Δευτέρα 27 Απριλίου 2020

Η αγάπη που πενθούμε



Είναι αρκετά συνηθισμένο το φαινόμενο, οι άνθρωποι μετά από κάποια ηλικία, στη συντριπτική πλειοψηφία τους αρκετά χρόνια μετά την ενηλικίωση, να έχουν θέσει ως επιτομή της ερωτικής του ζωής μία συγκεκριμένη ιστορία. Μία ιστορία που για αυτούς είναι το αποκορύφωμα της συναισθηματική τους ύπαρξης. Ένας ανεπανάληπτος έρωτας, μία φλογερή καψούρα, μία μεγάλη αγάπη.

Είναι η αγάπη που τους έρχεται στο μυαλό όταν ακούν ένα τραγούδι ή όταν βλέπουν μία ταινία με παρεμφερές περιεχόμενο. Είναι η σκέψη και κυρίως το συναίσθημα που υποβόσκει, που περιμένει στη γωνία, όταν το συνειδητό θα ανοίξει κάποια ρωγμή στον τοίχο που το χωρίζει με το υποσυνείδητο. Και είναι η αφορμή που θα μας προκαλέσει μία στιγμιαία μελαγχολία στην καλύτερη περίπτωση, ή μία μόνιμη παρασκηνιακή κατάθλιψη, στη χειρότερη.

Κάποιος μπορεί να νομίσει ότι όλα τα παραπάνω μπορεί να συμβαίνουν σε μοναχικές περιόδους των ανθρώπων, όταν δεν απολαμβάνουν την καθημερινή παρέα ενός συντρόφου. Αυτό, δυστυχώς όμως δεν ισχύει απόλυτα, καθώς δεν είναι λίγες οι σχέσεις τριγύρω μας που προτεραιότητα τους είναι να ικανοποιήσουν κοινωνικά στερεότυπα, ή ακόμα και να λειτουργήσουν ως βάλσαμο στις πληγές που άφησε η μεγάλη αγάπη που κάποιος βίωσε.

Το ερώτημα όμως που προκύπτει, είναι το κατά πόσο τελικά προκαλεί η μεγάλη αυτή αγάπη, το πένθος και την περιοδική δυστυχία ή αν τελικά είναι οι ελλείψεις που έχουμε στη συναισθηματική μας καθημερινότητα που υπερτονίζουν την απώλεια αυτού του ανθρώπου από τη ζωή μας. Το κατά πόσο δηλαδή η θλίψη μας είναι παράγωγο του προσώπου που απωλέσαμε από τη ζωή μας, ή αν τελικά το πρόσωπο αυτό είναι το σύμβολο του συνόλου των αρνητικών συναισθημάτων που μας κατακλύζουν στις ευάλωτες στιγμές μας.

Η απάντηση είναι δύσκολη, διότι συνήθως δεν είναι απόλυτη. Πολλές φορές έχουν μερίδιο και οι δύο συνιστώσες και φυσικά κάθε περίπτωση απογοητευμένου εραστή, είναι διαφορετική, όπως διαφορετική είναι και η ζωή του. Αλλά είναι αλήθεια πως όταν ανάμεσα στους δύο πρώην εραστές δεν υπάρχει άμεση επικοινωνία, λόγω άλλων κοινών πτυχών της ζωής τους (εργασιακός χώρος, κοινωνικός κύκλος) και καθώς περνάνε οι μήνες και τα χρόνια, τότε η πιθανότητα η αγάπη που πενθούμε να είναι ένας αντικατοπτρισμός των ανικανοποίητων πλευρών της ζωής μας, με προεξάρχουσα εννοείται την αισθηματική, μεγαλώνει και επικρατεί της έτερης που θέλει τον πληγωμένο να αγαπάει ακόμα, αυτούσιο, το άτομο που του λείπει.

