Τρίτη 11 Αυγούστου 2020

Όχι και τόσο, ηρωικές αναμνήσεις μίας θητείας

Μία από τις πιο ενοχλητικές -για τις γυναίκες- ανδρικές συζητήσεις, είναι όταν αρχίζουν οι αναμνήσεις από τις στρατιωτικές τους θητείες. Βέβαια, αν παρατηρήσουν, θα καταλάβουν ότι αυτές οι ιστορίες σπάνια έχουν κάποιο ηρωικό περιεχόμενο, το αντίθετο, τα κωμικοτραγικά συμβάντα που συμβαίνουν στο φανταριλίκι, λειτουργούν ως αφορμή για γέλιο και αυτοσαρκασμό. Είναι ειρωνικό ότι η πιο σοβαροφανής περίοδος της ζωής ενός Έλληνα άνδρα, είναι τελικά αυτή που έχει αρχειοθετηθεί ως η πιο αστεία. Ή και γελοία.

Εγώ δεν θα μπορούσα  να είμαι η εξαίρεση. Ειδικά από τη στιγμή που υπηρέτησα στον βόρειο Έβρο, εκεί που η σοβαρόφανεια του στρατιωτικού περιβάλλοντος χτυπάει κόκκινο με αποτέλεσμα να έχει ανάλογα μεγέθη και η κωμωδία που διεξάγεται εκεί στα βόρεια σύνορα μας. Θα προσπαθήσω να ανακαλέσω τις χαρακτηριστικότερες στιγμές που κάθε ψευδαίσθηση ακμαιότατου ηθικού, έγινε θρύψαλλα σαν μία βιτρίνα που σπάει από μέσα. Ας ξεκινήσω λοιπόν από την αρχή, ή σχεδόν από την αρχή.

Είχαμε νυχτερινή εκπαίδευση στο κέντρο πυροβολικού της Θήβας. Εϊχαμε και έναν λοχία πολύ μαλάκα που κάθε τόσο μας πουλούσε νταηλίκια. Εϊχαμε όμως και έναν λοχαγό, ο οποίος αντιπαθούσε τον συγκεκριμένο λοχία και είχε έρθει να επιθεωρήσει την εκπαίδευση.
«Πρέπει να έχετε ενεργές όλες σας τις αισθήσεις!» διατάζει με στόμφο ο λοχίας μιμούμενος πετυχημένα την χροιά του Παπαδόπουλου.
«Η αυτοκρατορία των αισθήσεων, φοβερή τσόντα!» πετάγεται ο λοχαγός και αρχίζουμε να γελάμε όλοι οι φαντάροι.
«Στρατιώτη, άσε τα γέλια και κάνε έρπινγκ ευθεία στα επόμενα δέκα μέτρα!» λέει ο λοχίας σε έναν αμέριμνο φαντάρο.
«Μα, εκεί έχει τσουκνίδες!» απαντάει φοβούμενος, τις τσουκνίδες φυσικά και όχι το λοχία, το φανταράκι.
«Αρνείσαι τη διαταγή ανωτέρου σου, στρατιώτη;» ρωτάει εκνευρισμένα ο Λοχίας.
«Λοχία, σαν ανώτερος πρέπει να δώσεις το καλό παράδειγμα. Εμπρός, κάνε έρπινγκ και μετά θα σε ακολουθήσουν οι στρατιώτε. Αν τους διατάξω εγώ», λέει ο λοχαγός με μία χαρακτηριστική ηρεμία.
«Μα, έχει τσουκνίδες!» απαντάει ο λοχίας.
«Αρνείσαι τις διαταγές του ανωτέρου σου λοχία;» ρωτάει χαμογελαστά ο Λοχαγός.
Τελικά μόνο ο λοχίας έκανε έρπινγκ στις τσουκνίδες. Τις επόμενες μέρες δεν τον είδαμε, είχε αναρωτική άδεια.

Είναι η μέρα των μεταθέσεων. Όντας από τους λιγότερο εθνικόφρονες –βασικά καθόλου, από τότε αναρχοκομμούνι ήμουν- ένιωθα άβολα να ακούω τους υπόλοιπους φαντάρους, να ορκίζονται ότι ποτέ δεν θα έβαζαν βύσμα για να τρώνε τα γιουβαρλάκια της μάνας τους, διότι από τη μία με εκνεύριζε αυτός ο υπερπατριωτισμός του, από την άλλη με ανάγκαζαν να αναγνωρίσω την ειλικρίνεια στις πεποιθήσεις τους. Σύντομα όμως αυτή η εσωτερική διαμάχη θα λάβαινε τέλος. Άκουγα για ώρα τον αρχιλογία να λέει ονοματεπώνυμα και να επαναλαμβάνει τις λέξεις «Αθήνα» και «Θεσσαλονίκη». Είχα αρχίσει να αμφιβάλω για τις γεωγραφικές μου γνώσεις και να υποπτεύομαι ότι τα νότια σύνορα της Ελλάδας είναι στο Σούνιο και τα αντίστοιχα στο Βορρά, στο Χορτιάτη. Τελικά όταν έμαθα ότι  μετατίθομαι στον Λαγό Έβρου, ηρέμησα. Ο καθηγητής γεωγραφίας στο γυμνάσιο θα μπορούσε να κοιμάται ήρεμος.

