Δευτέρα 25 Μαρτίου 2019

Οι άνθρωποι πάνε και έρχονται


Έχεις αναρωτηθεί ποτέ, πόσους ανθρώπους έχεις γνωρίσει; Όχι ουσιαστικά, απαραίτητα, απλή γνωριμία, μία ανταλλαγή ονοματεπωνύμου. Εγώ όχι, είναι η αλήθεια. Έχω την αίσθηση ότι πρέπει να είναι πάνω από χίλιοι, αλλά δεν παίρνω και όρκο και ούτε φυσικά θα κάτσω και να μετρήσω. Έχω πιο απολαυστικούς τρόπους να σκοτώσω την ώρα μου.

Το σίγουρο είναι ότι οι περισσότεροι από αυτούς, δεν έμειναν στη ζωή μας περισσότερο από τη στιγμή της γνωριμίας. Και από όσους μείναν λίγο, ή πολύ, παραπάνω, η πλειοψηφία και αυτή χάθηκε, καθώς πέρασαν οι μήνες και τα χρόνια. Και ελάχιστοι από αυτούς παραμένουν ακόμα και σήμερα και ίσως ακόμα λιγότεροι θα παραμείνουν στο μέλλον.

Κάποιοι από αυτούς που χαθήκαν, έκαναν, ή μπορεί και να κάνουν ακόμα αισθητή την απουσία τους. Και ενώ η λογική λέει ότι συνήθως, διαδραματίζεται ένα άσχημο γεγονός μεταξύ εμάς και αυτών, υπάρχουν και οι φορές που, χωρίς κάποιο σοβαρό λόγο, εξαφανίστηκαν. Είτε βαθμιαία, είτε απότομα.

Όταν ήμουν νεώτερος με πείραζαν πολύ και οι δύο περιπτώσεις. Έχοντας την ενοχλητική, για μένα, συνήθεια να παίρνω στα σοβαρά σχεδόν κάθε άνθρωπο που γνώριζα, ειδικά αυτούς που συναναστρεφόμουν λίγο παραπάνω μια και απέφευγα αυτούς που δεν με γέμιζαν από την αρχή, έβρισκα πολλές φορές τον εαυτό μου στη θέση του να προσπαθώ να καταλάβω, το γιατί δεν γίνεται καμιά προσπάθεια από την άλλη πλευρά, είτε να αναθερμανθούν οι οποιεσδήποτε σχέσεις που είχαμε, είτε να «γιατρευτούν» οι όποιες πληγές προέκυψαν από κάποια παρεξήγηση, ή κακό χειρισμό.

Μάταια. Όσο και να έσπαγα το κεφάλι μου να βρω κάποια λανθασμένη συμπεριφορά, ικανή να δικαιολογήσει την οποιαδήποτε αποστασιοποίηση, όσο και αν έριχνα τα μούτρα μου ώστε να επιτύχω κάποια επαναπροσέγγιση, ποτέ, μα ποτέ όμως, δεν κατάφερνα είτε το ένα είτε το άλλο. Πολλές φορές μάλιστα, στη δεύτερη περίπτωση, τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα.

Είναι ευνόητο το πόσο ψυχοφθόρες κατέληγαν να είναι όλες αυτές οι διαδικασίες. Μέχρι που μεγαλώνοντας και ωριμάζοντας ή απλά συμβιβάζοντας τις συναισθηματικές μου λειτουργίες με τις ανθρώπινες συμπεριφορές, αντιλήφθηκα και αποδέχτηκα πλήρως, αυτό που υποπτευόμουν και φοβόμουν. Ότι οι άνθρωποι είναι περαστικοί. Η συντριπτική τους πλειοψηφία τουλάχιστον.

Δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είναι αναίσθητοι ή κωλόπαιδα. Είναι δομημένες έτσι οι ζωές μας, που είμαστε αναγκασμένοι να αφοσιωνόμαστε στον εαυτό μας και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μειώνεται όλο και περισσότερο ο χρόνος που έχουμε να διαθέσουμε προς όλους τους άλλους. Και είναι τόσο αυστηρή αυτή η δομή, που πολύ απλά δεν έχουμε άλλη επιλογή. Είτε κινούμαστε βάσει αυτής και επιβιώνουμε, είτε πεθαίνουμε. Μεταφορικά ή κυριολεκτικά, άθελα ή εθελοντικά.

