Τρίτη 28 Ιουλίου 2020

Χρειαζόμαστε έναν ξένο μέσα στη δυστυχία μας

Η πρόσφατη ρατσιστική επίθεση στον Γιάννη Αντετοκούμπο, από τον Κωνσταντίνο Καλέμη, τον υπεύθυνο της εκπαίδευσης των προσφύγων, έπειτα τον Κυριάκο Βελόπουλο και τέλος από τον αρθρογράφο της Athens Voice, Αντώνη Δαρζέντα, η οποία ήταν και η πιο «εξευγενισμένη», άρα και η πιο ύπουλη, πιστεύω ότι έκανε τον γνωστό καλαθοσφαιριστή να επιβεβαιώσει αυτό που μάλλον υποπτευόταν ήδη. Ότι ακόμα και για τους μη de facto ρατσιστές, για μία με άλλα λόγια σημαντική μειοψηφία, αν όχι πλειοψηφία, δεν θα είναι ποτέ το ίδιο Έλληνας με άλλους. Πάντα για αυτούς, θα είναι έστω και λίγο ένας ξένος.

Θα αναρωτηθεί κανείς, είναι δυνατόν ένας άνθρωπος που έχει γεννηθεί και μεγαλώσει στην πρωτεύουσα της Ελλάδας, που η μητρική του γλώσσα είναι τα ελληνικά, που έχει ένα από τα πιο συνηθισμένα Ελληνικά ονόματα, που ο ίδιος δηλώνει Έλληνας και αγωνίζεται στην εθνική της χώρας αυτής, που διαφημίζει την Ελλάδα στη μεγαλύτερη αγορά του κόσμου μέσω της υπερ-επιτυχημένης καριέρας του, είναι δυνατόν λοιπόν να μην έχει βγάλει τη στάμπα του «ξένου» από πάνω του; Και όμως είναι. Και μάλιστα είναι αυτή η επιτυχία στην αθλητική του σταδιοδρομία, η οποία ρίχνει λάδι στη φωτιά του χαρακτηρισμού του ως «ξένου», για πολλούς από τους συμπατριώτες μας.

Αρχικά οι άνθρωποι, μεγαλώνουμε και βομβαρδιζόμαστε με την ιδέα ότι ανήκουμε σε διάφορα ευρύτερα σύνολα ανθρώπων, λανθασμένα ή μη. Πρώτα από όλα μας διδάσκουν ότι ανήκουμε σε ένα έθνος, ότι είμαστε οι κυρίαρχοι κάτοικοι μίας χώρας, οι δικαιούχοι των προνομίων της. Έπειτα, ανήκουμε σε ένα σχολείο, σε μία ομάδα, σε ένα φύλο, σε ένα πανεπιστήμιο αργότερα. Ανήκουμε κάπου, είμαστε οικείοι με άλλους λόγω κάποιων χαρακτηριστικών, που σπάνια τα καλλιεργούμε οι ίδιοι. Αν ανατρέξουμε σε όλες τις καταστάσεις που μας έχουν δημιουργήσει αυτή την αίσθηση, θα δούμε ότι η επιβεβαίωση αυτής, ερχόταν από την εξαίρεση που είχε την ατυχία να βρίσκεται κάπου γύρω μας.

Και δεν ήταν απαραίτητο αυτή η εξαίρεση να ήταν ένας αλλοεθνής. Θυμηθείτε το παιδάκι στο σχολείο που ήρθε από άλλη γειτονιά και δεν βιώσε τα πρώτα χρόνια τς σχολικής ζωής με τα υπόλοιπα παιδάκια. Τον αρειανό που έτυχε να βρεθεί σε παρέα ΠΑΟΚτσήδων. Το αγοροκόριτσο στην παρέα των κοκέτων. Τον τύπο που δεν σπουδάζει και βρέθηκε σε ένα κύκλο φοιτητών. Η παρουσία του «ξένου» απομάκρυνε τη συνειδητοποίηση του χειρότερου φόβου μας, της κοινωνικής μοναξιάς, της επικείμενης περιθωριοποίησης που παραμονεύει πάντα στη γωνία για να μας στερήσει τα αγαθά της υποτιθέμενης συλλογικότητας που μας συντροφεύει.


