Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2019

Η ιστορία των δύο ιδρυτών της Χιλής



Τις προάλλες καθόμουν στο στέκι μου και μεταξύ των ατόμων της παρέας μου βρισκόταν ένας Χιλιανός μάγειρας τον οποίο έβλεπα πρώτη φορά. Κάποια στιγμή πιάσαμε την κουβέντα και σύντομα του ανέφερα ότι διάβασα πρόσφατα ένα βιβλίο της Ιζαμπέλ Αλιέντε, το «Ινές, Ψυχή μου».

Αντέδρασε αναφέροντας ότι τη γνωρίζει προσθέτοντας ότι είναι η ανιψιά του πρώην προέδρου τους, Σαλβαντόρ Αλιέντε. Μετά από μία συζήτηση σχετικά το πραξικόπημα του 1973, όπου έβριζε τη
CIA και τον Πινοσέτ και στην οποία μου ανέφερε το πόσο καλός πρόεδρος είχε υπάρξει ο Αλιέντε, θυμήθηκα να του επισημάνω δύο από τα πρωταγωνιστικά ονόματα του βιβλίου που είχα διαβάσει.

Ξεκίνησα με το όνομα «Λαουτάρο». Χάρηκε, κάτι αναμενόμενο κρίνοντας από τα ξεκάθαρα Ινδιάνικα του χαρακτηριστικά. Συνέχισα με το «Πέδρο ντε Βαλδίβια». Κόντεψε να φτύσει το ποτό του, επίσης αναμενόμενη αντίδραση. Και οι δύο αυτοί τύποι θεωρούνται εθνικοί ήρωες της Χιλής, ο πρώτος διότι ήταν ο πρώτος στρατηγός της, ο δεύτερος διότι ήταν αυτός που ίδρυσε το σημερινό κράτος της Χιλής.

Γιατί όμως ο συμπαθής Χιλιανός μάγειρας, είχε τόσο διαφορετικές αντίδρασεις στο άκουσμα των δύο ονομάτων; Για να γίνει κατανοητό θα πρέπει να υπάρξει μία σύνοψη της ιστορίας αυτών των δύο ανθρώπων.

Όλα ξεκίνησαν στα μέσα της δεκαετίας του 1540. Ο Πέδρο ντε Βαλδίβια, βετεράνος στρατιωτικός, ήρωας της μάχης της Παβία που έγινε το 1525, είναι ο επίσημος απεσταλμένος του Ισπανικού στέμματος για την εξερεύνηση της Χιλής και ταυτόχρονα την, αν χρειαστεί (δηλαδή αν έχει αρκετό χρυσάφι και γενικά πλουτοπαραγωγικές πηγές), υποταγή των ντόπιων πληθυσμών, με προεξάχοντες τους ινδιάνους Μαπούτσε και την ίδρυση της αποικίας.

Η αποστολή του, παρά τις κακουχίες, τις αναποδιές, τα οικονομικά προβλήματα και την αντίσταση των Μαπουτσε, προχωράει με επιτυχία. Έχει ήδη ιδρύσει το Σαντιάγο, τη σημερινή πρωτεύουσα της Χιλής. Οι άντρες του πολλές φορές επιδίδονται σε αγριότητες, τις οποίες ο ίδιος δεν πολυεγκρίνει αλλά δεν κάνει και τίποτα για να τις σταματήσει.

Μία μέρα, οι στρατιώτες του ανέφεραν ότι βρήκαν ένα εγκαταλελειμένο αγόρι Μαπούτσε, γύρω στα 10, να είναι μόνο του στη ζούγκλα. Ο άτεκνος Πέδρο ντε Βαλδίβια με την παραίνεση της ερωμένης του, Ινές, αποφάσισε να το «υιοθετήσει» ανεπίσημα και να τον κάνει προσωπικό του ιπποκόμο. Τον βαφτίσαν κιόλας, Φελίπε.

Τα χρόνια περνούσαν και ο Φελίπε έμαθε Ισπανικά, έγινε πολύ καλός ιπποκόμος έχοντας εξαιρετική επικοινωνία με τα άλογα και φαινόταν ότι αυτό το πρώτο πείραμα εκχριστιανισμού ενός Ινδιάνου, για τη Χιλή, θα στεφόταν με επιτυχία. Όλα αυτά μέχρι το 1551, τη χρονιά δηλαδή που ο Φελίπε έγινε 18 ετών. Εκείνη τη μέρα οι φρουροί του Σαντιάγο άρχισαν να ουρλιάζουν για συναγερμό. Ο Πέδρο ντε Βαλδίβια έτρεξε στο σημείο, όπου βρήκε το κεφάλι του αλόγου του καρφωμένο σε ένα πάσαλο. Και ο Φελίπε, ο ιπποκόμος του, εξαφανισμένος. Το είχε σκάσει.