Και κάπως έτσι από εκεί που θεωρούσα, κάθε άνθρωπο που γνώριζα και ερχόμουν πιο κοντά από τον μέσο όρο, ως υποψήφιο για μόνιμο και παράλληλο στην πορεία της ζωής, έφτασα πλέον να θεωρώ κάθε άνθρωπο, ως περαστικό μέχρι αποδείξεως του εναντίου. Κρίνοντας όμως από το γεγονός ότι πρόσφατα υπήρξαν περιπτώσεις που ενώ νόμιζα ότι αυτό το ενάντιο είχε ήδη αποδειχθεί, διαψεύθηκε, αντιλαμβάνομαι ότι τελικά δεν αποδεικνύεται ποτέ. Απλά η ζωή προχωράει.

Οι άνθρωποι έρχονται και φεύγουν. Ευτυχώς ή δυστυχώς. Και αυτό είναι πολύ δύσκολο, έως απίθανο να αλλάξει ποτέ. Το μόνο που έχουμε να κάνουμε, γνωρίζοντας αυτή τους τη συνήθεια, είναι να μην καταλήγουμε να εξαρτόμαστε από αυτούς, λίγο μετά από την είσοδο τους στην ευρύτερη ζωή μας. Διότι όταν θα φύγουν, τότε ο γνώριμος πόνος θα επιστρέψει. Δεν υπάρχει άλλη επιλογή από το να αποποιηθούμε κάθε αίσθηση ανάγκης που μπορεί να προκύψει για κάποιον άνθρωπο, πέρα από μας τους ίδιους.

Αλλά θα πρέπει να είμαστε και σε εγρήγορση για αυτές τις απειροελάχιστες εξαιρέσεις που θα επιμένουν να παραμένουν στη ζωή μας. Έτσι ώστε να μην τους απωθήσουμε, στην προσπάθεια να μην τους έχουμε ανάγκη και χάσουμε την ευκαιρία να απολαύσουμε, τις ομορφιές που μία πραγματική και στιβαρή ανθρώπινη σχέση μπορεί να μας προσφέρει. Για όσο κρατήσει. Και αν τελειώσει, θα είμαστε ήδη προετοιμασμένοι και για αυτό.



Τρίτη 19 Μαρτίου 2019

Η δικαίωση του Bukowski



Έχει μόλις κλείσει το βιβλίο που διάβαζε. Ήταν το «Γυναίκες» του Charles Bukowski. Παρ’ ότι του άρεσε σαν ανάγνωσμα, θεωρεί πως είναι αδύνατο ένας άντρας να έχει βιώσει τέτοιες εμπειρίες με τις γυναίκες. Εντάξει οι μοιραίοι έρωτες που έχει δει στο σινεμά, εντάξει οι ευτυχισμένες ή και οι δραματκές ιστορίες αγάπης, αλλά αυτή η τάση ενός τύπου να γνωρίζει συνεχώς γυναίκες αυτοκαταστροφικές και εκτός ελέγχου, σε τελειωμένα μπαρ, του φαινόταν ως υπερβολική και κατά πάσα πιθανότητα μη απόλυτα αληθινή.

Εκείνη την ώρα χτυπάει το κινητό του, είναι ένας Ιρλανδός φίλος του σε μια κοντινή παμπ, αράζει εκεί με το συγκάτοικο του. Σκέφτεται ότι μετά από την ανάγνωση ενός βιβλίου του
Bukowski, το ενδεχόμενο να πιει ουίσκι και Jagerbombs μαζί με δύο μπεκροκανάτες σε ένα μπαράκι, φαντάζει ελκυστικό και ταιριαστό ταυτόχρονα.

