Τρίτη 28 Αυγούστου 2018

Ανακαλύπτοντας τη χαμένη Αυτοκράτειρα


Καθόμουν σε μία καφετέρια στο λιμάνι της Βαλένθια. Προς ευχάριστηση μου, είδα στο μενού να αναγράφεται η λέξη «φραπέ». Προς απογοήτευση μου, έφεραν κατι που εμοιαζε με μιλκσέικ με καφέ. Ήταν λίγο μετά τις 12 το μεσημέρι. Ένιωθα πως είχα άπλετο χρόνο για να ανακαλύψω ένα «αξιοθέατο», άγνωστο στο ευρύ κοινό, ακόμα και των ίδιων των κατοίκων της όμορφης Βαλένθια.

Ξαφνικά, άκουσα μία ειδοποίηση από την Google στο κινητό μου. «Η τοποθεσία που ενδιαφέρεστε θα κλείσει σε μία ώρα». Σκατά! Με τα πόδια ήτανε μία ώρα μακριά ακριβώς. Πλήρωσα, ξεκίνησα με τα πόδια μήπως βρω ταξί ούτε για δείγμα. Προχώρούσα μέσα στον ήλιο με 40 βαθμούς Κελσίου. Ξαφνικά είδα ένα λεωφορείο. Ήμουν δίπλα στη στάση. Μπαίνω μέσα ρωτάω τον οδηγό, «plaza del Rey?». Μου απαντάει καταφατικά, ετοιμάστηκα να πληρώσω το εισιτήριο, δεν είχα ψιλά, από το αεροδρόμιο ερχόμουν, μου ρίχνει άκυρο διότι δεν μπορούσε να δώσει ρέστα, αναγκαστικά κατεβαίνω. Είχε ήδη περάσει μισή ώρα και ήμουν 27 λεπτά με τα πόδια μακρυά από τον προορισμό μου. Και ξαφνικά είδα ένα ταξί. Μπήκα μέσα, κατάφερα να συννενοηθώ με Ισπαγγλικά και τελικά 10 λεπτά μετά, με απίστευτο μποτιλιάρισμα έφτασα επιτέλους στην εκκλησία San Juan del Hospital. Ένα χριστιανικό ναό του 13ου αιώνα μ.Χ.

Ένας κλασσικός ναός γοτθικού ρυθμού, σκοτεινός και έχοντας μία, ειδικά για εμάς που έχουμε συνηθίσει τις ορθόδοξες εκκλησίες, μυστικιστική αισθητική. Δεν θα κρύψω ότι ένιωσα λίγο σαν ήρωας μυθιστορήματος του Dan Brown, μια και ο ναός αυτός ήταν αφιερωμένος στον άγιο του τάγματος του Αγίου Ιωάννη(ίσως και χτισμένος από αυτό), στο οποίο πολλοί Ναϊτες βρήκαν καταφύγιο εκεί, για να σωθούν από την πυρά στην οποία καταδικάστηκαν από τον Γάλλο βασιλιά το 1307. Αλλά αυτό είναι μία άλλη ιστορία.

Η αλήθεια είναι ότι δεν ενδιαφερόμουν τόσο για τον Ναό ολόκληρο, αλλά για ένα συγκεκριμένο έκθεμα του το οποίο θα βρισκόταν σε κάποια μικρότερη αίθουσα του. Διάφοροι Ισπανοί καθολικοί πιστοί προσεύχονταν τριγύρω και προσπαθούσα ενώ αναζητούσα τον στόχο μου να είμαι τελείως διακριτικός και να μην τους ενοχλήσω. Και τελικά μετά από μία σύντομη αναζήτηση το βρήκα. Ναι ήμουν σίγουρος, η επιγραφή πάνω στο τμήμα ήταν ξεκάθαρη:

Aqui Vace D. Costasa Augusta.”
Emperatriz de Grecia.”

