Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2020

Η επιστήμη είναι το εργαλείο για να να καταλάβουμε το "Θεό"

Με αφορμή την πανδημία που βιώνει ο πλανήτης εδώ και πολλούς μήνες, αναθερμάνθηκε μία διαχρονική κόντρα, η οποία ακόμα ουσιαστικά δεν έχει παύσει ποτέ, τους τελευταίους αιώνες ειδικά. Είναι η διαμάχη θρησκείας και επιστήμης, το που ξεκινάει η μία και που τελειώνει η άλλη, πόσο διαψεύδονται εκατέρωθεν, πόσο μπορούν να συνυπάρξουν και αν τελικά μπορούμε έστω και να το διανοηθούμε το τελευταίο. Διότι πρόκειται περί του πραγματικού αιώνιου δίπολου, του ορισμού των δύο άκρων που δεν φαίνεται το πως μπορούν να συγκλίνουν.

Να τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Από την πολύ αρχή. Όταν το πλάσμα που λέγεται άνθρωπος, άρχισε να αναρωτιέται τι γίνεται με το περιβάλλον του. Γιατί φυσάει, γιατί βρέχει, γιατί υπάρχει η θάλασσα, πως και γιατί τέλος πάντων, βιώνει εμπειρίες οι οποίες φαίνονται τελείως ανεξάρτητες της βούλησης του. Μόνο η θεωρία ύπαρξης μίας άλλης βούλησης, πέρα από τη δική του, μπορούσε τότε να δώσει την απάντηση. Οι Θεότητες. Έτσι άρχισει να προσωποποιεί σε, πνεύματα θεούς και θεές, όλα τα φαινόμενα που παρατηρούσε γύρω του. Ουσιαστικά, όλη η πλάση θεοποιήθηκε. Και όχι άδικα. Ή, μαλλον, όχι αδικαιολόγητα.

Καθώς τα χρόνια, οι αιώνες και οι χιλιετίες προχωρούσαν, οι διάφορες θρησκείες εξελίσσονταν, γίνονταν πιο περίπλοκες, καθώς αναλάμβαναν το «καθήκον» να δώσουν απάντησεις στα όλο και πιο πολλά ερωτήματα που γεννούσε ο συνεχώς αναπτυσσόμενος ανθρώπινος εγκέφαλος μέχρι που τελικά κατέληξαν να επικρατήσουν οι μονοθεϊστικές. Οι οποίες αυτό που έκαναν ουσιαστικά ήταν να φορτώσουν όλες τις ευθύνες των διάφορων θεοτήτων σε εκάστοτε μία. Τον Θεό. Πλέον, τα πάντα έξω από τη βούληση του ανθρώπου, ήταν ένας και μοναδικός Θεός, υπεύθυνος για οτιδήποτε ξέφευγε από την αντίληψη του δημιουργήματος του. «Ποιητής Ουρανού και Γης, ορατών τε πάντων αοράτων», που λέει και το «Πιστεύω». Ή ο «Θεός είναι παντού», όπως δήλωναν όλες οι μονοθεϊστικές θρησκείες.

Βλέποντας μακροσκοπικά την Ιστορία, θα διαπιστώσουμε όμως, ότι ταυτόχρονα(με λίγους αιώνες διαφορά, αμελητέος χρόνος μπροστά στην εξέλιξη του ανθρώπινου είδους) με τις μονοθεϊστικές θρησκείες, άρχισαν να αναπτύσσονται και άλλοι τρόποι εξήγησης και κατανόησης του περιβάλλοντος του ανθρώπου, των φαινομένων της βροχής, του αέρα, της θάλασσας και οτιδήποτε δεν έλεγχε με ιδίαν πρωτοβουλία ο ίδιος. Επιτηδευμένα επαναλαμβάνομαι. Διότι αυτή η νέα μέθοδος κατανόησης του περιβάλλοντος, η επιστήμη, κλήθηκε να εξηγήσει αυτό που «εξηγούσε» ήδη η θρησκεία. Τη φύση. Το σύμπαν. Αυτό που οι θρησκευόμενοι αποκαλούσαν «Θεό» ή έστω εκφράσεις και εκφάνσεις του «Θεού».

