Τρίτη 30 Ιουνίου 2020

Γράφω, άρα υπάρχω

Πόσοι άνθρωποι έχουν ζήσει πάνω στη Γη; Πέρα από τα 7,5 δισεκατομμύρια που ζουν αυτή τη στιγμή, από τότε που ξεκίνησε αυτό το πλάσμα που αυτοαποκαλείται άνθρωπος, πόσα ομοειδή του έχουν περπατήσει πάνω στον πλανήτη αυτό; Νομίζω ότι κάπου είχα διαβάσει περί 100 δισεκατομμυρίων, αλλά δεν ξέρω κατά πόσο ισχύει ή κατά πόσο ανακαλώ αυτή την ανάμνηση σωστά. Δεν νομίζω ότι έχει και ιδιαίτερη σημασία.

Και αυτό διότι το 99,999% των ζωών που διαδραματίστηκαν, δεν είχαν από μόνες τους, τον παραμικρό αντίκτυπο στις ζωές των άλλων, πέρα από τις οικογένειες τους, άντε και κάποιους πολυαγαπημένους τους ανθρώπους. Όλες αυτές τις ζωές, τις θυμόνταν λειψές τα παιδιά τους, με ελάχιστες πτυχές τους να γίνονται γνωστές στα εγγόνια τους και από αυτές να επιβιώνουν μόνο τα ονόματα των κατόχων τους στα δισέγγονα. Και ύστερα καταχωρήθηκαν για πάντα στο κρυφό ληξιαρχείο της Γης, του οποίου η τοποθεσία είναι άγνωστη, αν και είναι βέβαιο το βάθος του. Δύο μέτρα κάτω από τα ραδίκια.

Και φυσικά αυτή η έλλειψη αντίκτυπου δεν επηρεάζει μόνο το μέλλον αλλά και το ίδιο το παρόν. Αυτή η τόσο μοναδική κατάσταση, η ύπαρξη των περισσότερων από μας στη πραγματικότητα δεν επηρεάζει άλλους ανθρώπους πέρα από τους οικείους μας. Και ακόμα και αν δεν το έχουν συνειδητοποιήσει, μία σημαντική πλειοψηφία μας δεν νιώθει καθόλου άνετα με την ιδέα αυτής της αμελητέας επιρροής. Τα μέσα κοινωνική δικτύωσης, όπου ο καθένας λέει το μακρύ του και το κοντό του, είναι μία τρανταχτή ένδειξη της ανάγκης πολλών ανθρώπων να δηλώσουν ή κα να φωνάξουν ακόμα, ότι υπάρχουνε.

Φυσικά, μεγάλο ρόλο παίζει και το περιεχόμενο αυτής της κραυγής, έχουμε ακούσει κοτσάνες και κοτσάνες, αλλά αυτή-καθεαυτή η ανάγκη είνα θεμιτή, ειδικά για έναν τύπο σαν τον γράφων που έχει απόλυτη συναίσθηση του γεγονότος, ότι δεν αποτελεί και κατά πάσα πιθανότητα δεν θα αποτελέσει, την εξαίρεση στον προδιαγεγγραμένο κανόνα της λήθης που θα καλύψει τις ζωές των περισσότερων από εμάς. Θα ήταν υποκρισία να μην έδειχνα κατανόηση σε μία αδυναμία η οποία διακατέχει έντονα και μένα.

Και αυτή είναι η απάντηση στο ερώτημα που γεννιέται πολλές φορές μέσα στο μυαλό μου, στο «γιατί γράφω;». Όλες αυτές οι σκέψεις και τα συναισθήματα που εμπνέονται από τη ζωή μου και το περιβάλλον μου, κυκλοφορούν μέσα στους νευρώνες μου, σε βαθμό που πολλές φορές προκαλούν μποτιλιάρισμα, στην πραγματικότητα δεν θα είχαν καμία υλική υπόσταση, πέρα από την ηχητική σε κάποιες κουβέντες με τους δικούς μου ανθρώπους. Δεν θα υπήρχαν. Και μαζί τους δεν θα υπήρχα και εγώ, σίγουρα όχι στον βαθμό που θα ήθελα.

