Τρίτη 10 Ιουλίου 2018

Μέρα παράξενη, θαυμάσια μέρα



Το ξυπνητήρι δείχνει 04:30 το πρωί. Είναι Κυριακή. Σηκώνομαι με τη τσίμπλα στο μάτι. Έχω καταφέρει να κοιμηθώ ελάχιστα. Τρώω κάτι ντόνατς που είχαν ξεμείνει, πίνω καφέ, βγαίνω από το σπίτι, παίρνω το ποδήλατο και ξεκινάω ορθοπεταλιά για τη δουλειά. Οι μύες των ποδιών μου λόγω της αϋπνίας είναι σε οικτρή κατάσταση και μου βγαίνει η πίστη σε αυτό το μισάωρο που χρειάζεται για να φτάσω στο εργοστάσιο.

Χρειάστηκε να κάτσω λίγο παραπάνω στη δουλειά και τελικά φεύγω και ξεκινάω το πετάλι για την επιστροφή στο σπίτι. Είμαι κάπως εξουθενωμένος μια και εκτός της αϋπνίας η βάρδια τελικά αποδείχτηκε ζόρικη. Φτάνω σπίτι πίνω μία μπύρα στα γρήγορα και σωριάζομαι στο κρεβάτι. Το πλάνο μου ήταν να κοιμηθώ κανά 2-3  ώρες και μετά να πάω για μπύρες. Τελικά ξύπνησα στις 11 το βράδυ. Πλένω το πρόσωπο μου, ντύνομαι και ξεκινάω για το κέντρο της πόλης.

Τρώω δύο μπέργκερ στα ΜακΝτόναλντς και αράζω στο στέκι μου ένα μπαρ που το κτίριο που φιλοξενείται χρονολογείται από το 1684. Λίγο μετά πετυχαίνω έναν γνωστό Ιρλανδό συνάδελφο μου. Πολύ γερό ποτήρι. Έρχονται και κάθονται μαζί μας άλλοι δύο Ιρλανδοί, συνάδελφοι και αυτοί. Μιλάμε για τα πάντα και πίνουμε τα πάντα. Διότι μόνο ως «τα πάντα» μπορώ να χαρακτηρίσω τα υποβρύχια που κερνούσαν αυτοί οι, εκ φύσεως και εκ γενετής, μπεκροκανάτες.

Σε μία συζήτηση που είχα με έναν από αυτούς που τον είχα συμπαθήσει, διότι αφενός φαινόταν ότι είχαμε κοινό τρόπο ζωής, αφετέρου είχε επισκευθεί τη Θεσσαλονίκη και μου είχε πει τα καλύτερα, μου ανέφερε ένα περιστατικό που είχε συμβεί όταν έκανε διακοπές στην Τενερίφη. Καθόταν με την παρέα του και κάποια στιγμή τους πλησίασαν κάτι Άγγλοι. Αυτοί άμεσα και χωρίς προλόγους τους ρώτησαν για τη θρησκεία τους. Ο συνδιαλεγόμενος μου την ψυλλιάστηκε τη δουλειά και είπε ότι είναι άθρησκος. Ο φίλος του όμως, έκανε το λάθος να πει ότι είναι καθολικός. Έπεσε το ξύλο της αρκούδας. Μου έκανε απίστευτη εντύπωση ότι τον 21ο αιώνα, σε ένα τουριστικό θερέτρο, όπου υποτίθεται ότι όποιος το επισκέπτεται το κάνει για να περάσει καλά, κάποιοι ευρωπαίοι ψάχνουν να δείρουν κάποιους άλλους μόνο και μόνο λόγω θρησκευτικών δογμάτων. Και ύστερα κατηγορούν τους μουσουλμάνους για φανατισμό. Πόσο αρρωστημένα μυαλά;

Δίπλα μας καθόταν μία παρέα Ολλανδών. Ανδρών και γυναικών. Αναμεσα τους ένας γνωστός μου τύπος, από αυτά τα ρεμάλια που γουστάρεις να πίνεις μαζί τους. Και επίσης μία κοντοκουρεμένη σαν πεζοναύτης, κοπέλα, ντυμένη με ένα τζην σωλήνα και ένα φλάι μπουφάν. Αν στράβωνε και το στόμα όταν μιλούσε θα ορκιζόμουν ότι είχε ταξιδέψει με μία χρονομηχανή από τη θύρα 4 της Τούμπας της δεκαετίας του 80 στο σήμερα, στο Αϊντχόφεν.