Ουσιαστικά οι δύο αυτές μέθοδοι, είχαν την ίδια στόχευση απλά με διαφορετική αφετηρία. Η θρησκεία περιέγραφε το σύμπαν από τα «πάνω», από το Δημιουργό και Διαχεριστή του, ενώ η επιστήμη από τα «κάτω», από τον ίδιο τον άνθρωπο. Η πρώτη ξεκινούσε την κοσμοθεωρία από τον πομπό, ενώ η δεύτερη από τον δέκτη. Μοιραία, κάποια στιγμή θα συναντιόντουσαν και κάπως έτσι η «σύγκρουση» τους με μία πρώτη ματιά, φαινόταν αναπόφευκτη, ειδικά στα μάτια των παθιασμένων υποστηρικτών της εκάστοτε μεθόδου.

Αθροίζοντας όλα τα παραπάνω, εγώ προσωπικά σαν άθρησκος που όμως δεν είμαι ιδιαίτερα πολέμιος στην έννοια της πίστης μια και μπορώ να κατανοήσω αυτή την ανάγκη που έχουν πάρα πολλοί άνθρωποι, αναρωτιέμαι «προς τι όλη αυτή η φασαρία;». Διότι αν δεχτούμε ότι όλο το σύμπαν και παραπέρα είναι αποτέλεσμα της δημιουργικότητας μίας ανώτερης ενσυνείδητης ύπαρξης, τότε αυτό που αντιλαμβάνομαι, είναι ότι η επιστήμη είναι το πλέον αξιόπιστο και καταλληλότερο εργαλείο που έχουμε εμείς οι ταπεινοί άνθρωποι, να κατανοήσουμε αυτό που αποκαλούμε Θεό ή έστω το μεγαλύτερο -γνωστό μας-  επίτευγμα του, το σύμπαν. Να επικοινωνήσουμε μαζί του και να το καταλάβουμε λίγο περισσότερο από πριν.

Δεν μπορώ να κατανοήσω γιατί η προσπάθεια επικοινωνίας του ανθρώπου με τον Θεό, μέσω της επιστήμης, να θεωρείται βλάσφημη, ενώ αντίθετα μέσω των προσευχών να λογίζεται θεάρεστη. Στην τελική και εμείς οι υπέρμαχοι της επιστήμης και οι υπέρμαχοι της πίστης, το ίδιο πράγμα αποζητούμε και τώρα, όπως αποζητάμε από την αρχή της ύπαρξης του είδους μας. Την λύτρωση του εαυτού μας, μέσω της κατανόησης της ίδιας μας της ύπαρξης. Και των βασάνων που ενίοτε τη συνοδεύουν, όπως ο
covid-19.



Πηγή εικόνας: brewminate.com

Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2020

Η χώρα του Αραράτ


Ο πολύ πρόσφατος πόλεμος μεταξύ της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν, μου υπενθύμισε ένα ενδιάφερον που μου είχε δημιουργηθει κατά τη διάρκεια της ζωής μου και ενώ σύλλεγα πληροφορίες για την ιστορία και τον πολιτισμό διάφορων λαών και χωρών. Αυτό είχε να κάνει με τους Αρμένιους, έναν λαό, τον οποίο τον έζησα λίγο στην πόλη της Θεσσαλονίκης που μεγάλωσα και υπάρχει μία μικρή αλλά αρκετά δραστήρια Αρμένικη κοινότητα.