Όμως με την τέχνη ή απλά τη μέθοδο της γραφής, σε οποιαδήποτε περίπτωση μία από τις αρχαιότερες πρακτικές της ανθρωπότητας, οι σκέψεις και τα συναισθήματα αυτά μετουσιώνονται σε κάτι χειροπιαστό. Δεν είναι το μελάνι ή για την ακρίβεια, τα
pixels της οθόνης που πέρνουν την επιθυμητή μορφή. Αυτά είναι απλά το υλικό μέσο. Το απαραίτητο και αναγκαίο όμως, για να μπορέσουν αυτά τα γεννήματα του εγκεφάλου μου να γίνουν κάτι παραπάνω από απλά απόβλητα μίας εσωτερικής χημικής διαδικασίας. Να γίνουν ερεθίσματα, για άλλες σκέψεις, για άλλα συναισθήματα άλλων ανθρώπων, κατά πόσο σωστά ή λανθασμένα, δεν είναι της παρούσης, για να το κρίνω.

Ακόμα όμως και να μην διαβάσει κανείς αυτές τις λέξεις, ακόμα και αν δεν ακούσει κανείς τους ήχους ενός τραγουδιού, τα χρώματα μίας ζωγραφιάς, τις εικόνες μίας ταινίας και οποιοδήποτε υλικό αντίκρυσμα της οποιαδήποτε έκφρασης, αυτά θα έχουν ενσαρκωθεί, θα υπάρχουν κάπου διαθέσιμα για να συγκινήσουν, να προβληματίσουν αυτόν που κάπου, κάποτε θα αφιερώσει ένα δευτερόλεπτο του χρόνου για αυτά. Ακόμα και αν αυτός τελικά θα είναι το τρισέγγονο του εκάστοτε δημιουργού, που θα γνωρίζει μόνο το όνομα του. Και θα είναι αυτό μία υποτυπώδης απόδειξη ότι ο άνθρωπος που τα υλοποίησε, κάποτε υπήρξε. Θα έχει αφήσει ένα μικρό στίγμα.



Πηγή εικόνας: open.edu

Τρίτη 23 Ιουνίου 2020

Αυτοί που δεν μολύνθηκαν


«Λένε ότι υπάρχει αρκετή θρησκεία στον κόσμο, για να κάνει τους ανθρώπους να μισούν ο ένας τον άλλον, αλλά όχι αρκετή για να τους κάνει να αγαπούν.» λέει κάποια στιγμή ο Louis Cyphre στον ντετέκτιβ Harry Angel, κατά τη διάρκεια μίας συνάντησης τους σε μία εκκλησία της Νέας Ορλεάνης, στην ταινία Angel Heart του Alan Parker

Και μπορεί το διαφορετικό θρήσκευμα να είναι μία από τις αρχαιότερες αφορμές που προκαλούν τους ανθρώπους, να μισούν άλλους ανθρώπους που δεν γνωρίζουν καν, αλλά δεν είναι η μόνη. Αν ψάξει και αναλογιστεί κανείς μόνο στον σύγχρονο κόσμο πόσοι φαινομενικά λόγοι υπάρχουν για να μισούμε ο ένας τον άλλο, λογικά θα καταλήξει στο να καταναλώσει μία συσκευασία ηρεμιστικά, μια και έξω.

Διαφορετικά έθνη, ή και πιο συγκεκριμένα διαφορετικές φυλές, διαφορετικά φύλα, διαφορετικές σεξουαλικές ταυτότητες, διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, διαφορετικές ιδεολογίες, διαφορετικές κοσμοθεωρίες και γενικότερα όλες αυτές οι διαφορές αποτελούν αφορμές για να στοχεύουμε την οργή μας προς τους άλλους.

