Τετάρτη 24 Μαρτίου 2021

Και εγένετο "Ο Φύλακας Δαίμονας Μου"

Το θυμάμαι σαν να ήταν χθες. Ήταν Παρασκευή βράδυ, κάπου ανάμεσα στις 10 και στις 11. Είχα ήδη ξαπλώσει χωρίς να νυστάζω ιδιαίτερα, διότι έπρεπε να ξυπνήσω στις τεσσεράμιση το ερχόμενο πρωί. Για να πάω στη δουλειά. Και ξαφνικά, από το πουθενά, εκεί που είχα κλειστά τα μάτια μου άρχισαν να έρχονται γράμματα. Τα οποία σχημάτιζαν λέξεις. Αυτές με τη σειρά τους σχημάτιζαν φράσεις και αυτές μετά πλοκή.

Ήταν λες και πάνω από το κρεβάτι μου σχηματίζονταν μία ασταμάτηση προβολή εικόνων και αποσπασμάτων, μία διαδικασία που ήμουν ανήμπορος να σταματήσω καθώς συνειδητά προσπαθούσα, μάταια, να κοιμηθώ. Ένα μείγμα πραγματικών και φανταστικών περιστατικών άρχισε να ομογενοποιείται μπροστά μου, αποκαλύπτοντας μου κάποιες κοινές ρίζες, γνώριμες σε μένα. Αυτές οι ρίζες ήταν ο μύθος του Φάουστ και το «Αλίμονο στους νέους», το
Fight Club και το Angel Heart και τέλος ο «Κήπος του Προφήτη», το αριστουργηματικό κόμικ του Gordon Blacksmith. Και αυτές κατέληγαν σε μία μεγαλύτερη. Τη ρίζα των ριζών. Την ατέρμονη μάχη με τον εαυτό μας.

Κάπως έτσι κατέληξα να πάω τελείως άυπνος και καταβεβλημένος στη δουλειά. Παρ’όλα αυτά ένιωθα ένα έντονο αίσθημα ικανοποίησης, διότι πλέον είχε χαραχθεί στο μυαλό μου μία ιστορία η οποία ήταν ξεκάθαρο ότι της άρμοζε κάτι περισσότερο από ένα απλό κειμενάκι στο Ζηλώτη, όπως εκφραζόμουν μέχρι τότε και μέχρι και σήμερα. Αυτή η ιδέα ήταν κομμένη και ραμμένη για να γίνει μυθιστόρημα.

«Μυθιστόρημα». Ένα γέλιο, τέκνο του φόβου, ακούστηκε μέσα στο κεφάλι μου. Αναρωτιόμουν, από που και ως που, ένας μηχανικός, προερχόμενος από οικογένεια βιοπαλαιστών, με ένα κύκλο αποτελούμενο από μηχανικούς και βιοπαλαιστές, ένας τύπος που η μόνη του λογοτεχνική τριβή γινόταν μέσω των
blog, θα έκανε την απόπειρα να γράψει ένα μυθιστόρημα; Οι δισταγμοί μου κάμφθηκαν από την ίδια την απαίτηση της ιδέας που εγκυμονούσε στο μυαλό μου, να γεννηθεί. Αποφάσισα να στηθώ απέναντι σε μία οθόνη και να αρχίσω να γράφω ότι και όπως μου κατέβει.

Με χαλαρούς ρυθμούς και με τη συντροφιά ελληνόφωνου ποιητικού χιπ-χοπ για να μου δίνει ροή(και κάπου εδώ να ευχαριστήσω δημόσια τον Ανδρέα από τους
Jolly Roger που μου επέτρεψε να συμπεριλάβω στίχους του), μέσα σε ένα χρόνο χοντρικά, η πρόχειρη εκδοχή του «Ο Φύλακας Δαίμονας Μου» είχε ολοκληρωθεί. Παρ’όλα αυτά οι δισταγμοί που προέρχονταν από το ανύπαρκτο λογοτεχνικό μου υπόβαθρο παρέμεναν και κάπου εδώ είχα την τύχη να γνωρίσω έναν Έλληνα συγγραφέα στο Αϊντχόφεν(ποιος να το ‘λεγε!) που είχε ήδη εκδόσει ένα βιβλίο και μία ποιητική συλλογή, τον Στράτο Ποντή(τσεκάρετε τον «Σκοτεινό Παράδεισο», είναι υπέροχο μυθιστόρημα), και να αρχίσει με την εμπειρία του να μου δίνει συμβουλές για τη συνέχεια.