Έχει φτάσει στο μπαρ και αράζει με τους δύο Ιρλανδούς, ενώ ταυτόχρονα ανταλλάσει και καμιά κουβέντα με τον Πέρση μπάρμαν. Το μαγαζί είναι σχετικά άδειο, είναι άλλες δύο παρέες εκεί, οι εργαζόμενοι ενός άλλου μπαρ, που είχε κλείσει εκείνη την ώρα και ήρθαν για ένα ποτό και δύο άλλες κοπέλες, αρκετά ώριμες. Από τους εργαζόμενους του μπαρ που είχε κλείσει, γνώριζε δύο κοπέλες, η μία ήταν Γαλλίδα, πολύ έμπειρη στη νύχτα της πόλης, η άλλη ήταν μία πορτογαλέζα που είχε ο ίδιος φιλοξενήσει λίγο καιρό πριν, για να τη βοηθήσει στο νέο ξεκίνημα της ζωής της στην πόλη αυτή.

Καθώς το αλκοόλ ρέει και η μουσική δυναμώνει, αυτός και οι δύο Ιρλανδοί συμπότες του είναι οι μόνοι που συνεχίζουν και καθονται στη μπάρα. Όλοι οι υπόλοιποι, λίγοι, θαμώνες χορεύουν στους ρυθμούς μουσικής της δεκαετίας του 80. Ξαφνικά νιώθει ένα άγγιγμα στην πλάτη του. Είναι η μία από τις δύο ώριμες κοπέλες. Τον προσκαλεί σε χορό. Της εκμυστηρεύεται ότι όταν δεν είναι μεθυσμένος, σπάνια χορεύει και αυτή τη στιγμή δεν είναι, σε αντίθεση με αυτή που φαινόταν αρκετά φτιαγμένη.

Μετά από λίγο κάθονται στο μπαρ μαζί. Βλέπει μήνυμα στο κινητό του. Είναι από τον Ιρλανδό το φίλο του, που τον ενημερώνει ότι αυτός και ο άλλος έχουν φύγει για ένα άλλο μπαράκι. Η κοπέλα που κάθεται δίπλα του αρχίζει να τον αγγίζει όλο και πιο πολύ. Αυτός την παρατηρεί και αντιλαμβάνεται ότι του αρέσει. Τα μαλλιά της είναι βαμμένα κόκκινα, είναι γαλανομάτα, έχει κάπως μεγάλη μύτη, αλλά όχι σε ενοχλητικό βαθμό ενώ ο σωματότυπος της είναι κανονικός προς το ελάχιστα παχουλό. Κατάγεται από τη Ρωσία.Λίγο μετά τον φιλάει. Αυτός ανταποκρίνεται. Οι στιγμές περνάνε, η φίλη της φεύγει και του λέει ότι εμπιστεύεται την φίλη της σε αυτόν, μια και έχει ήδη αρχίσει να χάνει και τα τελευταία σημάδια της νηφαλιότητας της.

Παραπατάει ενώ πλέον έχει σταματήσει να του μιλάει αγγλικά και του αποκρίνεται μόνο στα Ρωσικά παρά τις επανειλλημένες υπενθυμίσεις του, ότι δεν γνωρίζει αυτή γλώσσα. Κάποια στιγμή ανάμεσα στα Ρώσικα και ενώ προσπαθεί να την πείσει να κάτσει, του δίνει ένα σκαμπίλι, ίσως το ισχυρότερο που έχει δεχτεί στη ζωή του και λίγο μετά τον ξαναφιλάει. Η τύπισσα είναι πλέον εκτός ελέγχου, πηγαίνει σε άλλες παρέες, μαλώνει μαζί τους, ενώ αυτός προσπαθεί με όσο πιο πολύ διακριτικότητα να την μαζέψει. Μάταια καθώς, κάθε συνεννόηση πλέον φαντάζει αδύνατη.

