Τρίτη 31 Ιουλίου 2018

Η αλληλεγγύη στις δύσκολες στιγμές



Έχει περάσει μία βδομάδα από τις πυρκαγιές στην Αττική με τους 91(μέχρι σήμερα) νεκρούς, τους αγνοούμενους, τους τραυματίες και τις καταστροφές των περιουσιών. Δεν είμαι ειδικός στα μέτρα για αντιμετώπιση πυρκαγιών ή γενικά φυσικών(;) καταστροφών αλλά φαντάζομαι ότι για να υπάρχει αυτός ο θλιβερός απολογισμός, σημαίνει πως κάτι δεν πήγε καλά, κάτι ήταν λάθος από πριν και κάτι δεν λειτούργησε σωστά κατά τη διάρκεια της εξέλιξης των πυρκαγιών.

Είναι γεγονός ότι το μόνο ευχάριστο που μπορούμε να κρατήσουμε από όλη αυτή τη φρίκη, είναι η αλληλεγγύη που δείξαν οι πολίτες αυτης της χώρας, ο καθένας με τον τρόπο του, από απλές κοινοποιήσεις στο διαδίκτυο σχετικά με την υποστήριξη στους πληγέντες μέχρι παροχή αίματος, τροφίμων, εθελοντικής εργασίας κ.τ.λ. Ήταν πραγματικά ένα μικρό φως στο τούνελ της τραγωδίας που εκτυλίχθηκε.

Δεν είναι η πρώτη φορά. Ιστορικά έχει αποδειχτεί πολλές φορές, από τα αρχαία ίσως χρόνια, ότι οι κάτοικοι αυτής της γωνιάς της γης, μπροστά σε οποιαδήποτε τραγωδία ή γενικά δύσκολη στιγμή, εκφράζουν, κατά πλειοψηφία, μία απίστευτα ομαδική και αλτρουϊστική στάση και συμπεριφορά. Ένα χαρακτηριστικό σύγχρονο ιστορικά παράδειγμα, είναι ο ελληνο-ιταλικός πόλεμος στον οποίο οι κομμουνιστές και εθνικόφρονες Έλληνες πολέμησαν μαζί και μπόρεσαν και συνέντριψαν έναν εχθρό πολυπληθέστερο και αρτιότερα εξοπλισμένο.

Κανονικά δεν θα έπρεπε καν να ήταν είδηση. Μία πραγματικά υγιής κοινωνία, εννοείται, ότι στις δύσκολες στιγμές πρέπει να είναι απόλυτα ενωμένη για να αντιμετωπίσει συνολικά τα προβλήματα που προκύπτουν, πόσο μάλλον όταν αυτά έχουν να κάνουν με ανθρώπινες ζωές. Και εδώ είναι η έκπληξη. Μία κοινωνία τελείως άρρωστη στην καθημερινότητα της πως καταφέρνει στις τραγωδίες να εκπέμπει υγεία; Γιατί συμβαίνει αυτό;

Πως γίνεται μία κοινωνία η οποία στην καθημερινότητα της φημίζεται για τις δωροδοκίες δημοσίων λειτουργών, για τη διαφθορά στα σώματα ασφαλείας, για τα φακελάκια στους γιατρούς, για τα σκάνδαλα των πολιτικών(και αυτοί μέρος της κοινωνίας είναι) και γενικά για την ηθική κατάπτωση και τη διαφθορά κάθε συλλογικού συναισθήματος, να δημιουργείται αυτό έστω και σε ακραίες καταστάσεις σαν αυτές των πυρκαγιών;

Κάποιοι θα πουν ότι είναι η ψυχή ή το φιλότιμο του Έλληνα. Σε αυτά προσωπικά είμαι δύσπιστος. Μπορεί οι ακραίες αντιδράσεις, είτε θετικές είτε αρνητικές, να αποτελούν χαρακτηριστικό της ιδιοσυγκρασίας της πολιτιστικής ταυτότητας μας και της περιρρέουσας παιδείας μας αλλά εμένα δεν μου φαίνεται αρκετό για να δούμε τα κύματα αλληλεγγύης που είδαμε την προηγούμενη βδομάδα.

Για μένα πιο πιθανή εξήγηση είναι ότι τελικά στην κοινωνία την ελληνική, υπάρχει μία πλειοψηφία η οποία, για να το πω λαϊκά, δεν είναι και τόσο κακά παιδιά. Απλά σε μία κοινωνική-πολιτική δομή όπως αυτή που υπάρχει στο σύγχρονο ελληνικό κράτος, δεν έχει τη δυνατότητα να λάμψει όπως της αρμόζει. Αντίθετα στις δύσκολες καταστάσεις, βρίσκεται το πρόσφορο έδαφος για να γίνει φανερή και να διαπρέψει.

Ίσως μερικές φορές να παρασύρεται κιόλας, λόγω των δύσκολων συνθηκών διαβίωσης και να εκτρέπεται σε πολύ μικρό βαθμό. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι το κάνει και χωρίς την παραμικρή ενοχή, έστω και αν η προβολή της διαφθοράς και η ψυχολογική αυτοάμυνα, ενεργοποιούν τον μηχανισμό του «ώχ αδερφέ».