Το πως γεννιέται αυτή η φοβία και κατ’ επέκταση η ανάγκη για την αίσθηση ότι ανήκουμε κάπου, είναι προφανές, αρκεί να κοιτάξουμε λίγο με διαύγεια γύρω μας. Ζούμε σε έναν ακραία ανταγωνιστικό κόσμο, γνωρίζοντας βαθιά μέσα μας ότι πέρα από τους αυστηρά δικούς μας ανθρώπους, οι υπόλοιποι αναλογίζονται τη στιγμή που θα υπερισχύσουν εναντίον μας. Και οι περισσότεροι από εμάς το ίδιο κάνουμε. Η ψευδαίσθηση ότι είμαστε ασφαλείς σε ένα ευρύτερο σύνολο με ομοίους μας, είναι αυτή η οποία αφενός μας κάνει να μη σκεφτόμαστε και πολύ τη δυνατότητα ύπαρξης ενός διαφορετικού κόσμου αφεταίρου μας προσφέρει την παρηγοριά ότι δεν είμαστε τόσο μόνοι, όσο η ίδια μας η πραγματική κοινωνική υπόσταση, μας υπαγορεύει.

Όταν ο «ξένος», ο οποίος επιβεβαιώνει άθελα του όλα τα παραπάνω, καταφέρνει και ενσωματώνεται στο σύνολο που τον είχε έστω και έμμεσα περιθωριοποιημένο, τότε αρχίζουν να μπαίνουν ψύλλοι στα αυτιά μας ότι ο επόμενος «ξένος» μπορεί να είναι ο ίδιος μας ο εαυτός. Και αν οι περισσότεροι μπορούν να διώξουν αυτή την αγωνία από το κεφάλι τους όταν ο «ξένος» θεωρείται απλά ίσα και όμοια με εμάς, όταν ο ίδιος καταφέρνει με τη δουλειά του, το ταλέντο του, την τύχη του να ανέβει σκαλί στην ανθρώπινη ιεραρχία που συντηρούμε, τότε η ύπαρξη του λειτουργεί αντίστροφα από ότι πριν. Πλέον δεν επιβεβαιώνει ότι όλοι εμείς ανήκουμε κάπου, αλλά αντίθετα, η επιτυχία του είναι αυτή που επικυρώνει το γεγονός ότι όλοι είμαστε ξένοι σε ένα κόσμο ξένων, ότι τα σύνολα που ανήκουμε όχι απλά δεν μας προστατεύουν, αλλά μας περιορίζουν κιόλας. Και εκείνο είναι το σημείο που πρέπει να τον αποσυνδέσουμε από μας για να μη διαφθείρει την ψευδαίσθηση που έχει καλλιεργηθεί από τη γέννηση μας.

Χρειαζόμαστε έναν «ξένο», πιο περιθωριοποιημένο από εμάς, πιο φτωχό από εμάς, πιο απειλούμενο από εμάς, πιο φοβισμένο από εμάς και κυρίως πιο δυστυχισμένο από εμάς. Και κυρίως πιο αποτυχημένο από μας. Ώστε να μας αποσπάει την προσοχή από την αποτυχία τη δικιά μας. Και της «κοινωνίας» μας.



Τρίτη 21 Ιουλίου 2020

Όμορφη μου, Καρυάτιδα


Θέλω να περπατήσω σε ένα στενό σοκάκι πλακόστρωτο, παρέα με τον κολλητό μου. Να συζητάμε για τη νίκη της ομάδας μας, της οποίας γίναμε μάρτυρες λίγο πριν. Και να διακόπτει την κουβέντα μας ένας αδέσποτος, μεγαλόσωμος και τριχωτός σκύλος, ο οποίος θα υποκρίνεται ότι ζητάει ένα χάδι ενώ στην πραγματικότητα η επιθυμία του θα είναι εκείνο το τελευταίο κομμάτι πιτογυρο που πήρε σαν ανταμοιβή για τη γλύκα του, από τα χέρια μου.