Καταφέρνει λίγο μετά να την βγάλει έξω από το μαγαζί να πάρει λίγο καθαρό αέρα. Κάθε τόσο προσπαθεί να την συγκρατήσει να μην βρεθεί στο έδαφος. Τον βρίζει στα ρώσικα, μετά προσπαθεί να τον φιλήσει και τελικά εκφράζει στα αγγλικά ότι έχει ξεχάσει την τσάντα της με όλα της τα έγγραφα εκεί μέσα. Την αφήνει σε ένα παγκάκι και πάει στο μπαρ να ρωτήσει αν βρήκαν καμιά γυναικεία τσάντα. Δεν είχαν βρει τίποτα. Επιστρέφει πίσω στην ενοχλητική πλέον παρέα του. Την ρωτάει που μένει έτσι ώστε να καλέσει ένα ταξί να την πάει σπίτι. Ματαία, δεν λαμβάνει καμία απόκριση. Τον ρωτάει μόνο αν θέλει να κοιμηθούνε μαζί. Της απαντάει, ότι γενικά ναι, αλλά όχι υπό αυτές τις συνθήκες. Την ξαναρωτάει για τη διεύθυνση της, πάλι δεν παίρνει απάντηση. Λίγο μετά βλέπει μία κλήση από την Πορτογαλίδα φίλη του. Είχαν βρει τη τσάντα. Πηγαίνουν να την πάρουν, η συντροφιά του συνεχίζει να παραπατάει και γενικά να παραφέρεται. Τον πλησιάζει η Γαλλίδα γνωστή του και του δίνει την τσάντα. Τον πιάνει από τον ώμο και του εκμυστηρεύεται ότι στην αρχή όταν τον είδε να τη φιλάει, χάρηκε, αλλά τώρα τον συμπονά. Παραδέχεται ότι έχει ακριβώς τα ίδια συναισθήματα και ο ίδιος για τον εαυτό του.

Κάνει ένα κουράγιο και τη σηκώνει. Το έχει πάρει απόφαση θα την πάει σπίτι του. Εφόσον δεν του λέει τη διεύθυνση της και εφόσον δεν νιώθει ωραία με την ιδέα να την παρατήσει στο δρόμο. Επίσης είναι ξεκάθαρο ότι η μεθυσμένη κοπέλα πρέπει να κοιμηθεί. Στο δρόμο του εκδηλώνει την επιθυμία της να ουρήσει. Της λέει, ότι σε λίγο θα είναι σπίτι του. Αυτή δεν τον ακούει καν, κατεβάζει το παντελόνι της, κάθεται στα γόνατα της και «απελευθερώνεται» στο πεζοδρόμιο. Είναι πολύ περασμένα μεσάνυχτα και ευτυχώς δεν έχει πολλούς περαστικούς. Αλλά δυστυχώς έχει κάποιους. Αυτός προσπαθεί να καλύψει τη συντροφιά του όπως μπορεί. Μάλλον το καταφέρνει.

Αφού διένυσαν λίγα μέτρα σε πάνω από δέκα λεπτά, φτάνουν επιτέλους σπίτι. Το ευχάριστο ήταν ότι η κοπέλα δεν φώναζε και έτσι δεν ανησυχεί μην ενοχλήσει τον συγκάτοικο του. Την βάζει στο δωμάτιο του και την αφήνει να κοιμηθεί στο κρεβάτι του. Βγαίνει στο μπαλκόνι. Θέλει απεγνωσμένα να καπνίσει ένα τσιγάρο. Πως έμπλεξε έτσι; Και αν αυτή ξυπνήσει το πρωί και δεν θυμάται τίποτα; Και αν νομίσει ότι αυτός την έφερε εκεί, χωρίς τη θέληση της; Και αρχίσει τίποτα απειλές για αστυνομίες, καταγγελίες για βιασμούς και ιστορίες για αγρίους;

Ξαπλώνει στον καναπέ στο σαλόνι. Μία φρικτή σκέψη έρχεται στο μυαλό του. Η κοπέλα δεν έχει κάνει εμετό. Και αν της έρθει ενώ κοιμάται ανάσκελα; Τότε θα έχει βρεθεί με μία άγνωστη νεκρή στο ίδιο του το δωμάτιο. Σκατά. Πρέπει να εξασφαλίσει ότι δεν θα συμβεί αυτό. Πάει πάλι στο δωμάτιο. Ξαπλώνει δίπλα της. Αυτή ξυπνάει και αρχίζει να του τρίβεται. Τον φιλάει και βάζει το χέρι της μέσα από το εσώρουχο του. Της δείχνει με τη συμπεριφορά του, ότι είναι καλύτερο να το αφήσουνε, παρ’ ότι του έχει προκαλέσει στύση. Αυτή γελάει και συνεχίζει τον ύπνο της.

Κανά δύο ώρες μετά και ενώ έχει αρχίσει να χύνεται το πρώτο φως, αυτός μέσα στον ύπνο του νιώθει πάλι κάτι ξένο ανάμεσα στα πόδια του. Ανοίγει τα μάτια του και την βλέπει πάλι να παίζει με το χέρι της, το πέος του. Φαίνεται κάπως πιο νηφάλια πλέον. Δεν μπορεί να αντισταθεί παραπάνω. Ανταποκρίνεται στο κάλεσμα της. Αυτή κατεβάζει το παντελόνι της και το εσώρουχο της. Αυτός με τη σειρά του, μπαίνει μέσα της, από πλάγια. Μετά από πίσω. Και τέλος από μπροστά. Λίγο πριν τελειώσει, αυτή σέρνεται πάνω στο κρεβάτι σε πλάγια θέση, ώσπου φτάνει ανάμεσα στα πόδια του, τον γλείφει και τον ρουφάει σαν να μην υπάρχει αύριο ενώ ταυτόχρονα παίζει με τους όρχεις του. Τελειώνει μέσα στο στόμα της.

Σηκώνονται αργά το πρωί από το ξυπνητήρι της. Της κάνει καφέ και της δίνει ένα παυσίπονο. Τον ρωτάει πως τον λένε. Το σχόλιο της στην απάντηση του, είναι ότι το όνομα του μοιάζει πολύ με αυτό του συζύγου της. Την ρωτάει για να το επιβεβαιώσει ότι άκουσε καλά, αν είναι παντρεμένη. Του απαντάει με μία απάθεια ναι. Αρχίζει και του μιλάει για την 18χρονη κόρη της που έχει μπλέξει με έναν αλήτη ροκά. Συζητάνε για αρκετή ώρα για τη χθεσινή βραδιά. Φαίνεται πιο ενοχλημένη με το γεγονός ότι μέθυσε πολύ παρά με το ότι απάτησε τον άντρα της. Της το επισημαίνει. Του απαντάει ότι και αυτή έχει απατηθεί από τον σύζυγο της πολλές φορές.

Του λέει ότι πρέπει να φύγει. Τον ευχαριστεί που την περιποιήθηκε και του ζητάει να ξαναβρεθούνε. Της απαντάει ότι θα το έκανε ευχαρίστως, αν δεν ήταν παντρεμένη. Λίγο μετά την πάει στην πόρτα του διαμερίσματος του. Αγκαλιάζονται κα αποχαιρετιούνται. Πάει στο μπαλκόνι του και στρίβει ένα τσιγάρο. Αλήθεια, μάλλον έλεγε ο
Bukowski.




Τρίτη 12 Μαρτίου 2019

Η αρετή της αδιαφορίας


Όσο ένας άνθρωπος μεγαλώνει, αναπτύσσει σιγά-σιγά διάφορες αρετές. Και ελαττώματα εννοείται. Οι αρετές αυτές άλλοτε αναπτύσσονται συνειδητά και άλλοτε υποσυνείδητα. Η πρώτη περίπτωση απαιτεί κάποια προσπάθεια, ενώ η δεύτερη αναπτύσσεται ανάλογα με τα βιώματα και χωρίς ο εκάστοτε άνθρωπος να το παίρνει χαμπάρι. Συνήθως μάλιστα αδιαφορεί απόλυτα για όλες τις ενδείξεις της ανάπτυξης της.

Ωστόσο μία από τις μεγαλύτερες αρετές, όταν χρησιμοποιείται σε σωστή δοσολογία και σε κατάλληλες στιγμές, είναι αυτή της αδιαφορίας. Όπως φαντάζεται, εύκολα κανείς, η αρετή της αδιαφορίας αναπτύσσεται υποσυνείδητα μια και σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, προϋποθέτει να αδιαφορούμε για την εμφάνιση και την ανάπτυξη της. Το ένστικτο της επιβίωσης, κάνει τον άνθρωπο να μην εξοργίζεται τόσο, να μην χαλάει τη διάθεση του για πολύ ώρα, όταν ακούει για πολέμους, βιασμούς και παιδεραστίες κ.τ.λ. Αλλιώς σύντομα θα τρελαινόταν. Ας το παραδεχτούμε.