Βρισκόμαστε κάπου στη μέση του πουθενά, σε κάποιο από τα εκατομμύρια χωράφια που έχει η Γκατζολ... εχμ, ο βόρειος νομός Έβρου. Συμμετέχουμε στο ΣΠΕΝ, τη βασική εκπαίδευση των οπλιτών, η οποία στην περίπτωση μας διεκπεραιώταν από κάτι στρατόκαβλους των τεθωρακισμένων. Έχουμε αράξει για διάλειμμα μέχρι που μας πλησιάζει ένας ίλαρχος.
«Όποιος δεν είναι γιωτόμπαλο, να σηκώσει χέρι», λέει φορτωμένος.
Από τους εκατό φαντάρους, μόνο καμιά δεκαριά βρήκαν το κουράγιο να σηκώσουν το χέρι. Οι υπόλοιποι δήλωσαν μέσω της ακινησίας του χεριού τους, «ναι, είμαστε γιωτόμπαλα!».
Όντας ένας από αυτούς που σήκωσαν το χέρι τους, αναρωτιέμαι αν τελικά κέρδισα τίποτα παραπάνω πέρα από την εμπειρία του να συμμετέχω σε μία προσομοίωση ομάδας κρούσης και την γνώση του πόσο δύσκολα καθαρίζει η ρουφιάνα η αρβύλα, όταν έχει βουλιάξει, λίγο πριν, σε φρεσκοσπαρμένα χωράφια.

Κατεβήκαμε από την Καναδέζα, με σκοπό να ξεχορταριάσουμε κάποιες σκοπιές στο ποτάμι. Ένα είναι το Ποτάμι. Είδα έναν άλλο φαντάρο να τρέχει προς έναν άγριο θάμνο, να κόβει ένα κλαδάκι και να το κουνάει σαν τρόπαιο, περήφανος. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα και βλέποντας το σχήμα των φύλλων του κλαδιού, κατάλαβα. Ο θάμνος ήταν μία φουντοθυμωνιά. Βρισκόμασταν σε ένα υψωματάκι και με αφορμή το θάμνο αυτό, κοίταξα λίγο προσεχτικότερα γύρω μου. Μέχρι εκεί που έπιανε το μάτι μου, έβλεπα μόνο χασισοφυτείες. Οι συνοριοφύλακες πίναν τον φραπέ τους εκείνη την ώρα λίγα μέτρα μακριά από εμάς.

Εκτελούσα χρέη θαλαμοφύλακα. Τυπικά ήμουν υπεύθυνος, μεταξύ άλλων, για τον ύπνο των υπόλοιπων φαντάρων. Κάθε τόσο περνούσα από τους θαλάμους, για να επιβεβαιωθώ ότι όλοι κοιμούνται σαν μοσχάρια. Μέχρι που παρατήρησα έναν τύπο, στρατόκαβλο εννοείται, να είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι με ανοιχτά τα μάτια και τα χέρια του σταυρωμένα σαν «Χ» στο στέρνο του.
«Όχι ρε πούστη μου! Πέθανε! Δεν θα απολυθώ ποτέ!», σκέφτηκα τρομαγμένος, μέχρι που τον είδα να σηκώνει αργά το ένα χέρι του και να χαστουκίζει το μάγουλο του, προσπαθώντας, φαντάζομαι, να σκοτώσει ένα κουνούπι. Στάθηκα από πάνω του για να επιβεβαιώσω μία φριχτή υποψία. Όντως, κοιμόταν με ανοιχτά τα μάτια.

Ήταν αλλόκοτος, καταγόταν από κάποιο χωριό της Θεσσαλίας, ούτε το όνομα του δεν θυμάμα τώρα. Θυμάμαι όμως κάτι που συνέβη λίγες μέρες μετά.