Μία από αυτές ήταν ότι θα έπρεπε να το δώσω για επιμέλεια περιεχομένου. Ήρθα σε επαφή με μία επιμελήτρια, της παρέδωσα το έγγραφο και μετά από πραγματικά πολύ καιρό -είχε ήδη αρχίσει η πανδημία- μου το επέστρεψε με τις παρατηρήσεις της. Από αυτές κάποιες με βοήθησαν πολύ για να δομήσω καλύτερα το κείμενο, αλλά κάποιες άλλες ήταν από άστοχες μέχρι και ύποπτες ότι στην πραγματικότητα αποτελούσαν δολώματα για το εργαστήρι δημιουργικής γραφής που η ίδια έτρεχε. Αποφάσισα να εκμεταλλευτώ τις χρήσιμες ενστάσεις της και να αγνοήσω τις ανεδαφικές, που δεν ήταν και λίγες.

Και ύστερα από την όποια αναπροσαρμογή κειμένου, ήρθε η ώρα της αναζήτησης του οίκου που θα αναλάμβανε την έκδοση του. Εδώ με τη βοήθεια ενός άλλου συγγραφέα, του Γιώργου Φραγκάκη(τσεκάρετε το «Φ» είναι ένα συγκλονιστικό ψυχογράφημα) τα πράγματα ήταν πιο απλά, μια και πληροφορήθηκα εγκαίρως ώστε να μην χάνεται χρόνος, ποιοι εκδοτικοί οίκοι δεν υπάρχει περίπτωση να ασχοληθούν με έναν επίδοξο συγγραφέα που δεν τον ξέρει ούτε η μανούλα του. Αυτό βοήθησε στο να περιορίσω τις επιλογές μου, να επικοινωνήσω με αυτές και τελικά να προκύψουν κάποιες προτάσεις. Όντας αρκετά άγουρος στο πως λειτουργεί η εκδοτική αγορά, αποφάσισα να συνεργαστώ με τον εκδοτικό οίκο που θα είχε την πιο ανθρώπινη και ταυτόχρονα επαγγελματική προσέγγιση απέναντι σε μένα και στο γραπτό. Και έτσι, ύστερα από επιμέλειες επί επιμελειών και φρεσκαρίσματα, το βιβλίο εκδόθηκε από τις Εκδόσεις Ελκυστής και έχω τη χαρά να λέω ότι μέχρι τώρα, έχω δικαιωθεί απόλυτα για την επιλογή μου να συνεργαστώ μαζί τους.

Και έτσι φτάσαμε τελικά στο τέλος της πρώτης φάσης της ζωής του πρώτου μου βιβλίου, του πρώτου μου μυθιστορήματος. Αισθάνομαι σαν ένας γονιός που βλέπει το παιδί του να ενηλικιώνεται. Δεν θα παύσω, εννοείται, να το στηρίζω, να είμαι νοητά δίπλα του, αλλά πλέον αποκτά τη δική του υπόσταση και τη δική του πορεία, τις οποίες εγώ έχω πλέον την πολυτέλεια να παρατηρώ και να απολαμβάνω.

Και εύχομαι η εμπειρία της ανάγνωσης του «Ο Φύλακας Δαίμονας μου» να αφήσει στον αναγνώστη το ίδιο λυτρωτικό συναίσθημα που άφησε και σε μένα η συγγραφή του.




Πέμπτη 18 Μαρτίου 2021

Ζώντας ένα χρόνο σε αναμονή

Έχει συμπληρωθεί ένας χρόνος από τότε που ξεκίνησε αυτή η πρωτόγνωρη κατάσταση σε όλο τον πλανήτη, με τον κορωνοϊό. Που μπήκε για τα καλά στη ζωή μας. Μέσα σε αυτό τον χρόνο και στην Ελλάδα αλλά και παγκοσμίως συνέβησαν πολλά. Το παράδοξο όμως είναι πως παρότι μεταβλήθησαν ακόμα περισσότερα, το σημαντικότερο αγαθό, η ζωή μας παρέμεινε στάσιμη, ή προχώρησε με πολύ αργά βήματα, που ακόμα και μια χελώνα θα την προσπερνούσε με άνεση.