Θέλω να μπω με το φίλο μου, σε μία είσοδο που οδηγεί σε κάποια σκαλιά που θα κατηφορίζουν. Και καταλήγουν σε ένα κουτούκι με ξύλινη διακόσμηση και πολύ λίγους πελάτες μέσα. Και τα ηχεία να παίζουν παλιά ρεμπέτικα. Και σε μία γωνία, να έχει τα βαρέλια με τα κρασιά και τα τσίπουρα. Και να μην έχει μεζέδες, να έχει κλείσει η κουζίνα. Μόνο τασάκια να υπάρχουν για τα τσιγάρα που παράνομα θα καπνίζουμε μέσα στον κλειστό και με κακό εξαερισμό χώρο.

Θέλω καθώς η σούρα μας θα μεγαλώνει, να μου μιλάει δακρυσμένος για τον καβγά που είχε χθες το βράδυ με την κοπέλα του. Και εγώ να καμαρώνω που ο κολλητός μου έχει ψυχή και αυτά του τα δάκρυα είναι τα παράσημα, τα σύμβολα κάθε θυσίας που έχει κάνει και καταφέρνει ακόμα να είναι άνθρωπος, με τις δυνάμεις και τις αδυναμίες του. Και να νιώθω τιμή καθώς αντιλαμβάνομαι ότι έχω κερδίσει το προνόμιο να μου αποκαλύπτεται το είναι του.

Θέλω να κάνω πως δεν βλέπω όταν θα πάρω χαμπάρι την γκόμενα του να πλησιάζει πίσω από την πλάτη του, λίγο μετά το μήνυμα που της έστειλα με τη διεύθυνση του καταγώγιου που βρισκόμαστε, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι το φιλαράκι μου απουσίαζε προς νερού του την ώρα της αποστολής. Και να απολαμβάνω τη στιγμή που του αποκαλύπτεται, χωρίς ο χαζούλης να έχει καταλάβει τίποτα για τη συμβολή μου, στο να την ξανάδει. Και τελικά να με αποχαιρετά με ένα ένοχο και ευτυχισμένο βλέμμα, καθώς φεύγει μαζί της και εγώ καθισμένος ακόμα στο τραπέζι να νιώθω χαρούμενος που ο εξ’αγχιστείας αδερφός μου, έχει βρει τον έρωτα της ζωής του.

Θέλω να κάθομαι μόνος μου στο τραπέζι, καπνίζοντας τσιγάρο και πίνοντας τσίπουρο, να χάνομαι στις λίγες γλυκές αναμνήσεις που έχω ενώ ακούω μία μπαλάντα του Παπάζογλου, τόσο μεθυσμένος όσο πρέπει ώστε να μην νυστάζω αλλά και αρκετά για να απαλύνω τον πόνο που γεννάει η απώλεια των στιγμών, καθώς αντιλαμβάνομαι ότι έστω για λίγο, που έχω ζήσει και εγώ.

Θέλω να εμφανιστείς εσύ μέσα στην κάπνα και στη μέθη, ντυμένη με ένα λευκό φόρεμα, να φαντάζεις μία σύγχρονη Καρυάτιδα, όχι όμως φτιαγμένη από ένα κρύο μάρμαρο, αλλά από σάρκα και οστά. Και να κάτσεις στην άδεια καρέκλα δίπλα μου. Και να μην μου πεις τίποτα, ούτε για τη δουλειά σου, ούτε για τον γκόμενο σου, ούτε για τίποτα. Να μου πεις απλά, χαμογελαστά και άρα ειλικρινά, ένα «είμαι καλά» στην κοινότυπη ερώτηση μου, «πως είσαι;», που θα έχει προηγηθεί.

Θέλω μετά από κάποια λεπτά σιωπής, να αρχίσουμε να μιλάμε. Όχι, να μην μιλήσουμε για ότι συνέβη, για το ποιος έφταιξε περισσότερο. Ούτε για το μέλλον, για το ποιος πρέπει να θυσιαστεί λίγο παραπάνω. Να είμαστε αφοσιωμένοι στο παρόν, όσον αφορά εμάς. Και να μιλάμε για τη μουσική, το θέατρο, τη συγγραφή, την ποίηση και την ανθρώπινη ψυχή, μέχρι να έρθει αγανακτισμένος ο σερβιτόρος και να μας πει, «παιδιά λυπάμαι, κλείνουμε». Και να φεύγουμε πιωμένοι, παραπατώντας, κρατώντας ο ένας τον άλλο από τη μέση και να μην με νοιάζει αν η καύτρα του τσιγάρου μου, λερώσει το φόρεμα σου.