Είχα μόλις τελειώσει τη βραδινή σκοπιά μου και είχα πάει στις τουαλέτες της μονάδας για να πλύνω τα δόντια μου και να πέσω να κοιμηθώ. Εκεί που βουρτσίζω, ακούω έναν ήχο, μία μελωδία από ακουστικά να έρχεται από μία γωνία στην οποία δεν είχα οπτική επαφή. Στην αρχή δεν κατάλαβα. Όταν όμως έκλεισα τη βρύση, μπορούσα να ακούσω καθαρά το ρεφραίν.

«
Everyway that I can, Ill try to make you love me again!» και αντιλαμβάνομαι ότι στην ελληνική πλευρά του Έβρου ένας φαντάρος ακούει Σερτάμπ Ερενέρ.

Καθώς πλησιάζω στη γωνία από την οποία ακουγόταν η Τουρκάλα, βλέπω τον αλλόκοτο Θεσσαλό που με είχε κοψοχολιάσει λίγες μέρες πριν, να «χορεύει», βασικά να μιμείται την κίνηση μίας σπασμένης πινακίδας του δρόμου που προσπαθήσει να αποφασίσει προς ποια μεριά θα καταρρεύσει. Είχα κέφια και σκέφτηκα να τον ψαρώσω, κάτι που θα ήταν εύκολο, αφενός λόγω της περιορισμένης νοημοσύνης του, αφεταίρου διότι ένα από τα ταλέντα που έχω, είναι να υιοθετώ πολύ αληθοφανές αυστηρό ύφος.
«Τι κάνεις εδώ ρε προδότη! Ακούς την εθνική τραγουδίστρια του εχθρου;» του φωνάζω και τον βλέπω να αντιλαμβάνεται ότι τον έπιασα στα πράσα.
«Δεν είναι αυτό που νομίζεις!» μου λέει χεσμένος.
«Και τι είναι; Μήπως συλλέγεις πληροφορίες για την κουλτούρα του εχθρού;» συνεχίζω με το ίδιο ψαρωτικό βλέμμα.
«Τι είναι “κουλτούρα”;» με ρωτάει με μία παιδική αφέλεια.
Άκυρο το ψάρωμα.  Ο κλαυσίγελος που με έπιασε, ματαίωσε τα σχέδια μου και λίγο μετά πήγα για ύπνο, αφήνοντας τον με την απορία.

Θα μπορούσα να αναφέρω πολλά ακόμα τραγελαφικά στιγμιότυπα, αλλά ήδη το κείμενο έχει πάρει μεγάλη έκταση και πολλά από αυτά θα αναθεωρήσουν τις απόψεις των επίδοξων «Σπαρτιατών» σχετικά με το αξιόμαχο των ενόπλων δυνάμεων της χώρας, κάτι για το οποίο ευθύνονται οι ίδιοι της οι κάτοικοι. Απλά ο ελληνικός στρατός, τουλάχιστον κάποιες πτυχές του, επιβεβαιώνει αυτό που οι ευφυείς άνθρωποι υποπτεύονται. Ότι η σοβαροφάνεια ποτέ δεν συμβαδίζει με τη σοβαρότητα.




Τρίτη 4 Αυγούστου 2020

Η σιωπή που συνοδεύσει τη ματαίωση

Τον βλέπει. Του κάνει ένα νευμα-χαιρετισμό. Απαντάει με τον ίδιο τρόπο, αλλά με έναν προφανή κρύο τόνο, τόσο κρύο που δεν γίνεται να μη γίνει αντιληπτός. Τον πλησιάζει.

«Είσαι καλά;»
«Καλά είμαι, εσύ;» της απαντάει διστακτικά.
«Καλά είμαι. Έκανα μαλακία.»
«Μπορούσες να το χειριστείς καλύτερα, είναι η αλήθεια.»
«Έχεις δίκιο. Το ξέρεις ότι σε αγαπώ όμως, έτσι;»
«Προσπαθώ...» της απαντάει και αποδέχεται την προτροπή της για αγκαλιά.

Παρ’ ότι η αγκαλιά είναι μία από τις πιο όμορφες πράξεις, αν όχι η πιο όμορφη, που έχουν οι άνθρωποι(και όχι μόνο), έχει ένα πιθανό ελάττωμα. Το γεγονός ότι όταν δύο άνθρωποι αγκαλιάζονται, δεν μπορούν να δουν ο ένας το πρόσωπο του άλλου. Έτσι και αυτή δεν μπορεί να δει ότι στο βλέμμα του, την ώρα του εναγκαλισμού, καμία χαρά, καμία τρυφερότητα, καμία γλύκα δεν σχηματίζεται. Μόνο μία αποδοχή.

