Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2020

Γινόμενος ένα με το σύμπαν



Ίσως είναι μία από τις πρώτες επιδιώξεις του ανθρώπινου είδους. Δημιουργήθηκε από τη στιγμή που η επιδιωκόμενη αργότερα αίσθηση απωλέστηκε. Η επιθυμία να αποτελεί μέρος κάτι μεγαλύτερου, του σύμπαντος και όχι μία ανεξάρτητη ύπαρξη. Ήταν το τίμημα που πλήρωσε το ζώο που αυτοαποκαλείται «άνθρωπος» για την απόκτηση της συνείδησης. Η αποστασιοποίηση από τον υπόλοιπο κόσμο, από το υπόλοιπο περιβάλλον που μπορεί να αισθάνεται, αλλά δεν μπορεί να αφομοιωθεί απόλυτα από αυτό.

Και μία πρόχειρη ματιά στην ιστορία του
homo sapiens θα μας καταδείξει ότι ο άνθρωπος το κατάλαβε από νωρίς ότι ωραία και χρήσιμη η συνείδηση, αλλά η υπερβολική, συνεχόμενη και αδιάκοπη χρήση της μπορεί να αποτελέσει ένα βαρίδιο, ένα μπούμερανγκ που αντί να κάνει τη ζωή ευκολότερη, τελικά να τη δυσκολεύει.

Άπειρες φιλοσοφικές, με την ευρύτερη έννοια, τάσεις έχουν ασχοληθεί με αυτό το ζήτημα του πως μπορεί ο άνθρωπος να εναρμονιστεί απόλυτα με τους ρυθμούς του σύμπαντος. Αν δεν υπήρχε αυτή η ανθρώπινη ανάγκη δεν θα ασχολούνταν και οι σχεδόν αποκλειστικοί, μέχρι πρόσφατα ιστορικά, εκφραστές των πνευματικών ανησυχιών της ανθρωπότητας, οι διάφορες θρησκείες. Δεν είναι τυχαίο που σε κάθε θρησκεία υπάρχουν αντίστοιχα παραδείγματα. Στον χριστιανισμό, λιγότερο με τους μοναχούς και περισσότερο με τους ασκητές, στους μουσουλμάνους με τους δερβίσηδες(και φαντάζομαι και με άλλους που εγώ δεν γνωρίζω) στις ανατολικές φιλοσοφίες με τους αντίστοιχους μοναχούς και φυσικά και με τον Ινδουισμό.

Φτάνοντας στον 20ο αιώνα, οι θρησκείες άρχισαν να περιθωριοποιούνται από αυτή την ιδιότυπη απόπειρα αυτοκτονίας της ίδιας μας της συνείδησης και νέοι τρόποι άρχισαν να εμφανίζονται πνευματικοί και... χημικοί. Οι πρώτοι μέσω της τέχνης-επιστήμης του διαλογισμού και οι δεύτεροι μέσω των ψυχοτρόπων ναρκωτικών. Με αμφίβολα αποτελέσματα αμφότεροι, μια και οι πρώτοι δύσκολα πετυχαίνουν κάποια απόλυτη, έστω και στιγμιαία, αφομοίωση με το περιβάλλον και οι δεύτεροι καθιστούν την υπόσταση του βιώμενου αισθήματους, τουλάχιστον όχι και τόσο αξιόπιστη. Με απλά λόγια, το ότι μπορεί να αισθάνεται ένας άνθρωπος ένα με το σύμπαν, δεν σημαίνει ότι είναι όντως και δεν ζει απλά μία χημική προσομοίωση.

Όπως αντιλαμβάνεται όποιος έχει διαβάσει μέχρι αυτή τη γραμμή, διατηρώ σοβαρές επιφυλάξεις για την απόλυτη αποτελεσματικότητα των παραπάνω μεθόδων. Ίσως να φταίει ότι στην πραγματικότητα δεν έχω εντρυφήσει σε καμία από αυτές. Το γεγονός είναι ότι με το φτωχό μου το μυαλό και τις όσες εμπειρίες έχω αποκομίσει μέχρι τώρα στη ζωή, υπάρχουν μόνο δύο τρόποι για να γίνει ο άνθρωπος απόλυτα ένα με το σύμπαν.