Η αλήθεια είναι ότι κάθε είδος μίσους, έχει τη δικιά του ιστορία, αν και είναι επίσης γεγονός ότι οι ξεχωριστές αυτές ιστορίες μπορούν πολύ συχνά να έχουν κοινά στοιχεία μεταξύ τους όσον αφορά το ποιοι τις ενστερνίζονται, τον λόγο που το κάνουν αυτό και το ποιους εξυπηρετούν οι διάφοροι συλλογικοί θυμοί.

Όμως έχω ασχοληθεί πολλές φορές παλιότερα με αυτούς που παρασύρονται από ενοχοποιητικές κορώνες όλων των μορφών. Τόσο πολύ που ίσως να αδικώ μία σημαντική μειοψηφία ανθρώπων, που παρότι και αυτοί βομβαρδίζονται από τις ίδιες παραπληροφορίες, έχουν καταφέρει να διατηρήσουν την ανθρωπιά και την κρίση τους. Είναι αυτοί που έχουν καταφέρει να μείνουν αμόλυντοι από το «δηλητήριο» που διαχέεται στην ενημερωτική μας ατμόσφαιρα.

Είναι όλοι αυτοί που παρότι ανήκουν σε κοινωνικές και όχι μόνο, ομάδες που έχουν υποστει πραγματική καταπίεση από άλλες αντίστοιχες κοινωνικές, και ξανά όχι μόνο, δεν έχουν επιτρέψει το δηλητήριο του συλλογικού μίσους να τους κάνει να εχθρεύονται τυφλά ανθρώπους που απλά τυχαίνει να έχουν κοινά ανθρώπινα χαρακτηριστικά με τους καταπιεστές τους. Που είναι καλλιεργημένοι αρκετά ώστε να γνωρίζουν να ρίχνουν τα βέλη τους με ακρίβεια στον πραγματικό στόχο.

Πολλά τα παραδείγματα και αν και αξίζουν όλα να αναφερθούν, αυτό είναι τεχνικά αδύνατο. Εϊναι ο Έλληνας που δεν μισεί κάποιον μόνο και μόνο επειδή είναι Τούρκος, ο Εβραίος που δεν εχθρεύεται κάποιον μόνο και μόνο επειδή είναι Γερμανός, ο μαύρος που δεν θεωρεί ότι η λέξη «λευκός» ταυτίζεται με το «ρατσιστής», η γυναίκα που δεν θεωρεί ότι κάποιος που είναι άντρας είναι αυτόματα και εν δυνάμει ύποπτος βιασμού ή έμφυλης βίας. Και φυσικά τον ρόλο του «κακού» της υπόθεσης μπορούν να πάρουν σε πολλές περιπτώσεις και τα προαναφερόμενα θύματα.

Και μόνο μαθηματικά, ή μάλλον στατιστικά να το δει κανείς, καταλαβαίνει ότι δεν είναι αμελητέο το κατόρθωμα τους. Και μόνο το γεγονός ότι αποφασίζουν συνειδητά να αποτελούν μέρος μίας μειοψηφίας ,είναι ένα παράσημο που συμβολίζει την ανεξαρτησία της βούλησης τους και του συστήματος αξιών τους. Η καχυποψία με την οποία αντιμετωπίζονται για πιθανή προδοσία της ομάδας που ανήκουν και οι δυσκολίες που γεννάει αυτή στον βίο τους, είναι επίσης ένα στοιχείο που αυξάνει τον δικαιολογημένο θαυμασμό απέναντι τους, συνήθως από τους ομοϊδεάτες τους.