Αυτό θα μπορούσε να το αντιληφθεί κάποιος, όταν έρχεται η ώρα των φαντασιώσεων, όχι απαραίτητα σεξουαλικών. Όταν ο παθών ή η παθούσα, πιάνει τον εαυτό του/της να ξεφεύγει και να νιώθει πραγματική στιγμιαία ευτυχία, στην προοπτική μίας νέας γνωριμίας, με ότι πιθανότητες έχει και αυτή να εξελιχθεί σε μία μεγάλη αγάπη, τότε αυτό πιστεύω ότι είναι μία ισχυρή ένδειξη ότι το αντικείμενο του πόθου του, είναι απλά ένα σύμβολο, που την έννοια του την δίνει ο ίδιος ή η ίδια. Και είναι στη φύση των συμβόλων, να είναι τόσο ισχυρά όσο τα επιτρέπουμε εμείς, να αντλούν την δύναμη τους, από εμάς τους ίδιους, από την λατρεία μας προς ότι αντιπροσωπεύουν.

Νομίζω ότι όταν ένας άνθρωπος συνειδητοποιήσει τον συμβολικό χαρακτήρα της αγάπης για την οποία πενθεί, τότε θα μπορέσει με πιο καθαρό μυαλό να αντιληφθεί, ότι η θλίψη και η οργή του έχουν να κάνουν με κάτι που πλέον δεν υπάρχει, κάτι που βρίσκεται μόνο μέσα του. Θα μπορέσει να καταλάβει ότι δεν πενθεί την αγάπη που έχασε, αλλά στην πραγματικότητα μοιρολατρεί για την αγάπη που δεν εισπράττει τώρα στο παρόν.

Αλλά το παρελθόν έχει την ιδιότητα να μην βρίσκεται στα χέρια μας, να έχει φύγει από αυτά. Αντίθετα το παρόν για το οποίο τελικά στεναχωριόμαστε, είναι αυτό που βρίσκεται στα χέρια μας, αρκεί να το έχουμε συλλάβει με το νου μας. Αλλιώς θα γίνει παρελθόν και πλέον δεν θα μπορούμε να κάνουμε τίποτα για αυτό. Το μόνο που χρειάζεται είναι να εφαρμόσουμε το χάρισμα μας να το καθορίζουμε. Διότι η αληθινή αγάπη ευδοκιμεί μόνο στο παρόν.





Πηγή εικόνας: wallpaperaccess.com

Τρίτη 21 Απριλίου 2020

Η ρουτίνα της καραντίνας


Μέχρι πριν λίγο καθόμουν στο μπαλκόνι του διαμερίσματος που μένω και επίνα μία Grolsch μπύρα. «Χρολσχ» προφέρεται και παρότι στα ελληνικά ακούγεται σαν επιθανάτιος βρόγχος, για τα Ολλανδικά είναι μία πολύ συνηθισμένη λέξη. Είναι περασμένα μεσάνυχτα και στον δρόμο, παρότι μένω στο κέντρο της πόλης, δεν κυκλοφορεί ψυχή. Μόνη ένδειξη ζωής στη γειτονιά είναι το nightshop του Τούρκου απέναντι, οπαδός της Μπεσίκτας και με συμπάθεια στον ΠΑΟΚ και το οποίο θα κλείσει σε περίπου 45 λεπτά.

Παρ’ όλα αυτά δεν πρέπει να παραπονιέμαι. Τις τελευταίες δύο βδομάδες ο καιρός στη Βραβάντη είνα υπέροχος, με ηλιόλουστες μέρες κα γλυκύτατες νύχτες. Μία μικρή αποζημίωση από τη μοίρα για το γεγονός ότι τα μπαρ και οποιαδήποτε μορφή
socializing έχει εκλείψει τον τελευταίο καιρό λόγω της καραντίνας που προκάλεσε η εξάπλωση του κορωνοϊού. Έτσι και τώρα μπορεί κάποιος εύκολα να αράξει στο μπαλκόνι του, απλά με μία ζακέτα και να απολαύσει την γλυκιά ησυχία της καραντίνας. Καλά όχι πως πριν από αυτή το Αϊντχόφεν φημιζόταν για την αϋπνία του.

Ένιωθα, ενώ εναλλασσόταν οι τζούρες από το τσιγάρο και οι γουλιές, από τη μπύρα ότι το σκηνικό είναι ιδανικό για να κάτσω να γράψω. Το ερώτημα όμως ήταν τι; Όντας ένας γραφιάς που η έμπνευση του κατά βάση έρχεται από την επικοινωνία του με τους άλλους, με το να βιώνει και να παρατηρεί τη συνδιάλεξη των ψυχών, θα ήταν πλεονασμός να αναφέρω ότι έμπνευση δεν υπάρχει ούτε για δείγμα. Πέρα από τα κοινωνικά ζητήματα που προκύπτουν από τη διαχείριση της πανδημίας. Αλλά κα για αυτά πόσα να γράψεις; Πόσο να τα αναλύσεις; Ειδικά όταν είμαι από τους τύπους που σιχαίνεται να γράφει κάθε βδομάδα κείμενα με παρόμοια θεματική, με παρεμφερή πυρήνα.

Είναι και αυτή η μαλακία ότι έχω βάλει τον εαυτό μου σε μία συναισθηματική ιδιότυπη νάρκη, για να την παλέψω με το γεγονός ότι η καραντίνα με βρήκε σε μία πνευματική, θα την αποκαλούσα, μετάβαση η οποία πήγαινε πολύ καλά αλλά διακόπηκε απότομα μια και απαιτούσε μία στοιχειώδη ουσιαστική επικοινωνία με άλλους ανθρώπους. Ποτέ δεν είχα καλή σχέση με το
timing. Έτσι, τώρα βρίσκομαι σε μία κατάσταση ψυχικής καταστολής ωστέ να ανταπεξέλθω στο κενό που δημιουργεί η μερική απομόνωση. Και το κάνω καλά. Δεν εκπλήσσομαι. Αν έχω χτίσει κάτι στιβαρό κατά τη διάρκεια του βίου μου, είναι η αντοχή και η προσαρμογή με στόχο την επιβίωση. Είμαι παλιά καραβάνα σε αυτό. Με εξαίρεση μία περίοδο που τελικά αποδείχτηκε ότι απλά μου πρόσφερε επαρκές έδαφος για να πάρω φόρα και να μεταναστεύσω.

Και τώρα που το θυμήθηκα, είναι τεράστια μαλακία η γυναίκα που ερωτεύτηκες περισσότερο από κάθε άλλη στη ζωή σου, να σε αγνοεί επιδεικτικά και ταυτόχρονα ασυνείδητα, άθελα της. Τέλος της παρένθεσης διότι μόλις ένιωσα κάτι τριγμούς στο οικοδόμημα της υπαρξιακής μου καταστολής και δεν το ρισκάρω να καταρρεύσει εν μέσω πανδημίας και καραντίνας.

Ένα από τα λίγα θετικά, αν όχι το μοναδικό, αυτής της ιστορίας είναι ότι άρχισα να εκτιμώ τη φύση. Μην έχοντας διαθέσιμα μπαρ να επισκεπτώ, άρχισα να αράζω σε ένα πάρκο κοντά στο σπίτι μου, έτσι για να σπάω τη ρουτίνα του σπιτιού. Όντας μεγαλωμένος στις εξωτικές δυτικές συνοικίες της Θεσσαλονίκης, δεν είχα φέρει ποτέ τον εαυτό μου κοντά με τα δέντρα, τα ζώα και τα νερά. Και έτσι δεν τον είχα πιάσει ποτέ να νιώθει οικεία με το να κάθεται μόνος σε ένα παγκάκι, κατά μεσής ενός καταπράσινου πάρκου, το οποίο διασχίζει ένα μικρό ποταμάκι. Και στο τελευταίο κατοικούν πάπιες.