Ο πρώτος είναι οριστικός και αναπόφευκτος. Και φυσικά είναι ο θάνατος. Αν πάρουμε ως δεδομένα τα όσα γνωρίζουμε μέχρι τώρα, ακόμα και τα τελευταία απομεινάρια της συνείδησης μας ακυρώνονται όταν τινάξουμε τα πέταλα. Δεν νιώθουμε, δεν σκεπτόμαστε, δεν υπάρχουμε. Κάθε ανεξάρτητη λειτουργία του οργανισμού μας σταματάει και γινόμαστε μέρος κάτι μεγαλύτερου προσφέροντας σε αυτό όλα αυτά που δεν μας χρειάζονται πλέον. Την ενέργεια που δέσμευε ή αναπαρήγαγε μέχρι πρότινος το κορμί μας και την ίδια μας την ύλη η οποία καταναλώνεται από την υπόλοιπη φύση δίνοντας, έστω και έμμεσα, ζωή σε διαφορετικές μορφές αυτής. Ουσιαστικά παραδίδουμε τον εαυτό μας σε έναν μεγαλύτερο σκοπό. Η ζωή μας θυσιάζεται για να ανατροφοδοτηθεί η ζωή τριγύρω μας.

Και υπάρχει ο δεύτερος τρόπος. Είναι η στιγμή που το κορμί μας γίνεται ένα, με ένα άλλο κορμί. Η στιγμή που το βασικότερο συστατικό της συνείδησης, ο χρόνος, σταματά, δεν υπάρχει παρελθόν, δεν υπάρχει μέλλον, υπάρχει μόνο παρόν, δεν υπάρχει συνείδηση, υπάρχει μόνο συναίσθημα. Το συναίσθημα της ζωής, που η επιτομή του αποκαλύπτεται μόνο κατά τη διάρκεια του έρωτα. Της πράξης που όταν λαμβάνει χώρα σε όλο της το μεγαλείο, η έκσταση της στέλνει φαινομενικά στον αγύριστο όλα τα βάρη της συνείδησης. Και ο άνθρωπος γίνεται ένα με το σύμπαν, μέσω του θαύματος της ζωής της οποίας αποτελεί ένα απλό γρανάζι. Και στην απόλυτη μορφή του, δίνει συνέχεια στη ζωή.

Είναι ο έρωτας στην επιτομή του λοιπόν, ανάλογος και αντίστροφος του θανάτου. Ανάλογος διότι προσφέρει ζωή. Και αντίστροφος, διότι είναι η ίδια η ζωή. Το αποκορύφωμα της.





Πηγή εικόνας: imgur.com

Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2020

Η ομίχλη του μυαλού



Ξεκινάει χωρίς να το καταλάβεις. Ύπουλα. Τόσο ύπουλα που δεν μπορείς να αναγνωρίσεις όταν διαπιστώσεις την ύπαρξη της, το από που ξεκίνησε. Και απλώνεται, επεκτείνεται, διαχέεται μέσα στο κεφάλι σου και γίνεται καθεστώς. Και είναι ακριβώς αυτός ο λόγος που παρ’ ότι νιώθεις την ύπαρξη της, δεν την αντιλαμβάνεσαι συνειδητά και ως εκ τούτου δεν μπορείς να την προσδιορίσεις.

Γίνεται πιο έντονη όταν νιώθεις άβολα και καταλαγιάζει όταν νιώθεις άνετα. Και ενώ αυτό είναι ένα στοιχείο που πρέπει να σε κάνει να υποψιαστείς ότι κάτι δεν πάει καλά, είναι τόσο ύπουλη η υπόσταση της, που θεωρείς ότι είναι η φυσιολογική ανταπόκριση της ψυχολογίας σου, όταν βρίσκεσαι σε μία δύσκολη ή αντίστοιχα σε μία οικεία κατάσταση. Αλλά δεν είναι φυσιολογικό. Είναι μία μόνιμη μεταβαλλόμενη, αλλά σταθερά υπαρκτή, πλάνη.