Και εδώ έρχεται το μεγάλο ζήτημα. Αν δεν έχει αναπτύξει, ένας άνθρωπος, σε ικανοποιητικό βαθμό την αρετή της αδιαφορίας, τότε πως μπορεί να τη βελτιώσει και να του χρησιμεύσει στη ζωή του. Δηλαδή, μπορεί να συμβεί ένας άνθρωπος να προσπαθήσει συνειδητά να είναι πιο αδιάφορος, σε στιγμές που τα εσώψυχα του τον κάνουν να θέλει να αντιδράσει; Πως μπορεί να κατευθύνει τα ίδια του τα συναισθήματα έστω και ασυναίσθητα;

Διότι, όσο και αν ακούγεται παράδοξο, υπάρχουν στιγμές που η αδιαφορία είναι σωτήρια στην καθημερινότητα μας. Ποιες στιγμές είναι αυτές; Όταν στην πραγματικότητα δεν υπάρχει άλλη επιλογή για να διατηρήσουμε σε ένα στοιχειώδες επίπεδο, την ψυχική μας υγεία. Σε στιγμές που το περιβάλλον μας για διάφορους λόγους, κυρίως σχετικούς με την πολιτική ορθότητα, δεν μας επιτρέπει να αντιδράσουμε όπως μας καταβαίνει στο κεφάλι εκείνη την ώρα.

Διότι αν το κάνουμε, τότε πολλές άσχημες συνέπειες μπορεί να υπάρξουν. Να χαλάσουν φιλίες, να σταματήσουν καριέρες, να διαχωριστούν οικογένειες. Συνέπειες που πολλές φορές ένα άτομο θα προτιμούσε να τις αποφύγει, παρά να εκφραστεί ελεύθερα εκείνη τη στιγμή. Θα αναρωτηθεί κάποιος γιατί απλά δεν καταπίνει τα συναισθήματα του στις όποιες περιστάσεις τον οδηγούν σε μία αντίδραση η οποία δεν θα είναι ωφέλιμη για τις σχέσεις του και τις επιδιωξεις του. Διότι έτσι θα έχει θυσιάσει την ψυχική του υγεία και πιθανότατα αν το κάνει συχνά, θα χτίσει στο κορμί του φιλόξενες γωνίες για καρκινικά κύτταρα.

Είναι μάταιο να προσπαθήσει κάποιος να χτίσει άμυνες αδιαφορίας. Ο μοναδικός τρόπος για να συμβεί αυτό είναι, να πάθει για να μάθει. Μία ακραία αντίδραση που θα οδηγήσει σε μία δυσχερή κατάσταση, είναι αυτή που μπορεί να τον σοκάρει και το προαναφερόμενο ένστικτο της επιβίωσης να χτίσει νέες εφαρμογές για να προστατέψει τον κάτοχο του. Δυστυχώς δεν μπορώ να δω πως μπορεί να γίνει διαφορετικά, ένας άνθρωπος να μπορεί να διαχειρίζεται τον όποιο αυθορμητισμό του χωρίς να σακατεύει τη ψυχοσύνθεση του.

Φυσικά όπως σε όλα τα πράγματα στη ζωή έτσι και η αδιαφορία χρειάζεται ένα μέτρο και σωστές συγκυρίες για να εφαρμοστεί ωφέλιμα. Διότι αν δεν γίνει αυτό και ένας άνθρωπος χρησιμοποιήσει υπερβολικές δόσεις αδιαφορίας, τότε υπάρχει ο κίνδυνος να γίνει μία μόνιμη κατάσταση. Και αυτό θα είναι καταστροφικό και σε ατομικό, αλλά και σε συλλογικό επίπεδο. Στο πρώτο διότι θα καταλήξει ένα θύμα χωρίς προοπτικές και στόχους το οποίο απλά θα περιφέρεται ανούσια στο περιβάλλον του και στο δεύτερο διότι δεν υπάρχει τίποτα πιο επικίνδυνο για μία κοινωνία από το να αποτελείται από άτομα αδιάφορα για τον ίδιο τους τον περίγυρο.