Το ενδιαφέρον προέκυπτε από το γεγονός ότι οι Αρμένιοι δεν ανήκουν ξεκάθαρα σε κάποια μεγαλύτερη ομάδα λαών, είτε αυτό έχει να κάνει με την ανθρωπολογία τους, είτε με τη γλώσσα τους, είτε με τη θρησκεία τους. Δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ούτε Σλάβοι, όπως πολλοί λαοί που ζούσαν στη Σοβιετική Ένωση, ούτε Άραβες, ούτε Πέρσες, ούτε Ανατολίτες με την έννοια των λαών που ζούσαν στη Μικρά Ασία και έπειτα από τον Αλέξανδρο βαθμιαία εξελληνίστηκαν, όπως οι γείτονες τους, στην ενδοχώρα του Πόντου. Η γλώσσα τους δεν ανήκει ξεκάθαρα σε κάποια μεγαλύτερη ομάδα γλωσσών, εκτός από την ευρύτερη των Ινδοευρωπαϊκών και η θρησκεία τους, παρότι Χριστιανισμός, δεν εντάσσεται ούτε στην Καθολική ούτε στην Ορθόδοξη πίστη, είναι αλλουνού παππά ευαγγέλιο.

Στα ερωτήματα που προέκυψαν, μόνο η αγαπημένη μου επιστήμη, η Ιστορία, θα μπορούσε να δώσει κάποιες απαντήσεις ή τουλάχιστον να ξεθολώσει το τοπία σχετικά με το πως προέκυψε η σχετική ιδιαιτερότητα του σύγχρονου Αρμένικου πολιτισμού, η κοιτίδα του οποίου έχει ταυτισθεί με την οροσειρά του Αραράτ.

Η πρώτη αναφορά της λέξης «Αρμενία», υπήρξε γύρω στο 600-500 π.Χ. όταν οι Μήδοι και έπειτα οι Πέρσες κατέλαβαν την ευρύτερη περιοχή, η οποία έγινε αυτοδιοίκητη υπό το καθεστώς της Σατραπείας της Αρμενίας. Έπειτα από τις κατακτήσεις του Αλεξάνδρου ανεξαρτητοποιήθηκε και αποτέλεσε μία από τις περιφερειακές δυνάμεις της εποχής και μάλιστα είχε στενές επαφές με το βασίλειο του Πόντου. Ουσιαστικά εκείνη την περίοδο σχηματίζεται η Αρμενία που γνωρίζουμε έως σήμερα και στους επόμενες αιώνες είτε ως ανεξάρτητο βασίλειο, είτε ως προτεκτοράτο, είτε ως Εμιράτο, είτε ως Σοβιετική δημοκρατία και εν τέλει ανεξάρτητο κράτος.

Όπως αντιλαμβάνεται κάποιος, η ιστορία της κρατικής οντότητας και της χώρας της Αρμενίας, υπήρξε αρκετά ταραχώδης. Αρχικά, γύρω στον 1ο αιώνα π.Χ. βρέθηκε στη δυσάρεστη θέση να αποτελεί κράτος-ανάχωμα ή προτεκτοράτο, είτε της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορία είτε της Παρθικής, εναλλάξ ανάλογα με την εκάστοτε έκβαση των πολέμων μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων της εποχής. Ενδιάμεσα έγινε το πρώτο κράτος που υιοθέτησε τον Χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία.

 Έπειτα η Αρμενία υπέστη το ίδιο γεωπολιτικό μοτίβο με τους διαδόχους των δύο «προστατών» της, της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της αντίστοιχης των Σασσανιδών. Δεν ήταν λίγες φορές μάλιστα που τα εδάφη της διαμοιράστηκαν ανάμεσα στις δύο αυτοκρατορίες. Το τελευταίο, είχε ως αποτέλεσμα σημαντικοί Αρμένικοι πληθυσμοί να βρεθούν εντός Αν. Ρωμαϊκής επικράτειας, να εκρωμαϊστούν(δηλαδή να μιλάν ελληνικά και να γίνουν χριστιανοί ορθόδοξοι) μερικώς ή πλήρως και έτσι να υπάρξουν και Αρμένιοι αυτοκράτορες, όπως ο Λέων Ε’(813-820 μ.Χ). Η χώρα της Αρμενίας από την άλλη, εξελίχθηκε σε εμιράτο, ημιαυτόνομο τμήμα του Αραβικού Χαλιφάτου, μία κατάσταση στην οποία οι Αρμένιοι κατόρθωσαν να επιτύχουν τη διατήρηση της πίστης τους.