Το συμπέρασμα μου είναι ότι υπάρχει ένα σεβαστό κομμάτι της Ελληνικής κοινωνίας που παραμένει υγειές παρά τις δυσμενείς συνθήκες που αντιμετωπίζει. Το μεγαλό το στοίχημα για όλους μας είναι αυτό το υγιές κομμάτι να ισχυροποιηθεί, να προβληθεί και τελικά να υπερισχύσει της επικρατούσας σαπίλας, η οποία παρεπιπτόντως δύσκολα θα εκμηδενιστεί ποτέ. Το οφείλει στον ίδιο του τον εαυτό, στην ίδια του την αξιοπρέπεια, δεν του αξίζει απλά να μοιρολογεί για την «ατυχία» του να είναι υγιές και να μην έχει αλλοτροιωθεί.

Σκέψεις για το μετά, των τραγικών στιγμών που ζήσαμε. Γιατί η ευχή και η κατάρα, της ζωής, είναι ότι συνεχίζεται.

Πέμπτη 26 Ιουλίου 2018

Η γοητεία της απαντοχής



Υπάρχουν μερικές στιγμές, που ενώ διαβάζω κάτι, κάπου στη ροή του γραπτού λόγου βρίσκεται μία λέξη η οποία κεντρίζει το ενδιαφέρον μου. Τελείως ανεξάρτητα από την υπόλοιπη πρόταση, σαν η έκφραση και η υπόσταση της να ξεπετάγονται από την επιφάνεια των σελίδων ή ακόμα και της οθόνης.

Ειδικά όταν αυτό συμβαίνει στη μητρική μου γλώσσα, την Ελληνική, η οποία ούτως ή άλλως δικαίως φημίζεται για τον πλούτο της και την ακρίβεια της στην λεκτική αναπαράσταση συναισθημάτων και εννοιών, τότε δεν μπορώ να κρύψω πως η αίσθηση που νιώθω θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και «ψυχεδελική».

Σαν ένα εκκωφαντικό «εύρηκα» να ακούγεται μέσα στο μυαλό, και να ενεργοποιεί πληθώρα εγκεφαλικών κυττάρων, με ότι συναισθήματα μπορεί να συνεπάγεται αυτό. Η λέξη η οποία έχει καταφέρει όλα τα παραπάνω σε μένα, είναι η λέξη «απαντοχή». Και μάλιστα την ανακάλυψα αυτή τη λέξη, πολλά χρόνια πριν, όταν την βρήκα στην αγγλική εκδοχή της (perseverance) και ενώ προσπαθούσα να μεταφράσω τους στιχούς ενός τραγουδιου, ενός πολυαγαπημένου μου συγκροτήματος.

Πιστεύω, ότι η λέξη «απαντοχή» είναι αποτέλεσμα του συγκερασμού του προθέματος «από-» και «αντοχή».  Λέω «πιστεύω», διότι με την Ελληνική γλώσσα ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρους, είναι τέτοιο το υπόβαθρο της, που πάντα κρύβονται εκπλήξεις και επίσης δεν έχω σπουδάσει γλωσσολογία.

Η σημασία της λέξης σε πιο καθημερινά ελληνικά είναι η προσδοκία, η αναμονή για λύτρωση, για διαφυγή από κάτι δυσάρεστο, ακόμα και η ελπίδα. Και εδώ βρίσκεται η μαγεία αυτής της λέξης. Ότι σημαίνει όλα αυτά μαζί αλλά κανένα από αυτά τελείως μόνο του. Ένα σύνολο από έννοιες γνωστές, που όμως βγάζει ένα καινούριο νόημα το οποίο καμία από αυτές τις έννοιες δεν μπορεί να εκφράσει απόλυτα.

Ξεκινώντας, λοιπόν, από την ετυμολογία της βλέπουμε ότι ο κορμός αυτής-καθεαυτής της λέξης είναι η λέξη «αντοχή». Η δυνατότητα να κρατάμε γερά απέναντι σε κάθε δυσκολία της ζωής, να μην τα παρατάμε, ακόμα και να χάνουμε αλλά να μην εγκαταλείπουμε. Είναι η λέξη η οποία συμβολίζει τις δυνάμεις που έχουμε μέσα μας και δεν τις χρησιμοποιούμε για να επιτεθούμε σε οποιοδήποτε άλλον αλλά για να, αντίθετα, αντέξουμε τις επιθέσεις του.

Παρ’ όλα αυτά προστίθεται σε αυτή και το πρόθεμα «από-». Και καπου εδώ είναι ευκόλως εννοούμενο ότι η «απαντοχή» είναι κάτι παραπάνω από την απλή φυσική μας άμυνα στις αναποδιές και στα προβλήματα. Είναι αυτό που έρχεται αμέσως μετά την απόδειξη της ύπαρξης επαρκούς αντοχής μέσα μας. Εϊναι η αντεπίθεση μας στη ζωή, για τη ζωή μας.

Και εκεί είναι που έρχεται η ελπίδα ή η προσδοκία, οι σημασίες που δίνουν τα σύγχρονα λεξικά στην λέξη "απαντοχή». Αλλά αυτές όπως αντιλαμβανόμαστε την αδικούν διότι είναι λέξεις οι οποίες αντιπροσωπεύουν έννοιες που σε μεγάλο βαθμό έχουν μελλοντολογικό χαρακτήρα. Είναι φανερό όμως πως η απαντοχή είναι κάτι πολύ περισσότερο, κάτι πολύ πιο σύνθετο και ταυτόχρονα όμως ομοιογενές καθώς ένα από τα προαναφερόμενα στοιχεία να λείπει, τότε χάνει την ίδια της τη φύση και την ουσία.

