Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2018

Κόμπλεξ Ανωτερότητας



Ζούμε σε καθαρά ανταγωνιστικές κοινωνίες. Και όπου υπάρχει ανταγωνισμός, υπάρχει και κατάταξη. Είναι σαν να συμμετέχουμε σε ένα πρωτάθλημα ζωής, σε έναν αγώνα δρόμου με τελικά τρόπαια, ανάλογα με τη θέση που θα κατακτήσουμε. Έτσι νομίζουμε τουλάχιστον...

Πόσα και πόσα άρθρα δεν έχουν γραφτεί, που μας προτρέπουν να αγαπήσουμε τον εαυτό μας, να ανεβάσουμε τα επίπεδα της αυτοεκτίμησης μας, να πιστέψουμε στα ταλέντα μας και τις δυνάμεις μας. Άπειρα. Η αιτία; Προφανώς επειδή υπάρχουν άνθρωποι που νιώθουν άσχημα με το ίδιο τους το «είναι».  Ή μήπως νιώθουν άσχημα με το «φαίνεσθαι» τους, το οποίο το ίδιο τους το περιβάλλον το έχει περάσει σαν «είναι»; Διότι δεν είναι λίγες οι φορές που οι άνθρωποι πιστεύουν ότι είναι κατώτεροι από ότι είναι στην πραγματικότητα. Έχουν δηλαδή ένα κόμπλεξ κατωτερότητας. Κάτι το οποίο είναι αναληθές μια και μόνο οι φασίστες, με την ευρεία έννοια του όρου, είναι κατώτεροι άνθρωποι, τι και αν, σας διαβεβαιώνω, οι ίδιοι δεν νιώθουν έτσι. Αντίθετα νιώθουν ότι είναι υπεράνω, με άλλα λόγια, έχουν κόμπλεξ ανωτερότητας.

Πέρα όμως, από τις άμορφες μάζες οστών και λίπους(για τους φασίστες λέμε ντε) υπάρχουν και πολλοί άνθρωποι, οι οποίοι επίσης διακατέχονται από αυτό το κόμπλεξ ανωτερότητας. Σε αντίθεση δηλαδή με τους άλλους ανθρώπους(οι φασίστες, είπαμε δεν είναι άνθρωποι) που υποτιμούν τους εαυτούς τους χωρίς να το αξίζουν, οι ίδιοι υπερτιμούν τους εαυτούς τους χωρίς φυσικά να το αξίζουν.
Δεν είναι δύσκολο να τους πάρεις πρέφα. Αρκεί να –αποπειραθείς- να πιάσεις κουβέντα μαζί τους. Σύντομα θα δεις το υπεροπτικό υφάκι τους, αν φυσικά καταδεχτούν, να σου απαντήσουν. Σε περίπτωση που τελικά γίνει αυτό, η αλαζονεία τους θα διακατέχεται στην ατμόσφαιρα, σε τέτοιο βαθμό που να μετανοιώνεις την ώρα και τη στιγμή που αποφάσισες να τους δώσεις τον λόγο.

Η συμπεριφορά τους, ακόμα και η στάση τους σώματος τους, θα είναι τέτοια που θα είναι σαν να βροντοφωνάζουν «γαμάω και δέρνω». Και γνωρίζουμε όλοι, έστω και αν δεν έχουμε μεγάλη εμπειρία στη ζωή, ότι όπως ο πραγματικός τρελός ποτέ δεν «λέει» ότι είναι τρελός, έτσι και ο πραγματικός γαμάτος, ποτέ δεν θα «πει» ότι είναι γαμάτος. Είτε γιατί δεν το ξέρουν, είτε γιατί ακόμα και να το υποπτεύονται, δεν θα αφήσουν τον εαυτό τους να πειστεί και να το πάρει ως δεδομένο.

Έχω συναντήσει πάρα πολλούς από τους παραπάνω μαλάκες στη ζωή μου. Από τα 18 μου, που άρχισα να ψάχνομαι πάνω στην τέχνη και γενικά να έχω κάθε είδους αναζητήσεις, μέχρι και τα 25 μου περίπου, που έριξα ένα γερό κωλοδάχτυλο πίσω μου σε κάθε είδους «κύκλους», συνάντησα πάρα πολλά από τα προαναφερόμενα «ψώνια». Είτε στους κύκλους των μουσικών είτε στους αντίστοιχους των
wanna be διανοούμενων, έπεφτα συνεχώς πάνω σε τύπους οι οποίοι, χωρίς να σε έχουν ακούσει, χωρίς να σου έχουν μιλήσει, χωρίς να σε ξέρουν καν, θεωρούσαν ότι σου κάνουν χάρη και μόνο που βρίσκονταν στον ίδιο χρόνο και τόπο με σένα. 