Μέχρι που εκμεταλλευόμενοι την αποδυνάμωση της κεντρικής εξουσίας του Χαλιφάτου, πέτυχαν την απόλυτη ανεξαρτησία  τους, το 884 μ.Χ. υπό την ηγεσία της δυναστείας των Βαγρατιδών, έπειτα από σχεδόν μία χιλιετία έμμεσης ή άμεσης υποταγής σε ισχυρότερες δυνάμεις. Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στην ύστερη πρωτεύουσα του κράτους αυτού, το Ανί, το οποίο εξελίχθηκε σε μία από τις μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου, εκείνης της εποχής, με πληθυσμό που ξεπερνούσε τις 100.000 κατοίκους.

Παρ’ όλα αυτά, τον 11ο αιώνα μ.Χ. το κράτος της Αρμενίας άρχισε να διασπάται σε μικρότερα κομμάτια. Κάποια από αυτά απορροφήθηκαν από την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και κάποια παρέμειναν ανεξάρτητα, μέχρι που τελικά ολόκληρη η χώρα υποτάχθηκε στους Σελτζούκους Τούρκους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, πολλοί Αρμένιοι άρχοντες και λαός να μεταναστεύσουν στην Κιλικία(περιοχή βόρεια της Κύπρου και νότια της οροσειράς του Ταύρου) και εκμεταλλευόμενοι το χάος που προκλήθηκε στη Μικρά Ασία μετά τη Μάχη του Μάτζικερτ(1071 μ.Χ.), ίδρυσαν το Πριγκηπάτο της Κιλικίας, ένα αυτόνομο κράτος υποτελές στους Κομνηνούς(Ρωμαίοι Αυτοκράτορες), που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στις Σταυροφορίες και έπειτα προήχθη σε βασίλειο, στα τέλη του 12ου αιώνα, για να καταστεί λίγο αργότερα υποτελές στους Μογγόλους και τελικά να καταλυθεί το 1375 μ.Χ.

Στην αρχέγονη πατρίδα των Αρμενίων, η χώρα τους επέστρεψε στη δυσμενή συνθήκη του προτεκτοράτου και του εμπόλεμου πεδίου, μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας της Σαφαβιδικής δυναστείας(Πέρσες), αλλάζοντας εναλλάξ επικυρίαρχους ή και κατακτητές, κάποιες φορές μοιραζόμενη ανάμεσα στους δύο.  Για να καταλήξουμε στον 19ο αιώνα που η Αρμενία μοιράστηκε ακόμα μία φορά, αυτή τη φορά μεταξύ Οθωμανών και Ρώσων. Στην επικράτεια των πρώτων άρχισαν να τίθονται ζητήματα Αρμένικης ανεξαρτησίας, με συνέπεια μία πρώτη σειρά σφαγών από τον Σουλτάνο και έπειτα τη γνωστή γενοκτονία από τους Νεότουρκους, το 1915, με τους νεκρούς να υπολογίζονται στο 1,5 εκατομμύριο.

Λίγο αργότερα και ενώ ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος συνεχιζόταν, η Ρωσική Αυτοκρατορία κατέλαβε ολόκληρη την Αρμενία, για να την εγκαταλείψει σύντομα λόγω της Οκτωβριανής Επανάστασης και έπειτα να δημιουργηθεί, με υποστήριξη της Αντάντ, μία ανεξάρτητη δημοκρατία η οποία φιλοδοξούσε να επεκταθεί σε εδάφη της Τουρκίας, μέχρι οι μεγάλες δυνάμεις να αλλάξουν γνώμη και μέσω της επιτηδευμένης αδράνειας τους, να ευνοήσουν τον Κεμάλ Ατατούρκ. Την ίδια περίοδο το μέχρι πρότινος Οθωμανικό Ιράκ και τα πετρέλαια του, περνούν σε Βρετανική κυριαρχία.

Μετά από ακόμα ένα πόλεμο με τους Τούρκους, η Αρμενία γίνεται μέρος της Σοβιετικής Ένωσης, όπου μέχρι και την άνοδο του Στάλιν, το επίπεδο ζωής στην ταλαιπωρημένη από πολέμους χώρα βελτιώθηκε, για να ξαναπέσει ξανά λόγω των διώξεων που επέβαλλε το σταλινικό καθεστώς. Οι διώξεις σταμάτησαν με τον θάνατο του Στάλιν και την άνοδο του Χρουστσώφ. Παρεπιπτόντως και το ζήτημα του Ναγκόρνο-Καραμπάχ φαίνεται να  προέκυψε έπειτα από την πίεση του Στάλιν, πριν ακόμα γίνει Γενικός Γραμματέας, να δοθεί στη Σοβιετική Δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν.

Τελικά, το 1991 η Αρμενία γίνεται ανεξάρτητη αλλά γενικότερα υπάρχουν πολλά ζητήματα στην περιοχή με τα σύνορα και τις μειονότητες. Είναι χαρακτηριστικό, ότι πέρα από το Ναγκόρνο-Καραμπάχ, υπάρχει ακόμα μία περιοχή, η Αυτόνομη Δημοκρατία του Ναχιτσεβάν, η οποία αν και έδαφος του Αζερμπαϊτζάν, είναι τελείως αποσπασμένη από το κυρίως κράτος και δεν υπάρχει τρόπος να επικοινωνήσουν οδικώς, χωρίς να περάσουν από τα εδάφη της Αρμενίας και του Ιράν. Και δυστυχώς, όπως μας διδάσκει η Ιστορία, η παγκόσμια και η Αρμένικη ειδικότερα, η πιθανότητα τα προβλήματα αυτά να επιλυθούν ειρηνικά και με διάλογο, είναι ελάχιστη.


Υ.Γ. Ένα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία του Αρμένικου πολιτισμού είναι το πνευστό όργανο Duduk, του οποίου ο όμορφος και γλυκός ήχος χρησιμοποιείται, πέρα από ψυχαγωγία, και για διαλογισμό. Ένα δείγμα του, βρίσκεται στον παρακάτω σύνδεσμο.





Πηγή εικόνας: oreinoi.com

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2020

Οι ψυχολογικές επιπτώσεις της πανδημίας


Ήταν αναμενόμενο πως όταν ξεκίνησε η ιστορία της πανδημίας, η ζωή των περισσότερων ανθρώπων θα επηρεαζόταν, σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα δραματικά. Είναι έτσι δομημένη η παγκόσμια κοινωνία στον 21ο αιώνα που θα ήταν αναπόφευκτο για την πλειοψηφία από εμάς να αποφύγει τις συνέπειες που ο κορωνοϊός προκάλεσε συνολικά.

Εννοείται πως στις δραματικές περιπτώσεις, συμπεριλαμβάνονται αρχικά οι άνθρωποι που υπέφερε η υγεία η δικιά τους και των αγαπημένων τους ανθρώπων και έπειτα αυτοί που είδα την οικονομική τους κατάσταση να υποβαθμίζεται, είτε λόγω του φυσιολογικού περιορισμένου τζίρου που προκαλούν τα διάφορα
lockdown και περιορισμοί είτε διότι είδαν τους μισθούς τους να πετσοκόβονται ή ακόμα και οι ίδιοι να χάνουν τη δουλειά τους. Και μαζί και το μοναδικό τους εισόδημα.

Και ενώ αδιαμφισβήτητα τα παραπάνω θύματα του κορωνοϊού πρέπει να είναι η απόλυτη προτεραιότητα για να υποστηριχθούν από τις κοινωνίες και τις κυβερνήσεις, δεν πρέπει να προσπεράσουμε και κάποια άλλα «θύματα». Δευτερεύοντα μεν, άνθρωποι που πλήττονται από τις δυσμενείς συνθήκες, δε. Είναι αυτοί και αυτές που έχουν πληγεί ψυχολογικά από την παρατεταμένη απομόνωση που έχει προκληθεί από τις διάφορες μορφές ήπιας και βαριάς καραντίνας.