Σε ελεύθερη μετάφραση, «εδώ κείτεται η Αυγούστα Κωνσταντία. Αυτοκράτειρα της Ελλάδας.» Ποια ήταν η Αυτοκράτειρα αυτή; Στις Ελληνικές γραφές αναφέρεται ως «Άννα των Χοενστάουφεν». Ήταν νόθα κόρη του Γερμανού αυτοκράτορα της «Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας», Φρειδερίκου Β’, από όπου πήρε το όνομα «Κωνσταντία» και σύζυγος του Ρωμαίου αυτοκράτορα της «Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας» Ιωάννη Γ’ Δούκα Βατάτζη. Ναι σωστά μαντέψατε ενός Βυζαντινού αυτοκράτορα, όπως θα τον αποκαλούσαμε σήμερα. Γιατί όμως να ενδιαφέρομαι, για τη γυναίκα ενός Βυζαντινού Αυτοκράτορα;

Αυτό έχει να κάνει με το προσωπικό μου χόμπι, τη μελέτη της ιστορίας, στο οποίο μεταξύ άλλων ανακάλυψα τα έργα και τις ημέρες του συγκεκριμένου ηγεμόνα ο οποίος μπορούμε να πούμε ότι δεν είναι και ο πιο γνωστός ή δημοφιλής, τουλάχιστον όχι στον μέσο γνώστη της Ελληνικής Ιστοριογραφίας. Ποιος ήταν λοιπόν ο Ιωάννης Βατάτζης;

Γεννήθηκε το 1193 μ.Χ., στο Διδυμότειχο, μέλος αριστοκρατικής στρατιωτικής οικογένειας. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, ακολούθησε την οικογένεια του μαζί με μεγάλο μέρος του πληθυσμού της πόλης στη Νίκαια, την πόλη που θα αναλάμβανε να κρατήσει την Αυτοκρατορία της Ρωμανίας ζωντανή. Εκεί καθώς μεγάλωνε, έγινε ευνοούμενος του Αυτοκράτορα Θεόδωρου του Α’, και μια και αυτός δεν είχε αρσενικό διάδοχο, παντρεύτηκε την κόρη του Ειρήνη. Το 1222 παίρνει στην εξουσία την αποκαλούμενη σήμερα, Αυτοκρατορία της Νίκαιας. Το σόι της γυναίκας του συμμάχησε με τον Λατίνο πια, αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης και επιτέθηκαν στις κτήσεις της Νίκαιας. Μπρος το συμφέρον ποιος νοιάζεται για οτιδήποτε. Το αποτέλεσμα ήταν να συντριβούν από τις δυνάμεις του Βατάτζη στη μάχη του Ποιμανηνού. Συνέπεια της μάχης ήταν η Αυτοκρατορία της Νίκαιας να καταλάβει όλες τις λατινικές κτήσεις της Μικράς Ασίας, εκτός από τη Νικομήδεια και τη Χαλκηδόνα, τις οποίες κατέλαβε δέκα χρόνια αργότερα.

Τα επόμενα χρόνια ταυτόχρονα με την απελευθέρωση Ρωμαίικων περιοχών από τους Φράγκους και τους Βενετούς, άρχισε να οργανώνει το κράτος του σε σωστές βάσεις. Φρόντισε το βιοτικό επίπεδο των μεσσαίων και χαμηλών στρωμάτων, η γεωργία και κτηνοτροφία αναπτύχθηκαν, όπως και το εμπόριο ειδικά με τους Τούρκους του Σουλτανάτου του Ικονίου. Εφάρμοσε ελαφριά φορολογική πολιτική ιδιαίτερα στα φτωχά στρώματα αλλά ταυτόχρονα υπήρξε πολύ αυστηρός απέναντι σε σπατάλες, ακόμα και απέναντι στον ίδιο του το γιο. Η αυτοκρατορία της Νίκαιας επί τη εποχής του αγόραζε φθηνα και χρήσιμα προϊόντα για την ανάπτυξη και πουλούσε ακριβά μετάξια με αποτέλεσμα, σε συνδυασμό με την φορολογική του πολιτική, να υπάρχει πάντα πλεόνασμα στα οικονομικά του κράτους του. Δείγμα της νοοτροπίας του είναι και το στέμμα που έκανε δώρο στη δεύτερη γυναίκα του, την οποία «συνάντησα», το οποίο το αγόρασε ο ίδιος με χρήματα τα οποία είχε κερδίσει από το προσωπικό του αγρόκτημα, πουλώντας αυγά.

Ταυτόχρονα με την οικονομική άνθηση, συντελείται και πνευματική ανάπτυξη, μια και επί εποχής του απενεχοποιείται πλήρως η μελέτη των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, κάτι που είχε αρχίσει δειλά-δειλά αιώνες πριν. Ο ίδιος ο Βατάτζης σε επιστολή του προς τον Πάππα αναφέρει τον εαυτό του και τους υπηκόους του ως «Κληρονόμους της Ελληνο-Ρωμαικής παιδείας».

Από το 1233 μ.Χ. έπειτα από μία επίθεση των Λατίνων την οποία απέκρουσε και αντεπιτέθηκε επιτυχώς, άρχισε να απελευθερώνει, τις περισσότερες φορές χωρίς μάχη μια και τον προσκαλούσαν οι ντόπιοι Ρωμαίικοι πληθυσμοί, τις ευρωπαϊκές κτήσεις που κατέχονταν από Φράγκους και Βούλγαρους αλλά και από τους Ρωμιούς της Ηπείρου, μεταξύ των οποίων και τη Θεσσαλονίκη. Προσπάθησε να ανακαταλάβει την Κωνσταντινούπολη ανεπιτυχώς, ενώ δεν κατάφερε να υποστηρίξει αποτελεσματικά την επανάσταση των Κρητικών ενάντια στους Βενετούς.

Η μοναδική του μεμπτή πράξη που αναφέρεται ήταν η εξωσυζυγική του σχέση, στις αρχές του γάμου του με την Κωνσταντία-Άννα, με μία γυναίκα της αυλής της, σχέση την οποία τελείωσε ο ίδιος όταν τα κουτσομπολιά οργίαζαν και όταν η αυτοκράτειρα ενηλικιώθηκε και ίσως αυτό να εξηγεί και την «αμαρτία» του.

Πέθανε το 1254 μ.Χ. σε ηλικία 61 χρονών, μια και η υγεία του χειροτέρευε καθώς μεγάλωνε, λόγω του γεγονότος ότι ήταν επιληπτικός. Άφησε ένα κράτος άρτια οργανωμένο, με ευτυχισμένους κατοίκους, ίσως το πιο πλούσιο της Ευρώπης και ισχυρό στρατιωτικά. Είναι χαρακτηριστικό, όσο και αν μας φαίνεται αφελές σήμερα, ότι αγιοποιήθηκε από τους κατοίκους της Μικράς Ασίας αλλά όχι από την επίσημη Εκκλησία η οποία όμως έδειξε ανοχή στις εκδηλώσεις λατρείας του απλού λαού.

Μετά τη δεύτερη άλωση της Κωνσταντινούπολης, δημιουργήθηκε ο λαϊκός θρύλος του «μαρμαρωμένου Βασιλιά» που θα απελευθέρωνε αργότερα την Πόλη, ο οποίος αναφέρεται στο Βατάτζη. Όσοι αναφέρονται στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο ως πρωταγωνιστή αυτού του μύθου, δυστυχώς δεν έχουν ενημερωθεί σωστά. Και εδώ που τα λέμε ο ίδιος ο θρύλος είναι λίγο άστοχος, μια και αφενός ο Ιωάννης Βατάτζης πέθανε από 100% φυσικά αίτια, δεν έμεινε ποτέ στην Κωνσταντινούπολη(το Νυμφαίο της Μ. Ασίας ήταν η επίσημη κατοικία του) και επισης δεν πολέμησε ποτέ με Τούρκους, αντίθετα το κράτος του είχε, αν όχι συμμαχικές, εμπορικές σχέσεις με το Σουλτανάτο του Ρουμ(Ικονίου). Ίσως κάποιες μεμονωμένες μάχες να γίναν με ανεξάρτητους Τούρκους φύλαρχους κατά μήκος των βουνών της Παφλαγονίας.

Όπως γίνεται κατανοητό από τα παραπάνω, ο Ιωάννης Γ’ Δούκας Βατάτζης υπήρξε ένας σπουδαίος ηγεμόνας ειδικά από τη στιγμή που αναφερόμαστε στη Μεσαιωνική εποχή. Βάσει των προσωπικών μου ιστορικών γνώσεων και ηθικών μου αξιών, θα τολμούσα να τον χαρακτηρίσω και τον σπουδαιότερο ελληνόφωνο ηγεμόνα. Δεν ξεκίνησε ποτέ κανένα πόλεμο, όλες οι κατακτήσεις του ήταν, είτε λόγω επιτυχών αποκρούσεων είτε λόγω πρόσκλησης των ντόπιων πληθυσμών ενώ ο λαός του για τα επίπεδα εκείνης της ιστορικής περιόδου είχε το υψηλότερο βιοτικό επίπεδο πανευρωπαϊκά ίσως και παγκοσμίως. Είναι ο μοναδικός που δεν αναφέρεται η παραμικρή «μαύρη κηλίδα» στην πορεία του, όπως καταστροφές πόλεων, διώξεις αντιφρονούντων, γενοκτονίες, δολοφονίες και άλλα «όμορφα», σε αντίθεση με άλλες σπουδαίες ιστορικές προσωπικότητες της Ελληνικής Ιστοριογραφίας, που κατείχαν θέσεις εξουσίας. 