Λίγο καιρό μετά, οι Μαπούτσε ξεκίνησαν γενικευμένη εξέγερση. Οι μάχες με τους Ισπανούς αποίκους ήταν σκληρές και αμφίρροπες πολλές φορές, μια και οι τελευταίοι είχαν διαπιστώσει ότι οι, άλλοτε, δεσιδαίμονες και ανίκανοι να τους αντιμετωπίσουν Ινδιάνοι, πλέον ήξεραν πολύ καλά τις στρατηγικές τους, είχαν κατασκευάσει μέχρι και πανοπλίες. Οι φήμες που έφτασαν στα αυτιά τους ήταν ότι ένας νεαρός Μαπούτσε, ο Λαουτάρο, ηγούταν της επανάστασης.

Σε μία από αυτές τις μάχες, στις οποίες οι Μαπούτσε νίκησαν, συνελήφθη και ο Πέδρο ντε Βαλδίβια. Από τις προφορικές ιστορίες που διαδίδονταν, άγνωστο κατά πόσο ήταν αληθινές ή μη, ο Πέδρο ντε Βαλδίβια αφού ξυλοκοπήθηκε, ετοιμαζόταν για το επόμενο επεισόδιο στο μαρτύριο του. Ήταν σίγουρος για τον θάνατο του, μέχρι που μία ηλιαχτίδα ελπίδας έλαμψε στα μάτια του, όταν είδε ένα ηγετικό στέλεχος των Μαπούτσε να τον πλησιάζει. Ήταν ο Φελίπε, ο θετός γιος του. Ή αλλιώς, ο Λαουτάρο, το όνομα που σίγουρα ο ίδιος προτιμούσε. Ο Λαουτάρο τον πλησίασε, ο ντε Βαλδίβια άρχισε να του υπενθυμίζει την αγάπη που του έδειξε όσο τον είχε υπό την προστασία του. Η αντίδραση του Λαουτάρο ήταν ένα ειρωνικό χαμόγελο. Και έπειτα ένα φτύσιμο στο πρόσωπο του ντε Βαλδίβια.

Ο τελευταίος πλέον έχασε και τη μοναδική ελπίδα του. Τις επόμενες μέρες θα έβλεπε τους Μαπούτσε να τον κόβουν προσεκτικά, κομμάτια από το κορμί του και να τα τρώνε μπροστά του. Όταν πλέον δεν είχαν απομείνει μύες στα χέρια και στα πόδια του, ο Λαουτάρο τον πλησίασε μία ακόμα φορά, κρατώντας μία μεγάλη κανάτα που περιείχε καυτό λιωμένο χρυσάφι. Άνοιξε το στόμα του ημιθανή αιχμαλώτου του και το έχυσε. Ο Πέδρο ντε Βαλδίβια, ήταν νεκρός.

Τα επόμενα χρόνια οι Ισπανοί αντεπιτέθηκαν, σκότωσαν και τον Λαουτάρο μετά από ενέδρα και τελικά υπέταξαν τους Μαπούτσε. Η Χιλή όπως την ξέρουμε σήμερα, ήταν πλέον γεγονός. Και η χώρα αυτή, ή έστω μέρη της, τιμούν και δοξάζουν δύο ανθρώπους τόσο αντίθετους μεταξύ τους, που ο ένας βρήκε το θάνατο από τα χέρια του άλλου. Και είναι τα γεγονότα αυτά, αντιπροσωπευτικά τόσο της Χιλιανής Ιστορίας όσο και της σύγχρονης κοινωνίας της.

Υ.Γ. Όλες οι παραπάνω πληροφορίες, αντλήθηκαν κυρίως από το βιβλίο της Ιζαμπέλ Αλιέντε «Ινές, ψυχή μου», στο οποίο μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι ακόμα και η εύρεση του Λαουτάρο, ήταν σχέδιο της φυλής του, ώστε να μάθουν περισσότερα πράγματα για τους αλλόκοτους εχθρούς τους.




Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2019

Γιατί μας ελκύουν, τύποι σαν τον Joker;



Ένα από τα πιο πολυσυζητημένα θέματα των τελευταίων ημερών, τουλάχιστον όσον αφορά τα καλλιτεχνικά δρώμενα, ήταν η προβολή της ταινίας «Joker». Ένα κινηματογραφικό έργο πολυαναμενόμενο, καθώς μήνες τώρα, η ιδιοφυής σε θέματα marketing βιομηχανία του Χόλιγουντ, είχε καταφέρει με πολύ ενδιαφέροντα τρέηλερ να κινήσει την περιέργεια του κοινού. Σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι ο πρωταγωνιστικός ρόλος αναπτύσσεται από έναν από τους χαρισματικότερους σύγχρονους ηθοποιούς, τον Χοακίν Φοίνιξ, η αδημονία των σινεφίλ και μη χτύπησε κόκκινο.

Δεν την έχω δει την ταινία, αλλά αν κρίνω από τις κριτικές και τα σχόλια, ενώ έχω καταφέρει να γλιτώσω τα
spoilers, δικαιώνει και με το παραπάνω τις όποιες προσδοκίες είχαν δημιουργηθεί. Και έχω την αίσθηση, ότι έχω δημιουργήσει μία στιβαρή εντύπωση για την επιφάνεια της ταινίας, το θεματικό περιβάλλον δηλαδή στο οποίο εκτυλίσσεται. Ποιο είναι αυτό; Ένας άνθρωπος, ο οποίος αντιμετωπίζει μία ψυχασθένεια, άγνωστο ακόμα σε μένα σε ποιο βαθμό, ο οποίος έχει τεθεί στο περιθώριο από την κοινωνία, νιώθει συνεχώς την περιφρόνηση από τους υπόλοιπους ανθρώπους και τελικά με κάποια αφορμή/ες, που δεν τις γνωρίζω ακόμα, γυρνάει ο διακόπτης και αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη βαθμιαία υλοποίηση της εκδίκησης του, συνειδητή ή μη, που βρίσκει όμως και μιμητές/οπαδούς, ξανά χωρίς να γνωρίζω αν αυτό είναι μέρος ενός μεγαλύτερου σχεδίου, ή απλά συμβαίνει φυσικά. Θα μου άρεσε, νομίζω, περισσότερο η δεύτερη πιθανότητα.

Αλλά τι είναι αυτό που κάνει τον Τζόκερ, ελκυστικό; Θέλω να πω, γιατί τόσος κόσμος να γοητεύεται από την εξέλιξη της παραπάνω πλοκής; Γιατί γουστάρουμε κατά βάθος τους αντιήρωες, αυτούς που βρίσκονται στο κοινωνικό περιθώριο και τελικά με έναν ανορθόδοξο τρόπο, βρίσκονται στο προσκήνιο, με όλη αυτή τη διαδικασία να προδίδει και τις παθογένειες της σύγχρονης ανθρωπότητας; Δεν συμβαίνει πρώτη φορά. Έχει γίνει με τον
Travis Bickle στο Taxi Driver(παρεπιπτόντως ήδη έχουν αρχίσει οι συγκρίσεις και οι παρομοιώσεις, κάτι λογικό αν σκεφτεί κανείς ότι συμμετέχει ο Σκορσέζε στην παραγωγή), έχει γίνει στο Fight  Club, συμβαίνει τώρα και στον Τζόκερ. Γιατί μας γοητεύουν αυτοί οι losers; Γιατί τους έχουμε ανάγκη στην τελική;

Αρχικά, ας δούμε λίγο τις σύγχρονες ανεπτυγμένες κοινωνίες. Αν υπάρχει ένα βασικό χαρακτηριστικό σε όλες τους, είναι η εξής μία έννοια. Η ιεραρχική δομή τους, απόρροια του γεγονότος ότι είναι βασισμένες πάνω στις ανισότητες. Υπάρχουν οι έξυπνοι και οι χαζοί, οι όμορφοι και οι άσχημοι, οι πλούσιοι και οι φτωχοί και η λίστα είναι ατέλειωτη, ειδικά αν προστεθούν σε αυτή οι ενδιάμεσες υποδιαιρέσεις των διπόλων. Όμως δεν χρειάζεται να είναι κανείς διάνοια για να αναγνωρίσει, ότι κάθε ιεραρχία, κάθε κατάταξη, πέρα από τις θέσεις στην κορυφή και τη μέση, έχει θέσεις και στον πάτο. Και αυτοί που τις κατοικούν, συνήθως θεωρούν ότι άδικα βρέθηκαν εκεί και μεταξύ μας, δεν έχουν πάντα άδικο.