Η απαντοχή ξεκινάει από το παρελθόν ακόμα. Περιλαμβάνει όλες τις δυσάρεστες καταστάσεις που υποστήκαμε και όμως αντέξαμε, είμαστε ακόμα εδώ ζωντανοί, με τη φαιά ουσία μας αναλλοίωτη. Και αφού έχουμε επιβιώσει και έχουμε την κατάλληλη αυτοπεποίθηση μια και πλέον γνωρίζουμε και έχουμε δοκιμάσει το ελάχιστο των δυνάμεων και των δυνατοτήτων μας τότε θα είμαστε έτοιμοι να κοιτάξουμε το μέλλον. Όχι με μία ανεδαφική ελπίδα αλλά με μία στέρεη βάση, η οποία είναι το παρελθόν μας και το οποίο ευτυχώς ή δυστυχώς μένει αναλλοίωτο, δεν μπορεί να αλλάξει.

Η απαντοχή βρίσκεται στο μεταίχμιο του παρελθόντος και του μέλλοντος. Είναι το παρόν. Η απαντοχή είναι η υγιής νοοτροπία που οφείλουμε να έχουμε στη ζωή μας για να μην μας καταβάλλουν οι δυσκολίες για να προχωρήσουμε και να εξελίξουμε τον εαυτό μας και την προσωπικότητα μας.

Υ.Γ.1. Η φωτογραφία είναι παρμένη από το εξώφυλλο του δίσκου των Death "The sound of perseverance" (Ο ήχος της απαντοχής) μία δημιουργία του Travis Smith.

Υ.Γ.2.Η παρακάτω σκηνή πιστεύω είναι μία αλληγορία του τι συμβαίνει όταν συναντιούνται ένας τύπος χωρίς και ένας με απαντοχή. Δυστυχώς δεν μπόρεσα να βρω στο Blogger την αγγλόφωνη και αυθεντική εκδοχή της αλλά όποιος ενδιαφέρεται μπορεί ευκολα να το βρει πατώντας το εικονίδιο youtube στο κάτω μέρος της οθόνης και έπειτα τσεκάρωντας τα προτεινόμενα βίντεο.



Τρίτη 17 Ιουλίου 2018

Η αδικημένη Θεσσαλονίκη



Τις προάλλες, καθώς ανεβοκατέβαινα στην αρχική μου σελίδα, έπεσα σε μία είδηση, σχέτικα με ένα βίντεο του Ε.Ο.Τ. διάρκειας τρεισίμιση λεπτών, το οποίο βραβεύτηκε σε κάποια διεθνή φεστιβάλ τουριστικών ταινιών.

Ένα πραγματικά υπέροχο βίντεο που δείχνει όλες τις ομορφιές της Ελλάδας, φυσικές και ανθρώπινες-τεχνητές περιέχοντας στιγμιότυπα από τα Μετέωρα, από το Αιγαίο, από την Κρήτη, την Ήπειρο και κλείνει όπως θα έπρεπε, με μία εικόνα της φωτισμένης Ακρόπολης. Βέβαια με τη λήξη του βίντεο διαπίστωσα ότι κάτι έλειπε. Ίσως να λείπαν και άλλα, εμένα το μυαλό μου έμεινε σε αυτό. Δεν υπήρχε ούτε ένα πλάνο, ενός δέκατου του δευτερολέπτου από τη Θεσσαλονίκη.

Στην αρχή φοβήθηκα μήπως με έπιασε και εμένα αυτό το κόμπλεξ κατωτερότητας το οποίο υπάρχει σε κάποιους συντοπίτες μου. Είναι και αυτή η μαλακία που ζω σχεδόν καθημερινά εδώ στην Ολλανδία, το να γνωρίζω ανθρώπους, να με ρωτάνε από ποιο μέρος της Ελλάδας κατάγομαι και αφού τους δίνω την απάντηση, οι περισσότεροι από αυτούς να αναρωτιούνται τι ακριβώς τους είπα.

Και κάπως έτσι θυμήθηκα και αποφάσισα να βάλω σε μία τάξη κάποιες σκέψεις ή απορίες που έχω σχετικά με την πόλη μου εδώ και αρκετό καιρό. Πως είναι δυνατόν μία πόλη με πάνω από 23 αιώνες συνεχόμενης αστικής κατοίκησης και με δείγματα αυτής ακόμα και σήμερα σε όλο το ιστορικό κέντρο της, μία πόλη που κάποια εποχή ήταν τουλάχιστον μέσα στις 20 μεγαλύτερες του κόσμου, μία πόλη από την οποία ξεκίνησε η ανάπτυξη μίας από τις πιο χρησιμοποιημένες γραμματικές του κόσμου, η σλαβική, μία πόλη που κατά πολλούς ιστορικούς αποτέλεσε μία από της μήτρες της Αναγέννησης στην Ευρώπη, με την αντίστοιχη δικιά της Παλαιολόγεια, μία πόλη στην οποία υπήρξε μία από τις πρώτες άμεσες Δημοκρατίες παγκοσμίως, πως γίνεται αυτή η πόλη να είναι σχετικά άγνωστη και αρκετά ασήμαντη στο διεθνές στερέωμα;

Κατ’ αρχάς να το ξεκαθαρίσουμε ότι δεν υπάρχει καμιά Αθηναϊκή συνομωσία. Η μόνη Αθηναϊκή συνομωσία είναι το πολύ μικρό πιτόγυρο(ή σουβλάκι) αλλά σε αυτό αντιστεκομάστε ακόμα σθεναρά. Έστω και αν κάποιοι ελάχιστοι Αθηναίοι ή Νοτιο-ελλαδίτες διακατέχονται από ένα κόμπλεξ ανωτερότητας ίσο και αντίστροφο με το προαναφερόμενο κάποιων δικών μας, εγώ προσωπικά έχω την τύχη και τη χαρά όσους έχω γνωρίσει να είναι πιο συμπαθητικοί από την πλειοψηφία των Σαλονικιών. Κωλοφαρδία, στατιστικές, πείτε το όπως θέλετε.