Η ώρα περνούσε ευχάριστα και μία Ολλανδή από τη διπλανή παρέα μπανίζει έναν από τους Ιρλανδούς και του πιάνει κουβέντα. Κάπως έτσι οι παρέες ενώνονται, κάτι που είναι πολύ συνηθισμένο εδώ στο Αϊντχόφεν και ειδικά στο μπαρ που συχνάζω. Κάθομαι δίπλα στην κοντοκουρεμένη και σύντομα πιάνουμε κουβέντα. Φυσιολογικά μία από τις πρώτες της ερωτήσεις είναι το από που κατάγομαι.

«Ελλάδα, Θεσσαλονίκη.»
«Σοβαρά; Έχω πάει εκεί, πολύ όμορφη πόλη.»
«Αλήθεια; Πως και έτσι;» (οι πιο πολλοί Ολλανδοί δεν γνωρίζουν καν την πόλη)
«Έχω δώσει συναυλία εκεί, η Ελλάδα είναι η χώρα με τους περισσότερους φαν μου.»
«Σώπα ρε, ποια είσαι;» της λέω χαμογελαστά και με θετική διάθεση.
«Έχεις ακούσει
Kovacs
«Όχι πολύ, ξέρω όμως το τραγούδι “
My Love”» και κάπου εκεί αρχίζω να υποψιάζομαι.
«Αυτή είμαι, η
Sharon Kovacs» αποκρίνεται με ένα χαμόγελο.

Και κάπου εκεί ξεκίνησε η συζήτηση μας. Μία συζήτηση με μία καλλιτέχνη-παιδί. Ίσως να βοήθησε σε αυτή την εντύπωση το γεγονός ότι ήταν ελαφρά μεθυσμένη. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση η διαφορά της έκφρασης που διαπίστωνα ανάμεσα στις ερμηνείες της(έστω τις λίγες που είχα ακούσει) και την πραγματικότητα. Δεν έβλεπα μπροστά μία femme fatale όπως θα περίμενα αλλά αντίθετα έβλεπα ένα κοριτσάκι γεμάτο ενθουσιασμό και αθωότητα.

«Και γιατί έφυγες από την Ελλάδα;»
«Ήταν ένας συνδυασμός παραγόντων, ρεαλιστικών αλλά και υπαρξιακών.»
«Ο ρεαλιστικός ήταν η κρίση;»
«Ναι.»
«Και ο υπαρξιακός;»
«Είχα την αίσθηση ότι πλέον τα είχα δει όλα στην Ελλάδα, ότι μπορούσα να δω εκεί, ήθελα να ανακαλύψω καινούρια μέρη, καινούριους ανθρώπους»
«Εγώ πάντως θα ήθελα να ζήσω στην Ελλάδα, ειδικά τώρα στην κρίση.»
«Θεωρείς ότι οι άνθρωποι γίνονται πιο άνθρωποι χωρίς λεφτά ε;»
«Ναι αυτό ακριβώς! Δεν το πιστεύεις;»
«Κάποιοι ναι. Αλλά γενικότερα πιστεύω ότι δυστυχώς χρειάζονται έστω και κάποια ελάχιστα λεφτά.»
«Διαφωνώ. Αλλά είναι όπως το βλέπει ο καθένας.»