Αναλογίζομαι το πόσοι συνάνθρωποι βρίσκονται στην πραγματικά άσχημη κατάσταση, να βιώνουν τους τελευταίους οχτώ μήνες μία στείρα ρουτίνα του δουλειά-σπίτι-ύπνος και ξανά δουλειά-σπίτι-ύπνος. Που έτυχε ο κορωνοϊός να τους βρει χωρίς κάποιον σύντροφο και μακριά από τους φίλους τους και την οικογένεια τους. Που τα καθημερινά ερεθίσματα τους, περιορίζονται σε νέα σχετικά με τον ιό, στα εμβόλια που δεν έρχονται ποτέ, στις έμμεσες απειλές-προειδοποιήσεις για νέα
lockdown, στο πόσοι νόσησαν και σήμερα, στο πόσοι είναι στις ΜΕΘ και τελικά στο πόσοι πεθάναν λόγω επιπλοκών του covid-19.

Δεν είναι εύκολο να έχεις μία τέτοια καθημερινότητα, φτωχή και μίζερη, χωρίς να μπορείς έστω να την εμπλουτίσεις με βόλτες σε θέατρα, κινηματογράφους, συναυλίες, γήπεδα, ολιγοήμερες διακοπές και κυρίως, νέες γνωριμίες. Και μάλιστα χωρίς να υπάρχει  ο παραμικρός ορίζοντας ή ημερομηνία λήξης  σε αυτό το ζοφερό περιβάλλον, διότι ας μην γελιόμαστε, αυτή τη στιγμή που γράφεται το παρόν κείμενο, κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί το πότε θα επιστρέψει αυτή η ρημάδα η κανονικότητα. Η ελπίδα που έχει ως συναίσθημα, την φήμη ότι είναι αυτή που δίνει ζωή σε ένα άτομο που ταλαιπωρείται, έχει στις μέρες μας ανεπαρκή θεμέλια και φυσιολογικά καταρρέει γρήγορα, μετά τη γέννηση της.

Δεν είναι λίγοι οι άνθρωποι οι οποίοι στερούμενοι όλα τα παραπάνω, νιώθουν όλη αυτή την επανάληψη στις ιστορίες των ημερών τους, ως ένα τερατώδες κενό που τους περικυκλώνει και τους σφίγγει σε βαθμό ασφυξίας. Και δεν θα τους κατηγορήσω για το γεγονός ότι πολλοί από αυτούς δεν μπορούν να δουν την πανδημία ως μία ευκαιρία για να αναπτύξουν την αυτογνωσία και την αυτοεκτίμηση τους, εκμεταλλευόμενοι την απουσία αρνητικών εξωτερικών ερεθισμάτων που παλιότερα θα τους έβλαπταν. Διότι δεν μπορούν όλοι να πληρώνουν ψυχοθεραπευτή ή να έχουν καλλιεργήσεi τον εαυτό τους με μοναχικές δραστηριότητες για χόμπι, ώστε να μπορούν να διαχειριστούν αυτές τις περιστάσεις. Ή και τα δύο.

Παρ’ όλα αυτά, δυστυχώς δεν φαίνεται να υπάρχει και άλλη θετική επιλογή σε αυτό το ριψοκίνδυνο μεταίχμιο που έχουν βρεθεί πολλοί συνάνθρωποι μας. Η γενικότερη κατάσταση μας δείχνει ότι όσο θα διαρκέσει η πανδημία, δεν έχουν καλύτερη επιλογή από το να αφοσιωθούν στον εαυτό τους και στις όσες ανθρώπινες σχέσεις έχουν ήδη κτίσει. Να διαβάσουν βιβλία, να ανακαλύψουν καινούριες μουσικές, να παρακολουθήσουν ταινίες και σειρές που θα τους ψυχαγωγήσουν, να προσέξουν τη φυσική τους κατάσταση και να λένε και κανένα «σ’αγαπώ» εκεί που έχει αποδειχθεί ότι αξίζει να ειπωθεί.



Πηγή εικόνας: pinerivertimes.com