Αν δεν έχεις καταλάβει ακόμα για τι μιλάω, μην ανησυχείς, μου είναι κατανοητό και δυστυχώς σου φαίνεται φυσιολογικό. Αναφέρομαι στην Ομίχλη. Αναρωτιέσαι τι στη ευχή είναι αυτό. Επόμενο. Πως να αντιληφθείς ότι η Ομίχλη έχει καταβάλλει κάθε γωνία του μυαλού σου, όταν δεν θυμάσαι να υπάρχει οτιδήποτε άλλο μέσα σε αυτό, πέρα από αυτή. Είναι όπως ο τυφλός. Δεν μπορεί να καταλάβει ότι βλέπει μόνο σκοτάδι, όταν δεν θυμάται ποτέ να έχει δει το φως.

Και ακόμα και αν το έχεις δει, δεν έχεις λουστεί ολόκληρος από αυτό. Ίσως σε κάποια στιγμή της πρόσφατης ζωής σου, να έσπασε λίγο η ομίχλη και να μπόρεσες να δεις κάποιες βρώμικες ηλιαχτίδες. Ήταν η στιγμή που ένιωσες ένα κλικ πιο άνετα, ένα κλικ πιο πνευματικά ευεξής, ένα κλικ πιο οξυδερκής, ότι έχεις ένα κλικ παραπάνω ενσυναίσθηση της ζωής σου και του περιβάλλοντος της. Όμως η τριγύρω ομίχλη σε οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι είναι φυσιολογική η σπανιότητα της παραπάνω εμπειρίας.

Όπως θα θεωρείς και απόλυτα φυσιολογικό, το γεγονός η ομίχλη να πυκνώνει. Και να χάνεις την οξυδέρκεια σου, να συμπεριφέρεσαι σαν βλάκας, ή απλά σαν περιορισμένων απαιτήσεων. Και στην καλύτερη περίπτωση να πιστεύεις ότι είναι απόλυτα νορμάλ να συμβαίνει αυτό κάποιες στιγμές. Στη κακή, να νομίζεις ότι η μέση ποσότητα της ομίχλης είναι η κανονικότητα σου. Και τέλος, στην ακόμα χειρότερη να αρχίζεις να υποψιάζεσαι ότι είσαι γενικότερα, μπετόστοκος. Και σε αυτήν ακριβώς τη στιγμή η μέση ποσότητα Ομίχλης, να γίνει ακόμα πυκνότερη. Μόνιμα.

Αλλά ακόμα και η πυκνότερη ομίχλη, κάποια στιγμη, για λίγο θα σπάει. Απόλυτα. Και μόνο φως θα περνάει, καθαρό και έντονο. Που να μην ανακόπτεται από τίποτα, προτού πέσει σαν κεραυνός πάνω στο κεφάλι σου. Όταν αυτό έχει επιτευχθεί λόγω εξωγενών παραγόντων, θα νομίζεις ότι απλά είναι συνέπεια αυτών και όχι ότι αυτοί λειτούργησαν απλά σαν μεσάζοντες. Μεταφορείς ενός μηνύματος. Είτε τρομακτικού όταν αντιλαμβάνεσαι ότι ο άνθρωπος που βλέπεις τρία μέτρα μακριά είσαι εσύ ο ίδιος, η ζωή του είναι η δικιά σου ζωή, η οποία μέρα με τη μέρα λιγοστεύει και εσύ νιώθεις ότι κακώς είσαι ανήμπορος να κάνεις κάτι για αυτό. Είτε χαρμόσυνου, όταν αντιλαμβάνεσαι τη μοναδικότητα του εαυτού σου και της ζωής σου, όταν τα αισθάνεσαι αμφότερα στο απόλυτο, χωρίς να στέκεσαι λίγα μέτρα μακριά. Όταν αισθάνεσαι το μεγαλείο της διαύγειας.

Όμως, μπορεί να υπάρξει και μία στιγμή, που μετά από δική σου πρωτοβουλία, χωρίς την παρέμβαση εξωτερικών παραγόντων ίσως όμως με αφορμή την πρότερη τους παρουσία και τα συμπτώματα της, θα αναζητήσεις στην απόγνωσή σου και θα καταφέρεις να πετύχεις αυτό το αίσθημα διαύγειας, να κοιτάξεις κατάματα τον ήλιο, να γίνεις ξανά αδιαίρετος από τον εαυτό σου, να συναισθάνεσαι απόλυτα τη σκέψη, τα αισθήματα και την ίδια σου τη ζωή. Και θα καταλάβεις. Ότι αυτή η διαύγεια θέλεις να είναι η φυσιολογική σου κατάσταση. Αυτή είναι που δικαιούσαι και νιώθεις ευχάριστα υποχρεωμένος να βιώσεις. Το μόνο που χρειαζόσουν ήταν μία απεγνωσμένη τζούρα αυτής της ομίχλης και ύστερα ένα βίαιο ξέρασμα της.