Από τη στιγμή που ξεκίνησε αυτή η ανιαρή περιπέτεια, έχουμε όλοι σιχαθεί να ακούμε φράσεις του τύπου «κάντε λίγο καιρό υπομονή», «κρίσιμες οι επόμενες δύο βδομάδες», «πρέπει να προσέξουμε τώρα για να είμαστε μετά καλά», «έχετε ατομική ευθύνη απέναντι στην κοινωνία», «λίγο ακόμα μένει για να δούμε φως στο τούνελ» και τελικά πέρασε ένας χρόνος, βγήκαν και τα εμβόλια και αν με ρωτήσει κάποιος πόσο σίγουρος είμαι ότι αυτή θα είναι η τελευταία χρονιά που η ζωή μας βρίσκεται σε αναμονή, θα απαντήσω μονολεκτικά. Καθόλου.

Δυστυχώς αυτά που είδαμε να αλλάζουν μέσα στη χρονιά ήταν όλες οι βάσεις που είχαμε για τη ζωή μας. Κυρίως, χάσαμε το αίσθημα της ασφάλειας που είχαν κατακτήσει οι προηγούμενες γενιές. Απωλέσαμε την ασφάλεια της υγείας της δικιάς μας και των αγαπημένων μας ανθρώπων. Χάσαμε την ασφάλεια της επαγγελματικής μας ζωής, καθώς κανείς δεν ξέρει τι μας ξημερώνει τους επόμενους μήνες ή χρόνια, μετα την εποχή του κορωνοϊού. Έπειτα χάσαμε την ασφάλεια που νιώθαμε ότι ζούμε σε δημοκρατικά καθεστώτα -ειδικά στην Ελλάδα- και μπορούμε να εκφραζόμαστε ελεύθερα. Χάσαμε την ασφάλεια να κάνουμε περιπάτους, να αγκαλιάζουμε, να γνωρίζουμε ανθρώπους και να φλερτάρουμε. Υπό το φόβο όχι μόνο της ασθένειας αλλά και του γκλομπ.

Όλες αυτές οι απώλειες σε συλλογικό επίπεδο, είχαν σαν αποτέλεσμα οι ζωές των περισσότερων από εμάς να καταδικαστούν σε μία στασιμότητα. Τα πλάνα των νέων, από τους μαθητές που θέλουν να προοδεύσουν υπό το καθεστώς ενός αμφιλεγόμενου εκπαιδευτικού συστήματος, μέχρι τους φοιτητές που διψούν για να έρθει η ρημάδα η ώρα της εφαρμογής των γνώσεων τους σε επαγγελματικό περιβάλλον, μέχρι και τους νέους επαγγελματίες οι οποίοι έχουν βάλει τα βραχυπρόθεσμα πλάνα και τα μακροπρόθεσμα όνειρα σε μία ατέρμονη αναμονή. Και δεν υπάρχει πιο αντιανθρώπινη κατάσταση, ειδικά για τις νεαρές ηλικίες, από την αναμονή και την αδράνεια.

Δυστυχώς, σε μία τέτοια περίσταση σαν άτομα και σαν ανθρωπότητα δεν έχουμε πολλά περισσότερα να κάνουμε πέρα από το να μάθουμε, για το μέλλον, μια και το παρόν έχει μπει στο περιθώριο. Και αν αναλογιστούμε τις προηγούμενες σκέψεις σε αυτό το κείμενο, τότε βγαίνει ένα συμπέρασμα, νομίζω αρκετά χρήσιμο. Αυτό είναι το γεγονός πως η ατομικότητα μας επηρεάζεται καθοριστικά από το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο πορευόμαστε. Και όσο και αν φαίνεται σαν ανακάλυψα την Αμερική, αν αναλογιστούμε ποιος ήταν ο κόσμος μας πριν την πανδημία θα αντιληφθούμε ότι τελικά το παραπάνω πόρισμα δεν ήταν και τόσο καθεστώς.