Δεν ήθελα να χαλάσω όλη αυτή τη θετική ενέργεια που εισέπραττα αναφέροντας εμπειρίες μου από την εποχή που ήμουν είτε άνεργος είτε εργαζόμενος μπατίρης στην Ελλάδα. Γιατί να ανέφερα σε ένα τόσο φωτεινό πλάσμα το γεγονός ότι όταν περπατούσα στο κέντρο της πόλης και πεινούσα δεν αγόραζα μία τυρόπιτα γιατί χρειαζόμουν το 1 το ευρώ για τα εισιτήρια του λεωφορείου ώστε να μπορέσω να γυρίσω σπίτι; Γιατί να ανέφερα ότι δούλευα σε μία αποθήκη, 50 ώρες την εβδομάδα, σήκωνα και κουβαλούσα έναν τόνο συνολικά κάθε μέρα, σε θερμοκρασίες 40 βαθμών και 90% σκόνη στην ατμόσφαιρα, για 550 ευρώ το μήνα και αναγκαζόμουν και έμενα με τους γονείς μου επειδή ήθελα να απολαμβάνω ένα τσίπουρο με τον κολλητό μου μία φορά την εβδομάδα; Όχι. Ποτέ δεν μου άρεσε να καταστρέφω τον οποιοδήποτε ρομαντισμό. Με αυτό το άχαρο φορτίο έχει επιφορτιστεί η πραγματικότητα.

Είπαμε ότι θα ξαναβρεθούμε. Την αποχαιρέτησα και έμεινα με έναν από τους Ιρλανδούς και έναν Μαροκινό ο οποίος δούλευε σε ένα διπλανό μπαρ και μας έφερε μπύρες με 11,3% αλκοόλ. Αφού τις ήπιαμε μας κάλεσε σπίτι του, είχε ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί κλειστό. Μπήκαμε μέσα και αράξαμε και βάλαμε μουσική. Πίσω από μία ντουλάπα του(ή κάτι τετοιο τελος πάντων) φαινόταν η άκρη ενός κρεβατιού. Ξαφνικά στην άκρη του κρεβατιού βλέπω να απλώνεται χέρι.

«Είναι η κοπέλα σου εδώ;»
«Ναι.»
«Ρε συ θα την ξυπνήσουμε.»
«Μην σε νοιάζει.»
«Σίγουρε ρε συ;»
«Σου έχω πει ότι πρέπει να μάθεις τη ζωή. Οι γυναίκες γουστάρουν να τις επιβάλλεσαι.»
«Δεν συμφωνώ και ούτε το βλέπω έτσι, αλλά αφού τα βρίσκετε εσείς, βάλε λίγο κρασί.»

Ο Ιρλανδός φαινόταν και αυτός προβληματισμένος με την κατάσταση. Λίγο μετά σηκώνεται η Ολλανδή κοπέλα του Μαροκινού, ένα κακέκτυπο της Σκάρλετ Γιοχάνσον, με άλλα λόγια αρκετά όμορφη, φορώντας μόνο μία πετσέτα και αρχίζει ένα αδιανόητο ξεχέσιμο στα Ολλανδικά στο αγόρι της. Δεν είναι υπερβολή να πω ότι ο τύπος μάζεψε σαν κουτάβι. Ο Ιρλανδός προτείνει να φύγουμε.

«Μαλάκες αν φύγετε τώρα θα τρώω παντόφλα μία ζωή, θα χάσω το παιχνίδι.»

Κοιτάω τον Ιρλανδό. Με κοιτάει και αυτός. Κοιτάμε και οι δύο την Ολλανδέζα. Λαμβάνουμε το μήνυμα από το βλέμμα της ότι για την σωματική μας ακεραιότητα είναι καλύτερα να φύγουμε.

Αποχαιρετώ τον Ιρλανδό στο δρόμο και γυρνάω σπίτι. Ίδια ώρα περίπου με αυτήν που είχα ξυπνήσει το πρωί. Μέσα στη σούρα μου, αρχίζω να τραγουδάω μηχανικά «Μέρες παράξενες, θαυμάσιες μέρες...»

Υ.Γ. Η φωτογραφία είναι ένα παλιό στιγμιότυπο από το μπαρ που αναφέρεται στο κείμενο.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου