Individual thought Patterns (1993), στην εύρεση της αρμονίας και της αγάπης για τη ΖΩΗ στο Symbolic (1995), και στην αναζήτηση του κάτι παραπάνω, πέρα από αυτή, στο Sound of Perseverance (1998). 

Και
για το τέλος το Fragile Art of Existence (1999) των Control Denied. Τον μοναδικό δίσκο που δεν τραγούδησες και στον οποίο έβγαζες τα συμπεράσματα σου για την ζωή αφού είχες νικήσει τον πρώτο καρκίνο, μέσα στο κεφάλι σου. Ενώ είχες σταματήσει, προσωρινά δυστυχώς, εκείνους τους πόνους πάνω από τον αυχένα σου. Εκείνους που σε ώθησαν να γράψεις το στίχο Take the plunge, take the chance, Safe in the heart and soul from elements, Spawned by those void of no self-worth, And no sense of dreams”.  

Για όλη αυτή τη διαδρομή σε πήγα Chuck. Γιατί μέσα σε αυτή εντόπισα την αγάπη σου για τα ζώα, γράφωντας δύο τραγούδια για αυτά, οπού περιγράφεις τόσο όμορφα την ύπαρξη τους με τίτλους όπως το “Nothing is Everything” και το “Sacred Serenity”. Γιατί δεν είναι τυχαίο που ο σκύλος σου ο Buster ήρθε να σου κάνει παρέα λίγες μέρες μετά αφού έφυγες. Γιατί μέσα σε αυτή τη διαδρομή άκουσα ένα από τα ελάχιστα τραγούδια που διαπραγματεύονται τόσο όμορφα το φαινόμενο του έρωτα. Για το Destiny λέω που τραγουδάς I know there is no way to avoid the pain that we must go through, To find the other half that is true, Destiny is what we all seek, Destiny was waiting for you and me και με εκφράζει τόσο πολύ. Γιατί σε ένοιωσα στο voice of the soul και κατάλαβα το πόσο ωραίο είναι να αφήνεις την μουσική να εκφράζει ότι αισθάνεσαι, χωρίς τον παραμικρό στίχο, χωρίς ίχνος λογικής σκέψης.

Γιατί πολύ απλά μέχρι και τώρα, που γράφω αυτές τις γραμμές νοιώθω ότι δεν σε έχω γνωρίσει ολοκληρωτικά, και αυτός είναι ο λόγος που ακόμα ασχολούμαι μαζί σου. Γιατί μου έμαθες ότι ούτε την ίδια την ζώη θα την μάθω ποτέ ολοκληρωτικά.  Και μου έδωσες να καταλάβω ότι αυτό είναι το νόημα της. Να θέλω συνεχώς να την γνωρίζω. Γιατί μου έδωσες τον ωραιότερο ορισμό της. Αιώνια αναζήτηση. Σε αυτό το στίχο. Σε ένα στίχο που, μα τι ειρωνία, ανήκε σε ένα τραγούδι μιας μπάντας  που λεγόταν
Death. Ναι ρε σε αυτόν που απευθύνθηκες σε μένα:

“Won’t you join me on the perennial quest, reaching into the dark, retrieving light, search for answers on the perennial quest, where dreams are followed, and time is a test”

Πρώτη Δημοσίευση: Balaoritou Street


Τρίτη 5 Δεκεμβρίου 2017

Η λειτουργία του μίσους


Διάβασα πρόσφατα το βιβλίο του Ουμπέρτο Έκο, «Το κοιμητήριο της Πράγας». Αν όχι το πιο ενδιαφέρον, ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία του βιβλίου, ήταν η συνάντηση του πρωταγωνιστή Λοχαγού Σιμονίνι, ενός ιδιαίτερα ταλαντούχου πλαστογράφου, με τον κ. Ρασκόφσκι, έναν αξιωματούχο των Ρώσικων μυστικών υπηρεσιών, με τη συνάντηση αυτή να λαμβάνει χώρα κάπου στο Παρίσι στα τέλη του 19ου αιώνα. Θα αναφέρω κάποια χαρακτηριστικά σημεία του διαλόγου:

-Αλλά γιατί βάζετε στο στόχαστρο ειδικά τους Εβραίους, αναρωτιέται ο Σιμονίνι.

-Μα επειδή στη Ρωσία υπάρχουν οι Εβραίοι. Αν ήμουν στην Τουρκία, θα έβαζα στο στόχαστρο τους Αρμένιους.

Και συνεχίζει ο Ρώσος αξιωματούχος με έναν μονόλογο, του οποίου θα αναφέρω τα πιο καίρια(για μένα) σημεία του.

-Εγώ ενδιαφέρομαι για την ηθική αντοχή του Ρώσικου λαού και δεν επιθυμώ(ή μάλλον τα πρόσωπα που θέλω να εξυπηρετήσω δεν επιθυμούν) αυτός ο λαός να κατευθύνει τη δυσαρέσκεια του ενάντια του Τσάρου. Συνεπώς χρειάζεται ένας εχθρός.

-Για να είναι αναγνωρίσιμος και επίφοβος ο εχθρός, πρέπει να βρίσκεται στο σπίτι μας ή στο κατώφλι του σπιτιού μας.

-Χρειάζεται ένας εχθρός για να δώσουμε ελπίδα στο λαό.

-Χρειάζεται πάντα να μισούμε κάποιον για να νιωθουμε δικαιωμένοι μες στη δυστυχία μας.Το μίσος είναι το πραγματικό αρχέγονο πάθος. Και η αγάπη είναι μία ανώμαλη κατάσταση.

-...μπορούμε να μισούμε κάποιον για όλη  μας τη ζωή. Αρκεί να βρίσκεται πάντα εκεί για να αναζωπυρώνει το μίσος μας. Το μίσος ζεσταίνει την καρδιά.

Και κάπου εδώ εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι ο ιδιοφυής Ιταλός διανοούμενος, κάνει μία ανάλυση της έννοιας του μίσους. Ξεκινάει από το συλλογικό επίπεδο, όπου το μίσος εκφράζεται μέσω του ρατσισμού και συνεχίζει καταλήγοντας στο ατομικό επίπεδο, όπου το αναλύει σαν βαθύτερο συναίσθημα. Έχοντας ζήσει και ίσως ζώντας ακόμα μία κατάσταση μίσους προς ένα άτομο(όταν είμαι νηφάλιος)  μπήκα στο τριπάκι να το σκεφτώ λίγο παραπάνω. Απλά θα το πάω αντίστροφα. Θα ξεκινήσω από το ατομικό για να καταλήξω στο συλλογικό.

Αρχικά τι είναι το μίσος; Θεωρώ ότι το μίσος είναι η κατάρα που ακολούθησε τον άνθρωπο, από την πρώτη στιγμή που απέκτησε συνείδηση της ύπαρξης του. Το δώρο ήταν η αγάπη. Άρα όπως το αντιλαμβάνομαι εγώ, το μίσος και η αγάπη είναι δύο συναισθήματα που συνδέονται. Αντιστρόφως ανάλογα μεγέθη μεταξύ τους. Η έλλειψη του ενός τροφοδοτεί το άλλο. Πιστεύω ακράδαντα, ότι και οι δύο λειτουργίες υπάρχουν μέσα σε κάθε νοήμονα ανθρώπινο οργανισμό σχεδόν από τη στιγμή της γέννησης του. Είναι κακοήθεια και υποκρισία, όταν ακούω κάποιους να μου το παίζουν ολοκληρωτικά αγαπούλες. Ας το αποδεχτούμε. Οι άνθρωποι και όχι μόνο σαν είδος αλλά και σαν μονάδες ανεξάρτητες είμαστε ικανοί για το καλύτερο και για το χειρότερο. Τι είναι όμως αυτό που θα καθορίσει το πόσο το μίσος θα κατακλείσει το είναι μας; Όσον αφορά το πως νιώθουμε, το τι αισθανόμαστε, είναι ξεκάθαρο, ότι ο ρυθμιστής του μίσους μέσα μας, είναι η αγάπη, η μάλλον η έλλειψη της. Από τη στιγμή που θα καλλιεργηθεί το μίσος μέσα μας, μόνο η αγάπη σαν ίση και αντίρροπη δύναμη μπορεί να το πατάξει. Είτε είναι η προδοσία ενός φίλου, ενός συντρόφου, είτε είναι η υποτίμηση της προσωπικότητας και της αξιοπρέπειας μας, μόνο μία αντίστροφη και ισόποση συμπεριφορά μπορεί, ίσως, να μας επαναφέρει σε μία ισορροπία.