Είναι πραγματικά παράδοξο το γεγονός ότι η γαλήνη που προσφέρει αυτή η περίσταση είναι τόσο ταιριαστή με την ψυχολογία της καραντίνας. Εκεί που καθάριζε τη θολούρα της καθημερινότητας ένα σφηνάκι ή ένα φλερτ με τα μάτια μίας άγνωστης στις τρεισίμισι το πρωί, τώρα αυτό που λειτουργεί ως εξαγνισμός της είναι το «κουάκ» της καφετιάς πάπιας, που μετά από τόσες επισκέψεις την έχω ξεχωρίσει από τις υπόλοιπες κοινές γκριζοπράσινες φίλες της.

Είμαι και τυχερός διότι ζω σε μία περιοχή που οι ηλικιωμένοι που διασχίζουν αυτό το πάρκο, έχουν την τάση να χαιρετάνε και τους αγνώστους. Όχι ότι νοιάζονται στην πραγματικότητα, αλλά σε αυτές τις συνθήκες η είσπραξη ενός χαιρετισμού από κάποιον άγνωστο, είναι ένα είδος πολυτέλειας, πως να το κάνουμε. 





Τρίτη 14 Απριλίου 2020

Η Αλίκη στη Χώρα των Πραγμάτων



Αφήνει το κινητό της πάνω στο κομοδίνο. Μόλις έχει τελειώσει η κλήση της προϊσταμένης, από το μαγαζί που δουλεύει περιστασιακά για να ένα εξτραδάκι στα οικονομικά της. Ήταν σαφέστατη. Ναι, συνήθως δουλεύει Παρασκευή και σήμερα είναι Τρίτη, αλλά μία άλλη κοπέλα αρρώστησε και περιμένουν μία παρέα πελατών που συνήθως κάνει πολύ κατανάλωση σε σαμπάνιες. Δυστυχώς το χαλαρό βράδυ που περίμενε, βλέποντας Netflix, πήγε περίπατο.

Φτάνει στο μαγαζί. Ένα φαινομενικά πολυτελές μπαρ, με μπαρόκ αισθητική, και δωμάτια στον επάνω όροφο. Ξεντύνεται, κάνει ένα ντουζ και λίγο μετά βάζει τις καινούριες μαύρες της ζαρτιέρες, το επίσης μαύρο δαντελωτό εσώρουχο και το ανάλογο σουτιέν. Και για το τέλος ένα μακρύ, στενό, χακί φόρεμα. Βάφεται, στρώνει τη φράντζα των μαλλιών της και κατεβαίνει στο κυρίως μπαρ.

Η παρέα που της είχε αναφέρει η προϊσταμένη της, δεν έχει έρθει ακόμα. Μόνο ένας τύπος κάθεται στο μπαρ μόνος του. Είναι καλοντυμένος, νέος και εμφανίσιμος. Ή τουλάχιστον σίγουρα πιο νέος και πιο εμφανίσιμος από από τον μέσο όρο των πελατών του μαγαζιού. Ανταλάσσουν βλέμματα. Τον πλησιάζει. Μπορεί να δει τις κόρες των ματιών του να έχουν διασταλλεί. Του συστήνεται.

«Γεια! Είμαι η Αλίκη» του λέει, δίνοντας το χέρι της.
«Γεια! Συγνώμη, δεν άκουσα καλά το όνομα σου» της απαντάει με ένα ύφος σαν να έχει κάνει κάποια γκάφα.
«Αλίκη! Σαν την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων!» του λέει, υιοθετώντας ένα χαριτωμένο βλέμμα.

Της συστήνεται και την προσκαλεί για ένα ποτό. Κάθεται δίπλα του σε ένα σταντ. Η γνωριμία τους ξεκινάει. Η συμπεριφορά του είναι λίγο ασυνήθιστη. Της μιλάει χωρίς να έχει απλώσει ακόμη το χέρι του. Αυτή ανταποκρίνεται ανατροφοδοτώντας τη συζήτηση. Συζητάνε για ταξίδια που έχουν πάει και που θα ήθελαν να πάνε στο μέλλον. Σκέφτεται ότι ευτυχώς που ο υποψήφιος πελάτης της έχει όρεξη για κουβέντα και έτσι διατηρείται εύκολα ξύπνια, παρότι είχε κοιμηθεί πολύ λίγο την προηγούμενη βραδιά. Περνάει ευχάριστα την ώρα της, πράγμα όχι τόσο συνηθισμένο σε αυτόν τον εργασιακό χώρο.

Εκείνη την ώρα μπαίνει και η παρέα που περίμεναν στο μαγαζί. Κάτι τύποι πάνω από 40, ήδη αρκετά πιωμένοι έως μεθυσμένοι. Κοιτάει πάλι το μελλοντικό αμόρε της. Είναι συμπαθητικός, μιλάει όμορφα αν και μπορεί να δει στα μάτια του, ότι κάνει μία ασυναίσθητη προσπάθεια για να επικοινωνήσει. Σαν να μην είναι συνηθισμένος στην ψευδαίσθηση της έγνοιας του συνομιλητή του, που του την προσφέρει εδώ και κανά μισάωρο. Της αρέσει, όσο χρειάζεται τουλάχιστον για να ξεχάσει το σπάσιμο που ένιωσε στο άκουσμα του αναπάντεχου νυχτοκάματου. Λίγο μετά τον βλέπει να διστάζει.

«Ξέρεις,» της λέει διστακτικά, «όταν πάμε πάνω, εε, εμένα μου αρέσει πολύ το φιλί, αλλά αν δεν θέλεις εννοείται ότι θα το σεβαστώ.»
«Μην ανησυχείς, ελεύθερα.» του απαντάει και μένει έκπληκτη μια και αυτός ήταν ένας κανόνας που μέχρι αυτή τη στιγμή τον τηρούσε με ευλάβεια. Φιλιά, δεν έχει το μενού.
«Και αν τυχόν κάπως σε κάνω να νιώσεις άβολα ή άσχημα, μη διστάσεις να μου το πεις.» της λέει κάπως πιο αποφασιστικά αυτή τη φορά.
«Εννοείται αυτό, αλλά το εκτιμώ που το αναφέρεις μόνος σου.» του αποκρίνεται και έχει αρχίσει να ανησυχεί μήπως έχει η φάβα κάποιο λάκο.

Ανεβαίνουν επάνω. Ξεντύνονται. Αφήνει το ζεστό νερό να τρέξει μέχρι να γεμίσει η ευρύχωρη μπανιέρα. Λίγο μετά μπαίνουν μέσα και ξαπλώνουν αγκαλιά. Ανταλάσσουν μερικά φιλιά. Η Αλίκη τον κοιτάει στα μάτια και δεν μπορεί να καταλάβει αν δεν νιώθει καλά ή αν δεν μπορεί να διαχειριστεί το γεγονός ότι νιώθει καλά. Την μπερδεύει. Του χαϊδεύει τα μαλλιά. Χαλαρώνουν. Η ίδια απολαμβάνει τον μόνιμο εναγκαλισμό τους και νιώθει μία αρμονία να την κατακλύζει. Και δεν μπορεί να αναγνωρίσει αν αυτό είναι αποτέλεσμα της εξάντλησης της, λόγω της έλλειψης ύπνου, του νερού ή του άνδρα που έχει αγκαλιάσει. Το σίγουρο είναι ότι έχει καιρό να απολαύσει μία αγκαλιά. Ειδικά σε αυτό τον χώρο.

Αρκετά λεπτά αργότερα βρίσκονται στο κρεβάτι με τα κορμιά και τα μάτια τους, αντικρυστά. Παρατηρεί το βλέμμα του, της θυμίζει αυτό ενός κουταβιού. Ή ενός ερωτευμένου, αν θυμάται καλά το βλέμμα του τελευταίου άνδρα που της είπε ότι την έχει ερωτευτεί, αρκετό καιρό πριν.