Θέλω να πάμε πάνω στην ακρόπολη, στα ερείπια, να ξαπλώσουμε ανάσκελα στο χώμα, λίγα εκατοστά πριν το γκρεμό και να απολαύσουμε αμίλητοι, την έναστρη νύχτα που θα έχει ήδη αρχίσει να  φθείρεται από τα πρώτα φώτα της αυγής. Και έτσι πως θα είμαστε ανάσκελα, να απλώσουμε τα χέρια μας και τα δάχτυλα μας να κουλουριαστούνε, σαν ένα κακοφτιαγμένο αλλά στιβαρό γινκ&γιανγκ. Και θέλω να γυρίσουμε και να κοιτάξουμε κατάματα ο ένας στον άλλο και να δω τα είδωλα μας να αλληλοαντικατοπτρίζονται στο άπειρο, χάρη στο φως της ανατολής που πλέον έχει καταλάβει τον ουρανό.

Θέλω να ανοίξω τα μάτια μου και να μην απογοητευθώ που δεν θα σε δω δίπλα μου. Να είναι κάτι αναμενόμενο. Και μετά να τρέχω σαν τον τρελό στη δουλειά μου, στην εφορία, στις εταιρείες τηλεφωνίας και υδροδότησης για να πληρώσω τους λογαριασμούς. Και να δυσφορώ στα ασφυκτικά γεμάτα λεωφορεία, μέσα στον ιδρώτα και στην κακοσμία.

Και θέλω λίγο πριν τελειώσει αυτή η ρουτίνα, να δω ένα μήνυμα, στο κινητό, σε κάποια τηλεόραση κάποιου πολυκαταστήματος, σε κάποια αφίσα ή διαφήμιση, ή ακόμα και στο καντράν της βιτρίνας ενός φαρμακείου, ένα μήνυμα γραμμένο από σένα, όμορφη μου καρυάτιδα, που θα λέει:

«Έχει ωραίο ηλιοβασίλεμα, θες να το ατενίσουμε παρέα;» 




Πηγή εικόνας: gramho.com

Τρίτη 14 Ιουλίου 2020

Η νοσταλγία της ολοκληρωτικής αποδοχής

Μία από τις έννοιες, ή τις καταστάσεις, που νοσταλγούν οι άνθρωποι οι οποίοι αποφάσισαν κάποια στιγμή στη νεότητα τους, να εγκαταλείψουν τον τόπο που μεγάλωσαν, είναι αυτή της «παρέας». Το να είναι μέλη δηλαδή ενός μικρού συνόλου, στο οποίο όλες οι πτυχές του εαυτού τους να χωράνε, να είναι αποδεκτές, όπως και οι ίδιοι, στην ολότητα τους, χωρίς να χρειάζεται ανάλογα με την περίσταση να εκφράζουν και να αποκαλύπτουν την εκάστοτε βολική πλευρά της προσωπικότητας τους.

Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που συντελούν στην νοσταλγία και άρα στην έλλειψη αυτή. Αρχικά το γεγονός ότι μετά την πανεπιστημιακή ζωή, τα περιβάλλοντα αλλάζουν πολύ και οι νέες συνθήκες δεν ευνοούν τη δημιουργία παρεών. Αντικειμενικά, είναι πολύ πιο εύκολο έστω και σε μερικώς ιδρυματικές συνθήκες, οι άνθρωποι να βρίσκουν την αφορμή για να δεθούν μεταξύ τους σε μικρά σύνολα. Αντίθετα, όταν έρχεται η απόλυτα ενήλικη ζωή και μαζί της οι επαγγελματικές, άρα και ανταγωνιστικές στον κόσμο που ζούμε, συνθήκες, εκεί η όποια αφορμή έχει μόνο βραχυπρόθεσμες συνέπειες, να βγει η δουλειά που λέμε. Και τέλος.