Η αλήθεια είναι όμως ότι ένα κράτος όπως το ελληνικό που πριν καν δημιουργηθεί είχε άπειρες παθογένειες, είναι φυσιολογικό να έχει και την παθογένεια της συγκέντρωσης του πληθυσμού σε ένα μόνο αστικό κέντρο. Είναι παθογένεια διότι αναμενόμενα δημιουργεί ανισότητες σε συνθήκες διαβίωσης καθώς λογικά η πλειοψηφία των παροχών του κράτους σε υποδομές, πηγαίνει στο κέντρο αυτό. Και επειδή το Ελληνικό κράτος είναι παραδοσιακά των άκρων, οι αντίστοιχες παροχές ξεπερνάνε και τις πληθυσμιακές αναλογίες.

Κάπως έτσι η υπόλοιπη Ελλάδα, με εξαίρεση την Κρήτη και κάποια νησιά του Αιγαίου για ευνόητους λόγους, μπαίνουν σε μία δεύτερη μοίρα. Μαζί τους και η Θεσσαλονίκη. Και επειδή η Θεσσαλονίκη είναι μία πόλη περίπου ενός εκατομμυρίου κατοίκων, η περιθωριοποίηση φαίνεται πιο έντονη. Άρα ναι η Θεσσαλονίκη είναι αδικημένη, αν σκεφτούμε την ιστορία της και τον τωρινό πληθυσμό της.

Αλλά οι Θεσσαλονικείς είναι αδικημένοι; ή αυτός ο χαρακτηρισμός αρμόζει μόνο στην πόλη τους σαν έννοια; Πως συμπεριφέρονται οι ίδιοι οι Θεσσαλονικείς στον τόπο τους; Πως προσπαθούν να τον αναδείξουν; Προσπαθούν καθόλου ή βολεύονται απλά έστω με την υποσυνείδητη ιδέα ότι η «κακιά Αθήνα» φταίει για όλα;

Ας αναλογιστούμε την Θεσσαλονίκη από το 1912 και έπειτα. Από τη στιγμή που έγινε μέρος του Ελληνικού κράτους. Από τότε και έπειτα γίνεται μία, συνειδητή ή υποσυνείδητη, προσπάθεια η πόλη να απεμπολήσει τον πολυπολιτισμικό χαρακτήρα της, το όποιο συνιστά ένα κακούργημα απέναντι στο ίδιο το DNA της. Μπορεί ο ερχομός των προσφύγων το 1922 να έσωσε κάπως την κατάσταση, αλλά αν αναλογιστούμε το πως τους υποδέχτηκαν οι ντόπιοι Έλληνες, δίνοντας τους κάτι οικόπεδα πάνω στα κατσάβραχα της ακρόπολης και στους βάλτους δυτικά της πόλης, τότε μπορούμε να πούμε ότι δεν ήταν και πολύ καλοδεχούμενοι. Χώρια ότι τους αποκαλούσαν "Τουρκόσπορους".

Έπειτα κάποιοι ντόπιοι Θεσσαλονικείς ήταν αυτοί που συνεργάζονταν με τους Ναζί για την εκμετάλλευση και καταπάτηση των Εβραϊκών σπιτιών που είχαν ερημώσει κατά τη διάρκεια της κατοχής. Ας θυμηθούμε επίσης τη λειτουργία του παρακράτους που υπήρχε στη Θεσσαλονίκη μεταπολεμικά, που οδήγησε στη δολοφονία του Τζορτζ Πωλκ, του Λαμπράκη και στην εκτέλεση του Παγκρατίδη. Θα αναρωτηθεί κανείς τι σχέση μπορεί να έχουν όλα αυτά με το οικονομικό και πολιτιστικό κύρος μίας πόλης. Η σαπίλα είναι άκρως μεταδοτική.

Θα είχαν κάποιο δίκιο οι Θεσσαλονικείς να γκρινιάζουν αν δεν είχαν το δικαίωμα να ψηφίζουν. Ποιοι έχουν εκπροσωπήσει τη Θεσσαλονίκη τα τελευταία χρόνια; Να αναφερθούμε στον Ψωμιάδη; Να αναφερθούμε στον Παπαγεωργόπουλο, με τα ομολογουμένως πολύ καλά φιλοδωρήματα του(προσωπική εμπειρία) αν και δεν ήταν δικά του τα λεφτά όπως αποδείχτηκε; ή μήπως στον Μπουτάρη που πρόσφατα είχε τη φαεινή ιδέα να απαγορεύσει(και ευτυχώς δεν εφαρμόσθηκε) τους μουσικούς του δρόμου στην πόλη; Να αναφερθούμε στον Ευάγγελο Βενιζέλο; Στον Κώστα Καραμανλή; Ακόμα και στον γέρο τον «εθνάρχη»; Πως όλοι αυτοί οι Θεσσαλονικείς(λίγο ή πολύ) βοήθησαν και στήριξαν την πόλη τους; Πέρα απο διάφορες ψηφοθηρικές κινήσεις τίποτα περισσότερο. Με μεγαλύτερη από αυτές την αντιπαροχή που βίασε το ιστορικό κέντρο της πόλης. Πουλήσαμε οι Σαλονικείς την ομορφιά της πόλης μας για μπετόν αρμέ. Εν μέρει κατανοητό λόγω της φτώχειας που υπήρχε, αλλά μην γκρινιάζουμε τώρα που η πόλη δεν έχει σημαντικό τουρισμό.