Νιώθεις καλύτερα. Η Ομίχλη έχει χαθεί. Αλλά όχι εντελώς. Υπάρχουν ακόμα στιγμές που κάνει αισθητή την παρουσία της, ίσως όχι τόσο πριν, αλλά υπάρχει ακόμα. Και εσύ πρέπει να είσαι σε επαγρύπνηση. Ώστε αυτή η τόσο πολυπόθητη διαύγεια να γίνει ταυτόσημη του εαυτού σου και του βίου σου.



Πηγή εικόνας: collegeinfogeek.com

Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2020

Τελικά, πρέπει να χωριστεί η Ελλάδα στα δύο;



Πρόσφατα, η ΕΕΑ έκανε μία εισήγηση περί ενοχής του ΠΑΟΚ για πολυιδιοκτησία και τιμωρίας με υποβιβασμό. Η δημοσιοποίηση της εισήγησης αυτής προκάλεσε πολλές αντιδράσεις από το σύνολο του συλλόγου της Θεσσαλονίκης, διοίκηση, οπαδοί και όχι μόνο, καθώς δεν ήταν και λίγοι από τους παράγοντες της πόλης που επίσης κατήγγειλαν μεθόδευση της απόφασης. Στην πορεία των οπαδών που ακολούθησε την επόμενη μέρα, το κεντρικό πανό έγραφε «Η Ελλάδα χωρίζεται στα δύο».

Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι οι ΠΑΟΚτσήδες την ψώνισαν και νομίζουν ότι εκπροσωπούν τη μισή Ελλάδα. Η επίσημη δήλωση όμως της κυβέρνησης, διά του εκπροσώπου της, ότι θα τροποποιήσει τον νόμο προς χάρην της κοινωνικής συνοχής, καταρρίπτει τον ισχυρισμό αυτό. Ή την όποια σοβαρότητα της παρούσας κυβέρνησης. Ή και τα δύο.


Το ζήτημα είναι όμως ότι όλη αυτή η αναστάτωση ανέδειξε μία συζήτηση, η οποία δεν σπανίζει στη Βόρεια Ελλάδα, αν και σπάνια γίνεται σοβαρά, μια και μέχρι τώρα παραμένει σε φιλολογικό, αν όχι καφενειακό, επίπεδο. Τη συζήτηση περί διαχωρισμού του Ελληνικού κράτους σε Βόρειο και Νότιο. Υπήρξαν αρκετές δημοσιεύσεις άλλες πιο σοβαροφανείς, άλλες λιγότερο, που έθεταν τη συγκεκριμένη υπόθεση ως συμβολισμό πραγματικών προβλημάτων και ανισοτήτων που υπάρχουν μεταξύ Βορρά και Νότου. Και παρ’ ότι τα προβλήματα είναι υπαρκτά, δικαιολογούν μία τέτοια συζήτηση;

Αρχικά, στη σημερινή εποχή συνηθίζεται, κάθε κράτος να ταυτίζεται με ένα έθνος και το αντίθετο. Υπάρχουν εννοείται και εξαιρέσεις, αλλά ο κανόνας είναι αυτός. Και αν εγώ προσωπικά θεωρώ τον όρο «έθνος» ανεδαφικό, δεν συμβαίνει αυτό με την πλειοψηφία των ανθρώπων. Έτσι λοιπόν, με βάση την επικρατούσα άποψη περί «έθνους-κράτους», υπάρχει κάποια εθνολογική διαφορά μεταξύ των κατοικών της Βορείου και της Νότιας Ελλάδας; Αντικειμενικά όχι, δεν υπάρχει διαφορά, μιλάνε την ίδια γλώσσα, πιστεύουν στην ίδια θρησκεία, έχουν την ίδια κουλτούρα και βιολογικά δεν διαφέρουν πολύ. Τουλάχιστον, οι όποιες διαφορές που υπάρχουν είναι αμελητέες συγκριτικά με αυτές άλλων κρατών-εθνών, π.χ. Ισπανία.