Οι μουσικοί νόμιζαν ότι ήταν μία μετεμψύχωση του Jim Morrison και του Ian Curtis, έχοντας και το απαραίτητο drama queen υφάκι, οι συγγραφείς/μπλόγκερ/λογοτέχνες πάλι θεωρούσαν ότι έχουν διαβάσει πιο πολλά βιβλία και από τη φημισμένη βιβλιοθήκη του Ουμπέρτο Έκο, στο Μιλάνο. Πέρα όμως από τον εκνευρισμό που προκαλούσαν σε όσους είχαμε την ατυχία να συναναστραφούμε μαζί τους, για μένα διέπρατταν και το μεγαλύτερο έγκλημα που μπορεί να γράψει κάποιος που νομίζει ότι κατέχει την οποιαδήποτε γνώση/τέχνη. Να μην την μοιράζεται. Είναι παρανοϊκό, οι τύποι είχαν ιδρύσει μέσα στον μικρόκοσμο τους, κάτι σαν μία τεκτονική στοά και ου ε κι αλίμονο αν κάποιος κατάφερνε να αποκτήσει πρόσβαση σε αυτή. Μιλάμε για σχιζοφρένεια. 

Βέβαια, επειδή η ζωή είναι μεγάλη πουτάνα, σύντομα «τιμωρούνταν» για την αλαζονεία τους. Και έμεναν παρέα μόνο με το αίσθημα της αδικίας, που η μεγαλοφυία τους δεν αναγνωρίστηκε, μια και όλους όσους τους προσέγγισαν προηγούμενως τους είχαν απομακρύνει. Από ότι φαίνεται το κόμπλεξ ανωτερότητας είναι το ίδιο καταστρεπτικό με το αντίστοιχο της κατωτερότητας.

Αντίθετα, την ίδια εποχή συναντήθηκα με πολλούς πραγματικά καταξιωμένους, των οποίων η απλότητα τους δεν ήταν λιγότερο γοητευτική, από αυτή των πωλητών του Βαρδάρη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι όταν μετά από μία συναυλία των Opeth, πήγα και φορτώθηκα στον Mikael Akerfeldt, ήπια μπύρες μαζί του λες και ξανασυναντούσα κάποιον παλιό συμφοιτητή. Μιλάμε για ένα μουσικό που έχει κάνει headline show στο Royal Albert Hall, στο Λονδίνο.

Αλλά η μεγαλύτερη μου αδυναμία, ήταν όλοι αυτοί οι ανώνυμοι που συνάντησα, οι οποίοι, είτε λόγω μετριοφροσύνης, είτε λόγω ανασφαλειών που τους προκλήθηκαν από την ανταγωνιστική κοινωνία, δεν «διαφήμιζαν» ποτέ τα έργα τους, όχι όσο έπρεπε τουλάχιστον. Και ήμουν πάρα πολύ τυχερός που ένιωσαν αρκετά «ασφαλείς» για να τα μοιραστούν μαζί μου. Αυτούς τους αγαπώ λίγο παραπάνω. Και πιστέψτε με, αυτοί είναι που, τη στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές, έχουν προοδεύσει πραγματικά, κάνοντας αυτό που αγαπάνε και υπηρετούν. Και αυτό δεν είναι ο εαυτός τους, ούτε η φήμη τους. Είναι η τέχνη τους. Είναι η ψυχή τους.




Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2018

Η νοοτροπία του διαλόγου



Καθώς μεγαλώνεις και καλλιεργείς ανάλογα την προσωπικότητα σου, αρχίζεις σιγά-σιγά, να βάζεις τουβλάκια(σαν ένα παιχνίδι LEGO) στον τοίχο του χαρακτήρα σου. Πέρα όμως από τα γνωστά, πάνω-κάτω, σε όλους μας στοιχεία που ποικοιλούν σε έναν άνθρωπο, καλλιεργείται και η δυνατότητα να είσαι ευέλικτος ανάμεσα σε αυτά χαρακτηριστικά. Ειδικά σε ότι αφορά τις απόψεις σχετικά με θέματα που συναντάς καθημερινά ή όχι και τόσο καθημερινά. Κοινώς καλλιεργείται μέσα σου η νοοτροπία του διαλόγου.