Αλλά ανεξάρτητα το πως νιώθουμε μεγάλη σημασία έχει και το πως εκφραζόμαστε. Τι είναι αυτό που μπορεί να χαλιναγωγήσει το μίσος μας, έτσι ώστε να μην το εκφράζουμε και να μην βλάπτουμε είτε τα άτομα που μισούμε είτε γενικότερα τους γύρω μας; Κρίνοντας και πάλι εκ προσωπικής πείρας, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι μόνο η παιδεία μπορεί να μας αποτρέψει από το να εκφράσουμε μία μισητή συμπεριφορά. Είναι η παιδεία και η προσωπική καλλιέργεια οι οποίες θα μας μάθουν το πόσο σημαντικό ρόλο παίζει η αυτοεκτίμηση και η αίσθηση αξιοπρέπειας, θα μας προτρέψουν  να το διαχειριστούμε μέσα  μας πιο νηφάλια, και έτσι θα μας βοηθήσουν να κάνουμε την καρδιά μας πέτρα και να μην προβούμε σε πράξεις τις οποίες πολύ πιθανόν να μετανιώσουμε. Γιατί αυτή είναι η πουστιά του μίσους. Μόνο όταν το εκτονώσουμε ολοκληρωτικά, και έχοντας πλέον ηρεμήσει και αδειάσει από αυτό, μπορούμε να κρίνουμε τις ενέργειες στις οποίες το μίσος μας οδήγησε. Και όντας ήρεμοι και άρα αντικειμενικοί, το πιθανότερο είναι να μετανοιώσουμε για το τέρας που υπήρξαμε λίγες μόλις στιγμές πριν, καταλήγοντας τελικά να μισούμε εμείς οι ίδιοι τον εαυτό μας. Και αν δεν το μετανιώσουμε ποτέ σημαίνει ότι το μίσος(άρα και η έλλειψη αγάπης) μας ακολούθησε σε όλη μας τη ζωή. Φρικτό ε;

Πως όμως το μίσος φτάνει σε σημείο να κατακλύσει μία ολόκληρη κοινωνία; Νομίζω ότι η απάντηση είναι απλά μαθηματικά. Όταν μία κοινωνία μισεί, σημαίνει ότι αποτελείται από ανθρώπους που μισούν. Έστω σε ένα σημαντικό ποσοστό της. Τι μπορεί να κάνει ένα μεγάλο μέρος των ατόμων μίας κοινωνίας να μισούν; Μα φυσικά το μίσος, άρα η έλλειψη αγάπης που εισπράττουν. Όταν αυτό συμβαίνει, είτε με πομπό το κράτος, είτε με πομπό την ίδια κοινωνία, είτε και με τα δύο, τότε είναι λογικό αλλά όχι δικαιολογημένο μία κοινωνία να μισεί. Να ψάχνει να βρει τον κακό, τον υπέυθυνο της δυστυχίας της. Τον εχθρό. Σκόπιμα αντιγράφω τις φράσεις του Ρώσου αξιωματούχου. Κάπως έτσι το πρώτο πράγμα που μαθαίνει ένας συνηθισμένος ηγέτης, είναι να κατευθύνει το μίσος των ανθρώπων. Προς όφελος του. Προς προστασία του πολλές φορές. Και ίσως ένας πιο πονηρός ηγέτης να μαθαίνει όχι απλά να χειραγωγεί το μίσος των υπηκόων του, αλλά να το δημιουργεί, ή και να το ρυθμίζει κιόλας ανάλογα με τις ανάγκες του. Πως θα το ρυθμίσει; Μην πάτε μακρυά συνδέστε κάποια γεγονότα. Η οικονομική κρίση ξεκινάει το 2008. Στα επόμενα χρόνια γίνεται κατανοητό ότι μόνο με υποτίμηση της ζωής των ανεπτυγμένων κοινωνιών θα μπορέσει να αντιμετωπιστεί χωρίς να στερηθούν κάποιοι τα κέρδη τους. Το 2011 ξεσπάει η Αραβική άνοιξη κάτι που οδηγεί εκατομμύρια πρόσφυγες φυσιολογικά να ψάξουν μία καλύτερη ζωή στην Ευρώπη. Και λίγο μετά αρχίζουν να ανεβαίνουν τα ακροδεξιά κόμματα. Όχι δεν δημιουργώ θεωρίες συνομωσίας. Απλά θέτω κάποια γεγονότα, τα οποία υπό το χειρισμό κάποιων ιδιαιτέρως έξυπνων άνθρώπων μπορεί να αποτελέσουν ευκαιρίες για κάποια άλλα γεγονότα και καταστάσεις που θα συμφέρουν κάποιους. Το ότι συνδέονται τόσο «όμορφα» όλα μεταξύ τους δεν είναι απαραίτητο να είναι προσχεδιασμένο. Όχι απόλυτα τουλάχιστον. Ευτυχώς οι στενές ανθρώπινες σχέσεις δεν φαίνονται ακόμα να απειλούνται άμεσα, από τις επιβουλές κάποιων έξω από αυτές. Τουλάχιστον όταν είναι πραγματικές. Γιατί αλλιώς μια χαρά έχουν καταντήσει χειραγωγίσιμες. Πως γίνεται αυτό; Δημιουργώντας κοινωνικά πρότυπα. Η τέλεια οικογένεια. Ο τέλειος σύντροφος. Καταλήγοντας να στερούμαστε τη μαγεία, τη γοητεία της ατέλειας, αυτοί που μας κάνει να ερωτευόμαστε, να συγκινούμαστε. Αλλά όχι ρε κουφάλες, το θαύμα αυτό, η πραγματική αγάπη, όταν συμβαίνει είναι άτρωτη στις πουστιές σας.

Περεταίρω ανάλυση ίσως καταντήσει κουραστική, ίσως και εγώ δεν έχω αναπτύξει τη δυνατότητα ακόμα, να μπορέσω να διαχειριστώ το όλο θέμα καλύτερα. Είναι προφανές όμως ότι αν στα επόμενα χρόνια θέλουμε να παρατηρούμε λιγότερο μίσος μέσα μας και στην κοινωνία μας, τότε δύο είναι οι έννοιες που πρέπει να επενδύσουμε. Η αγάπη και η παιδεία.

Υ.Γ. Το παραπάνω κείμενο γράφτηκε ένα δροσερό βράδυ στη Βραβάντη, υπό τους ήχους του “Themes from William Blake's The Marriage of Heaven and Hell” των Νορβηγών Ulver. Ένας διπλός δίσκος που έχει μελοποιημένα αποσπάσματα από έργο «Ο Γάμος του Παραδείσου και της Κόλασης» του Ουίλλιαμ Μπλέηκ. Τα αποσπάσματα αυτά παντρεύονται με ηλεκτρονικούς και ψυχεδελικούς rock ήχους και το αποτέλεσμα είναι απλά μαγικό. Κόλαση. Παράδεισος. Μίσος. Αγάπη.


Τρίτη 28 Νοεμβρίου 2017

Γράφοντας για τον ΠΑΟΚ


Έχει γύρω στα 3 χρόνια που ασχολούμαι κάπως πιο σοβαρά με το γράψιμο. Μέσα σε αυτά τα χρόνια έχω εκφράσει σκέψεις, συναισθήματα, απόψεις και πτυχές της προσωπικότητας μου είτε άμεσα είτε έμμεσα. Με ότι καλό ή και κακό μπορεί να σημαίνει αυτό. Όμως δεν έχω εκφράσει ποτέ το παραμικρό για ένα σημαντικό μέρος του εαυτού μου. Ασπρόμαυρο είναι. Και είναι ο Π.Α.Ο.Κ.

Θα μπορούσα να γράψω κάτι για την ιστορία αυτού του σωματείου. Θεωρώ ότι ένα και μόνο άρθρο είναι πολύ λίγο και θα ήταν υποτιμητικό για ένα τόσο μεγάλο κεφάλαιο. Ετσι πιστεύω θα άρμοζε περισσότερο να γράψω το τι σημαίνει για μένα, ο Π.Α.Ο.Κ. και γιατί έχω αποφασίσει να τον ακολουθώ είτε από κοντά είτε από απόσταση. Ίσως για να δώσω και μία απάντηση στο γιατί ένας τύπος σαν εμένα, που του αρέσει να ασχολείται με και καλά σοβαρά θέματα, αφιερώνει τόση συναισθηματική ενέργεια σε κάτι που πολλοί κουλτουριάρηδες, ψωνάρες, wanna be διανοούμενοι απαξιούν όχι μόνο να ασχοληθούν αλλά και να καταλάβουν.