Βέβαια στο παραπάνω συμπέρασμα, είναι γνωστό ότι διαφωνεί ένα σημαντικό, έστω και μειοψηφικό, μέρος των κατοίκων της Νότιας Ελλάδας, έστω και ενστικτωδώς, με τους πολύ συνηθισμένους ισχυρισμούς περί Βουλγαρίας και Νότιας Μακεδονίας(αυτό είναι μοντέρνο) μάλιστα να μην γίνονται ποτέ στόχος κάποιου εισαγγελέα, όπως θα έπρεπε βάσει του συντάγματος της χώρας. Είναι αρκετά αξιοπερίεργο πάντως το γεγονός ότι οι Βορειοελλαδίτες που ανοίγουν κουβέντα περί διαχωρισμού, δεν αποδέχονται εθνολογική διαφορά, ενώ οι Νότιοι που δεν συζητάνε περί διαχωρισμού έστω και ανώριμα ή αυθόρμητα, κάνουν τέτοιες νύξεις. Όπως και να έχει είναι γεγονός ότι το Νεοελληνικό κράτος έκανε, σε γενικές γραμμές, πολύ καλή δουλειά στην ομογενοποίηση του πληθυσμού του, είτε με ήπιο και δημοκρατικό τρόπο, είτε όχι.

Και αφού εθνολογική διαφορά δεν υπάρχει, γιατί γίνεται αυτή η συζήτηση; Διότι σύμφωνα με πολλούς κατοίκους στη Βόρεια Ελλάδα υπάρχουν άλλα μέτρα και άλλα σταθμά στην ανάπτυξη των δύο τμημάτων. Έχουν δίκιο; Είναι γεγονός ότι η Βόρεια Ελλάδα είναι από τις πιο φτωχές και υπανάπτυκτες περιοχές της Ε.Ε. Η ανεργία είναι διαχρονικά στα ύψη, τα έργα υποδομής είναι ελάχιστα και τέλος, η νεολαία της (και ειδικά η καταρτισμένη), είναι διασκορπισμένη σε όλη την υφήλιο λόγω έλλειψης επαγγελματικών ευκαιριών. Σε συνδυασμό με την, όχι συχνή, αλλά υπαρκτή ρατσιστική συμπεριφορά, δημιουργούν αυτό το αίσθημα πολίτη δεύτερης κατηγορίας, κάτι που είναι εν μέρει δικαιολογημένο.

Αλλά είναι αυτή η περιθωριοποίηση, επαρκής λόγος για συζητήσεις περί διχοτόμησης; Ίσως να ήταν αν αρχικά δεν μιλούσαμε για ένα
de facto υδροκέφαλο και άρα προβληματικό κράτος, όπως το σύγχρονο Ελληνικό, το οποίο όλοι μαζί, Νότιοι και Βόρειοι, οικοδομήσανε. Και σε αυτή τη συλλογική ευθύνη, περιέχεται και η απάντηση στην ερώτηση αν «πρέπει η Ελλάδα να χωριστεί στα δύο». Σε απλά ελληνικά, οι Βορειοελλαδίτες έχουν δίκιο να μιλάνε περί αδικίας, αλλά δεν έχουν δίκιο να μιλάνε, ούτε για πλάκα, περί διαχωρισμού. Και αυτή η αντίθεση, προκύπτει από το γεγονός, ότι όχι μόνο έχουν παίξει, μέσω της ψήφου τους, καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση του σύγχρονου Ελληνικού κράτους αλλά μέσα από την κοινωνία τους έχουν αναδειχθεί πρωθυπουργοί και κορυφαίοι πολιτικοί παράγοντες των τελευταίων δεκαετιών. Οικογένεια Καραμανλή, Βενιζέλος, Τσοχατζόπουλος και τόσοι άλλοι. Τι έκαναν όλοι αυτοί για τον τόπο τους; Ας μην το σχολιάσουμε.