Θα αναρωτηθεί κανείς, πως ένας σοσιαλιστής όπως εγώ εκτιμώ τόσο πολύ έναν μονάρχη. Έχω την τάση να κρίνω όλες τις ιστορικές προσωπικότητες βάσει της εποχής που δράσανε. Ακόμα και σε αυτά τα πλαίσια ο Ιωάννης Γ’ Δούκας Βατάτζης ήταν πολύ μπροστα από την εποχή του.Και τα πρώτα σπέρματα Σοσιαλισμού και άμεσης Δημοκρατίας θα αργούσαν σχεδόν έναν αιώνα από την εποχή που πέθανε ο Βατάτζης. Και αναφέρομαι στην επανάσταση των Ζηλωτών της Θεσσαλονίκης.

Μετά τον θάνατο του Ιωάννη Βατάτζη, η Άννα-Κωνσταντία παρέμεινε στη Ρωμαίικη αυλή ως θετή μητέρα του γιου του, ο οποίος συνέχισε το έργο του πατέρα του, αλλά δυστυχώς κληρονόμησε και την επιληψία του και πέθανε νεότατος. Ανέλαβε την εξουσία ο 9χρονος γιος του ο οποίος τυφλώθηκε και εκθρονίστηκε από τον Μιχαήλ Παλαιολόγο, τον αυτοκράτορα που πέτυχε την ανακατάληψη της Πόλης. Εκεί αναφέρεται από κάποιες πηγές, ότι ο Μιχαήλ ερωτεύτηκε την ακόμα νεαρή Άννα-Κωνσταντία, η οποία τον απέρριψε και εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη για να βρει την οικογένεια της, στη Νότιο Ιταλία. Δεν παντρεύτηκε ούτε εκεί, λογικά από επιλογή αν κρίνουμε απο την ελκυστική καταγωγή της και μετά πήγε στη Βαλένθια όπου έγινε μοναχή και πέθανε εκεί, πλήρης ημερών.

Κάπως έτσι μια και από σύμπτωση βρέθηκα στη Βαλένθια δεν μπορούσα να μην πάω και να δώσω ένα χαιρετισμό στην πιστή σύζυγο και χήρα του σπουδαιότερου, κατ’ εμέ, Ελληνόφωνου ηγεμόνα, ότι κοντινότερο υπάρχει αυτή τη στιγμή σε αυτόν, μια και ο τάφος του ιδίου έχει χαθεί.



Τρίτη 21 Αυγούστου 2018

Μία φορά και έναν καιρό στην Ανδαλουσία



Carry me caravan, take me away,
take me to Portugal, take me to Spain,
Andalusia with fields full of grain…

Όλα ξεκίνησαν σε μία κλήση Skype που είχα πριν κάποιους μήνες με μία Πολωνή φίλη μου. Σε ένα σημείο της συζήτησης αναφέραμε τα σχέδια, που δεν είχαμε, για τις διακοπές μας το καλοκαίρι. Πραγματικά και οι δύο είχαμε ξεμείνει, καθώς πλησιάζουμε στην ηλικία που οι περισσότεροι φίλοι μας νοικοκυρεύονται και κανονίζουν διακοπές με το ταίρι τους. Εκείνη τη στιγμή έλαμψε στο κεφάλι μου η ιδέα. Να πάμε μαζί Ανδαλουσία.

Η Ανδαλουσία ήταν μαζί με τη Σκωτία, τα δύο μέρη του πλανήτη που είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου να επισκευθώ προτού πεθάνω. Τη Σκωτία αξιώθηκα να τη γνωρίσω πέρυσι. Όντας άτομο που ξέρει από πρώτο χέρι ότι η ζωή είναι ρόδα και γυρίζει, ήθελα όσο το δυνατόν συντομότερα να εκπληρώσω και το δεύτερο ταξιδιωτικό προωθημένο, τώρα που γνώριζα ότι μπορώ να αναταπεξέλθω οικονομικά σε αυτό.