Καθώς ζούσαμε σε ένα κόσμο που μας προέτρεπε με βία πολλές φορές στο να υποτάσσονται προσωρινά ή παντοτινά, οι συλλογικές δράσεις και έννοιες στον βωμό των ατομικών επιδιώξεων. Ακόμα και πανανθρώπινες έννοιες όπως το δικαίωμα στην παιδεία και στην περίθαλψη. Τώρα πλέον είναι ξεκάθαρο για όλους, ακόμα και αυτούς που το απορρίπτουν διότι σκέφτονται ιδιοτελώς. Η συλλογική μας ευζωία, είτε αφορά τη δημόσια υγεία, είτε την παιδεία είτε τη δημοκρατία, είναι καθήκον και δικαίωμα όλων μας, δεν μπορούν να ιδιωτικοποιηθούν με την ετυμολογική και μη έννοια του όρου. Διότι έτσι θα χάσουν το συλλογικό αντίκτυπο τους και μαζί του και την υπόσταση τους.

Αν κάτι έγινε ξεκάθαρο σε όλους μας αυτό τον ένα χρόνο που βρισκόμαστε σε αναμονή είναι ότι δεν μπορεί κάποιος να είναι υγιής σε μία κοινωνία που νοσεί. Εκτός αν είναι αυτός που τη δηλητηριάζει. Και όσο πιο άρρωστη είναι μία κοινωνία τόσο πιο λίγοι είναι αυτοί που έχουν αυτό το θλιβερό προνόμιο. Το μήνυμα είναι σαφές. Αν δεν νοιαστούμε για τους γύρω μας, τότε δεν θα νοιαστεί κανείς για μας.


Πηγή εικόνας: latimes.com

Τετάρτη 10 Μαρτίου 2021

Μπάτσοι ή Αστυνομικοί;

Τα γεγονότα των πρόσφατων ημερών με την έξαρση της αστυνομικής βίας με ώθησαν στο να ανακαλέσω στη μνήμη μου ένα περιστατικό, από τα πρώτα χρόνια μου στην Ολλανδία. Ήμουν με μια παρέα, Παρασκευή ή Σάββατο βράδυ, στον κεντρικό δρόμο της όποιας νυχτερινής ζωής του Αϊντχόφεν. Είχα πιει πάρα πολύ και παρατήρησα τους ντόπιους αστυνομικούς που στεκόντουσαν εκεί κοντά πάνω στα υπερμεγεθή άλογα τους. Με το κουράγιο και τη βλακεία του σουρωμένου, πλησίασα την αστυνομικό, την ρώτησα αν μπορώ να χαϊδέψω το άλογο, μου απαντήσε θετικά με ένα χαμόγελο, χάιδεψα το άλογο, αυτό ανταπέδωσε με ένα γλείψιμο στο χέρι μου και η βραδιά συνεχίστηκε χωρίς πρόβλημα.

Την επόμενη μέρα και αφού είχε περάσει η μέθη, αντιλήφθηκα ότι αν είχα κάνει κάτι αντίστοιχο στην Ελλάδα, λογικά θα είχα φάει το ξύλο της χρονιάς μου και από τους αστυνομικούς και από το άλογο μαζί, και θα είχα καταλήξει σε κάποιο κρατητήριο. Αλλά δεν ήμουν στην Ελλάδα. Ήμουν σε μία χώρα η οποία μέχρι και σήμερα, παρότι μετανάστης, μου έχει δείξει ότι οι αστυνομικοί, είναι επιλεγμένοι και εκπαιδευμένοι ώστε να έχουν ως προτεραιότητα τη διαφύλαξη του νόμου και όχι την επιβολή της εξουσίας τους. Που σημαίνει ότι δεν θα δείρουν έναν μεθυσμένο φιλόζωο σαν την πάρτη μου, αλλά θα συλλάβουν δύο τύπους που πλακώνονται με σπασμένα μπουκάλια στη μέση του δρόμου, ή θα μαζέψουν έναν βλαμμένο που έχει βγάλει το πράμα του και το επιδεικνύει σε περαστικές κοπέλες.