Παρατηρώντας τον εαυτό μου καθώς μεγάλωνα, αντιλήφθηκα ότι κατά καιρούς σε διάφορα θέματα άλλαζα γνώμη. Όχι απόλυτα πάντα, αλλά αρκετές φορές επαρκώς. Πως γινόταν αυτό; Κατά τύχη και όχι μόνο. Οι προσωπικές μου αναζητήσεις ήταν η αφορμή, ότι χωρίς την οποιαδήποτε τύχη, αναθεωρούσα, κάποια άποψη μου. Κατά τύχη όταν συναντιόμουν με κάποιο συνομιλητή, θέταμε τα επιχειρήματα μας, διαφωνούσαμε και αρκετές φορές ο εκάστοτε συνομιλητής μου κατόρθωνε με τα επιχειρήματα του να με πείσει για του λόγου το αληθές του. Αρκετές φορές όχι. Η τελική έκβαση της συζήτησης συνήθως εξαρτιόταν από τη γνώση μου πάνω στο θέμα. Αν θεωρούσα ότι ήταν περισσότερη από του συνομιλητή τότε στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, παρέμενα πιστός στην αρχική μου γνώμη. Όταν συνέβαινε το αντίθετο, τότε προφανώς ήμουν πολύ περισσότερο διατεθειμένος να την αλλάξω.

Ταυτόχρονα όμως παρατηρώντας τον εαυτό μου, παρατηρούσα και τους άλλους. Και δυστυχώς έβλεπα σαν μάρτυρας, ή ζούσα σαν συνομιλητής, τον διάλογο να ξεφεύγει τελείως από τα αρχικά του πλαίσια και στο τέλος να μετατρέπεται σε προσωπική επίθεση, φωνές, βρισιές.  Με αποτέλεσμα αυτή η υπέροχη διαδικασία του διαλόγου, που μας κάνει σαν ανθρώπους να ξεχωρίζουμε από τα συμπαθέστα ζωάκια, να εκφυλίζεται και μαζί της και η ανθρώπινη υπόσταση μας.

Στην αρχή αφελώς πίστευα ότι η δυνατότητα κάποιου να συζητάει είχε να κάνει με το μορφωτικό του επίπεδο. Πόσο λάθος ήμουν. Έχοντας την τύχη να γνωρίσω σπουδαίους λαϊκούς ανθρωπους στη ζωή μου, με τους οποίους κάθε συνομιλία μου μαζί τους μου πρόσφερε, γνώση και άνοιγμα των οριζόντων του μυαλού μου. Αντίθετα είχα την ατυχία να γνωρίσω ανθρώπους που ενώ είχαν ένα κοινωνικό και αντίστοιχο μορφωτικό επίπεδο, η διάθεση τους να κάνουν διάλογο ήταν λιγότερη και ενός 45άρη να πάει με τη γυναίκα του για ψώνια.

Επίσης δεν έχει να κάνει με τις κοινωνικό-πολιτικές ιδέες που έχουν οι συνομιλητές. Εξαιρούνται οι φασίστες με δίπλωμα. Έχω γνωρίσει και καλά δημοκρατικούς ανθρώπους οι οποίοι στην πρώτη διαφωνία ξεκινάνε τις προσωπικές προσβολές, ενώ έχω γνωρίσει άλλους που ανήκουν επίσημα σε πιο συντηρητικούς κύκλους και είναι διατεθειμένοι να κάνουν μια πολύ όμορφη και ίσως και εποικοδομητική ανταλλαγή ιδεών.

Μία ακόμα δυσάρεστη διαπίστωση που έκανα τον τελευταίο χρόνο που ζω στην Ολλανδία, είναι ότι στην Ελλάδα δυστυχώς υπάρχει μεγάλη έλλειψη νοοτροπίας διαλόγου. «Ανακάλυψες την Αμερική» θα μου πει κάποιος, απλά είχα την ιδέα ότι αυτά τα σκατά ήταν διεθνή. Με μεγάλη μου λύπη δεν είναι. Έχω διαφωνήσει πολλές φορές με Ολλανδούς, πολύ σπάνια η συζήτηση έχει ξεφύγει από τον αρχικό της σκοπό. Αντίθετα στην Ελλάδα είμαστε ένα μεγάλο τηλεοπτικό παράθυρο. Λες και ένας Ευαγγελάτος βγάλμένος από τα θρυλικά 90s, έχει αναλάβει ανεξαρτήτως κυβερνήσεων τα τελευταία 20 χρόνια, να μας καλλιεργήσει επάνω στο διάλογο. Τα αποτελέσματα είναι φανερά, καθημερινά και παντού γύρω μας.

Δεν θα το παίξω άγιος. Και εγώ μπορώ να ανακαλέσω στο μυαλό μου στιγμές που δεν υπήρξα αντάξιος διαλόγου(αν και ποτέ δεν προέβηκα σε προσωπική επίθεση) αλλά έχω την αίσθηση ότι όσο μεγαλώνω, βελτιώνω την ικανότητα μου στον εποικοδομητικό διάλογο και ελαττώνω αυτές τις στιγμές. Ίσως έχει να κάνει με το γεγονός νομίζω, ότι όσο περνάνε τα χρόνια τόσο πιο ανοιχτόμυαλος γίνομαι. Και ίσως τελικά αυτό να είναι το μυστικό για να μπορούμε να γίνουμε σοβαροί συνομιλητές. Το ανοιχτό μυαλό, και η καλή διάθεση(στοιχειώδης σεβασμός) απέναντι σε αυτόν που μας κάνει την τιμή να συζητήσει μαζί μας. 

Και θα ρωτήσει κάποιος: Πως ανοίγει το μυαλό; Το πως περιλαμβάνει πολλές απαντήσεις. Το «πότε» είναι το καθοριστικό ερώτημα. Και η απάντηση σε αυτό είναι «μόνο όταν θέλει».




Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2018

Οι αμαζόνες της νύχτας



Φαντάζομαι κάθε άνθρωπος που πλησιάζει επικίνδυνα τα πρώτα -άντα, έχει απολαύσει ένα σεβαστό αριθμό εμπειριών και καταστάσεων. Μέσα σε αυτές, σιγουρα, έχει παρατηρήσει ανθρώπινες συμπεριφορές, καταστάσεις και καλώς ή κακώς , έχει σχηματίσει κάποιες ιδέες για τους άλλους ανθρώπους που συναναστρέφεται.

Κάπως έτσι και εγώ, ανήκοντας στην παραπάνω κατηγορία για λίγο καιρό ακόμα, έχω σχηματίσει κάποιες συγκεκριμένες γνώμες για ομάδες ανθρώπων. Και ενώ προσπαθώ απεγνωσμένα να απαρνιέμαι τις αρνητικές από αυτές και έτσι να μην είμαι προκατειλλημένος απέναντι σε έναν άνθρωπο χωρίς να τον γνωρίζω, δεν συμβαίνει το ίδιο με τις θετικές, μια και μου αρέσει πολύ το να είμαι κάπως θετικά προϊδεασμένος απέναντι σε έναν άνθρωπο και ας μην τον ξέρω. Ναι προφανώς συνήθως την πατάω, αλλά δεν γαμιέται.

Όντας ετεροφυλόφιλο αρσενικό λοιπόν, ήταν λογικό, η παρατήρηση μου να είναι λίγο πιο προσεκτική, στις γυναίκες που γνώριζα. Και όταν αναφέρομαι στη λέξη «γνωρίζω» εννοώ όλα τα επίπεδα που μπορεί να εκφράζει αυτή. Από μία απλή τυχαία κουβέντα μέχρι και σχέση κανονική. Πριν μεταναστεύσω στην Ολλανδία, εργάστηκα σε πολλές νυχτερινές δουλειές, κυρίως σαν σερβιτόρος. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να γνωρίσω πολλές γυναίκες που ασκούσαν το ίδιο επάγγελμα, ή απλά εργάζονταν στον ίδιο επαγγελματικό χώρο. Ε λοιπόν, το λέω απόλυτα συνειδητά, δεν έχω γνωρίσει πιο θαυμαστές υπάρξεις από αυτές.

Από την αρχή με ιντριγκάριζε το γεγονός, ότι ένα σημαντικό μέρος της «σεβαστής» κοινωνίας μας(εμετός), τις θεωρούσε «εύκολες», «χαλαρών ηθών» και πολλά άλλα «όμορφα». Έτσι ήθελα και κατάφερνα με τη συμπεριφορά μου, να τις δημιουργήσω πρόσφορο έδαφος για να μου δείξουν την ομορφιά τους. Την πραγματική, την ανθρώπινη ομορφιά τους. Και δεν με διέψευσαν, αντίθετα διέψευσαν τους προαναφερόμενους «νοικοκύρηδες».