Την έπεισα χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία με μοναδικό αντάλλαγμα να την κάνω παρέα σε μία συναυλία των
Parov Stellar στη Βαρκελώνη. Κάπως έτσι αφού κανονίσαμε τις άδειες μας, τα εισιτήρια του αεροπλάνου και άλλες τυπικές λεπτομέρειες, βρέθηκα στο αεροδρόμιο της Βαλένθια, της πόλης από την οποία θα ξεκινούσαν οι κοινές μας διακοπές, μια και εκεί θα βρισκόταν εκείνες τις μέρες για επαγγελματικούς λόγους.

Θα σκεφτεί κανείς ότι η Βαλένθια δεν είναι πόλη της Ανδαλουσίας και θα έχει δίκιο. Αλλά αυτή η μικρή εκτροπή δεν με χάλασε καθόλου μια και έτσι θα έβρισκα την ευκαιρία για να κάνω ένα «προσκύνημα» που σκεφτόμουν εδώ και καιρό και στο οποίο θα αναφερθώ εκτενέστερα σε μελλοντικό κείμενο μου.

Το επόμενο πρωινό βρισκόμασταν στο σιδηροδρομικό σταθμό της Βαλένθια,
Joaquin Sorolla και η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι πήρε το όνομα του από τον παιχταρά της τοπικής ομάδας που έδρασε την προηγούμενη δεκαετία. Άκυρο. Πήραμε το «γρήγορο» το τρένο, ανετότατο και σε τρεις και κάτι ώρες βρεθήκαμε στην Κόρδοβα όπου θα ήταν η βάση του ταξιδιού μας.

Φτάσαμε στο ξενοδοχείο το οποίο ήταν ο ορισμός του Ανδαλουσιανού μοτέλ. Η αρχιτεκτονική και η διαρρύθμιση του χώρου θύμιζαν βίλλα κάποιου παλιού Δον, ο οποίος θα άραζε εκεί πίνοντας σανγκρία και το αίμα των δουλοπάροικων του που θα μοχθούσαν στα χωράφια με ελιές, της ιδιοκτησίας του.

Είχε πολύ ζέστη αλλά καμία σχέση με τους φόβους μας περί 40+ βαθμών Κελσίου, που είχαν δημιουγηθεί από τον καύσωνα που είχε χτυπήσει όλη την Ευρώπη. Εκτός από την Ελλάδα. Ξεκινήσαμε την περιήγηση μας.

Η Κόρδοβα έχει ιστορία σχεδόν 3000 ετών. Η ανάπτυξη της ξεκίνησε κατά τη Ρωμαϊκή εποχή. Αυτό ήταν και το πρώτο μνημείο που είδαμε, κοντά στο δημαρχείο της, έναν αρχαίο Ρωμαϊκό ναό, συγκεκριμένα κάτι κίονες οι οποίοι βρίσκονταν σε εκπληκτική κατάσταση. Προχωρήσαμε σε μία πλατεία και φάγαμε ψητά λαχανικά συνοδεία ντόπιας μπύρας. Πολύ ωραία ήταν με το ξυδάκι τους ότι έπρεπε για τις υψηλές θερμοκρασίες που υπήρχαν αλλά σαν τα ψητά λαχανικά της μάνας μου δεν ήταν. Χωρίς παρεξήγηση.

Είχε πάει ήδη μεσημέρι. Ώρα για σιέστα μια και ο ήλιος βαρουσε τόσο που δεν ήταν δυνατή οποιαδήποτε περιήγηση. Το βράδυ ήρθε η ώρα να ανακαλύψουμε τη νυχτερινή Κόρδοβα. Φάγαμε τα τάπας μας και αρχίσαμε να κινούμαστε κατά μήκος του ποταμού Γουδαλκιβίρ. Μέχρι όπου φτάσαμε στη Ρωμαϊκή γέφυρα. Στο ένα άκρο της γέφυρας βρισκόταν ένας μεσαιωνικός Ισπανικός πύργος. Κατά μήκος της γέφυρας, υπήρχαν μουσικοί του δρόμου που παίζαν φλαμένκο και στην άλλη άκρη υπήρχε μία αψίδα, άγνωστης σε μένα χρονολογίας. Σε πιο καλή κατάσταση από την αντίστοιχη του Γαλερίου στη Θεσσαλονίκη αλλά πολύ πιο χοντροκομμένη. Και λίγα μέτρα παρακάτω το μεγάλο τζαμί, από τη θέα του οποίου, ξεπρόβαλλε από πίσω το χριστιανικό καμπαναριό. Όλη η ιστορία όχι μόνο της Κόρδοβα, όχι μόνο της Ανδαλουσία αλλά όλης της Ιβηρικής χερσονήσου αποκαλυπτόνταν σε μία απόσταση λίγων μέτρων με μία ματιά. Πόσο όμορφο να συμβαίνει αυτό, πόσο όμορφο να αντιλαμβάνεσαι και να αισθάνεσαι όλους τους πολιτισμούς που έχουν πατήσει πάνω σε λίγα μέτρα γης ανά τους αιώνες.