Αλλά το πιο θαυμαστό στοιχείο τους, είναι ο αγώνας που πολλές φορές κάνουν απεναντι στον ίδιο τους τον εαυτό. Οι άνθρωποι γεννιόμαστε και πεθαίνουμε ατελείς. Έτσι και αυτοί ίσως κάποια στιγμή να ενστερνίζονταν τις απόψεις της πλειοψηφίας και σιγά-σιγά να ακολούθησαν το δικό τους νοητικό μονοπάτι. Μία μακρά και περίπλοκη διαδικασία. Δεν ξεμπερδεύει εύκολα κάποιος από τόσο στιβαρά στερεωμένες κοινωνικές προκαταλήψεις. Ακόμα και βαθιά θαμμένο να μείνει ένα απομεινάρι τους, στον συναισθηματικό και υποσυνείδητο κόσμο ενός ανθρώπου, δεν είναι λίγες οι φορές που θα προσπαθήσει μέσω μίας παρόρμησης να βγει προς τα έξω.

Η μάχη αυτή που λαμβάνει χώρα μέσα σε δέκατα του δευτερολέπτου, μεταξύ του υποσυνείδητου και του συνειδητού αυτών των ανθρώπων που δεν τους αρέσει να γενικοποιούν τους άλλους και η τελική νίκης της υγιούς τους προσέγγισης, που με τόσο κόπο και θυσίες καλλιέργησαν, μπορώ να πω σαν εξωτερικός παρατηρητής, ότι είναι ένας μικροσκοπικός και ταυτόχρονα μεγαλειώδης θρίαμβος της ανθρωπότητας. Ένας θρίαμβος που ποτέ δεν περισσεύει, που όλοι μας τον έχουμε τόσο μεγάλη ανάγκη καθημερινά.






Πηγή εικόνας: irishtimes.com

Τρίτη 9 Ιουνίου 2020

Το Κάστρο

Ήτανε πάντοτε συνεσταλμένο παιδί. Χαμηλών τόνων. Ντροπαλό. Το κατά πόσο αυτό ήταν συνέπεια του εκ γενετής χαρακτήρα του ή αποτέλεσμα του οικογενειακού περιβάλλοντος στο οποίο έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του, είναι άγνωστο. Αν και λογικά και οι δύο παράγοντες παίξανε ρόλο, απλά η αναλογία είναι αυτή η οποία δεν έχει διευκρινιστεί και μάλλον δεν θα γίνει και ποτέ.

Όπως δεν θα διευκρινιστεί ποτέ και η αντίστοιχη αναλογία της τάσης του, να παίρνει πάνω του την ευθύνη για την κακή συμπεριφορά των άλλων, αν και είναι ξεκάθαρο ότι οι παράγοντες που την προκάλεσαν, είναι οι ίδιοι. Έστω και αν συνειδητά έδινε το δίκιο στον εαυτό του όποτε του αναλογούσε, βαθιά μέσα του ο ένοχος ήταν πάντα ο ίδιος. Και δεν υπήρχε ποτέ κανείς να τον προστατέψει από αυτό το συναίσθημα, κάτι το οποίο το αντιλήφθηκε από πολύ νωρίς. 

Τι θα μπορούσε να τον πρστατεύσει; Η απάντηση, χωρίς να το συνειδητοποιήσει, βρέθηκε σε ένα από τα λίγα παιχνίδια του. Ένα κάστρο. Αυτό ήταν. Ένα κάστρο, με τα στιβαρά πέτρινα τείχη του, τις βαριές θωρακισμένες πόρτες. Για να μην μπορεί να εισβάλλει κανείς εύκολα μέσα σε αυτό. Και με τους πυργίσκους στις γωνίες. Για να μπορεί να παρατηρεί ενδεχόμενες εχθρικές ή έστω ύποπτες κινήσεις στον ορίζοντα. Και να παίρνει τα μέτρα του.

Καθώς μεγάλωνε, περνούσε όλο και περισσότερο χρόνο στο κάστρο του, προκειμένου να προστατευτεί από την ασχήμα των ανθρώπων που συναντούσε, άμμεσα ή έμμεσα. Χωρίς να το καταλαβαίνει, εννοείται. Ένιωθε ωραία εκεί μέσα, χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι βρισκόταν εκεί. Το κάστρο του κρατούσε γερά, καμία πολιορκία δεν φαινόταν ικανή να το γκρεμίσει και να τον πλησιάσει.