Αποδεικνύεται τελικά για ακόμα μία φορά ότι στη ζωή όλα χρειάζονται, αρκεί να υπάρχει σωστός συγχρονισμός στη χρήση τους. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της ωρίμανσης. Ποτέ δεν είναι αργά. Όπως πρέπει σε κάποιες περιπτώσεις να είμαστε σε εγρήγορση, να αντιδράμε και να διεκδικούμε έτσι υπάρχουν και οι στιγμές που δεν υπάρχει κάτι πιο σοφό, κάτι πιο ωφέλιμο από το να ουρλιάξουμε μέσα μας, χωρίς να το πολυσκεφτούμε, τη σωτήρια φράση:

«Στα αρχίδια μου»



Τρίτη 5 Μαρτίου 2019

Καμιά καλή πράξη δεν μένει ατιμώρητη



Ένα ρητό που κάποτε είχα ακούσει, δεν θυμάμαι από ποιον, ήταν το «καμιά καλή πράξη δεν μένει ατιμώρητη». Μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση τότε, ήμουν αρκετά μικρότερος και δεν μπορούσα να καταλάβω πως γίνεται μία καλή πράξη να τιμωρείται. Μου φαινόταν τελείως ασύνδετες οι έννοιες της οποιαδήποτε αγαθοεργίας και της ποινής για την πράξη αυτή.

Στην αρχή φαντάστηκα ότι ήταν κάποιο είδος Νόμου του Μέρφι. Ότι δηλαδή το σύμπαν ή ο Θεός αποτελούν ένα είδος σαδιστών που γουστάρουν να εμπαίζουν τους ανθρώπους και ιδιαίτερα αυτούς που προσπαθούν να διαπράξουν το καλό. Έτσι για την ισορροπία των δυνάμεων των κοσμικών διαστάσεων, για να μην ανατιναχθεί η γη από κάποια υπερβολική δόση καλοσύνης. Η πρόληψη σώζει.

Αλλά τελικά στην πορεία κατάλαβα ότι δεν είναι κάποια υπερφυσική δύναμη που προκαλεί αυτό το παράδοξο. Αντίθετα η αιτία βρίσκεται σε κάτι απολύτως γήινο και πραγματικό. Στην έμφυτη τάση των περισσότερων ανθρώπων να αντιλαμβάνονται τα διάφορα κακόμοιρα «καλά παιδιά» αυτού του κόσμου ως ΜΑΛΑΚΕΣ. Από την αρχαιότητα συνέβαινε αυτό, σήμερα όμως που κάθε αίσθηση αλληλεγγύης, συλλογικότητας και σεβασμού στον συνάνθρωπο έχει σχεδόν εκμηδενιστεί, το φαινόμενο αυτό έχει εξαπλωθεί και οι συνέπειες του έχουν μεγιστοποιηθεί.

Παραδείγματα έχουν υπαρξει πολλά μέχρι τώρα στη ζωή μου, αλλά ένα από τα χαρακτηριστικότερα και εντονότερα είναι αυτό που συμβαίνει ΤΩΡΑ! Όχι πραγματικά αυτή τη στιγμή νιώθω ξεκάθαρα ότι βιώνω την τιμωρία μίας καλής πράξης μου. Τι ακριβώς συμβαίνει; Θα τα γράψω παρακάτω διότι αν δεν το κάνω, τα νεύρα μου μπορεί να προκαλέσουν πράξεις και με τη σειρά τους ειδήσεις με επικεφαλίδες του τύπου, «παράφρων Έλληνας έσφαξε με το κουτάλι του γλυκού, ομοεθνή του και μία γυναίκα με καταγωγή από τη Βουλγαρία, αμετανόητος δηλώνει ο δράστης του στυγερού εγκλήματος». Παρεπιπτόντως αυτή τη στιγμή ακούω το “
De Mysteriis Dom Sathanas” των Mayhem, Νορβηγικού Black Metal συγκροτήματος όπου ο τραγουδιστής τίναξε τα μυαλά του στον αέρα και ο κιθαρίστας που τον βρήκε κράτησε για σουβενίρ κομμάτια από το κρανίο του, έτσι για το γούρι. Πράγμα που δεν λειτούργησε καθώς λίγα χρόνια μετά δέχτηκε 21 μαχαιριές από έναν μουσικό συνεργάτη του και έτσι άφησε τον μάταιο τούτο κόσμο. Ταιριάζει απόλυτα στη παρούσα συναισθηματική μου κατάσταση.