«Είσαι σαν αρκουδάκι!» του λέει τελείως ξαφνικά και παρορμητικά ενώ τον αγκαλιάζει και του δίνει ένα ακόμα φιλί. Αυτός χαμογελάει κάπως άβολα. Η Αλίκη απλά χαμογελάει. Για την ίδια είναι απλά μία αφορμή για να γίνει αυθόρμητη, κάτι που αντιλαμβάνεται ότι της έχει λείψει.  Διότι γνωρίζει, ότι αυτά τα βλέμματα έχουν ημερομηνία λήξης. Για το καλό του, πρέπει να έχει ημερομηνία λήξης. Όπως και ο χρόνος της συνάντησης του που πλησιάζει και αυτός στη λήξη του.

Κάθονται στο μπαρ. Ανταλάσσουν κουβέντες, χάδια, φιλιά πεταχτά, σαν ένα ζευγάρι που έχει βγει ραντεβού. Στην άλλη γωνία είναι η ενοχλητική παρέα όπου νταλαβερίζεται με κάποιες συναδέλφισσες της, ανταλλάσοντας χουφτώματα, πρόστυχα φιλιά και σφηνάκια αμφιβόλου ποιότητας. Τον βλέπει να κοιτάει προς τα εκεί κάπως επικριτικά.

«Πιστεύεις ότι είμαι καλύτερος από αυτούς;» τη ρωτάει ξαφνικά, προβληματισμένος.
«Σίγουρα. Χωρίς καμιά αμφιβολία.» του απαντάει, άμεσα χωρίς δεύτερη σκέψη.
«Και τότε τι κάνω εδώ πέρα;» αναρωτιέται σχεδόν θλιμμένος.

Η Αλίκη τον κοιτάει στραβά.

«Και εσύ, τι κάνεις εδώ πέρα;» της λέει με ένα βλέμμα ενοχής, καταλαβαίνοντας ότι άθελα του την προσέβαλλε.
«Την Αλίκη.» του απαντάει ήρεμα και χαμογελαστά, προσπαθώντας να τον ξαλαφρώσει από τις τύψεις του.
«Δεν θα ήθελες λοιπόν να βρεθείς στη Χώρα των Θαυμάτων;» της λέει και το βλέμμα του θυμίζει πρόσκληση.
«Βρίσκομαι στη Χώρα των Πραγμάτων. Και εσύ εκεί βρίσκεσαι. Και όλοι μας. Στη Χώρα των Θαυμάτων, βρισκόμαστε μόνο όταν ξεχνιόμαστε, όσο αντέχουμε να ξεχαστούμε.»
«Καταλαβαίνω. Θέλεις να φύγω;» της λέει κάπως απογοητευμένος.
Δεν του απαντάει. Απλά τον αγκαλιάζει, του δίνει ένα ακόμα πεταχτό φιλί, και φέρνει το κεφάλι του στο στέρνο της. Και έπειτα του χαϊδεύει τα μαλλιά. Για να ξεχαστεί.

Λίγες νύχτες μετά βρίσκεται σε ένα μπαρ, να φιλάει σαν να μην υπάρχει αύριο, αλλά σίγουρα χωρίς να υπάρχει συναίσθημα, μία άγνωστη. Κυριολεκτικά, άγνωστη σε αυτόν. Δεν της έχει μιλήσει πιο πριν, ούτε μία λέξη δεν έχουν ανταλλάξει. Απλά μέσα σε μία κατάσταση ακραίας μέθης και μουσικής, τα κορμιά τους συγχρονίστηκαν και λίγο αργότερα τα πρόσωπα τους ήρθαν σε επαφή. Το φιλί τελειώνει. Τη ρωτάει αν μπορεί να του πει το όνομα της. Του αποκρίνεται με ένα αυστηρό χαμόγελό χαμόγελο «όχι» και έπειτα απομακρύνεται.

Βγαίνει έξω από το μπαρ. Ανάβει ένα τσιγάρο και μετά την πρώτη ρουφηξιά, χαμογελάει. Είχε δίκιο η Αλίκη, σκέφτεται. Ζούμε στη Χώρα των Πραγμάτων. Εκεί που η καύλα χαρίζεται και ο έρωτας πληρώνεται. Ακριβά.




Πηγή εικόνας: missoulian.com

Δευτέρα 6 Απριλίου 2020

Η εκμετάλλευση της καταστροφής


Στον θαυμαστό κόσμο που ζούμε, είναι κοινό μυστικό το γεγονός ότι η μεγαλύτερη αξία που υπάρχει είναι το κέρδος. Οικονομικό, πολιτικό, συνήθως το ένα φέρνει το άλλο ειδικά όταν συμβαίνει σε μεγάλες κλίμακες. Έτσι, δεν κάνει έκπληξη ότι ο καλύτερος τρόπος για να το επιτύχει κάποιος, είναι να ξέρει να εκμεταλλεύεται μία συλλογική δύσκολη στιγμή, οποιασδήποτε φύσεως. Πόλεμος, επιδημίες, φυσικές καταστροφές και πολλά άλλα. Πως το έλεγαν παλιότερα; «Η κρίση δημιουργεί ευκαιρίες». Δεν είναι ψέμα αυτό. Το θέμα είναι για πόσους και για ποιους;

Πολύ φυσιολογικά λοιπόν και σε αυτή τη δύσκολη κατάσταση με την πανδημία του κωρονοϊού, υπάρχουν πολλοί που βλέπουν μία ευκαιρία για κέρδος να αναδύεται μέσα από τις στάχτες της «κανονικότητας» μας. Και ενώ όταν κάποιοι σαν τον Βελόπουλο προσπαθούν να βγάλουν ένα έξτρα χαρτζηλίκι, πράξη όχι τόσο άμεσα βλαβερή για την κοινωνία αν και σίγουρα έμμεσα υποτιμητική για αυτούς που τον ψήφισαν και γελοία για εμάς τους υπόλοιπους, υπάρχουν πλευρές που μπορούν να αποκομίσουν πολύ μεγαλύτερα κέρδη. Και όσο μεγαλύτερο είναι το κέρδος, συνήθως είναι και τόσο πιο επιβλαβές για την κοινωνία.

Αφήνοντας στην άκρη τις φαρμακοβιομηχανίες, που θα θησαυρίσουν όταν βγει το εμβόλιο ή κάποιο κατασταλτικό φάρμακο, ξεκινάω από την Ελλάδα. Είναι προφανές ότι η ελληνική κυβέρνηση βγαίνει κερδισμένη από την πανδημία. Έχοντας στο πλευρό της όλα τα συστημικά ΜΜΕ που αποθεώνουν από το πρωί μέχρι το βράδυ την ίδια,τον Τσιόδρα και τον Χαρδαλιά, είναι σίγουρο ότι αν γίνοταν εκλογές αύριο θα έπιανε ποσοστά παλιού ΠΑΣΟΚ, του ορθόδοξου. Καμιά αναφορά δεν γίνεται για την απελπισία των γιατρών και των νοσηλευτών που πάνε στον «πόλεμο» χωρίς «όπλα» και βασίζονται σε εθελοντικές δωρεές αναλώσιμων (όπως οι μάσκες που έραψε εκείνη η κυρία από την Αλβανία), ελάχιστες αναφορές γίναν για το ιλιγγιώδες ποσό που δόθηκε για το «Μένουμε Σπίτι» ή για την υπερκοστολόγηση των ιδιωτικών ΜΕΘ.