Επίσης ένας άλλος παράγοντας είναι η έμφυτη και φυσιολογική τάση των ανθρώπων να επιζητούν τη σύνδεση με έναν άλλο και να ξεκινήσουν τη συντροφική ζωή, τη δέσμευση, με ότι καλό και κακό σημαίνει αυτό. Κάπως έτσι ο συνδυασμός επαγγελματικής και ερωτικής ζωής στις σύγχρονες κοινωνίες αποτελούν ένα σημαντικό εμπόδιο, όχι μόνο στο να δημιουργηθούν νέες παρέες, που είνα και το πιο δύσκολο, αλλά ακόμα και να επιβιώσουν οι ήδη υπάρχουσες, ακόμα και αν κάποιες από αυτές ξεκίνησαν από τα σχολικά χρόνια και μετράνε μέχρι και δύο δεκαετίες ζωής.

Και αν ο πρώτος παράγοντας, η επαγγελματική ζωή, είναι ψιλοδεδομένο ότι θα εμφανιστεί, ειδικά στη Δυτική Ευρώπη, ο δεύτερος, οι δεσμεύσεις, παρατηρούνται να μην είναι τόσο διαδεδομένες όπως παλιότερα τουλάχιστον. Είναι ξεκάθαρο ότι οι κοινωνικέις εξελίξες έσπρωξαν πολλούς ανθρώπους να βάλουν σε δεύτερη μοίρα τη συντροφικότητα, είτε την ερωτική, είτε τη φιλική. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να έχει δημιουργηθεί μία νέα κοινωνική ομάδα, οι νεαροί επαγγελματίες. Αυτό. Οι ζωές των ανθρώπων αυτών, δεν έχουν οποιαδήποτε άλλη πτυχή πέρα από την αντίστοιχη επαγγελματική τους. Όλες οι υπόλοιπες που εμπεριέχουν ανθρώπικη επικοινωνία, φυτοζωούν σε ένα ρηχό πλαίσιο.

Με αποτέλεσμα οι παρέες στις ηλικίες των τριάντα πάνω-κάτω να είναι είδος υπό μερική εξαφάνιση. Και αυτό το φαινόμενο να επεκτείνεται σε μεγαλύτερα σύνολα, στις ίδιες τις κοινωνίες, των οποίων η ουσία και η αλήθεια, είναι και αυτές σπάνιο είδος. Δεν είμαστε παρέες, δεν είμαστε κοινωνίες, είμαστε μονάδες οι οποίες συνυπάρχουν, για όση ώρα υπάρχουν κοινά συμφέροντα. Ένα
project στη δουλειά, μία μπύρα στο μπαρ μετά, ένα πήδημα αργότερα το βράδυ, άντε και ένας καφές στα γρήγορα το πρωί. Από εκεί και πέρα, πίσω στον μικρόκοσμο μας, στον εαυτό μας, στο μοναδικό μέρος πλέον πάνω στη Γη όπου όλες οι πτυχές μας είναι καλοδεχούμενες. Και κάποιες φορές, ούτε και εκεί.

Τα παραπάνω, φυσικά και δεν θα μπορούσαν να περνάνε ανώδυνα. Οι άνθρωποι ως φύσει κοινωνικά όντα, ακόμα και ασυναίσθητα, προσπαθούν να προσαρμοστούν στους διάφορους κοινωνικούς κύκλους και προκειμένου να το πετύχουν αυτό, είναι διατεθειμένοι να κάνουν γερές εκπτώσεις στην έκφραση των στοιχείων που τους χαρακτηρίζουν, έχοντας τη μάταια ελπίδα ότι έτσι θα γίνουν αποδεκτοί από άλλους που επίσης κρύβονται. Μάταια όμως, διότι όταν μία προσωπικότητα δεν είναι επαρκώς συμφιλιωμένη με τις ιδιαιτερότητες της, όταν δεν θα ανοίγεται να τις εκφράσει αυτές, τότε αυτόματα δεν θα ανοίγεται για να επικοινωνήσει με αυτές των άλλων. Οπότε μένει σε ασφαλή, ρηχά ύδατα.