Οι γυναίκες αυτές λοιπόν ούτε εύκολες είναι, ούτε χαλαρών ηθών. Το βασικότερο είναι ανεξάρτητες, δεν κρέμονται από τα παπάρια κανενός νταή και οριοθετούν μόνες τους τη ζωή τους, χωρίς να περιορίζονται σε σεξιστικά και παραδοσιακά πρότυπα. Είναι κυρίαρχοι των ζωών τους. Δουλεύουν πολύ σκληρά για να τα βγάλουν πέρα για αυτές και πολλές φορές για τα παιδιά τους, όντας τελείως μόνες τους.

Ξέρουν πως να συμπεριφερθούν. Πολύ σπάνια να τις άκουσα να κοτσομπολεύουν το οτιδήποτε. Ούτε ντυσίματα, ούτε συμπεριφορές. Πολύ πιθανόν να είναι απόρροια του γεγονότος, ότι συναναστρέφονται με πολύ κόσμο και έτσι αντιλαμβάνονται το τι είναι πραγματικά άξιο κριτικής και τι όχι. Τι και αν οι ίδιες συνήθως προσέχουν την εμφάνιση τους, ξέρουν πόσο ασήμαντα είναι τα νύχια, τα ρούχα και οι τρίχες.

Σέβονται τον καθένα μέχρι αποδείξεως του εναντίου. Έτσι όπως θα αρνηθούν ευγενικά, χωρίς να το παίξουν Μαρίες Αντουανέτες, μία ευγενική ένδειξη ενδιαφέροντος από κάποιον άνδρα, έτσι κιόλας δεν θα διστάσουν να βάλουν στη θέση τους τον κάθε μαλάκα που νομίζει ότι επειδή πληρώνει, μπορεί να αγοράσει και κάτι παραπάνω πέρα από τα προϊόντα του καταλόγου. Χωρίς να έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους, έχουν υψηλά επίπεδα αυτοσεβασμού και δικαίως τον απαιτούν. Διότι γνωρίζουν ότι και οι ίδιες με τη στάση τους, εκφράζουν τον αυτονόητο σεβασμό σε όλους όσους βρίσκονται γύρω τους.

Η στιγμή που τις θαύμαζα περισσότερο από κάθε άλλες, μια και διαπίστωνα την αρχοντιά τους, ήταν στο σχόλασμα. Εκεί τόσο κουρασμένες αλλά ταυτόχρονα και τόσο αγέρωχες, με ένα ποτό και ένα τσιγάρο αποχαιρετούσαν μία ακόμα δύσκολη βραδιά, ίσως παραπονεμένες αλλά σίγουρα περήφανες για το πρόσφατο παρελθόν και το κοντινό μέλλον τους. Το έβλεπα το μέλλον τους. Το φανταζόμουν καθώς κοιτούσα τα μάτια τους. Θα πήγαιναν σπίτι, πολλές από αυτές θα έδιναν ένα φιλί στο κοιμισμένο παιδάκι τους, θα κοιμόντουσαν και θα ξυπνούσαν κατά το μεσημεράκι. Θα αντιμετώπιζαν πολλές φορές τα αφ’υψηλού βλέμματα από τις «πριγκήπισσες», που τόσο έντεχνα χτίσαν το χρυσό κλουβάκι τους και τώρα νομίζουν ότι είναι υπεράνω. Αλλά έχουν μάθει να αδιαφορούν για αυτά. Στην τελική, τι έχει να ζηλέψει μία ελεύθερη αμαζόνα από μία σκλαβωμένη πριγκήπισσα;

Προς όλες τις γυναίκες που συμπεριλαμβάνονται στις παραπάνω λέξεις, στις σερβιτόρες, στις μπαργούμεν, στις λαντζέρησες, στις εργάτριες κουζίνας, στις καφετζούδες, στις χορεύτριες στριπτιζ και μη, στις υπαλλήλους διανυκτερευότων ζαχαροπλαστείων, στις καθαρίστριες, σε όλες τις αμαζόνες της νύχτας...Κυρίες μου, υποκλίνομαι...



Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2018

Ακούγοντας το Σταυρό του Νότου


Ο Ελληνικός πολιτισμός γενικότερα και η Ελληνική δισκογραφία ειδικότερα έχουν να δείξουν κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα κάποια υπέροχα δείγματα. Θέλετε η σύγχρονη ιστορία του τόπου, θέλετε το ταμπεραμέντο που μας χαρακτηρίζει ανέκαθεν, βοήθησαν στο να βγουν έργα τα οποία είναι πλημμυρισμένα από συναισθήματα και σκέψεις.