Πως οι σύγχρονοι Θεσσαλονικείς στηρίζουν την πόλη τους όταν η πλειοψηφία αυτών που πάνε στην «ξελογιάστρα» Αθήνα μετά ξεχνάνε ολοκληρωτικά τον τόπο καταγωγής τους; Πως επιτρέπουν την ανθρωπιστική κατάπτωση της πόλης, επιτρέποντας σε άτομα σαν τον Άνθιμο να έχουν δημόσιο λόγο; Πως ένα μέρος των κατοίκων της πόλης, τιμούν την πολυπολιτισμικότητα της και τις δηλωμένες αναρχικές τους απόψεις, αποκαλώντας ειρωνικά «φιλοξενούμενους» ένα άλλο μεγάλο μέρος του πληθυσμού της; Πως περιμένουμε να πάμε μπροστά σαν πόλη όταν υπάρχουν τόσοι υπερσυντηρητικοί και υπερεθνικιστικοί σύλλογοι οι οποίοι το μόνο που δεν κάνουν είναι να διατηρούν τα υγιή πολιτιστικά στοιχεία των προηγούμενων γενιών; 

Πως θα μείνουν οι νέοι επιστήμονες στη Θεσσαλονίκη όταν οι ντόπιοι επιχειρηματίες τους πίνουν σχεδόν κυριολεκτικά το αίμα; Πόσοι Θεσσαλονικείς γνωρίζουν έστω και κάτι για την ιστορία της πόλης τους, έτσι ώστε να μπορούν να την προβάλλουν σε συζητήσεις έτσι ωστέ να μην έχουμε φαινόμενα σαν αυτό το βίντεο στην πρώτη παράγραφο; Πόσοι έχουν πάει στο μαγευτικό μουσείο μουσείο του Λευκού Πύργου για να γνωρίσουν έστω και περιληπτικά την σπουδαία ιστορία της πόλης, να μπορέσουν να αντιληφθούν που ζούνε, για να μπορέσουν και να την προβάλλουν μετά;

Η λίστα με τις κακοποιητικές πράξεις των Θεσσαλονικιών απέναντι στην ίδια τους την πόλη δεν τελειώνει ποτέ. Φυσικά σε όλα τα παραπάνω υπάρχουν λαμπρές εξαιρέσεις. Και είναι σημαντική μειοψηφία. Αλλά είναι διαχρονικά μειοψηφία. Ένα τραγούδι από τις Τρύπες, τη γνωστή Σαλονικιά Ροκ μπάντα, λέει «γρια πουτάνα ξυρίζει τα πόδια της». Ε η μειοψηφία αυτή είναι που διατηρεί τη γοητεία που μπορεί να έχει μία ηλικιωμένη πόρνη. Σύμβολο μίας χαμένης ομορφιάς. Αλλά πρέπει και η πλειοψηφία να συνδράμει σε αυτό. Έτσι ώστε αυτή η «γριά πουτάνα» να αναγεννηθεί κάποια στιγμή, βασιζόμενη στα υγιή χαρακτηριστικά που έχει την τύχη να έχει κληρονομήσει και δυστυχώς τώρα δεν δίνει δεκάρα για αυτά.

Η Θεσσαλονίκη θα μπορούσε να είχε περισσότερα από ότι έχει τώρα. Μπορεί επίσης στο μέλλον να έχει περισσότερα. Για να γίνει όμως αυτό, το θέμα είναι στο παρόν τι γίνεται. Εκεί περιμένουμε το μετρό...



Τρίτη 10 Ιουλίου 2018

Μέρα παράξενη, θαυμάσια μέρα



Το ξυπνητήρι δείχνει 04:30 το πρωί. Είναι Κυριακή. Σηκώνομαι με τη τσίμπλα στο μάτι. Έχω καταφέρει να κοιμηθώ ελάχιστα. Τρώω κάτι ντόνατς που είχαν ξεμείνει, πίνω καφέ, βγαίνω από το σπίτι, παίρνω το ποδήλατο και ξεκινάω ορθοπεταλιά για τη δουλειά. Οι μύες των ποδιών μου λόγω της αϋπνίας είναι σε οικτρή κατάσταση και μου βγαίνει η πίστη σε αυτό το μισάωρο που χρειάζεται για να φτάσω στο εργοστάσιο.

Χρειάστηκε να κάτσω λίγο παραπάνω στη δουλειά και τελικά φεύγω και ξεκινάω το πετάλι για την επιστροφή στο σπίτι. Είμαι κάπως εξουθενωμένος μια και εκτός της αϋπνίας η βάρδια τελικά αποδείχτηκε ζόρικη. Φτάνω σπίτι πίνω μία μπύρα στα γρήγορα και σωριάζομαι στο κρεβάτι. Το πλάνο μου ήταν να κοιμηθώ κανά 2-3  ώρες και μετά να πάω για μπύρες. Τελικά ξύπνησα στις 11 το βράδυ. Πλένω το πρόσωπο μου, ντύνομαι και ξεκινάω για το κέντρο της πόλης.