Για να μην αναφερθούμε σε οικονομικούς παράγοντες, οι οποίοι τις εποχές της «ευμάρειας» εγκατέλειπαν τη Βόρεια Ελλάδα, μαζί με τις επιχειρήσεις τους, για να βρουν χαμηλότερα ημερομίσθια σε γειτονικές χώρες. Ούτε φυσικά σε οποιεσδήποτε διεκδικήσεις για κάτι καλύτερο, διότι αυτές κάθε φορά υπερκαλύπτονται από τα προσωπικά ή συντεχνιακά συμφέροντα των ίδιων των Βορειοελλαδιτών. Ή και από την αδιαφορία τους. Πρόσφατο παράδειγμα η σχεδόν μηδαμινή αντίδραση των Θεσσαλονικιών στο ξερίζωμα των αρχαίων της Βενιζέλου, που μαζί τους ξεριζώνεται και η όποια πιθανότητα να ξεφύγει η πόλη από τη μιζέρια της, ένα έγκλημα στο οποίο συμμετέχουν και ο δήμαρχος της πόλης αλλά και ο περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας, ή «Πολύ Μακεδονίας» όπως μετονόμασε τον ιστότοπο της περιφέρειας του.

Συνοψίζοντας, οι κάτοικοι της Βορείου Ελλάδας, ΠΑΟΚτσήδες και μη, αν θέλουν όντως να βελτιώσουν συλλογικά το επίπεδο ζωής τους, αν θέλουν να μην υποτιμούνται, θα πρέπει να κοιτάξουν να είναι οι ίδιοι σωστοί πρώτα απέναντι στην κοινωνία τους. Όλοι τους. Πολιτικοί, επιχειρηματίες, απλός λαός. Και αν το καταφέρουν, ή έστω το επιδιώξουν ουσιαστικά(που πολύ αμφιβάλλω ότι θα γίνει ποτέ) και δουν κάποιους εξ’ Αθηνών να τους σαμποτάρουν, ίσως η συζήτηση περί διαχωρισμού να αποκτήσει κάποιο νόημα. Μέχρι τότε, θα ανήκουν και αυτοί, όπως και οι Νότιοελλαδίτες στο κράτος και στην κοινωνία που η πλειοψηφία τους, αξίζει. Και είναι και αυτό μία απόδειξη, έστω και δυσάρεστη, της ομοιογένειας της Ελληνικής κοινωνίας.






Πηγή εικόνας: 1926.gr

Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2020

Η μαγεία του αναπάντεχου



Τον τελευταίο καιρό μία σκέψη τον βασάνιζε. Η συνειδητοποίηση ότι δεν μπορεί να επικοινωνήσει ποιοτικά με τους ανθρώπους, ότι δεν μπορεί να αγγίξει ιδιαίτερα τις ψυχές τους. Έψαχνε να βρει ποια είναι η αιτία, τι κάνει λάθος, τι δεν χειρίζεται σωστά. Δεν μπορούσε να βρει απάντηση. Τουλάχιστον όχι μία απάντηση στοιχειωθετημένη που να εξήγει αυτό το γαμημένο το «γιατί». Δεν μπορούσε να το εξηγήσει βάσει της όποιας λογικής. Και όπου πεθαίνει η λογική, όποτε κάτι οι άνθρωποι δεν μπορούν να το εξηγήσουν με χειροπιαστά δεδομένα, τότε ξεκινάει η «μαγεία».

Μαγεία. Αναρωτιόταν πόσο καιρό έχει να τη νιώσει. Αναμόχλευε τη μνήμη του. Μέχρι που τελικά θυμήθηκε. Ήταν ένα σαββατόβραδο. Μόλις είχε σχολάσει από τη δουλειά, είχε φθάσει στο σπίτι του και ένιωθε αρκετά κουρασμένος για να επιδιώξει να βγει. Και τότε χτύπησε το κινητό του. Μία γνωστή του η οποία δεν ήταν μόνιμη κάτοικος της πόλης όπου διέμενε, του πρότεινε να βγούνε. Αποδέχτηκε την πρόσκληση της.