Έχει εδώ και κάποιες μέρες και φιλοξενώ τον αδερφό του συγκατοίκου μου και φίλο μου, ώστε να μπορέσει να τελειώσει τη διπλωματική του. Όταν ερωτήθηκα για το ενδεχόμενο αυτό, απάντησα με όλη μου την ψυχή, θετικά, διότι και εγώ έλαβα βοήθεια στο ξεκίνημα της ζωής μου εδώ, έτσι θα ήταν μέγιστη αγνωμοσύνη να την αρνηθώ τώρα. Είχαμε συμφωνήσει, ότι μπορεί να φέρνει γυναίκες και να κάνει ότι γουστάρει μαζί τους, όταν εγώ θα λείπω ή έστω όταν θα κοιμάμαι στο δωμάτιο μου, αρκεί φυσικά να μην συμβαίνει αυτό στο κρεβάτι μου και να καθαρίζει μετά οτιδήποτε χρειαστεί να καθαριστεί. Μέχρι τώρα την ψιλοπαλεύαμε, μια και είχα κάνει κάποιες απαραίτητες υποχωρήσεις όπως για παράδειγμα να μην βάζω μουσική το πρωί για να μην τον ξυπνήσω μια και κοιμάται στο σαλόνι.

Μέχρι που σήμερα στις 3 το μεσημέρι άκουσα το θυροτηλέφωνο. Όταν αναρωτήθηκα φωναχτά «ποιος να είναι;» η απάντηση που πήρα ήταν ότι ήρθε μία γκόμενα που τραβιέται αυτόν τον καιρό στο σπίτι. Χωρίς να ξέρω τίποτα, χωρίς να ενημερωθώ νωρίτερα χωρίς να ερωτηθώ εννοείται για το αν δέχομαι επισκέψεις. Από εκείνη τη στιγμή και μέχρι τώρα 12 το βράδυ και 26 πρώτα λεπτά, κάθομαι και κρατάω το φανάρι για ένα ζευγάρι που συχνά-πυκνά γλωσσοφιλιούνται και ακούω τα σπλατς-σπλουτς των φιλιών τους και ΟΛΕΣ τις συζητήσεις τους. Με ένα μικρό διάλλειμα όταν πήγα γυμναστήριο και όταν γύρισε ο συγκάτοικος μου και έτσι μοιραστήκαμε κάπως το βάρος του φαναριού.

Θα πει κανείς, «γιατί δεν τους λες κάτι;». Αφενός έχω αυτή τη μαλακία το να θεωρώ τελείως αντιανθρώπινο, να διακόπτω τρυφερές στιγμές και αφετέρου θέλω να δω μέχρι που θα φτάσει η αδιαφορία τους, σε ποιο βαθμό κακουργήματος θα τερματιστεί. Άλλος θα αναρωτηθεί, γιατί δεν πάω στο δωμάτιο μου; Διότι είναι πολύ μικρό για να περάσω όλη την μέρα μου εκεί, διότι δεν έχει γραφείο για να βάλω τους υπολογιστές μου και ΚΥΡΙΩΣ διότι στα 822,5 γαμημένα ευρώ που δίνω τον μήνα για ενοίκιο, περιλαμβάνεται και η απόλαυση του ευρύχωρου, μοντέρνου και ευήλιου σαλονιού μου.

Για να μην παρεξηγηθώ, δεν με έχει πιάσει κάποιου είδους γεροντοκορισμός ή μπακουρισμός. Απλά θεωρώ τον έρωτα, μία αυστηρά προσωπική υπόθεση και δεν έχω καμιά όρεξη να ανακατεύομαι σε ιστορίες άλλων, ηθελημένα ή μη και όπως εγώ δεν γουστάρω να αναγκάζω άλλους να με παίρνουν μάτι έτσι και εγώ δεν γουστάρω να γίνομαι μπανιστιρτζής εξ’αμελείας. Και η κοπέλα είναι συμπαθέστατη και γουστάρω την παρέα της αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θέλω να την έχω πάνω από το κεφάλι μου 9 γαμημένες ώρες, χωρίς να την προσκαλέσω καν στο ίδιο μου το σπίτι στο οποίο θέλω να χαλαρώσω με την ησυχία μου στο ρεπό μου, μετά από ένα σαββατοκύριακο που ξυπνούσα στις 4μιση το πρωί για να πάω στη δουλειά μου.

Αυτά. Τα έγραψα και ξεθύμανα. Προς το παρόν.