Τρώω δύο μπέργκερ στα ΜακΝτόναλντς και αράζω στο στέκι μου ένα μπαρ που το κτίριο που φιλοξενείται χρονολογείται από το 1684. Λίγο μετά πετυχαίνω έναν γνωστό Ιρλανδό συνάδελφο μου. Πολύ γερό ποτήρι. Έρχονται και κάθονται μαζί μας άλλοι δύο Ιρλανδοί, συνάδελφοι και αυτοί. Μιλάμε για τα πάντα και πίνουμε τα πάντα. Διότι μόνο ως «τα πάντα» μπορώ να χαρακτηρίσω τα υποβρύχια που κερνούσαν αυτοί οι, εκ φύσεως και εκ γενετής, μπεκροκανάτες.

Σε μία συζήτηση που είχα με έναν από αυτούς που τον είχα συμπαθήσει, διότι αφενός φαινόταν ότι είχαμε κοινό τρόπο ζωής, αφετέρου είχε επισκευθεί τη Θεσσαλονίκη και μου είχε πει τα καλύτερα, μου ανέφερε ένα περιστατικό που είχε συμβεί όταν έκανε διακοπές στην Τενερίφη. Καθόταν με την παρέα του και κάποια στιγμή τους πλησίασαν κάτι Άγγλοι. Αυτοί άμεσα και χωρίς προλόγους τους ρώτησαν για τη θρησκεία τους. Ο συνδιαλεγόμενος μου την ψυλλιάστηκε τη δουλειά και είπε ότι είναι άθρησκος. Ο φίλος του όμως, έκανε το λάθος να πει ότι είναι καθολικός. Έπεσε το ξύλο της αρκούδας. Μου έκανε απίστευτη εντύπωση ότι τον 21ο αιώνα, σε ένα τουριστικό θερέτρο, όπου υποτίθεται ότι όποιος το επισκέπτεται το κάνει για να περάσει καλά, κάποιοι ευρωπαίοι ψάχνουν να δείρουν κάποιους άλλους μόνο και μόνο λόγω θρησκευτικών δογμάτων. Και ύστερα κατηγορούν τους μουσουλμάνους για φανατισμό. Πόσο αρρωστημένα μυαλά;

Δίπλα μας καθόταν μία παρέα Ολλανδών. Ανδρών και γυναικών. Αναμεσα τους ένας γνωστός μου τύπος, από αυτά τα ρεμάλια που γουστάρεις να πίνεις μαζί τους. Και επίσης μία κοντοκουρεμένη σαν πεζοναύτης, κοπέλα, ντυμένη με ένα τζην σωλήνα και ένα φλάι μπουφάν. Αν στράβωνε και το στόμα όταν μιλούσε θα ορκιζόμουν ότι είχε ταξιδέψει με μία χρονομηχανή από τη θύρα 4 της Τούμπας της δεκαετίας του 80 στο σήμερα, στο Αϊντχόφεν.

Η ώρα περνούσε ευχάριστα και μία Ολλανδή από τη διπλανή παρέα μπανίζει έναν από τους Ιρλανδούς και του πιάνει κουβέντα. Κάπως έτσι οι παρέες ενώνονται, κάτι που είναι πολύ συνηθισμένο εδώ στο Αϊντχόφεν και ειδικά στο μπαρ που συχνάζω. Κάθομαι δίπλα στην κοντοκουρεμένη και σύντομα πιάνουμε κουβέντα. Φυσιολογικά μία από τις πρώτες της ερωτήσεις είναι το από που κατάγομαι.

«Ελλάδα, Θεσσαλονίκη.»
«Σοβαρά; Έχω πάει εκεί, πολύ όμορφη πόλη.»
«Αλήθεια; Πως και έτσι;» (οι πιο πολλοί Ολλανδοί δεν γνωρίζουν καν την πόλη)
«Έχω δώσει συναυλία εκεί, η Ελλάδα είναι η χώρα με τους περισσότερους φαν μου.»
«Σώπα ρε, ποια είσαι;» της λέω χαμογελαστά και με θετική διάθεση.
«Έχεις ακούσει
Kovacs
«Όχι πολύ, ξέρω όμως το τραγούδι “
My Love”» και κάπου εκεί αρχίζω να υποψιάζομαι.
«Αυτή είμαι, η
Sharon Kovacs» αποκρίνεται με ένα χαμόγελο.

Και κάπου εκεί ξεκίνησε η συζήτηση μας. Μία συζήτηση με μία καλλιτέχνη-παιδί. Ίσως να βοήθησε σε αυτή την εντύπωση το γεγονός ότι ήταν ελαφρά μεθυσμένη. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση η διαφορά της έκφρασης που διαπίστωνα ανάμεσα στις ερμηνείες της(έστω τις λίγες που είχα ακούσει) και την πραγματικότητα. Δεν έβλεπα μπροστά μία femme fatale όπως θα περίμενα αλλά αντίθετα έβλεπα ένα κοριτσάκι γεμάτο ενθουσιασμό και αθωότητα.

«Και γιατί έφυγες από την Ελλάδα;»
«Ήταν ένας συνδυασμός παραγόντων, ρεαλιστικών αλλά και υπαρξιακών.»
«Ο ρεαλιστικός ήταν η κρίση;»
«Ναι.»
«Και ο υπαρξιακός;»
«Είχα την αίσθηση ότι πλέον τα είχα δει όλα στην Ελλάδα, ότι μπορούσα να δω εκεί, ήθελα να ανακαλύψω καινούρια μέρη, καινούριους ανθρώπους»
«Εγώ πάντως θα ήθελα να ζήσω στην Ελλάδα, ειδικά τώρα στην κρίση.»
«Θεωρείς ότι οι άνθρωποι γίνονται πιο άνθρωποι χωρίς λεφτά ε;»
«Ναι αυτό ακριβώς! Δεν το πιστεύεις;»
«Κάποιοι ναι. Αλλά γενικότερα πιστεύω ότι δυστυχώς χρειάζονται έστω και κάποια ελάχιστα λεφτά.»
«Διαφωνώ. Αλλά είναι όπως το βλέπει ο καθένας.»