Το τέλος εκείνης της βραδιάς τον βρήκε με ένα συναίσθημα ευφορίας να τον κατακλύζει. Όχι δεν είχε πηδήξει. Δεν είχε καν φιλήσει. Ένιωθε όμως ότι είχε επικοινωνήσει. Ένιωθε ότι μετά από πολύ καιρό είχε απέναντι του έναν άνθρωπο, μία γυναίκα που, έστω εκείνες μόνο τις στιγμές, ενδιαφερόταν πραγματικά για αυτόν. Ένιωσε όμως ότι και αυτός, χωρίς να ζοριστεί, χωρίς να το επιδιώξει τις πρόσφερε κάτι αντίστοιχο, με αποτέλεσμα να του φανεί ότι αυτή αίσθηση μίας όμορφης βραδιάς, ήταν ένα αμοιβαίο συναίσθημα. Δεν το περίμενε. Όχι διότι δεν την εκτιμούσε πριν από αυτή τη συνάντηση. Απλά δεν είχε τύχει να αισθανθεί κάτι αντίστοιχο κάποια από τις προηγούμενες φορές που την είδε. Ήταν μία έκπληξη για αυτόν.

Δεν ήταν ποτέ των εκπλήξεων. Σπάνια τις δεχόταν, σχεδόν ποτέ ή ίσως και τελείως ποτέ δεν τις έκανε ο ίδιος. Δεν είναι ότι δεν του αρέσαν. Τουλάχιστον συνειδητά ποτέ δεν είχε πει στον εαυτό του ότι δεν του αρέσουν οι εκπλήξεις. Απλά η ζωή του δεν τις έφερνε συχνά και ως εκ τούτου και ο ίδιος δεν έμαθε ποτέ να αξιολογεί σωστά την αξία μίας έκπληξης. Σαν υποσυνείδητα να τις θεωρούσε περιττές, παιδικές, απλές πράξεις που κάνουν κάποιες στιγμές μας λίγο πιο χαριτωμένες.

Αλλά πριν λίγες μέρες που του είπε ότι θα έρθει στην πόλη του για να κάνει έκπληξη σε έναν δικό της άνθρωπο, του ήρθε η ιδέα. Σαν ένα εκκωφαντικό «εύρηκα» να ακούστηκε μέσα στο μυαλό του. Αφού θα κάνει έκπληξη λογικά δεν θα την περιμένει κανείς στο αεροδρόμιο. Ή τουλάχιστον δεν θα περιμένει να την περιμένει κανείς στο αεροδρόμιο. Και έτσι το έδαφος του φάνηκε απόλυτα πρόσφορο για να να κάνει τη δικιά του έκπληξη.

Αρχικά για να την ανταμείψει για την έκπληξη που του είχε κάνει πριν κάποιους μήνες. Να της δημιουργήσει ένα παρεμφερές αναπάντεχο αίσθημα, έστω για λίγες στιγμές, με αυτό που του είχε δημιουργήσει εκείνη για ώρες ολόκληρες. Έπειτα για να αποδείξει στον ίδιο του τον εαυτό ότι μπορεί να προσφέρει και αυτός λίγη μαγεία, έστω για λίγα δευτερόλεπτα. Ότι μπορεί να κάνει έναν άνθρωπο να νιώσει όμορφα, όχι με κάποια λογική πράξη ή έκφραση, αλλά απλά με την παρουσία του.

Έτσι λοιπόν τώρα βρίσκεται λίγα λεπτά πριν τη μεγάλη του ευκαιρία. Στον χώρο υποδοχής του αεροδρομίου. Προσδοκώντας να δει την έκπληξη του να πραγματοποιείται. Και ελπίζοντας να μη βρεθεί προ κάποιας άλλης έκπληξης που θα σαμποτάρει τη δική του. Διότι ξέρει ότι όσο και καλά να σχεδιάσει κάτι, το αναπάντεχο πάντα καραδοκεί. Άλλες φορές για καλό και άλλες για κακό. Και εκεί βρίσκεται η μαγεία του αναπάντεχου. Στο ότι δεν μπορεί να προσχεδιαστεί απόλυτα από αυτόν που το προκαλεί και δεν μπορεί να προβλεφθεί από αυτόν που τη δέχεται.

Πως αλλιώς θα υπήρχε η μαγεία; Και πως αλλιώς θα μαγευόμασταν;










Πηγή εικόνας:ninathewriter.com