Μπορεί την οπαδική μου ταυτότητα να την κληρονόμησα τυπικά από τον πατέρα μου, αλλά ουσιαστικά την αποδέχτηκα στην εφηβεία μου. Ήταν το 2003, όταν μία ομάδα σακατεμένη από οικονομικά προβλήματα, κατάφερνε  κόντρα σε οποιαδήποτε δυνατή αντίξοη συνθήκη να κατακτήσει το κύπελλο.  Χωρίς να το αντιληφθώ φυσικά σε αυτή την ηλικία, το συγκεκριμένο αθλητικό γεγονός ήταν ο συμβολισμός της ζωής που ήταν προδιαγεγραμμένο βάσει συνθηκών να ζήσω. Και που επέλεξα να ζήσω μέχρι τώρα, ας μην κρυβόμαστε. Γνωρίζοντας την ιστορία της ομάδας στα επόμενα χρόνια, παρατηρούσα τόσα κοινά με τα δικά μου βιώματα.

Μια ζωή αυτή η ομάδα ενάντια σε συνθήκες, κατεστημένα και καταστάσεις , να αγωνίζεται και να μην τα παρατάει ποτέ ακόμα και όταν όλα φαίνονταν να έχουν χαθεί. Οι ήττες και οι κατραπακιές περισσότερες από τις νίκες και τις χαρές. Αλλά εκεί στον αγώνα. Ο Π.Α.Ο.Κ. όντας προσφυγικό σωματείο δημιουργήθηκε από τα δύσκολα, ζει για τα δύσκολα, ονειρεύεται για τα δύσκολα. Μία στάση ζωής του συλλόγου που έχει περάσει στο DNA του...

Μόνο από τα χρώματα του Π.Α.Ο.Κ.  αντιλαμβάνεται εύκολα κανείς την κυκλοθυμικότητα που τον χαρακτηρίζει ως σύλλογο. Άσπρο και Μαύρο. Οτιδήποτε ενδιάμεσο είναι για τους μέτριους.  Είναι αυτή η κυκλοθυμικότητα, που κάνει οποιονδήποτε δίνει έστω και ένα μικρό κομμάτι της ψυχής του για αυτή την ομάδα, να απαξιεί για τα χλιαρά συναισθήματα.  Αυτό είναι που κάνει τον ΠΑΟΚτσή να μην μπορεί να κρίνει με αντικειμενικότητα και με ψυχραιμία την μεγάλη του αγάπη. Αυτή η λειτουργία είναι  που μας κάνει αυτοκαταστροφικούς πολλές φορές αλλά μας δίνει και το δικαίωμα να απολαμβάνουμε στο μέγιστο τις λίγες χαρές που καταφέρνουμε και κατακτούμε. Και είναι αλήθεια ότι η ευτυχία, που μας έχουν προσφέρει οι λίγες συγκριτικά επιτυχίες μας, όχι μόνο ισοδυναμεί αλλά ξεπερνά την αντίστοιχη που έχουν προσφέρει πολλές περισσότερες στους άλλους.

Γνωρίζοντας και ταυτόχρονα ερωτεύοντας την πόλη που μεγάλωσα τη Θεσσαλονίκη, δεν ήταν δύσκολο για μένα να καταλάβω ότι ο Π.Α.Ο.Κ. είναι η ομάδα που αρμόζει στη συγκεκριμένη πόλη. Από το γεγονός ότι ιστορικά έχει υπάρξει το πλέον φιλόξενο μέρος όχι μόνο για ποικοίλους πολιτισμούς, αλλά και για τόσο διαφορετικούς τύπους ανθρώπων. Έτσι και σήμερα μία βόλτα στη Θύρα 4 θα σε κάνει να καταλάβεις ότι δεν έχουν σημασία τα χαρακτηριστικά που κληρονόμησες αλλά τα χαρακτηριστικά που έχτισες κατά τη διάρκεια της ζωής σου. Οποιουδήποτε είδους ρατσισμός δεν χωράει στην κουλτούρα του οπαδού του Π.Α.Ο.Κ. Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά σε ένα σύλλογο που δημιουργήθηκε από κατατρεγμένους και ανεπιθύμητους. Και παρ’ότι βλέπουμε σε πολλές άλλες ομάδες ο φασισμός και ο ρατσισμός να κάνουν αισθητή την παρουσία τους ακόμα και οργανωμένα, στον Π.Α.Ο.Κ. αυτό έχει περιοριστεί μόνο σε μεμονωμένους βλαμμένους. Δεν είναι τυχαίο που το μοναδικό οπαδικό κίνημα το οποίο αντιτάχθηκε στη Χρυσή Αυγή ήταν αυτό των ΠΑΟΚτσήδων. Με τον τρόπο που αρμόζει κανείς να αντιτάσσεται στους φασίστες. Τους σπάσαν τα γραφεία.

Ο Π.Α.Ο.Κ. είναι ένας σύλλογος και ένα κίνημα με καθαρά λαϊκή βάση. Αυτό πολλές φορές χλευάζεται. Από αυτούς που δεν έχουν ιδέα τι νοήματα και τι βιώματα κρύβει μέσα της αυτή η έννοια. Το να αποκαλεί κάποιος τον Π.Α.Ο.Κ. «μπαογκ» πέρα από το γεγονός ότι είναι καθαρά ρατσιστικό μια και κακοχαρακτηρίζει ένα κοινωνικό σύνολο ενός εκατομμυρίου ανθρώπων, είναι και τελείως αβάσιμο μία και το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό (όχι της «λαϊκούρας» αλλά της καφρίλας) ευδοκιμεί και στους οπαδούς όλων των άλλων μεγάλων ομάδων. Ίσως όμως και εδώ ακόμα και από τους ίδιους τους αντιπάλους επιβεβαιώνεται η αυθεντική λαϊκή χροιά της ΠΑΟΚτσήδικης ιδέας. Ίσως γιατί στην Ελλάδα η μόνη πραγματική λαϊκή ομάδα είναι ο Π.Α.Ο.Κ. Άρα κάπως πρέπει να υποτιμηθεί από τους «εχθρούς» του μια και δεν υπάρχει άλλος τρόπος να πλησιαστεί. Στην τελική είναι γνωστό από όλες τις πτυχές της ζωής μας, ότι είναι τιμή μας κάποιοι άνθρωποι να μην μας έχουν σε εκτίμηση.

Επέλεξα να μιλήσω γενικά και να μην αναφερθώ σε συγκεκριμένες εμπειρίες της ζωής μου που έχουν να κάνουν με τον Π.Α.Ο.Κ., διότι δεν θα τελείωνε ποτέ το κείμενο. Ακόμα και τώρα έχω αφήσει τόσα  πράγματα μόνο για το μυαλό μου και την καρδιά μου. Θα κάνω μόνο μία εξαίρεση και θα αναφέρω μία εμπειρία τόσο δική μου αλλά είμαι σίγουρος και τόσο κοινή με τους άλλους ΠΑΟΚτσήδες. Είναι η στιγμή που ένας ΠΑΟΚτσής βλέπει ένα φίλο του και συνοπαδό του ζορισμένο από διάφορα προβλήματα, και τότε του δίνει μία δυνατή καρπαζιά στην πλάτη και του φωνάζει με τόσο τσαμπουκά και ταυτόχρονα με τόση αγάπη «Π.Α.Ο.Κ. ΕΙΣΑΙ!». 



Τετάρτη 22 Νοεμβρίου 2017

Η αίσθηση του ονείρου να μην χαθεί


Από τα πρώτα χρόνια της ζωής μας, αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε την έννοια του χρόνου. Είτε τελικά η έννοια αυτή, είναι υπαρκτή στο σύμπαν που ζούμε, είτε όχι, δεν μπορούμε να κρύψουμε ότι όλοι οι άνθρωποι χρησιμοποιούμε τον  χρόνο σαν το βασικότερο εργαλείο για τη σκέψη μας και για τον στοχασμό μας.

Επόμενο λοιπόν είναι αφού αντιληφθούμε τον χρόνο, να τον μοιράσουμε, στις 3 γνωστές μας διαστάσεις του. Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Το παρελθόν θα το εμπλουτίσουμε με τις αναμνήσεις μας, το παρόν με τις πράξεις μας και το μέλλον σαν φύσει αφελή, αισιόδοξα πλάσματα που είμαστε, με τα όνειρα μας.

Τα όνειρα, από τη στιγμή που εγκαταλείπουμε την πρώιμη παιδική μας ηλικία, εγκαθίστανται μέσα στη συνείδηση μας. Κάποιες φορές μένουν σταθερά, κάποιες φορές μεταβάλλονται αλλά η φύση του να ονειρευόμαστε, αυτή καθεαυτή παραμένει μέσα στο μυαλό μας μέχρι και τη στιγμή που ενηλικιώμαστε και κάποιες φορές ίσως και λίγο παραπάνω.