Εκείνο που αναρωτήθηκα μετά από εκείνη την ανάμνηση, ήταν το γιατί δεν σφίγγομαι όταν βλέπω  αστυνομικούς στην Ολλανδία, ενώ αντίθετα στην Ελλάδα πάντα όταν τους πετύχαινα τους απέφευγα όπως ο διάολος το λιβάνι. Παρότι έχω αρκετές εμπειρίες από άσχημες και εκφοβιστικές συμπεριφορές από ‘Ελληνες μπάτσους, ήμουν σίγουρος ότι δεν πρόκειται για κάποια προσωπική φοβία μια και είναι αδιαμφισβήτητο ότι παρόμοια συναισθήματα έχουν πάρα πολλοί κάτοικοι της Ελλάδας, ντόπιοι και ξένοι, όταν βλέπουν τους τύπους με τα κράνη, τα γκλομπ και τις μπλε στολές. Για ακόμη μία φορά την απάντηση την έδωσε η επιστήμη της ιστορίας, τουλάχιστον όσον αφορά την ελληνική πλευρά.

Ας αναλογιστούμε, από την ίδρυση του το ελληνικό κράτος και η αντίστοιχη πολιτεία, πότε είχε ως προτεραιότητα τη διαφύλαξη του νόμου και την ισορροπία; Σχεδόν ποτέ, θα απαντήσουν όλοι όσοι έχουν στοιχειώδη συναίσθηση της ντόπιας πραγματικότητας. Η πραγματική προτεραιότητα των αρχόντων του τόπου, επίσημων και μη, ήταν η επιβολή της εξουσίας τους, ώστε να μπορούν να ασχολούνται ήρεμοι με τις  «εξωσχολικές» τους δραστηριότητες. Και ποιο άλλο δημόσιο όργανο πέρα από την αστυνομία μπορούσε να εξασφαλίσει αυτή την πολυπόθητη «ηρεμία» τους;

Κάπως έτσι από τις παλιές εποχές του Χωροφύλακα, μέχρι και τις σημερινές με τους ΔΙΑΣ κτλ, καλλιεργήθηκε σε αμφότερες τις πλευρές, κράτος-αστυνομία και κοινωνία, το γεγονός ότι στην Ελλάδα δεν έχουμε αστυνομικούς που προστατεύουν τον πολίτη και διαφυλάττουν το νόμο αλλά έχουμε μπάτσους, που προστατεύουν τους λίγους ισχυρούς, ξυλοφορτώνοντας ταυτόχρονα τους πολλούς αδύναμους. Αυτό ήθελαν οι δικτατορίες του Πάγκαλου και του Μεταξά, απέναντι στους εργάτες, αυτό ήθελαν οι κατοχικές κυβερνήσεις απέναντι στους Αντιστασιακούς, αυτό ήθελαν οι ψευτοδημοκρατικές κυβερνήσεις, απέναντι στους κομμουνιστές, αυτό ήθελε και η επταετής Χούντα, απέναντι σε κάθε λογής δημοκράτη.

Δυστυχώς όμως, το κακό δεν σταμάτησε με τον ερχομό της Μεταπολίτευσης. Οι κυβερνήσεις που ακολούθησαν, είτε Νέα Δημοκρατία, είτε ΠΑΣΟΚ, είτε ΣΥΡΙΖΑ που υποτίθεται θα αφόπλιζε τα ΜΑΤ, έκαναν από ελάχιστα έως τίποτα για να σταματήσει η διαιώνιση αυτής της άρρωστης και αντικοινωνικής νοοτροπίας, γνωρίζοντας ότι είχαν να κάνουν με μία διεφθαρμένη άρχουσα τάξη και έναν φτωχοποιημένο λαό. Με αποκορύφωμα την τωρινή κυβέρνηση που έχει προσλάβει χιλιάδες αστυνομικούς, για την τήρηση της πολυπόθητης «τάξης», με αμφιλεγόμενα κριτήρια και σκοπό. Και αυτό αποδεικνύεται από τα «ανδραγαθήματα» συγκεκριμένων τμημάτων της ΕΛΑΣ, ΔΙΑΣ-ΔΡΑΣΗ-ΜΑΤ, που ούτε έχουν τελειώσει κάποια στοιχειώδη σχολή, έχουν μηδαμινή εκπαίδευση, ενώ υπάρχει και έντονη φημολογία για διαδεδομένη χρήση ναρκωτικών και αναβολικών στις τάξεις τους, με ότι επίδραση μπορεί να έχουν αυτά στις αντιδράσεις τους σε στιγμές έντασης. Ιδανικά προσόντα για εργαλεία καταστολής.