Και καθώς δεν γινόμαστε ολότελα αποδεκτοί από τους γύρω μας, αναπτύσσεται μέσα μας η αίσθηση ότι είμαστε λειψοί, μια και ως λειψοί παρουσιαζόμαστε. Και το χειρότερο είναι ότι έχουμε συνηθήσει τόσο πολύ στην υπαρξιακή καταστολή με αποτέλεσμα όταν παρατηρούμε κάποιον να κάνει την υπέρβαση και να μας αγγίξει, τότε είτε να τρομάζουμε είτε να μας προκαλεί καχυποψία, ή ακόμα και απέχθεια. Ένας φαύλος κύκλος περιθωριοποίησης του είναι μας.

Σε όλη αυτή την αναδυόμενη μιζέρια, η μόνη λύση βρίσκεται μέσα σε μας τους ίδιους, να σεβαστούμε όλες τις πτυχές μας και να τις εκφράζουμε χωρίς φόβο, χωρίς δισταγμό. Έτσι θα είμαστε και πιο καλοπροαίρετοι απέναντι στην έκφραση των άλλων. Αν η προσέγγιση αυτή διαδοθεί, τότε η νοσταλγία της παρέας και της ολοκληρωτικής αποδοχής μας, θα παύσει να είναι πικρή και θα επανακτήσει την  γλύκα της.




Πηγή εικόνας: aafsacrossborders.com

Τρίτη 7 Ιουλίου 2020

Το τέρας μέσα μας

Μία από τις πρώτες έννοιες που μαθαίνουμε οι άνθρωποι από τη στιγμή που ξεκινάμε να καλλιεργούμε τη συνείδηση μας, είναι ουσιαστικά διττή. Διότι πρόκειται περί μίας διαμάχης. Της διαμάχης του καλού και του κακού. Του σωστού και του λάθους. Του δίκαιου και του άδικου. Του ηθικού και του ανήθικου. Δεν είναι τυχαίο που για αυτή τη διττή έννοια έχουμε τόσα ζευγάρια να τη χαρακτηρίζουν.

Διότι στην πραγματικότητα, καθώς εισερχόμαστε στην απόλυτα ενήλικη ζωή, αντιλαμβανόμαστε ότι τα πράγματα με τους ανθρώπους και τις καταστάσεις που δημιουργούν και βιώνουν, είναι λίγο πιο σύνθετα από το δίπτυχο άσπρο-μαύρο, που μας μαθαίνουν τόσο καλά οι ταινίες και η γενικότερη δημοφιλής κουλτούρα. Μακάρι να ήταν τόσο απλά, σαν ένα bit που παίρνει τη μορφή είτε 1 είτε 0, αλλά από ότι αποδεικνύεται η επερχόμενη κβαντική λειτουργία των υπολογιστών (οπού ουσιαστικά δεν θα υπάρχει μόνο 0 και 1, αλλά και οι ενδιάμεσες καταστάσεις μεταξύ αυτών) είναι αυτή που θα ανταποκρίνεται με πιο πολύ ακρίβεια στα ήθη των ανθρώπων.

Και αυτό επειδή έρχεται κάποια στιγμή η συνειδητοποίηση, ότι οι συμπεριφορές των ανθρώπων μπορεί να χαρακτηρίζονται και καλές και κακές από τους διάφορους μάρτυρες, αλλά και να δίνονται διαφορετικές ερμηνείες για τα αίτια και τις αφορμές που τις προκαλούν, καθιστώντας τον χαρακτηρισμό τους μία ιδιαίτερα περίπλοκη διαδικασία, ειδικά αν οι κριτές αυτών των συμπεριφορών δεν ικανοποιούνται από μία βιαστική και πρόχειρη αξιολόγηση. Ειδικότερα μάλιστα αν υπάρχει μία θετική ή αρνητική συναισθηματική προδιάθεση προς τους κρινόμενους και τις πράξεις τους.