Το επόμενο πρωί είδαμε τα ίδια ακριβώς μνημεία με το φως του ήλιου και παρ’ ότι η αίσθηση ήταν διαφορετική, δεν έπαυσε να είναι συγκλονιστική. Μπήκαμε μέσα στο Τζαμί, είδαμε τον υπέροχο ανδαλουσιανό κήπο, περπατήσαμε στα στενά της παλιάς πόλης, επισκευθήκαμε το Αλκαζάρ. Παρεπιπτόντως νόμιζα ότι το Αλκαζάρ ήταν ένα και βρισκόταν στη Γρανάδα. Εκεί έμαθα ότι Αλκαζάρ σημαίνει «κάστρο», με άλλα λόγια υπάρχουν πολλά «Αλκαζάρ» σε όλη την Ανδαλουσία. Σε όλη την παλιά πόλη υπήρχαν όμορφα μικρά μυστικά, όπως κρυμμένοι ναοί, αυλές και κήποι βγαλμένα από μία άλλη εποχή, μία άλλη διάσταση. Το βράδυ βρεθήκαμε μάρτυρες ενός τοπικού πανηγυριού με φλαμένκο χορούς. Είδα αυτό το μαγικό χορό να βιώνεται και όχι απλά να χορεύεται από κοριτσάκια 5 χρονών, ενήλικες γυναίκες και ηλικιωμένες κυρίες ανώ των 70. Και κάθε περίπτωση είχε τη γοητεία της. Τα κοριτσάκια για το χαριτωμένο της υπόθεσης, οι ενήλικες για το αισθησιακό και οι ηλικιωμένες για την καλοπροαίρετη ζήλεια και ευχή όταν γεράσω να έχω και εγώ το ίδιο πάθος για τη ζωή.

Την επόμενη μέρα βρεθήκαμε στη Σεβίλλη. Και αν στην Κόρδοβα χαθήκαμε στο γοητευτικό της παρελθόν, στη Σεβίλλη βιώσανε παρελθόν, παρόν και μέλλον μαζί. Πήραμε το τουριστικό λεωφορείο και κατεβήκαμε στη
Playa America, ένα υπέροχο πάρκο με νεοκλασσικά ανδαλουσιανά κτίρια και κήπους με τοπικά λουλούδια και φυτά. Ήπιαμε μία μπύρα εκεί και συνεχίσαμε με το επόμενο τουριστικό λεωφορείο. Παρά την αφόρητη ζέστη, ένιωθα κάπως καλύτερα όταν το όχημα κινούταν και φύσαγε ένας ζεστός, έστω, αέρας. Όταν σταματούσε στα φανάρια, ένιωθα σαν αυγό που τηγανίζεται. Η Σεβίλλη είναι μία σύγχρονη πόλη όπου σε κάθε γωνία της ξεμυτίζει και ένα παρελθοντικό στοιχείο. Όπως και η Θεσσαλονίκη. Και κάποιες φορές και μελλοντικό καθώς αξιώθηκα πρώτη φορά στη ζωή μου να δω πύραυλο, από αυτούς που πάνε στο διάστημα, ως μέρος ενός φουτουριστικου πάρκου που βρίσκεται εκεί. Έπειτα από την περιήγηση μας με το λεωφορείο κατέβηκαμε στο ιστορικό κέντρο της πόλης, όπου δέσποζε ο επιβλητικός καθεδρικός ναός και το τοπικό Αλκαζάρ. Επιστρέψαμε στο σταθμό, διαπιστώσαμε ότι το επόμενο λεωφορείο για Κόρδοβα ήταν σε 3 ώρες, έτσι γυρίσαμε πίσω στο ιστορικό κέντρο και αράξαμε για φαγητό και μπύρα σε ένα φανταστικό μπαράκι, με υπέροχη διαρρύθμιση, μουσική, έναν συνδυασμό Ιρλανδικής παμπ και Ανδαλουσιανής ταβέρνας, με άψογες γεύσεις, ποικιλίες στις μπύρες και εξυπηρετικότατο προσωπικό. «The Merchants» λέγεται, σας το προτείνω ανεπιφύλακτα αν βρεθείτε ποτέ στη Σεβίλλη.