Είναι έτσι δομημένη η κοινωνία μας, που θεωρείται απαιτητό, μόλις φτάσεις στα 18 να έχεις καταλήξει στα όνειρα σου και να έχεις ήδη οραματιστεί τον τρόπο που θα τα πετύχεις. Τι και αν η ίδια, δεν κάνει τίποτα για να σε βοηθήσει να καταλήξεις ποια είναι αυτά που σου ταιριάζουν, ποια είναι αυτά που θα σε κάνουν να νιώθεις πραγματικά ζωντανός. Το αντίθετο πολλές φορές, κάνει ότι μπορεί για να σε απομακρύνει από αυτό. Αλλά αυτό ίσως είναι καλύτερα να αναπτυχθεί σε ένα άλλο ανεξάρτητο κείμενο.

Και φτάνουμε στα πρώτα ενήλικα χρόνια μας. Συνήθως μέσω σπουδών θα προσπαθήσουμε να πετύχουμε, να κάνουμε τα όνειρα μας πραγματικότητα. Δεν θα έχω ανακαλύψει ούτε την Αμερική, ούτε τον τροχό, αν αναφέρω ότι θα είναι μία δύσκολη πρόκληση. Ειδικά για όλους εμάς που ενηλικιώθηκαν, την περίοδο που η Ελληνική κοινωνία πήρε και επίσημα την κατιούσα, αποδείχθηκε ότι πολλά από αυτά τα όνειρα ήταν απόλυτα απατηλά.

Αλλά ας μην γελιόμαστε δεν χρειαζόταν αυτή η κλωτσιά που φάγαμε στον πισινό μας, για να εγκαταλείψουμε τα όνειρα μας. Είναι, παγκοσμίως, τέτοιες οι κοινωνίες, που εμείς οι άνθρωποι έχουμε χτίσει, που πολύ σύντομα μετά την ενηλικίωση μας, προτεραιότητα παίρνει η καθημερινότητα μας, οι λογαριασμοί, η δουλειά που δεν ονειρευτήκαμε να κάνουμε, για χάρη της επιβίωσης μας, οι σχέσεις που αναγκαζόμαστε να βιώνουμε για να μπορέσουμε να ακολουθήσαμε τα αυστηρότατα κοινωνικά πρότυπα κ.τ.λ.

Ειδικά στην ηλικία που βρίσκομαι εγώ, λίγο πριν τα πρώτα –άντα, είναι πάρα πολύ συνηθισμένη στις συζητήσεις μας, η  απορία για το που πήγαν τα όνειρα μας και αν μπορούμε ακόμα να τα ξαναβρούμε. Κάποιες φορές κιόλας βλέπω, πολλούς από εμάς, να παραδέχονται ότι οι ίδιοι εθελοντικά εγκαταλείψαν κάποια όνειρα τους, καθώς στην πορεία αντιληφθήκανε ότι ίσως τελικά να μην τους ταιριάζανε. Προσωπικά οφείλω να παραδεχτώ ότι ανήκω σε αυτή την κατηγορία.

Όλα τα παραπάνω δεν είναι απαραίτητα αρνητικά. Διότι στην πρώτη περίπτωση οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι δεν ζούμε σε έναν παραμυθένιο κόσμο με λιβάδια και λουλούδια, έτσι δεν είναι απίθανο να διαγράψουμε κάποια όνειρα, τα οποία εκ των συνθηκών δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν. Και στη δεύτερη περίπτωση, γνωρίζουμε όλοι ότι πολλές φορές οι άνθρωποι αλλάζουν και έτσι αλλάζουν και οι επιθυμίες μας καθώς και αυτά που μας ευχαριστούνε. Εδώ δεν διστάζουμε να προδώσουμε ανθρώπους όταν δεν μας καυλώνουν πλέον, στα όνειρα μας θα κολώσουμε;

Το χειρότερο όμως είναι όταν παύει να υπάρχει αυτό που αναφέρθηκε στην αρχή αυτού του κειμένου. Η αίσθηση της ύπαρξης ενός ονείρου. Αυτή η ρουφιάνα η ενέργεια που έχουμε μέσα μας, που δίνει φωτιά στην καρδιά μας, κατά τη διάρκεια της ημέρας και της νύχτας, αυτή η φλόγα, που μόνο η ύπαρξη ενός ονείρου, μπορεί να μας τη μεταδώσει. Πραγματικά αν κάτι με τρομάζει για το μέλλον μου, είναι να ξυπνήσω ένα πρωί και να μην έχω όνειρο ή όνειρα. Διότι τότε αυτόματα, θα νιώσω ένα κενό, θα νιώσω ότι η ζωή είναι απλά μία επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα. Δηλαδή μία απάτη. Διότι ακόμα και αν η έννοια του χρόνου είναι μία πλάνη, ο θάνατος που πλησιάζει μέρα με τη μέρα δεν είναι σίγουρα. Άρα δεν μπορεί εκ φύσεως, η μέρα να είναι επαναλαμβανόμενη.

Και πόσο άσχημο είναι αυτές οι μέρες να περνάνε χωρίς την ενέργεια που μας δίνουν ελάχιστα πράγματα στη ζωή, ίσως μόνο δύο, ο έρωτας και τα όνειρα. Διότι και ο έρωτας είναι ένα όνειρο. Και αν, δυστυχώς, δεν μπορούμε να είμαστε ερωτευμένοι συνέχεια, τουλάχιστον ας έχουμε συνέχεια, ένα όνειρο μέσα μας, έστω και με την ψευδαίσθηση ότι το υπηρετούμε. Διότι έστω και αυτή είναι αρκετή για να υπάρχει έστω αυτή η μικρή φλόγα. Και το όνειρο είναι αυτό που της δίνει οξυγόνο. Δηλαδή ζωή.


Παρασκευή 17 Νοεμβρίου 2017

Στην Ανατολή - Ένας δίσκος για το πολυτεχνείο


Μία φράση που συνηθίζεται κατά την διάρκεια μιας κουβέντας με τη συνοδεία κόκκινου ημίγλυκου κρασιού σε κάποιο από τα new age κουτούκια (και σε ορθάδικο ακόμα αν κάτσει, και είναι κάποιος λιιιίγο βλαμμένος όπως αυτός που γράφει το παρόν κείμενο...) είναι ότι σε ιστορικές περιόδους τις οποίες μια κοινωνία στο σύνολο της περνάει δύσκολες καταστάσεις, τότε είναι που εκτοξεύεται σε υψηλά επίπεδα η ποιότητα της τέχνης, που η ίδια παράγει.

Και για να μην ξεφεύγω πολύ ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα το βρίσκουμε στον ελληνικό πολιτισμό των δεκαετιών 50, 60 και 70. Ειδικά η επταετία της χούντας πρόσφερε έμπνευση για κλασσικά έργα, και σύγχρονα της(συνήθως απαγορευμένα) αλλά και λίγο μεταγενέστερα. Ειδικά στον χώρο της μουσικής γράφτηκαν υπέροχα τραγούδια είτε από τον Μάνο Λοϊζο, τον Σταύρο Κουγιουμτζή, τον Άκη Πάνου και  άλλους. Και φυσικά όλοι έχουμε ακούσει κάποια στιγμή τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη τα οποία μπορεί να μην είχαν γραφτεί απαραίτητα εκείνη την περίοδο, αλλά ακουγόντουσαν πολύ.

Αλλά υπάρχουν και κάποια τραγούδια, κάποιοι δίσκοι, εκείνης της περιόδου, οι οποίοι έχουν ξεχαστεί από το ευρύ κοινό. Από τις λίγες φορές που ο χρόνος (και όχι μόνο αυτός) συμπεριφέρεται άδικα απέναντι σε ένα μουσικό έργο.

Ένα τέτοιο μουσικό έργο είναι ο δίσκος «Στην Ανατολή» ο οποίος ηχογραφήθηκε το 1973 στον Καναδά και εκδόθηκε στην Ελλάδα το Νοέμβριο του 1974. Συντελεστές στο δίσκο; Μίκης Θεοδωράκης στην μουσική, στους στίχους ο Μίκης Θεοδωράκης και  ο Μιχάλης Κακογιάννης (σκηνοθέτης του «Ζορμπά» μεταξύ άλλων,  ελπίζω να θεωρηθεί πλεονασμός το περιεχόμενο της παρούσας παρένθεσης...) και στην ερμηνεία ο Στέλιος Καζαντζίδης. Δεύτερα φωνητικά κάνει η Χαρούλα Αλεξίου. Όσοι αντιλαμβάνονται  το καλλιτεχνικό μέγεθος των παραπάνω ονομάτων, και το τι σημαίνει να συνυπάρχουν στην ίδια παράγραφο,  παρακαλούνται να κλείσουν τα στόματα τους...