Επίσης με όλη αυτή την υπερ-παραπληροφόριση, έχει καλλιεργηθεί το αίσθημα της ατομικής ευθύνης του εκάστοτε ατόμου, κάτι που δεν θα ήταν απαραίτητα κακό, αν δεν γινόταν εις βάρος της ανάληψης ευθύνης του κράτους, όχι τόσο για τις διαχρονικές ελλείψεις του συστήματος υγείας μια και είναι σχετικά νέα κυβέρνηση, αλλά για τις μηδαμινές δράσεις ενίσχυσης του στο παρόν. Σε συνδυασμό με τη νοοτροπία οικειοθελούς λογοδοσίας που καλλιεργείται μέσω των δηλώσεων εξόδου, βλέπουμε να αναπτύσσεται μία σχέση πολίτη-κράτους που περιορίζεται μόνο στις υποχρεώσεις του πρώτου απέναντι στο δεύτερο. Ο παράδεισος του κρατικοδίαιτου νεοφιλελευθερισμού. Σχήμα οξύμωρο, αλλά πολύ αποδοτικό. Και είναι πολύ αποδοτικό διότι εξασφαλίζει τη σταθερότητα του καθεστώτος που περιγράφει η σοφή λαϊκή φράση «το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό». Ένα μεγάλο ψάρι που έχει για σύμμαχο του το θαλάσσιο οικοσύστημα, πάντα θα τρώει το μικρό. Και πάντα θα παραμένει μεγάλο.

Βέβαια, πάντα θα υπάρχει ένα μεγαλύτερο ψάρι, τι να κάνουμε. Στην προκειμένη περίπτωση, είναι τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα τα οποία κατοικοεδερεύουν στον Ευρωπαϊκό Βορρά. Έχει ήδη αρχίσει να γίνεται η κουβέντα στις Βρυξέλλες για το πως θα διαχειριστεί η Ευρωζώνη τις συνέπειες της καραντίνας. Και εδώ είναι που ξαναέρχεται ο παράγοντας κέρδος. Με τις νύξεις που γίνονται περί ενεργοποίησης του
ESM, του μηχανισμού αφαίμαξης των οικονομικά ασθενέστερων χωρών με μία βιτρίνα υποστήριξης, γίνεται ξεκάθαρο ότι οι Τεύτονες έχουν εντοπίσει προοπτικές κέρδους μέσα σε αυτή την κρίση. Μέσω μνημονίων, αν και προφανώς θα έχουν άλλο χαρακτηρισμό για να μην βαριόμαστε. Και έχει πλάκα το γεγονός ότι χρησιμοποιούν ανάλογη προπαγάνδα, φυσικά σε μεγαλύτερη κλίμακα, με την ντόπια κυβέρνηση, περί ευθύνης των ίδιων των χωρών για τις απώλειες που θα έχουν κατά τη διάρκεια της ιστορίας αυτής και σφυρίζουν αδιάφορα περί των ευθυνών της Ευρωζώνης, που οι ίδιοι ελέγχουν απέναντι στα μέλη της ενώ ξεχνάνε τις προγενέστερες απαιτήσεις τους για περικοπές στα δημόσια συστήματα υγείας των μνημονιακών χωρών. Για ακόμα μία φορά πολιτικό και οικονομικό κέρδος συνδυάζονται, άψογα.

Δεν είναι τυχαία αυτή η ομοιότητα ανάμεσα στις σχέσεις Ελληνικού κράτους με τον πολίτη και της ευρωζώνης με τα ανίσχυρα μέλη της. Διότι η γενεσιουργός αιτία αυτών των συμπεριφορών και στις δύο περιπτώσεις είναι η ίδια και είναι η πλέον κοινή στην ανθρωπότητα. Η απληστία. Η καθιέρωση του οικονομικού κέρδους ως υπέρτατη ανθρώπινη αξία και καύσιμου για εξουσία, η οποία με τη σειρά της ανατροφοδοτεί τα κέρδη.

Την οποία απληστία, οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν αγκαλιάσει, ονειρευόμενοι να γίνουν κάποια στιγμή το μεγάλο ψάρι, ενώ ταυτόχρονα ξεχνάνε ότι πάντα θα υπάρχει ένα μεγαλύτερο που περιμένει στη γωνία να το φάει.





Πηγή εικόνας: independent.co.uk