Παρότι σχετικά απομονωμένο, απ’ έξω από το κάστρο του, περνούσαν άνθρωποι. Λίγοι από αυτούς μπαίνανε μέσα, ίσως γιατί και ο ίδιος άθελα του, τους έδειχνε από τις πολεμίστρες ότι δεν ήταν ευπρόσδεκτοι. Οι περισσότεροι, τουλάχιστον. Παρ’ όλα αυτά μία σημαντική μειοψηφία έβρισκε περιστασιακά, μία θαλπωρή εκεί μέσα. Και αυτός ήταν χαρούμενος που αντιλαμβανόταν ότι το κάστρο του, μπορούσε να σταθεί ένα καταφύγιο για τους κατατρεγμένους της ζωής.

Δυστυχώς όμως πολλοί λίγοι από αυτούς, αποδείχθηκε ότι εκτιμούσαν τη διαμονή τους εκεί. Διότι οι περισσότεροι που πέρασαν λίγες νύχτες εκεί, αφού κατανάλωναν ότι τους προσφερόταν μετά έφευγαν χωρίς να πούνε ούτε ένα αντίο. Χωρίς να ξαναπεράσουν να πουν ένα «γεια». Ελάχιστοι ήταν αυτοί που συνέχισαν να το επισκέπτονται τακτικά, διότι κατάλαβαν ότι η ασφάλεια που τους πρόσφεραν αυτοί οι τοίχοι δεν αποτελούσε αντίβαρο για την ελευθερία τους. Έμεναν στο κάστρο και έκαναν βόλτες με τον διοικητή του και έξω από αυτό, χωρίς την παραμικρή πίεση να επιστρέψουν μαζί του.

Μάλιστα, μία φορά ένας επισκέπτης απαίτησε παθιασμένα να μπει, τόσο που τον έπεισε να ανοίξει τις πύλες του οχυρού. Και αφού μπήκε, προκάλεσε μία εκτεταμένη δολιοφθορά, τόσο μεγάλη καταστροφή, που το κάστρο κόντεψε να γκρεμιστεί εκ θεμελίων. Και μετά απλά έφυγε. Αυτή η η άσχημη εμπειρία άρχισε να τον κάνει να υποψιάζεται, ότι θέλει να μάθει να ζει και έξω από αυτό. Και αποφάσισε, κάθε τόσο να το κλειδώνει και να βγαίνει για βόλτα στην παρακείμενη κοιλάδα, με τα λουλούδια και τα τρεχούμενα νερά. Και πολλούς ανθρώπους.

Προς απογοήτευση του όμως, παρατήρησε ότι οι άνθρωποι που συναντούσε ήταν πολύ επιφυλακτικοί, έως και καχύποπτοι. Κανείς από αυτούς δεν ανταποκρινόταν στην πρόσκληση του για να πάνε στο κάστρο και αν κάποιος το έκανε, έφευγε κρυφά μέσα στη νύχτα. Δεν μπορούσε να καταλάβει το γιατί. Μέχρι που ένας ηλικιωμένος, του υπενθύμισε ότι παρότι βγήκε από το κάστρο, φορούσε ακόμα το θώρακα, το κράνος του και κουβαλούσε ακόμα το ξίφος του. Και οι άνθρωποι πάντοτε τρομάζουν όταν βλέπουν έναν οπλισμένο που περιφέρεται έξω από το κάστρο του, έστω και αν βλέπουν στα μάτια του ότι η μόνη του πολεμική πρόθεση, είναι να τους προστατέψει αν χρειαστεί. Χώρια ότι ενοχλούσε και τον ίδιο. Η πανοπλία τον δυσχέραινε, δεν του επέτρεπε μία επαρκή ελευθερία κινήσεων.