Ο δίσκος από την εισαγωγή ακόμα («Τα Πατροπαράδοτα»  με τα ιδιαίτερα φωνητικά του Μίκη Θεοδωράκη) δείχνει μία από τις προθέσεις του. Αυτή είναι το πάντρεμα της ελληνικής λαϊκής παράδοσης με το αίσθημα ελευθερίας που καταπνιγόταν την περίοδο της δικτατορίας. Κάτι που είναι λογικό αν αναλογιστούμε  τους βασικούς συντελεστές του δίσκου. Ο Μιχάλης Κακογιάννης  ο οποίος δραστηριοποιούταν ήδη πολλά χρόνια στην Αμερική και προφανώς ένοιωθε ένα έντονο συναίσθημα νοσταλγίας για την χώρα καταγωγής του, ο Θεοδωράκης και ο Καζαντζίδης με τα γνωστά(τουλάχιστον δηλωμένα...) κομμουνιστικά-πατριωτικά τους αισθήματα. 

Αυτό το αντιλαμβάνεται ο ακροατής  αρχικά από τις συνθέσεις του δίσκου οι οποίες είναι έντονα επηρεασμένες από την λαϊκη μουσική της εποχής, οπού στα ρυθμικά μονοπωλεί το μέτρο 9/8, και στα
lead σημεία παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο το μπουζούκι , το κατ’εξοχήν ελληνικό εγχορδο. Φυσικά όμως η γενικότερη φιλοσοφία του δίσκου δεν περιορίζεται στην καθ’αυτή μουσική αλλά επεκτείνεται και στον τομέα των στίχων. Τομέας καθόλου αμελητέος στην δημιουργία των τραγουδιών εκείνης της γενιάς. Καθ’όλη την διάρκεια του δίσκου συναντάμε στροφές που συνδυάζουν τα προαναφερόμενα συναισθήματα της ανάγκης για ελευθερία αλλά και της θύμισης της λαϊκής παράδοσης. Κάποια μικρά παραδείγματα είναι τα εξής:
  • «Στην ανατολή μελαχρινό παιδί δεν μπορεί να κλάψει και όλο τραγουδεί» Αναφέρεται προφανώς σε κάποια κοινά βιολογικά χαρακτηριστικά του ελληνικού πληθυσμού και στο οτι μέσω των τραγουδιών εκφράζει την αντίθεση του στις τότε(και όχι μόνο) υπάρχουσες συνθήκες
  • «θυμάσαι τότε που πετούσες με πλατιά φτερά τωρα την καρδιά σου ο καθένας την κλωτσοβολά» αναμνήσεις από περιόδους ελευθερίας του λόγου. Αν και κατά την γνώμη του γράφοντα ποτέ δεν υπήρξαν απόλυτα αυτές.
  • «Μου ‘βαλες μαχαίρι μέσα στην καρδιά μα η δικιά μου αγάπη πάντα σε ζητά» Πατρίδα είναι εκεί που μίσησα...Και αγάπησα…
  • «Βάρα πενιά να τιναχτούν τα λόγια από τα στήθια να γίνουν τα σημερινά τραγούδια παραμύθια.» Το αίσθημα της ελευθερίας που πηγάζει μέσα από την καρδιά μας, και αν βγει προς τα έξω θα γίνει ένα μελλοντικό παραμύθι
  •  «τον άλλον τον συλλάβανε γιατί ήταν γιος του Αντώνη» αναφέρεται στην συνήθεια προ  και επί Χούντας να στιγματίζεται επίσημα κάποιος επειδή οι πρόγονοι είχαν πάρε-δώσε με κομμουνιστές
  • «και αν δεν το βρω(κοσμο=κοινωνία) δεν νοιάζομαι, καινούριο έγω θα φτιάξω» αναφέρεται στην εσωτερική ανάγκη κάθε νεαρού ανθρώπου για έναν καινούριο, καλύτερο κόσμο
  • «φωτιές, φωτιές, γιατί ξέρεις να μιλάς,» ευκόλως εννοούμενο...
  • «μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια... και στα χείλη τους λουλούδια» αναφέρεται στην αγνότητα των προθέσεων των (συντριπτικά περισσότερων) παιδιών στο πολυτεχνείο
  •  «Δεν κιότεψα, δεν λύγισα και την ζωή αψήφησα» υπάρχει καλύτερη περιγραφή για την έννοια της αυτοθυσίας; Για τα παιδιά του πολυτεχνείου και πάλι...

Επίτηδες δεν ανέφερα ούτε έναν στίχο από το δεύτερο τραγούδι του δίσκου. «τα παραθύρια ορθάνοιχτα». Τι να πρωτοσχολιάσω; Την (θα τολμήσω να πω) οπερατική ερμηνεία του Καζαντζίδη , που κάνει τον θρύλο σχετικά με την αντίδραση του Φρανκ Σινάτρα όταν τον άκουσε να φαντάζει τόσο αληθινός;  Την σύνθεση του Θεοδωράκη η  οποία μέσω της απλότητας της προκαλεί δέος σε κάθε ακομπλεξάριστο, αμερόληπτο και φιλόμουσο(τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο) ακροατή;  Ή τέλος τους στίχους του Κακογιάννη οι οποίοι σε ένα μικρό ποίημα περιέχουν την ιστορία, την παράδοσή και το ταμπεραμέντο των ανθρώπων που ζουν στην γεωγραφική περιοχή που περιβάλλει το Αιγαίο πέλαγος;

Ο συγκεκριμένος δίσκος είναι αφιερωμένος στους φοιτητές του πολυτεχνείου.
Θα κλείσω με την μαρτυρία του Θεοδωράκη ότι μετά την μεταπολίτευση άνθρωποι της δισκογραφικής που έβγαλε αυτόν το δίσκο μαζεύαν οι ίδιοι τα αντίτυπα του από τα δισκοπωλεία, και έτσι τα συγκεκριμένα τραγούδια θάφτηκαν...Τα συμπεράσματα δικά σας...

*Οι στίχοι των τραγουδιών "Και δεν μίλησε κανείς" και "Ένα καράβι όνειρα" έχουν γραφτεί από τον Γιάννη Καλαμίτση και Κώστα Στυλιάτη αντίστοιχα.

1η Δημοσίευση: Balaoritou Street



Σάββατο 11 Νοεμβρίου 2017

Μαθαίνουμε να είμαστε μόνοι...


Και ναι επιτέλους βρισκόταν εκεί. Εκεί που ονειρεύτηκε να ταξιδέψει από μικρό παιδί. Στη Σκωτία. Έχοντας περάσει ολόκληρη την προηγούμενη μέρα, εξερευνώντας το Εδιμβούργο, το μεγαλοπρεπές κάστρο του, τα σκοτεινά σοκάκια του και τις μυστηριώδεις υπόγειες στοές του αποφάσισε ότι σήμερα θα ήθελε κάτι να τον ηρεμίσει. Να τον γαληνέψει.

Στην τελική έκανε διακοπές. Και διακοπές εκτός από εξερεύνηση και ανακαλύψεις σημαίνει και γαλήνη. Τη χρειαζόταν. Μπορεί να απολαμβάνει την καθημερινότητα του γενικότερα, αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν είναι πολύ απαιτητική. Χρειαζόταν να ξεφύγει. Και κάπως έτσι τώρα βρίσκεται σε ένα πέτρινο καφέ-ζαχαροπλαστείο με θέα τη Λοχ(λίμνη) Λόμοντ.

Αφήνοντας πρώτα το απαραίτητο φιλοδώρημα στη χαριτωμένη Σκωτσέζα σερβιτόρα, αρχίζει και περπατάει κατά μήκος της περιφέρειας της λίμνης. Η διαδρομή του, αποτελείται από στενά μονοπάτια με έντονη βλάστηση, η οποία αν και δυσκολεύει τις κινήσεις του, προσφέρει μία μοναδική πανδαισία χρώματων, με κυρίαρχες τις αποχρώσεις του πράσινου και του γαλάζιου.

Κάθε τόσο βρίσκει ευκαιρία να σταματήσει για λίγο να βγάλει φωτογραφίες. Έπειτα να απολαύσει το ηλιόλουστο τοπίο της λίμνης, να κλείσει τα μάτια του και να εισπνεύσει καθαρό, δροσερό, βόρειο αέρα. Βρίσκει ένα κολπίσκο και αράζει σε ένα βράχο οποίος βρέχεται στο κάτω μέρος του από το γλυκό νερό της λίμνης και το πάνω σκεπάζεται από τη σκιά ενός ψηλού δέντρου. Ασυναίσθητα στο μυαλό του έρχεται εκείνη η θεωρία που λέει, ότι ο εγκέφαλος, όταν αντιλαμβάνεται ότι έρχεται ο θάνατος, δημιουργεί μια ειδυλλιακή ψευδαίσθηση, έτσι ώστε ο οργανισμός να καλωσορίσει το τέλος. Σκέφτεται ότι όταν έρθει η δική του ώρα ένα τέτοιο τοπίο, μία τέτοια αίσθηση θα τον εισάγει στο τέλος του.