Δεν ήθελα να χαλάσω όλη αυτή τη θετική ενέργεια που εισέπραττα αναφέροντας εμπειρίες μου από την εποχή που ήμουν είτε άνεργος είτε εργαζόμενος μπατίρης στην Ελλάδα. Γιατί να ανέφερα σε ένα τόσο φωτεινό πλάσμα το γεγονός ότι όταν περπατούσα στο κέντρο της πόλης και πεινούσα δεν αγόραζα μία τυρόπιτα γιατί χρειαζόμουν το 1 το ευρώ για τα εισιτήρια του λεωφορείου ώστε να μπορέσω να γυρίσω σπίτι; Γιατί να ανέφερα ότι δούλευα σε μία αποθήκη, 50 ώρες την εβδομάδα, σήκωνα και κουβαλούσα έναν τόνο συνολικά κάθε μέρα, σε θερμοκρασίες 40 βαθμών και 90% σκόνη στην ατμόσφαιρα, για 550 ευρώ το μήνα και αναγκαζόμουν και έμενα με τους γονείς μου επειδή ήθελα να απολαμβάνω ένα τσίπουρο με τον κολλητό μου μία φορά την εβδομάδα; Όχι. Ποτέ δεν μου άρεσε να καταστρέφω τον οποιοδήποτε ρομαντισμό. Με αυτό το άχαρο φορτίο έχει επιφορτιστεί η πραγματικότητα.

Είπαμε ότι θα ξαναβρεθούμε. Την αποχαιρέτησα και έμεινα με έναν από τους Ιρλανδούς και έναν Μαροκινό ο οποίος δούλευε σε ένα διπλανό μπαρ και μας έφερε μπύρες με 11,3% αλκοόλ. Αφού τις ήπιαμε μας κάλεσε σπίτι του, είχε ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί κλειστό. Μπήκαμε μέσα και αράξαμε και βάλαμε μουσική. Πίσω από μία ντουλάπα του(ή κάτι τετοιο τελος πάντων) φαινόταν η άκρη ενός κρεβατιού. Ξαφνικά στην άκρη του κρεβατιού βλέπω να απλώνεται χέρι.

«Είναι η κοπέλα σου εδώ;»
«Ναι.»
«Ρε συ θα την ξυπνήσουμε.»
«Μην σε νοιάζει.»
«Σίγουρε ρε συ;»
«Σου έχω πει ότι πρέπει να μάθεις τη ζωή. Οι γυναίκες γουστάρουν να τις επιβάλλεσαι.»
«Δεν συμφωνώ και ούτε το βλέπω έτσι, αλλά αφού τα βρίσκετε εσείς, βάλε λίγο κρασί.»

Ο Ιρλανδός φαινόταν και αυτός προβληματισμένος με την κατάσταση. Λίγο μετά σηκώνεται η Ολλανδή κοπέλα του Μαροκινού, ένα κακέκτυπο της Σκάρλετ Γιοχάνσον, με άλλα λόγια αρκετά όμορφη, φορώντας μόνο μία πετσέτα και αρχίζει ένα αδιανόητο ξεχέσιμο στα Ολλανδικά στο αγόρι της. Δεν είναι υπερβολή να πω ότι ο τύπος μάζεψε σαν κουτάβι. Ο Ιρλανδός προτείνει να φύγουμε.

«Μαλάκες αν φύγετε τώρα θα τρώω παντόφλα μία ζωή, θα χάσω το παιχνίδι.»

Κοιτάω τον Ιρλανδό. Με κοιτάει και αυτός. Κοιτάμε και οι δύο την Ολλανδέζα. Λαμβάνουμε το μήνυμα από το βλέμμα της ότι για την σωματική μας ακεραιότητα είναι καλύτερα να φύγουμε.

Αποχαιρετώ τον Ιρλανδό στο δρόμο και γυρνάω σπίτι. Ίδια ώρα περίπου με αυτήν που είχα ξυπνήσει το πρωί. Μέσα στη σούρα μου, αρχίζω να τραγουδάω μηχανικά «Μέρες παράξενες, θαυμάσιες μέρες...»

Υ.Γ. Η φωτογραφία είναι ένα παλιό στιγμιότυπο από το μπαρ που αναφέρεται στο κείμενο.


Τρίτη 3 Ιουλίου 2018

Ο ρομαντισμός είναι αλλού



Θυμάμαι πριν αρκετά χρόνια είχα μία συζήτηση με μία καλή φίλη μου, με την οποία είχαμε πολύ καλή επικοινωνία και έτσι μοιραζόμασταν ανοιχτά τις σκέψεις μας. Έτσι κάποια στιγμή φτάσαμε στο απόλυτα κλισέ και συνηθισμένο θέμα συζήτησης μεταξύ εκπροσώπων των δύο φύλων: Τι θεωρούμε ρομαντικό.

Πρώτα μου ανέφερε αυτή τη δικιά της άποψη. Για να είμαι ειλικρινής δεν θυμάμαι απόλυτα, νομίζω είπε κάτι σχετικά με την πανσέληνο, τέλος πάντων για να μην μου έκανε εντύπωση και άρα για να το έχω ξεχάσει, σημαίνει πως δεν ήταν καμία ιδιαίτερα πρωτότυπη απάντηση.