Αν θέλουμε κάποια στιγμή στην Ελλάδα, να παύσουμε να έχουμε μπάτσους και να αποκτήσουμε αστυνομικούς, πρέπει η κοινωνία να πιέσει την Πολιτεία να εξυγιάνει αυτά τα σώματα και να επαναπρογραμματίσει την νοοτροπία ολόκληρης της ΕΛΑΣ. Να δώσει στην Κυβέρνηση να καταλάβει ότι καταστολή και μακροημέρευση στα υπουργικά γραφεία, είναι δύο έννοιες που δεν συμβαδίζουν. Μία πίεση που όντως παρατηρώ να συμβαίνει τις τελευταίες μέρες και μάλιστα να επεκτείνεται πέρα από τους παραδοσιακά αντιδραστικούς χώρους της Αριστεράς και της Αναρχίας. Και αυτό είναι ένα μικρό θετικό σημάδι στην γενικότερη ζοφερή ατμόσφαιρα.


Υ.Γ. Φυσικά, η Ελλάδα δεν έχει την αποκλειστικότητα στο να έχει μπάτσους και όχι αστυνομικούς. Τα ίδια βλέπουμε στις ΗΠΑ, στην Ισπανία και στις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Και εκεί, η δική τους Ιστορία, δίνει τις απαντήσεις.



Πηγή εικόνας: Η Εφημερίδα των Συντακτών

Πέμπτη 4 Μαρτίου 2021

"Γιατί ασχολείσαι ακόμα με την Ελλάδα;"

Έχουν περάσει γύρω στα τεσσεράμισι χρόνια από τη στιγμή που μετανάστευσα από την Ελλάδα στις Κάτω Χώρες. Χρόνια με όμορφες και άσχημες στιγμές, το αποτέλεσμα των οποίων οδήγησε στο σήμερα, όπου έχω την τύχη να απολαμβάνω μία ήρεμη ζωή, με ένα αίσθημα ασφάλειας στον επαγγελματικό μου χώρο και όχι μόνο, με άφθονο ελεύθερο χρόνο, χωρίς να αγχώνομαι για το μέλλον και αν θα έχω τη δυνατότητα να πληρώσω το νοίκι και τους λογαριασμούς μου και έχοντας την πολυτέλεια -κορωνοϊού επιτρέποντος- να οργανώνω και ένα ταξίδι μέσα στη χρονιά για να γνωρίζω νέους τόπους και πολιτισμούς.

Παρ’όλα αυτά μέσα σε αυτά τα χρόνια και ειδικότερα τον τελευταίο καιρό βρίσκομαι αντιμέτωπος συχνά με ένα ερώτημα, ασκούμενο και από άλλους αλλά κυρίως από τον εαυτό μου. Ένα ερώτημα που αποτελείται από υποερωτήματα αλλά ελαφρύτερα και άλλα σοβαρότερα όπως, γιατί παρακολουθώ ελληνικό ποδόσφαιρο; Γιατί γράφω στα ελληνικά; Γιατί ασχολούμαι με την επικαιρότητα, την πολιτική και κυρίως με την ελληνική κοινωνία; Και όλα αυτά τα υποερωτήματα καταλήγουν σε ένα μεγάλο:

«Γιατί ασχολείσαι ακόμα με τη Ελλάδα;»

Γιατί ασχολείσαι με μία κοινωνία υποβαθμισμένη όχι μόνο οικονομικά, αλλά και διανοητικά, που μέχρι πριν λίγο καιρό είχε τους Νεοναζί μέσα στη βουλή, και τώρα κάποιους από αυτούς έξω από τη φυλακή; Γιατί ασχολείσαι με ένα κράτος, που η αστυνομοκρατία αυξάνεται και πιέζει ασφυκτικά τους πολίτες της, ενώ προσφατα άρχισαν και τα περιστατικά λογοκρισίας στα εγχώρια κοινωνικά δίκτυα; Γιατί ασχολείσαι με μία «Δημοκρατία» που καταστρατηγεί τους νόμους που η ίδια ψήφισε, εις βάρος των κρατουμένων με κίνδυνο να υπάρξει νεκρός απεργός πείνας; Τέλος γιατί ασχολείσαι με έναν λαό του οποίου η πλειοψηφία, επικροτεί -ή μένει αδρανής μπροστά σε- όλα τα παραπάνω και πόσα ακόμα φαιδρά που δεν ανέφερα;