Γενικότερα, είναι πάρα πολύ σπάνιο να μπορούμε να χαρακτηρίσουμε έναν άνθρωπο, απλά καλό ή κακό. Μόνο σε ακραίες περιπτώσεις, αν και ακόμα και εκεί είναι καλό να υπάρχει κάποια επιφυλακτικότητα απέναντι στο οποιοδήποτε συμπέρασμα. Διότι οποιαδήποτε απόλυτη προσέγγιση θα έχει πολλά ανήθικα στοιχεία, αν σκεφτούμε ότι εμείς οι ίδιοι έχουμε υπάρξει σε πολλές στιγμές της ζωής μας, φορείς καλοσύνης ή κακίας. Είτε σε επίπεδο πράξεων, είτε σε αυτό των παρορμήσεων οι οποίες μένουν κλειδωμένες μέσα στο κεφάλι μας και δεν εξωτερικεύονται στο περιβάλλον μας.

Ειδικά οι τελευταίες είναι οι απτές, αν και όχι χειροπιαστές μια και θάβονται εν τέλει μέσα μας, αποδείξεις ότι θα είναι μεγάλη αυθαιρεσία να αυτοχαρακτηριστούμε ως «καλοί άνθρωποι» σκέτο, χωρίς «ναι μεν αλλά». Όπως επίσης θα είναι τελείως αυθαίρετο, αυτές οι παρορμήσεις να αποτελέσουν επιχείρημα για τον αντίθετο χαρακτηρισμό, καθώς εκεί ουσιαστικά θα εκμηδενίζουμε τις ίδιες μας τις επιλογές των πράξεων μας.

Κατά τη διάρκεια της ζωής μας, όλοι έχουμε γίνει κατά καιρούς, δέκτες κακών κατά τη γνώμη μας συμπεριφορών, που μας έχουν κάνει να νιώσουμε αδικημένοι, θιγμένοι, ακόμα και κακοποιημένοι. Και τότε είναι η στιγμή που η κακία που αναπόφευκτα υπάρχει μέσα μας, το τέρας που κρύβουμε, ενεργοποιείται και αρχίζει να απαιτεί δικαίωση μέσω των προαναφερόμεων παρορμήσεων. Δυστυχώς είμαστε ατελείς πλάσματα οι άνθρωποι και μία από τις σημαντικότερες ατέλειες μας είναι ότι είμαστε εν δυνάμει καθάρματα, τουλάχιστον η συντριπτική πλειοψηφία από εμάς.

Αλλά η άρνηση σε αυτές τις παρορμήσεις που μας σταματάει τη διενέργεια κακεντρεχών πράξεων είτε δικαιολογημένων είτε όχι, είναι και αυτό που καθιστά μεγαλειώδη τη φύση μας που απαιτεί να συνυπάρχουν το υποσυνείδητο και το συνειδητό μας. Είναι ένας θρίαμβος της ελεύθερης μας βούλησης καθώς και της παιδείας, την οποία χτίζουμε εμείς και το περιβάλλον μας. Είναι ο λόγος που αναφερόμαστε και επιδιώκουμε ανθρώπινες κοινωνίες και όχι αυθαίρετες συνυπάρξεις.

Με απλά λόγια, το μεγαλύτερο δώρο της εξέλιξης μας, είναι η συνείδηση η οποία αποτρέπει το αρχέγονο τέρας που ζει μέσα μας να μας καταστήσει υποχείριο του. Και στην ανώτερη εφαρμογή τη, το απαγορεύει ακόμα και να εκκολαφθεί. Για αυτό και ορθά κρινόμαστε από τις πράξεις μας και όχι από τις σκέψεις μας. Έτσι πιστεύω ακράδαντα ότι αν κάποιος πρέπει να νιώθει περήφανος για τον εαυτό του, δεν είναι όταν δεν του έρχεται να προβεί σε μία επιβλαβή πράξη απέναντι σε άλλον, αλλά όταν απαρνείται αυτή την παρόρμηση, έτσι ώστε να μην φθείρει, πάνω από όλα, την ίδια του την αυτοεκτίμηση. Και αυτό είναι μία μεγάλη νίκη, αν όχι η μεγαλύτερη.



Πηγή εικόνας: lonerwolf.com