Μετά ήρθε η σειρά μου. Αφού το σκεφτόμουνα όση ώρα αυτή μου έλεγε τα δικά της, είχα καταλήξει στο τι θεωρώ ρομαντικό. Η απάντηση μου ήταν το τραγούδι «Δραπετσώνα», σε στίχους Τάσου Λειβαδίτη, μουσική Μίκη Θεοδωράκη και πρώτη ερμηνεία του Γρηγόρη Μπηθικώτση.

Με κοίταξε με ένα ύφος σαν να είχε μόλις καταπιεί χαλασμένη αντζούγια από κονσέρβα. Με ρώτησε με έκπληξη τι το ρομαντικό βρίσκω σε αυτό, της απάντησα ότι με γοητεύει η ιδέα ότι ένα ζευγάρι παλεύει ενάντια σε θεούς και δαίμονες με μόνο τους όπλο την αγάπη τους. Δεν την έπεισα είναι η αλήθεια και έτσι γρήγορα αλλάξαμε κουβέντα.

Όσο περνούσαν τα χρόνια και παρατηρούσα τις δικές μου και τις γύρω μου, συναισθηματικές ιστορίες, η αλήθεια είναι ότι άποψη δεν άλλαζα. Το αντίθετο η αρχική μου αυτή άποψη ισχυροποιούταν. Με κάθε αφορμή μου αποδεικνυόταν ότι οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν μπερδέψει τα αποτελέσματα του ρομαντισμού, τις εκφάνσεις του με τον ίδιο τον ρομαντισμό. Και αυτό είναι επικίνδυνο καθώς έτσι βρισκόμαστε σε αναζήτηση αυτών και όχι του the real thing. Και καταλήγουμε να ζούμε αυτά και όχι την πηγή τους. Μία απλή βιτρίνα, η οποία μπορεί να ομορφαίνει κάποιες στιγμές, αλλά δεν αρκεί για να ομορφύνει την ίδια μας τη ζωή.

Για να μην παρεξηγηθώ. Φυσικά και δεν έχω πρόβλημα με ένα τρυφερό άραγμα κάτω από το φεγγαρόφωτο, με τα φιλιά σε μία παραλία ενώ σκάει το κύμα, με το αγνάντεμα του ηλιοβασιλέματος από τα κάστρα της Θεσσαλονίκης, με ένα ωραίο δείπνο σε ένα εστιατόριο με όμορφη μουσική κτλ. Αυτά σε όλους αρέσουν, σε φυσιολογικούς και μη ανθρώπους.
Αλλά από μόνα τους δεν είναι αρκετά. Διότι είναι απλά η διασκόμηση του αληθινού έρωτα, της αληθινής αγάπης. Και η διακόσμηση ποτέ δεν είναι σημαντικότερη από το περιεχόμενο. Τι να τα κάνω όλα τα παραπάνω τα καλούδια, χωρίς το αναγκαίο υπόβαθρο, τον ρομαντισμό εν τη γένεση του.

Και ο ρομαντισμός, για μένα τουλάχιστον, είναι το πηγαίο το συναίσθημα αυτούσιο. Αγνό και καθαρό. Και τα συναισθήματα έχουν την ενοχλητική για πολλούς συνήθεια να αποδεικνύονται στα δύσκολα. Όταν είναι όλα εναντίον τους. Διότι αν υπάρχουν εξωτερικές καταστάσεις που τα επηρεάζουν θετικά, τότε παύουν να είναι πηγαία, αλλά είναι αποτέλεσματα συγκυριών.

Αντίθετα αν τα εξωτερικά ερεθίσματα είναι αρνητικά και το πηγαίο συναίσθημα παραμένει ακέραιο, ή ίσως και δυναμώνει τότε μπορούμε να είμαστε σίγουροι για την αυθεντικότητα του. Και τότε γινόμαστε μάρτυρες του μεγαλείου συναισθημάτων όπως η αγάπη και ο έρωτας. Βιώνουμε τη δύναμη τους, τη δυνατότητα τους να υπερκεράσουν την ίδια τη ζωή, όταν αυτή είναι στα κάτω της.

Αυτός είναι και ο λόγος που αυτά τα δύο συναισθήματα, στην αυθεντικότητα τους, έχουν κερδίσει δικαιωματικά και διαχρονικά την αποθέωση μας. Όλα τα σπουδαία ρομαντικά έργα, είτε πρόκειται για θεατρικά , είτε πρόκειται για μουσική, είτε για βιβλία, έχουν να κάνουν με έρωτες που ανθούν μέσα σε δύσκολες καταστάσεις. Και αυτό συμβαίνει διότι εκτός από το αναγκαίο ενδιαφέρον που προσάπτουν στα έργα αυτά, αποδεικνύουν ότι έχουμε να κάνουμε με πραγματικά συναισθήματα, όχι φευγαλέους ενθουσιασμούς και ούτε βολικά παραμυθάκια.

Και στην τελική όλη οι άνθρωποι αυτό καταβάθος ψάχνουμε. Διότι γνωρίζουμε ότι «τα αγαθά κόποις κτώνται». Και υπάρχουν σε αυτή τη ζωή μεγαλύτερα αγαθά από τον έρωτα και την αγάπη; Όχι. Για αυτό και κοπιάζουμε για να (συνεχίσουμε) να τα ζούμε. Και αυτό για μένα είναι ο ρομαντισμός.