Μία αποδοχή ότι άκουσε ακόμα μία φορά μία τόσο όμορφη φράση, που όμως δεν έχει καμιά ουσία. Δεν έχει να κάνει μόνο με αυτή, η οποία σίγουρα μετά από αυτή την παρένθεση θα συνεχίσει να τον αγνοεί, όπως έκανε και πριν. Συμβαίνει συχνά στη ζωή του. Να ακούει εκφράσεις που δηλώνουν ένα συναίσθημα, μία εκτίμηση, ένα σεβασμό, μία έγνοια, κάτι ουσιαστικό και όμορφο. Και λίγο μετά αυτές οι βαρύγδουπες σειρές από λίγες λέξεις να διαψεύδονται. Όχι με άλλες λέξεις, αλλά συνήθως με σιωπή. Μία σιωπή που για αυτόν είναι πιο επώδυνη και από τη σκληρότερη βρισιά.

Όπως έγινε με τη σημαντικότερη για αυτόν συναισθηματική ιστορία της ζωής του. Συμπάθεια, εκτίμηση, εμπιστοσύνη, έλξη, έρωτας, αποστασιοποίηση και τελικά σιωπή. Μία βίαιη σιωπή. Όπως έχει γίνει και με ανθρώπους που τους θεωρούσε φίλους του. Επικοινωνία και μετά ξαφνικά μία σιωπή.

Έχει προσπαθήσει πολλές φορές να βρει τη διέξοδο από τον λαβύρινθο του μυαλού, έτσι ώστε να μπορέσει να δει στο φως το τι κάνει λάθος. Και να βάλει τα δυνατά του για να το διορθώσει, έτσι ώστε να μην νιώθει ματαιωμένος στην πλειοψηφία των ανθρώπινων του σχέσεων, ή απλών επαφών. Μάταια. Και όχι άδικα. Όταν υπάρχει σιωπή, δεν υπάρχουν ενδείξεις που να δείχνουν τις κατευθύνσεις προς κάποιον συγκεκριμένο προορισμό. Τα λάθη του. Έτσι έχει ξεμείνει μέσα στο σκοτάδι αυτού του λαβύρινθου, εκλιπαρώντας τουλάχιστον για μία ένδειξη.

Η οποία δεν έρχεται ποτέ. Και η μοναξιά του, η απομόνωση του, δεν είναι η μοναδική συνέπεια αυτής της σιωπής που συνοδεύει τη ματαίωση. Αν και μόνο αμελητέα δεν είναι. Η μεγαλύτερη συνέπεια, η πιο επικίνδυνη και η πιο ύπουλη συνέπεια, είναι ότι πλέον δεν μπορεί ούτε να πιστέψει, ούτε να απολαύσει και άρα ούτε να αφεθει σε ενδείξεις συμπάθειας ή έγνοιας προς το πρόσωπο του.

Αναρωτιέται τώρα που την αγκαλιάζει και δεν νιώθει απολύτως τίποτα, πέρα από μία μικρή μελαγχολία για το μάταιο αυτής της διαδικασίας, το τι τέρας έχει καταλήξει να γίνει. Παλιότερα μία αγκαλιά, ένα «σ’αγαπώ», ένα «μου λείπεις», ήταν ικανά να του φτιάξουν τη διάθεση για όλη την υπόλοιπη μέρα. Όχι γιατί είχε κάποιον ψυχαναγκασμό για αυτοεπιβεβαίωση αλλά διότι είχε την ατυχία να αντιληφθεί από πολύ μικρός ότι η πιο όμορφη γεύση της ζωής, ίσως και αυτό που τη γεμίζει με νόημα, περισσότερο από κάθε τι άλλο, είναι η αγάπη, οποιασδήποτε μορφής.

Και αν κάποια στιγμή, έστω από κάποια θαύμα, κάποιος ή κάποια του την προσφέρει ειλικρινά και αυτός δεν μπορεί να διακρίνει την αλήθεια αυτή; Αντιλαμβάνεται ότι δεν έχει άλλη επιλογή από το να πιστεύει πάντα στην αγάπη. Και αρκετή δύναμη για να αντέχει κάθε φορά που θα τη βλέπει να διαψεύδεται. Τουλάχιστον να μην είναι τόσο ευάλωτος σε κάθε ματαίωση που θα αντιμετωπίζει από εδώ και πέρα.

Και ίσως κάποια φορά, κάποια αγάπη που θα δεχτεί, να μην διαψευστεί. Υπήρξαν ελάχιστες στη ζωή του που δεν διαψεύστηκαν. Αλλά υπήρξαν. Και αφού υπήρξαν αυτές, ίσως να υπάρξουν και άλλες. Που δεν θα τον κάνουν να μετανιώσει που τόλμησε να αφεθεί.



Πηγή εικόνας: nl.123rf.com