Ειδικά με την τόσο χαρακτηριστική ελληνική μουσική, εντοπίζουμε πληρέστατα έργα-δίσκους τα οποία δεν ακολουθούν την λογική του hit-filler αλλά αποτελούν ολοκληρωμένα αριστουργήματα. Ένα από αυτά είναι ο Σταυρός του Νότου. Ένας δίσκος σε μουσική Θάνου Μικρούτσικου, ερμηνείες των Γιάννη Κούτρα, Αιμιλίας Σαρρή και Βασίλη Παπακωνσταντίνου και κυρίως σε ποίηση του Νίκου Καββαδία.

Για να μπορέσει κανείς να αντιληφθεί καλύτερα τον δίσκο θα πρέπει να γνωρίζει κάποια βασικά γνωρίσματα του Καββαδία. Το κυρίαρχο από αυτά , όχι σαν αιτία αλλά σαν αφορμή για το περιεχόμενο της ποίησης του ήταν το επάγγελμα του, αυτό του ναυτικού. Όταν σε έναν άνθρωπο με την παιδεία και το ανοιχτό μυαλό ενός ποιητή του προσφέρεις την ελευθερία των ταξιδιών, της θάλασσας και αυτόματα τη γνωριμία με άλλους τόπους και άλλες κουλτούρες, τότε δημιουργείται ένα
overdose αισθαντικών εμπειριών. Γιατί ο ανθρώπινος εγκέφαλος πάντα έτσι λειτουργούσε. Με μια αμφίδρομη σχέση του περιβάλλοντος και του πυρήνα  του. Το ένα να τροφοδοτεί το άλλο και αντίστροφα όταν σταματάει το ένα σταματάει και το άλλο.

Κάπως έτσι ο Καββαδίας με το Σταυρό του Νότου, μας δίνει απλόχερα το δώρο της ζωής του. Όπως την αισθάνθηκε και όπως την σκέφτηκε. Αυτό σε μια εποχή που η ανάγκη για σιγουριά(=δειλία), ασφάλεια(=μονοτονία) και για τελείως συμβατική ζωή, είναι πάρα πολύ χρήσιμο για να επαναπροσδιορίσουμε κάποια πράγματα. Τι θέλουμε τελικά από την κάτα πάσα πιθανότητα μοναδική ζωή μας;

Βέβαια στον Σταυρό του Νότου, που τόσο ωραία μελοποίησε ο Θάνος Μικρούτσικος, δεν συναντάμε κάποιου είδους ευτυχία. Τουλάχιστον όχι κάποιου είδους μόνιμη ευτυχία. Διότι είναι στη φύση της ζωής μας τα συναισθήματα να είναι στιγμές, άντε και στην καλύτερη ή στην χειρότερη περίπτωση, μικροί περίοδοι. Αυτό που θα συναντήσει ο καθένας ακούγοντας λίγο προσεκτικά τους στίχους του ποιητή, είναι ότι δεν έχει να κάνει με έναν απόλυτα δυστυχισμένο ή απόλυτα ευτυχισμένο άνθρωπο. Είναι όμως τα προϊόντα ενός μυαλού και μιας καρδιάς, τα οποία βρίσκονται συνεχώς σε αναβρασμό.

Ο Σταυρός του Νότου είναι από αυτά τα έργα τέχνης που όντως εμπνευσμένα από τη ζωή, περιγράφουν την ζωή όπως πρέπει να είναι και τελικά εμπνέουν τους δέκτες τους για τη δικιά τους τη ζωή.

«Ένα στιλέτο έχω μικρό στη ζωνη μου σφιγμένο, 
που η ιδιοτροπία μ’ έκαμε και το `καμα δικό μου, 
κι αφού κανένα δε μισώ στον κόσμο να σκοτώσω, 
φοβάμαι μη καμιά φορά το στρέψω στον εαυτό μου...»

Και ναι ξέρω ότι ο παραπάνω στίχος εκ πρώτης όψεως φαίνεται τελείως αντίθετος με όλα αυτα που περιέγραψα ότι μου γεννάει ο Σταυρός του Νότου. Αλλά δεν είναι έτσι. Το φλερτ με τον θάνατο πάντα μέσα στο μυαλό μας λαμβάνει χώρα. Και οι ποιητές σαν τον Καββαδία, οι καλλιτέχνες γενικότερα, γνωρίζουνε ότι όταν φλερτάρει το μυαλό τους με τον θάνατο, τότε είναι που νιώθουν πιο ζωντανοί από ποτέ.