Έτσι το πήρε απόφαση. Από εδώ και πέρα θα έβγαινε πολύ πιο συχνά από το κάστρο του και πάντα θα άφηνε την πανοπλία του μέσα. Τώρα πια θα ήταν έτοιμος να μάθει να ζει έξω από αυτό και χωρίς αυτή να τον προστατεύει. Και παρ’όλα αυτά να μην νιώθει ευάλωττος. Διότι ξέρει ότι όποτε χρειαστεί προστασία, όποτε αναζητήσει ένα καταφύγιο, το κάστρο βρίσκεται εκεί να τον περιμένει, μαζί με τους καθιερωμένους μόνιμους επισκέπτες του και ίσως και με τυχόν καινούριους θαμώνες, που θα έχει συναντήσει πρωτύτερα έξω από αυτό και θα θέλουν να το επισκεπτούν και αυτοί. Δεν το έχτιζε άδικα, τόσα χρόνια.





Πηγή εικόνας: commons.wikimedia.org

Τρίτη 2 Ιουνίου 2020

Από το σύμπαν στον άνθρωπο



Η επικρατούσα επιστημονική θεωρία σχετικά με την δημιουργία του σύμπαντος, είναι ότι όλα ξεκίνησαν με το
Big Bang. Μία έκρηξη που συνέβη 14 δισεκατομμύρια χρόνια πριν και η οποία δημιουργήσε τα αστέρια, τους πλανήτες, τα ηλιακά συστήματα και τους γαλαξίες. Από τότε το σύμπαν διαστέλλεται, αν και σήμερα θεωρείται ότι η διαστολή αυτή, έχει αρχίσει να επιβραδύνεται.

Με το πολύ φτωχό μου μυαλό καταλήγω ότι αφού αποδεχόμαστε ότι το σύμπαν διαστέλλεται, άρα και το
Big Bang βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Είμαστε μέρος και εμείς, μίας μεγάλης έκρηξης. Η ίδια η ζωή στον πλανήτη Γη οφείλεται στην ενέργεια και στις δυνάμεις που απελευθερώνει αυτή η έκρηξη. Έτσι δεν είναι τυχαίο ότι ο θάνατος, οτιδήποτε νεκρό, ταυτίζεται με την έννοια της αδράνειας. Το ίδιο το σύμπαν όταν θα παύσει να διαστέλλεται σε κάποια δισεκατομμύρια χρόνια, θα έχει αρχίσει να μετράει αντίστροφα. Ζωή, μεταξύ πολλών άλλων, σημαίνει κίνηση.

Παρ’ όλα αυτά η κίνηση δεν είναι η μόνη έννοια που στα μάτια ενός ταπεινού παρατηρητή, όπως η πάρτη μου, φαίνεται να εντοπίζεται και στις βασικές λειτουργίες του σύμπαντος αλλά και στον αμελητέο, συγκριτικά, μικρόκοσμο μας. Στο βιβλίο του, «Το εκρεμμές του Φουκώ», ο συγγραφέας του, Ουμπέρτο Έκο, κάνει μία φαινομενικά λαϊκή συνειδητοποίηση. Η φύση «αντιπαθεί» το κενό. 

Όπως τα θραύσματα της έκρηξης κινούνται καλύπτοντας το κενό που συναντούν και δημιουργούν κίνηση μέσα σε αυτό έτσι και στη Γη, όλες οι λειτουργίες της και οι ουσίες της συμμαχούν προκειμένου να αποτρέψουν τη δημουργία ενός κενού. Δεν έχω δυστυχώς την κατάρτιση να το εξηγήσω επιστημονικά, αλλά παραδείγματα καθημερινά όπως ο μηχανισμός της ηλεκτρικής σκούπας και η διατήρηση του υγρού μέσα στο καλαμάκι όταν «σφραγίζουμε» την πάνω του άκρη, είναι μία απόδειξη αυτής της φυσικής συμπεριφοράς.