Η πρώτη απάντηση που έρχεται στο μυαλό, είναι ότι ακόμα οι πιο αγαπημένοι μου άνθρωποι μένουν εκεί. Όχι όμως δεν ισχύει αυτό. Δεν είναι οι οποιεσδήποτε προσωπικές μου σχέσεις με κάποιους κατοίκους αυτής της προβληματικής συνολικά κοινωνίας. Μία άλλη απάντηση είναι διότι διακατέχομαι από κάποιον πατριωτισμό, αλλά και αυτή δεν ισχύει στην περίπτωση μου. Ο μόνος πατριωτισμός που με διακατέχει είναι μία μορφή ρομαντικού τοπικισμού για την πραγματική πατρίδα μου, τη Θεσσαλονίκη, η οποία είναι η πόλη που μεγάλωσα και γαλουχήθηκα και ευτυχώς ή δυστυχώς για την ίδια, είναι μέρος της Ελλάδας.

Η πραγματική απάντηση βρίσκεται κρυμμένη στο τέλος της προ-προηγούμενης παράγραφου. Διότι μπορεί να υπάρχει η πλειοψηφία η οποία συντηρεί και πολλές φορές ενισχύει τη γενικότερη αρρώστια αυτής της χώρας, αλλά υπάρχει και μία μειοψηφία στη χώρα αυτή, η οποία αντιστέκεται. Μία μειοψηφία που δίνει την απάντηση στο εύλογο ερώτημα που προκύπτει, «πως γίνεται αυτή η χώρα να υπάρχει ακόμα;». Μία μειοψηφία που για κάθε δέκα σιχαμερά ή τραγελαφικά γεγονότα δημιουργεί και προβάλλει ένα όμορφο. Μία χούφτα ανθρώπων οι οποίοι με τη στάση ζωής τους, τις ιδέες τους και τις πράξεις τους, έστω και με πολλές ενδιάμεσες προσωρινές ήττες, πετυχαίνουν μακροπρόθεσμες και θεμελιώδεις νίκες.

Διότι αυτής της μειοψηφίας αισθάνομαι ότι αποτελώ μέρος, μια και χάρη σε αυτή ήρθα σε επαφή και ακόμα εμπνέομαι από τους αγώνες του ΕΑΜ και των Ζηλωτών για έναν καλύτερο κόσμο, χάρη σε αυτή ακόμα συγκινούμαι από τις μελωδίες του Χατζιδάκι και του Παπάζογλου, χάρη σε αυτή ψυχαγωγούμαι από τις ταινίες του Βέγγου και τους στοχασμούς του Καζαντζάκη, χάρη σε αυτή και όλα τα ποιήματα της, πνευματικά και υλικά, γλυκαίνω την ύπαρξη μου ακόμα και αυτή τη στιγμή.

Δεν θα γινόταν διαφορετικά λοιπόν, από το να νιώθω ένα καλοδεχούμενο χρέος και καθήκον ώστε να απευθύνομαι σε αυτή τη μειοψηφία και να κάνω ότι μπορώ για να την προστατέψω από το μικρό μου μετερίζι. Και ίσως και να την ενισχύσω. Από εκεί και πέρα και ανεξάρτητα από τις προσωπικές μου ευθύνες, υπαρκτές ή μη απέναντι της, πιστεύω ακράδαντα ότι μόνο αυτή η μειοψηφία μπορεί να σταματήσει αυτή την αργή και σταδιακή αυτοκτονία που διαπράττει η Ελλάδα. Κανείς άλλος. Αν χαθεί η μειοψηφία αυτή, αν συντριβεί, όπως συνειδητά ή μη, επιδιώκει η πλειοψηφία της χώρας αυτής, τότε μαζί της θα πεθάνει και η Ελλάδα σαν έννοια αρχικά, σαν χώρα έπειτα. Οριστικά.



Πηγή εικόνας: TheToc