Φυσικά δεν θα μπορούσε να λείπει από μία τέτοια εμπειρία η μουσική. Παραδόξως όμως δεν ακούγεται στο μυαλό του, κάποια κέλτικη μελωδία παιγμένη από κάποια γκάιντα. Κάθε άλλο, αναγνωρίζει στις νότες το διάσημο φινάλε, από τη Λίμνη των Κύκνων του Τσαϊκόφσκι. Διαπιστώνει ότι η μουσική είναι πραγματική. Σηκώνεται από το βράχο, προσπερνάει κάτι ρίζες ενός δέντρου και σύντομα βρίσκει ακόμα έναν κολπίσκο. Μόνο που είναι «κατειλλημένος». Μία κοπέλα, μικροκαμωμένη, μελαχρινή έχει κάτσει ήδη εκεί και παίζει βιολί. Δεν την ενοχλεί απλά κάθεται σε έναν πεσμένο κορμό δέντρου λίγά μέτρα μακρυά της. Η ώρα περνάει, και αυτός απολαμβάνει την ίδια εμπειρία, που απολάμβανε και πριν τον διακόψει η περιέργεια του. Ξαφνικά η μουσική σταματάει.

-Πόση ώρα είσαι εδώ;
-Δεν ξέρω. Όχι πολύ μάλλον, της απαντάει.
-Και τι κάνεις;
-Αυτή είναι μία από τις λίγες στιγμές που δεν θέλω και δεν κάνω τίποτα.
-Είναι το κατάλληλο μέρος για κάτι τέτοιο.
-Εσύ; Τι κάνεις;
-Μαθαίνω να είμαι μόνη.
-Γιατί;
-Γιατί δεν πάει άλλο.
-Το ξέρω αυτό το συναίσθημα.
-Και τι έκανες;
-Έμαθα να αγαπώ χωρίς να έχω ανάγκη κανένα. Δεν είχα άλλη επιλογή.

Και από εκεί και πέρα η κουβέντα συνεχίστηκε. Κάποιες φορές σταματούσαν, για να δουν κάποια πάπια που πλησίαζε με το αστείο «κουάκ» της.  

-Είσαι τυχερός άνθρωπος, του λέει.
-Τώρα ναι  είμαι, παλιότερα όχι…Έτσι είναι η ζωή, μία πάνω, μία κάτω...Έχω μάθει να μην πανικοβάλλομαι όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά και να μην γίνομαι αλαζόνας όταν όλα είναι ωραία. Απλά τα απολαμβάνω. Όπως τώρα...

Κάθονται μαζί, σχεδόν αγκαλιασμένοι, σε εκείνον τον κορμό. Είναι ώρα να αποχαιρετιστούν. Την αποχαιρετά, απαγγέλοντας της ένα ποίημα του Τσαρλς Μπουκοβσκι, που ξέρει καλά...

«Αν θέλεις να προσπαθήσεις, κάν' το ως το τέλος....Αλλιώς μην αρχίσεις καν. Αν θέλεις να προσπαθήσεις, κάν' το ως το τέλος... Αυτό ίσως σημαίνει απώλεια, φιλενάδων, συζύγων...συγγενών, εργασιών και ίσως του ίδιου σου του μυαλού. Κάν' το ως το τέλος. Ίσως σημαίνει να μην τρως τρεις-τέσσερεις μέρες. Ίσως σημαίνει να παγώνεις στο παγκάκι του πάρκου. Ίσως σημαίνει φυλακή, ίσως σημαίνει κοροϊδία, χλευασμό, απομόνωση. Η απομόνωση είναι ένα δώρο, τα άλλα είναι δοκιμή της αντοχής σου...και του πόσο θέλεις να το κάνεις. Και θα το κάνεις, παρόλη την απόρριψη και τις λίγες πιθανότητες και θα είναι καλύτερο από  οτιδήποτε άλλο μπορείς να φανταστείς. Αν θέλεις να προσπαθήσεις, δώσ'τα όλα.Δεν υπάρχει άλλο συναίσθημα σαν αυτό. Θα είσαι μόνη με τους Θεούς και οι νύχτες θα καίνε με φωτιά. Κάν' το. Κάν' το. Κάν' το. Κάν' το. Ως το τέλος. Ως το τέλος. Θα οδηγήσεις τη ζωή, απευθείας στην τέλεια ευτυχία. Είναι ο μόνος τίμιος αγώνας που υπάρχει.»*

*ελεύθερη μετάφραση


Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2017

Είναι το V for Vendetta, η ταινία της γενιάς μας;


Κάθε γενιά, ειδικότερα από το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα και έπειτα έχει κάποια έργα τέχνης που την χαρακτηρίζουν. Που τη σημαδεύουν. Και ο κινηματογράφος δεν θα μπορούσε να μην προσφέρει και αυτός από την πλευρά του, τις ταινίες που χαρακτηρίζουν εποχές ολόκληρες. Θα αναφέρω ενδεικτικά κάποιες ταινίες, που όποτε τις ακούμε, έρχονται αυτόματα στο μυαλό μας οι αντίστοιχες δεκαετίες. Αυτό εννοείται ότι δεν σημαίνει ότι τα συγκεκριμένα φιλμ έχουν την αποκλειστικότητα. Απλά παραδείγματα είναι. Τα 50s είχαν το «Επαναστάτης χωρίς αιτία», τα 60s είχαν τον «Πρωτάρη», τα 70s είχαν το «Νονό», τα 80s το «Scarface» και τα 90s το «Fight Club».

Και τι γίνεται με τα 00s; Ποια ταινία πρέπει να διαλέξουμε, εμείς οι σημερινοί τριαντάρηδες, για τη δεκαετία μέσα στην οποία μεγαλώσαμε, τη δεκαετία που ενηλικιωθήκαμε; Ποια είναι η ταινία που στο άκουσμα του τίτλου της σκεφτόμαστε την προηγούμενη δεκαετία, στην οποία καλλιεργήσαμε ένα σημαντικό μέρος της προσωπικότητας μας;

Η απάντηση που έρχεται, στο δικό μου μυαλό τουλάχιστον, είναι εύκολη και γρήγορη. V for Vendetta. Το αριστούργημα του James McTeigue, με τη Natalie Portman και τον Hugo Weaving, μία ταινία η οποία μας μεταφέρει σε ένα δυστοπικό μέλλον, στο οποίο έννοιες όπως η ανθρωπιά, η δικαιοσύνη και η ελευθερία είναι είδη προς εξαφάνιση. Δεν φαντάζομαι να χρειάζεται να κάνω κανένα Spoiler Alert, μια και πιστεύω ότι ο καθένας που διαβάζει αυτό το κείμενο, έχει ήδη δει την ταινία και την έχει εκτιμήσει.

Γιατί όμως γίνεται τόσο άμεσα αυτή η σύνδεση στο μυαλό μου; Δεν θα σας κρύψω ότι θεωρώ ότι μπορεί να βρισκόμαστε, στη μεταβατική φάση δύο εποχών. Δύο ιστορικών περιόδων. Ειδικά στην Ελλάδα έχουμε αφήσει την εποχή των λουλουδιών(από αυτά που αγοράζαμε στα μπουζούκια) και πλέον είτε έχουμε μπει ήδη σε μία νέα εποχή, είτε περπατάμε στο μονοπάτι προς αυτή. Η αμφιβολία και ο σκεπτικισμός για το τι τελικά από τα δύο συμβαίνει κρύβεται ίσως στην υποβόσκουσα αίσθηση  που κάθε άνθρωπος έχει μέσα του, ότι δηλαδή δεν γίνεται αυτή η παρακμή και η μιζέρια να κρατήσει για πάντα. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μετά θα έρθει κάτι απαραίτητα καλύτερο...