Και φτάνουμε σε αυτό το πλάσμα που αυτοαποκαλείται «άνθρωπος». Κατά τη διάρκεια του βίου μας αν μπορούμε να βρούμε ένα κοινό στοιχείο στις στιγμές, ή ακόμα χειρότερα στις περιόδους, που δεν νιώθουμε ζωντανοί, που αισθανόμαστε ότι σαπίζουμε και οι εαυτοί μας φαντάζουν νεκρά κουφάρια, είναι η αίσθηση της αδράνειας και του κενού. Η έλλειψη κίνησης που μας κάνει να νιώθουμε κενοί. Ανύπαρκτοι.

Και αυτό είναι ένα απόλυτα φυσιολογικό συναίσθημα. Όπως το σύμπαν, έτσι και εμείς, βιώνουμε μία ενεργή διαδικασία η οποία είναι προδικασμένη κάποια στιγμή να ατονίσει και τελικά να παύσει. Και όταν νομίζουμε ότι δεν ακολουθούμε αυτό τον φυσικό κανόνα, τότε αρχίζουμε να προβληματιζόμαστε ότι κάτι δεν πάει καλά. Αντιπαθούμε το κενό και προσπαθούμε, κάνοντας τις απαραίτητες κινήσεις για να το καλύψουμε, διότι απλά δεν μας ταιριάζει.

Δεν είναι τυχαίο ότι τα πλέον οδυνηρά των συναισθημάτων μας, ταυτίζονται με το κενό. Η απώλεια ενός συντρόφου, ο θάνατος ενός πολύ αγαπημένου προσώπου, είναι καταστάσεις που δημιουργούν τα κενά που είχαμε «γεμάτα» μέχρι τη στιγμή που γεννήθηκε η έλλειψη. Ο πόνος που νιώθουμε είναι ενδεικτικός του επερχόμενου κενού, το οποίο ειδικά στην περίπτωση του θανάτου θα είναι οριστικό και θα μας συνοδεύει στη υπόλοιπη ζωή μας.

Εννοείται όμως ότι τα κενά δεν δημιουργούνται μόνο με αφορμή τους άλλους, αλλά κάποια από αυτά προϋπάρχουν από τη στιγμή της γέννησης της συνείδησης μας. Η μοναξιά, η θλίψη της ανεργίας, ο εκνευρισμός ως αποτέλεσμα της περιθωριοποιημένης δημιουργικότητας μας, είναι συνέπειες των αντίστοιχων κενών που παρασιτούν μέσα μας. Και είναι ειρωνικό το γεγονός ότι αυτά τα κενά που είναι αποδείξεις της αδράνειας μας, αποτελούν ταυτόχρονα και τα μεγαλύτερα κίνητρα για να ακυρώσουμε τις ελλείψεις που προκαλεί αυτή.

Όπως το σύμπαν έτσι και εμείς οι ταπεινοί, μπροστά του, άνθρωποι, είμαστε καταδικασμένοι να επιδιώκουμε μία δράση η οποία όμως δεν θα είναι αρκετή για να καταστήσει αποφευκτέα την επερχόμενη οριστική αδράνεια. Όμως μέχρι να έρθει η στιγμή αυτή, οφείλουμε στην ενέργεια που καταναλώνουμε να την αξιοποιήσουμε στο μέγιστο, έστω και με μικρά διαλείμματα ηρεμίας ή αδράνειας, που φαντάζουν τόσο σωτήρια μερικές φορές. Μία ανηλεής σύγκρουση μεταξύ των δύο βασικών συστατικών εννοιών του σύμπαντος και της ύπαρξης μας. Μία καταδίκη, όμως χωρίς την αρνητική χροιά. 

Και αν κάποιος μπερδεύτηκε με τις όχι ιδιαίτερα σαφεις, ερμηνείες των λέξεων «κίνηση», «αδράνεια» και «κενό», αν αναρωτιέται το πως μπορούν να συνυπάρχουν αυτές, τότε αυτό σημαίνει ότι βρίσκεται σε καλό δρόμο για να εναρμονιστεί με την «καταδίκη» του.




Πηγή εικόνας: andystalman.com/