Την επόμενη μέρα χαλαρώσαμε στην Κόρδοβα εξερευνώντας κάθε στενάκι της. Είναι απίστευτο, αυτή η πόλη όσο και να την περπατήσεις και να βλέπεις ξανά και ξανά τις ομορφιές της, κάθε φορά αισθάνεσαι ότι βλέπεις κάτι καινούριο. Κάτι αντίστοιχο μόνο στη Θεσσαλονίκη το έχω νιώσει και το μόνο κοινό στοιχείο που βρίσκω στις δύο πόλεις, είναι ότι μέσω των μνημείων των διάφορων ιστορικών περιόδων, αισθάνθηκα την πολυπολιτισμικότητα που υπάρχει στο
DNA τους.

Έπειτα επισκευθήκαμε τη Μάλαγα. Η φίλη μου ήθελε να πάει στη φημισμένη παραλία της, εγώ ήθελα να επισκευθώ το λιγότερο φημισμένο Μαυριτανικό κάστρο που βρίσκεται εκεί, το
Alcazaba. Η παραλία ήταν τρισάθλια, βρώμικη και ανοργάνωτη ενώ η θάλασσα ήταν βρώμικη και από ανθρώπινα σκουπίδια αλλά και από φύκια, τίγκα στις πέτρες. Και πιστέψτε με, η φίλη μου είχε χειρότερη άποψη. Σαν τη Χαλκηδική δεν έχει. Το καστρο αντίθετα μας αποζημίωσε, με τη γοητευτική για μένα αρχιτεκτονική του και την υπέροχη θέα που μας παρείχε, στην πόλη της Μάλαγα και στο λιμάνι της.

Και τελικά φθάσαμε στην τελευταία μέρα πριν την επιστροφή μας στη Βαλένθια η οποία θα διαρκούσε 10 ώρες μέσω λεωφορείου, μια και για κάποιο ανεξήγητο λόγο η ιστοσελίδα των τρένων της Ισπανίας έβγαζε σε κάθε δρομολόγιο ότι είχαν απομείνει μόνο δύο θέσεις αναπήρων και το τηλέφωνημα που κάναμε στο νούμερο υποστήριξης δεν βοήθησε ιδιαίτερα. Αποφασίσαμε να αφεθούμε για μία τελευταία φορά στην Κόρδοβα.

Την επόμενη μέρα ξεκίνησε ο μαραθώνιος της επιστροφής. Εξοπλιστήκαμε με μπόλικα
bocadillos y tortilla και ανακαλύψαμε θέλοντας και μη όλη τη νότιο Ισπανία, την οποία διασχίσαμε. Κακή εντύπωση μου έκανε το γεγονός ότι σε δύο διαφορετικές καφετέριες σε δύο διαφορετικές στάσεις, που ζήτησα ice coffe, μου φέρανε ζεστό. Έλεος.

Συνοψίζοντας, νιώθω ότι το ταξίδι μου στην Ανδαλουσία, δικαίωσε το απωθημένο μου, ειδικά η Κόρδοβα. Χάρηκα που πήγα σε μία περιοχή που ενώ έχει το κοινό στοιχείο με την Ελλάδα να βρίσκεται στα σύνορα Δυτικού-Μουσουλμανικού κόσμου και ενώ, όπως και η Ελλάδα, επηρεάζεται άμεσα και από τους δύο, το αποτέλεσμα είναι τελείως διαφορετικό. Είναι σαν να μαγειρεύεται διαφορετικό φαγητό με τα ίδια υλικά. Και αποδεικνύεται και στις δύο περιπτώσεις, ότι όσα πιο πολλά διαφορετικά στοιχεία περιλαμβάνει ένας πολιτισμός, όσο πιο «μπάσταρδος» είναι, τόσο πιο γοητευτική είναι και η διαδικασία της γνωριμίας με αυτόν.