Ουσιαστικά το περιβάλλον του V for Vendetta είναι η εικόνα του άσχημου σεναρίου που μπορεί να βιώσουμε ως αποτέλεσμα των καταστάσεων που ζούμε τώρα(ακόμα και η αναφορά για τον πόλεμο στη Συρία σε κάποιο στιγμιότυπο του φιλμ, μοιάζει κάπως προφητική μια και όταν γράφτηκε το κόμικ ή το σενάριο της ταινίας, ο πόλεμος εκεί ακόμα δεν είχε ξεκινήσει). Η στέρηση της ελπίδας, της αξιοπρέπειας, της δυνατότητας για μία όμορφη ζωή, η φτώχεια και ο εμπαιγμός που ζούμε από όλες τις κυβερνήσεις που έχουμε δει από τη στιγμή που ενηλικιωθήκαμε, δεν θα είναι ιστορικά πρωτότυπο να οδηγήσουν σε μία εποχή λογοκρισίας, ποινικοποίησης της διαφορετικότητας, αυταρχισμού ως λύση στην έλλειψη ασφάλειας και μιας φασιστοποίησης του κράτους και της κοινωνίας. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι το παράδειγμα της Χρυσής Αυγής δυστυχώς είναι ακόμα παρόν και όχι παρελθόν. Και φυσικά μην ξεχνάμε ότι αντίστοιχα φαινόμενα, ανόδου μισανθρωπικών θεωριών συναντώνται και στην Ευρώπη ακόμα και αν εκεί ίσως να μην είναι ακόμα τόσο έντονα μια και η φτώχεια δεν έχει κάνει προς το παρόν την εμφάνιση της, όχι όσο στην Ελλάδα τουλάχιστον.

Και εδώ είναι το σημείο που οι ιδεολογικές αφετηρίες του V, του κεντρικού ήρωα της ταινίας, φαντάζουν τόσο επίκαιρες. Ο αγώνας του για την κατάργηση του συγκεκριμένου καθεστώτος, είναι αυτός που δίνει τις κατευθύνσεις για τις οποίες πρέπει να αγωνιστούμε και εμείς, σαν γενιά, έτσι ώστε αρχικά να αποφύγουμε αυτό το δυσοίωνο μέλλον και ίσως και να δημιουργήσουμε κάτι καλύτερο από το παρόν που βιώνουμε. Αρκεί καθημερινά να παλεύουμε ώστε έννοιες όπως η ελευθερία του λόγου και όχι μόνο, ο σεβασμός στη διαφορετικότητα, ο ανθρωπισμός και η αλληλεγγύη, όχι μόνο να μην εκλείψουν αλλά να αποτελέσουν θεμέλια για τις επόμενες γενιές. Να μπορέσουμε να συνδράμουμε έτσι ώστε η ανθρωπότητα να είναι λίγο πιο όμορφη. Ο καθένας ξεχωριστά όπως ο V στη διάρκεια της ταινίας και στο «τέλος» όλοι μάζι όπως στο φαντασμαγορικό κλείσιμο.

Με αυτή την εκπληκτική αλληγορία οι αδερφές Wachovski αποφάσισαν να γράψουν τον επίλογο σε αυτό το έργο τέχνης. Διότι στην τελική ο αγώνας για έναν καλύτερο κόσμο, ξεκινάει πρώτα από μέσα μας.



Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2017

Μήπως ήρθε η ώρα να ζήσεις;


Είναι αντικειμενικό ότι ζούμε σε μία δύσκολη εποχή. Όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά για τον κόσμο ολόκληρο. Η Ευρώπη έχει παύσει εδώ και καιρό να είναι η Γη της επαγγελίας, όχι μόνο για αυτούς που σκοπεύουν να εγκατασταθούν εκεί αλλά ακόμα και για τους κατοίκους της. Οι ρεαλιστικές προβλέψεις  είναι κατά συντριπτική πλειοψηφία δυσοίωνες. Όποια διέξοδος και αν ακούγεται κατά καιρούς,ακολουθείται άμεσα από έναν ισχυρό αντίλογο.

Και μέσα σε αυτό το αρνητικό κλίμα βρίσκεσαι εσύ. Κάπου ανάμεσα στα 25-35, έχοντας ολοκληρώσει ήδη ένα σημαντικό μέρος της προβλεπόμενης ζωής σου. Βλέπεις τα όνειρα που έκανες από μικρό παιδί να διαψεύδονται ένα-ένα. Είσαι στη βιολογική σου ακμή, έχοντας ήδη κάνει μεγάλα βήματα στην καλλιέργεια σου σαν προσωπικότητα και όμως νιώθεις όλες τις δυνάμεις του σύμπαντος να επιδρούν πάνω σου και να σε κρατάνε αδρανή. Αδράνεια. Αυτή είναι η λέξη που συνοψίζει όλη την κατάσταση που έχει έρθει η ζωή σου. Νιώθεις όλη την ενέργεια, όλη την καύλα για ζωή, να είναι εγκλωβισμένη.

Δεν ξέρω αν το έχεις καταλάβει αλλά έχεις φτάσει στο σημείο καμπής. Ίσως να ακούς και εσύ την φωνή που σου λέει, ότι τώρα είναι η στιγμή που ή θα δώσεις μια κλωτσιά στην ζωή σου και θα πάρει μπρος ή θα καταδικαστείς να παραμείνεις αδρανής και έρμαιο των εξωτερικών συνθηκών που οι άλλοι έχουν δημιουργήσει. Αν σκοπεύεις να γίνεις συνένοχος σε αυτό, αν κατά βάθος έχεις βολευτεί με το να το παίζεις drama queen και να παραπονιέσαι για το κακό timing της γέννησης σου, τότε απλά κλείσε αυτό το κείμενο και συνέχισε τη ρουτίνα σου.

Αν όμως δεν αντέχεις άλλο, αν έχεις καταλάβει ότι το αλκοόλ, τα ναρκωτικά, τα like και οι ψυχολόγοι δεν είναι η λύση, τότε είναι καλό να αρχίσεις να συνειδητοποιείς κάποια πράγματα. Το πρώτο, το σημαντικότερο και το πιο καθοριστικό είναι να συνειδητοποιήσεις την μοναδικότητα και τη μοναχικότητα της έννοιας ζωή. Όσο και να υπάρχουν άνθρωποι που σε αγαπάνε και αγαπάς, είτε είναι ο/η σύντροφος σου, είτε είναι οι φίλοι σου, είτε είναι οι γονείς σου, πρέπει να καταλάβεις ότι η ζωή σου είσαι εσύ. Εσύ αποφασίζεις το πως θα τη ζήσεις. Όταν η οποιαδήποτε είδους αγάπη καταλήγει να είναι περισσότερο βαρίδιο παρά κίνητρο, το καλύτερο που έχεις να κάνεις και για σένα αλλά και για αυτή είναι να τη κρατήσεις μέσα στην καρδιά σου αλλά από εκεί και πέρα να προχωρήσεις παραπέρα. Στην τελική δεν της αξίζει σε λίγα χρόνια να τη θυμάσαι αυτή την αγάπη για αυτά που σου στέρησε και όχι για αυτά που σου πρόσφερε.

Αν αυτά που έχεις κατακτήσει μέχρι τώρα δεν σου αρκούν και δεν βλέπεις προοπτικές για κάτι περισσότερο, τότε θα πρέπει να προετοιμαστείς να τα χάσεις. Γιατί μόνο έτσι θα μπορέσεις να διεκδικήσεις περισσότερα. Ναι ξέρω κανένας δεν σου υπογράφει ότι δεν θα πας για τα πολλά και δεν θα χάσεις και τα λίγα. Σιγά μην ήταν τόσο εύκολο. Αλλά γιατί φοβάσαι; Ή μαλλον οκ καταλαβαίνω το να φοβάσαι, αλλά γιατί επιτρέπεις αυτό τον φόβο να σε καθηλώσει; Θα είναι η πρώτη αποτυχία στη ζωή σου; Σε αυτή την ηλικία θα είναι ανησυχητικά αφύσικο η απάντηση να είναι θετική.  Σκέψου τώρα τι έπαθες από τις προηγούμενες αποτυχίες σου. Τίποτα μάλλον. Αντίθετα έγινες πιο έμπειρος στη ζωή, κάτι το οποίο σίγουρα σε έχει κάνει αν όχι πιο όμορφο, τότε πιο δυνατό άνθρωπο.

Ναι είσαι πιο δυνατός από ότι νομίζεις. Είσαι νέος και υγιής. Πίστεψε με δεν υπάρχει μεγαλύτερη δύναμη από αυτό. Έχεις χαρίσματα. Είτε εκ γενετής είτε τα ανέπτυξες με κόπο και προσπάθεια κατά τη διάρκεια της μέχρι τώρα ζωής σου. Έχεις και ελαττώματα. Και αυτά ακόμα μπορείς να τα εκμεταλλευτείς προς όφελος  σου.  Ψυχοσωματικά είσαι έτοιμος να κατακτήσεις τον κόσμο. Μην περιμένεις άλλους να στο πούνε και αν στο πούνε καλοδεχούμενο αλλά μέχρι εκεί. Εσύ πρέπει να πιστέψεις στον εαυτό σου. Το χρωστάς σε σένα. Ασχέτος τελικού αποτελέσματος, εσύ θα έχεις προσπαθήσει. Θα έχεις δώσει όλο σου το είναι για να πετύχεις τα όνειρα σου. Και αυτό θα είναι το πλέον καθοριστικό στοιχείο για την μελλοντική ψυχική σου υγεία. Κάπως έτσι θα τα έχεις καλά με τον εαυτό σου. Που είναι και το σημαντικότερο. Γιατί στην πραγματικότητα, μόνο αυτόν έχεις...


Τρίτη 24 Οκτωβρίου 2017

Το τέλος ενός βλάκα


Κάποτε υπήρχε ένας βλάκας. Όχι σαν τους βλάκες που νομίζετε. Λίγο διαφορετικός. Αλλά στο αποτέλεσμα πάντα βλάκας ήταν. Το ήξερε και το καταλάβαινε, ότι ήταν βλάκας αλλά δεν τον πείραζε. Διότι είχε επιλέξει να ζήσει σαν βλάκας τη ζωή του. Του άρεσε η βλακεία του. Και πίστευε ότι θα την αντέξει.

Μεγαλώνοντας λοιπόν ο βλάκας αντιλαμβανόταν ότι παρά τις δυσκολίες της, του άρεσε η ζωή. Του άρεσε να γνωρίζει κόσμο, να δένεται συναισθηματικά με άλλους ανθρώπους και να προσφέρει σε αυτούς όποτε το είχαν ανάγκη και του το ζητούσαν. Του άρεσε βλέπετε του βλάκα να αγαπάει και κυρίως να το δείχνει και να μην μένει μόνο στα λόγια. Θεωρούσε ο αφελής, ότι δεν υπάρχει πιο ωραίο συναίσθημα στη ζωή.

Αυτό όμως άρχισε να προκαλεί κάποια προβλήματα. Τα πρώτα προβλήματα άρχισαν να παρατηρούνται όταν κάποιοι στόχοι και επιθυμίες του βλάκα ερχόντουσαν σε αντίθεση με τις επιθυμίες των ανθρώπων που αγαπούσε. Ο βλάκας πιστεύοντας ότι η αγάπη περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και κάποιες απαραίτητες θυσίες, το δεχόταν σχεδόν αδιαμαρτύρητα το γεγονός ότι σχεδόν πάντα οι επιθυμίες των άλλων επικρατούσαν των δικών του.

Ένα άλλο πρόβλημα που συναντούσε συχνά ο βλάκας, ήταν ότι όταν, σπάνια, είχε την ανάγκη για υποστήριξη από κάποια από τα άτομα που νόμιζε ότι τον αγαπούσαν, τότε στην καλύτερη εισέπραττε αδιαφορία και στην χειρότερη σκληρή κριτική. Επίσης ο βλάκας ένιωθε ότι στεναχωρούσε τους ανθρώπους που αγαπούσε, έτσι αποφάσισε να μην μοιράζεται τα προβλήματα του και προσπαθούσε να τα λύσει μόνος του. Ή και αν τα μοιραζόταν, το έκανε με πολύ δόση χιούμορ και σαρκασμού έτσι ώστε να είναι όσο το δυνατόν ανώδυνο όχι για τον ίδιο αλλά για τους ανθρώπους που ένιωθε δικούς του.

Ο βλάκας όποτε έκανε λάθος ζητούσε συγνώμη. Και προφορικά και πρακτικά. Τι και αν πολλές φορές ήταν αντικειμενικό ότι του οφειλόταν και αυτού μία συγνώμη, ο βλάκας σπάνια την εισέπραττε. Βλέπετε δεν τον ένοιαζαν οι συγνώμες όσο το να αποκατασταθούν με κάθε τρόπο, οι σχέσεις του με τους αγαπημένους ανθρώπους.

Η αλήθεια είναι ότι ο βλάκας δεν γινόταν αποδέκτης αγάπης εύκολα ούτε καν στο μιλητό. Από τη μία έχοντας αποφασίσει να αφιερώσει τη ζωή του σε ουσιαστικά πράγματα και όχι στο να γλείφει, είχε γίνει αντιδημοφιλής, από την άλλη τις όποιες αρετές του δεν ήθελε να τις διαφημίζει, μια και πίστευε ότι έτσι χάναν την αξία τους. Παρ’όλα αυτά επειδή όποτε ο ίδιος εξέφραζε την αγάπη του, την αποδείκνυε μετά και με πράξεις, κατάπινε αμάσητα τα έστω και λίγα «σ’αγαπώ» που άκουγε κατά καιρούς. Δεν απαιτούσε ο βλάκας να επιβεβαιώνονται, αλλά τουλάχιστον ζητούσε να μην διαψεύδονται. Μάταια όμως μια και κάθε φορά στα δύσκολα ο βλάκας έμενε μόνος του. Με εξαίρεση έναν δύο ανθρώπους ίσως.

Τα χρόνια περάσαν και ο βλάκας επέμενε σε αυτή τη φιλοσοφία ζωής παρά το γεγονός ότι πονούσε πολύ κάποιες φορές. Είχε δυναμώσει κιόλας κάπως σαν άνθρωπος και δεν πληγωνόταν πλέον τόσο εύκολα. Έτσι έφτασε ένα σημείο της ζωής του που νόμισε ότι επιτέλους δικαιώνεται. Βλέπετε έγινε αποδέκτης τόσης αγάπης, που μέχρι και ο ίδιος είπε «ε του πούστη δεν γίνεται να μην είναι πραγματική αγάπη». Ήταν όμως μία δύσκολη αγάπη που όπως όλες, απαιτούσε θυσίες. Σε μία κρίσιμη στιγμή ο βλάκας απευθύνθηκε σε ένα άλλο αγαπημένο του πρόσωπο, έτσι ώστε να μπορέσει να υποστηρίξει την προαναφερόμενη αγάπη. Τη συνέχεια τη φαντάζεστε. Ο βλάκας εισέπραξε μία άρνηση, και σαν βλάκας που ήταν δεν είπε τίποτα για να μην στεναχωρέσει αυτό το άλλο πρόσωπο. Η προαναφερόμενη όμως αγάπη σύντομα διαψεύστηκε. Ο βλάκας όμως συνέχισε να δείχνει την αγάπη του. Μάταια. Μετά από λίγο βρέθηκε και κατηγορούμενος. Λίγο πιο ώριμος πια μπορεί να μην δεχόταν τις κατηγορίες αλλά ποτέ δεν παιρνούσε στην αντεπίθεση όπως συνηθίζεται στις διαπροσωπικές σχέσεις της εποχής μας. Ήταν ακόμα προσκολλημένος στην ουσία και όχι στον εγωισμό.

Αλλά όλα αυτά δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Ο βλάκας συνέχισε να κρύβει τα συναισθήματα του για να μην πληγώνει τους αγαπημένους του. Και ο οργανισμός του βλάκα αποφάσισε να πάρει θέση. Το ίδιο το σώμα του άρχισε να του επιτίθεται. Άγρια και σφοδρά. Ο βλάκας κατάλαβε ότι δεν πήγαινε άλλο. Προσπάθησε το πάλεψε να είναι ένας σωστός βλάκας αλλά πλέον δεν γινόταν να συνεχιστεί αυτό. Έτσι ο βλάκας αποφάσισε ότι πρέπει να έρθει η αλλαγή. Ότι πρέπει επιτέλους να ελευθερωθεί από την βλακεία του συναισθηματικά, εγκεφαλικά και πρακτικά. Αλλά η μοίρα δεν θα του την πρόσφερε τόσο εύκολα. Του την πρόσφερε δηλαδή αλλά παρέα με ένα ρίσκο. Ο βλάκας γνώριζε ότι θα έπρεπε να επιλέξει ανάμεσα στα όσα είχε ζήσει μέχρι τώρα και στην αλλαγή η οποία ή θα του πρόσφερε ελευθερία ή θάνατο. Ήταν τέτοια η επιλογή που για την κλονισμένη υγεία του βλάκα ήταν ότι το χειρότερο. Όμως τον βλάκα δεν τον ένοιαζε. Δεν άντεχε άλλο. Οπότε αποφάσισε να διεκδικήσει την αλλαγή μέσω της ριψοκίνδυνης επιλογής.

Ο βλάκας επιβίωσε. Και έφτασε στην αλλαγή που ονειρευόταν. Πλέον ο βλάκας δεν είναι βλάκας. Πλέον είναι ελεύθερος. Δεν τον νοιάζει αν τα όνειρα του και οι στόχοι του πληγώσουν τον οποιοδήποτε. Είναι ελεύθερος από κάθε συναίσθημα και από κάθε δεσμό. Πλέον μόνο ο εαυτός του και τα όνειρα του επηρεάζουν το μυαλό, την καρδιά και τη ζωή του. Και κυρίως δεν τον νοιάζει αν κάποιοι από τους αγαπημένους του ανθρώπους αρχίσουν πλέον να τον βλέπουν σαν τέρας. Ας πρόσεχαν.