Όπως και να έχει όμως, είναι γεγονός ότι σε όλο αυτό το (τεχνητό) παιχνιδάκι του ανταγωνισμού, τύποι σαν τον Άρθουρ Φλεκ, είναι οι μόνιμα χαμένοι. Και εδώ έρχεται το σημείο που ο κάθε Τζόκερ αρχίζει να μοιάζει πιο γνώριμος για αυτούς που βρίσκονται στη μέση της κατάταξης και σίγουρα πιο συμπαθής από τον κάθε
Sin Boy και Kim Kardashian. Διότι το συναίσθημα της ήττας, το οποίο στον πάτο της κατάταξης είναι μία καθημερινότητα, είναι επίσης αρκετά συνηθισμένο για αυτούς που βρίσκονται στη μέση και γνωρίζουν ότι ποτέ δεν θα μπορέσουν να φτάσουν, στην τόσο υπερπροβεβλημένη κορυφή, εικόνες της οποίας κατακλύζουν τις αισθήσεις τους μέσω των ΜΜΕ.

Ο άκρατος αυτός ανταγωνισμός, ο οποίος επιβάλλει να υπάρχουν συνεχώς νικητές και χαμένοι, η σύγκριση που έρχεται σαν συνέπεια, και η συνειδητοποίηση ότι βρέθηκε στη λάθος πλευρά, έστω και λίγες, αλλά κρίσιμες στιγμές στη ζωή, είναι αυτός που κάνει τη φυσική τάση του ανθρώπου για φιλόδοξες σκέψεις, να αναστραφεί και να δώσει χώρο στην οργή, την αγανάκτηση και φαντάζομαι αν υπάρχει και «πρόσφορο» έδαφος, στην ψυχασθένεια, ήπια ή και βαριά, να ρίξει δηλαδή, λάδι στη φωτιά.

Την οποία φωτιά την κρύβουμε όλοι μας επιμελώς, είτε με την καλλιτεχνική έκφραση, είτε με την ψυχαναγκαστική προσπάθεια για αυτοβελτίωση, είτε με τις ψυχαναλύσεις, είτε με τα ψυχοφάρμακα, είτε με τις καταχρήσεις αλκοόλ και ναρκωτικών. Όλα αυτά τις περισσότερες φορές είναι αρκετά και βοηθάνε ώστε να διαχειριστεί κάποιος το λάδι που του προσφέρουν απλόχερα κάθε φορά που του υπενθυμίζουν το πόσο «λίγος» έχει υπάρξει. Φουντώνει η φλόγα, αλλά είτε βρίσκει τρόπο διαφυγής, είτε απλά το καζάνι είναι πολύ ανθεκτικό. Μόνο που στη δεύτερη περίπτωση, όσο ανθεκτικό και να είναι το καζάνι, τις δονήσεις θα τις νιώσει ο κάτοχος του και σίγουρα θα του έρθει στο μυαλό το πόσο ωραία θα ήταν να γίνει το μπαμ και να λυτρωθεί ή και να εκδικηθεί με τα θραύσματα.

Και αυτό το «μπαμ» είναι που, φαντάζομαι, του παρουσιάζει η ταινία. Και όσο και να μην το παραδέχεται, ικανοποιείται με το θέαμα του ότι κάποιος το πέτυχε. Νιώθει μία μικρή ταύτιση, μία συναισθηματική παρηγοριά που δεν του πρόσφερε ποτέ κανένας από αυτούς που βρίσκονται ψηλά στην ιεραρχία. Ανακαλύπτει ότι κρύβει μέσα του έναν Τζόκερ. Τον οποίο κατά πάσα πιθανότητα θα τον κρύψει καλά, καθώς αυτός τον τρομάζει περισσότερο, από το περιβάλλον που τον καλλιέργησε μέσα του. Θα τον κρύψει. Για την ώρα, τουλάχιστον.




Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2019

Μία σύντομη ερμηνεία της κατάστασης στη ΒΑ Συρία



Πριν λίγες μέρες ξεκίνησε η εισβολή του Τουρκικού στρατού, στη Βόρεια Συρία, ενάντια των Κούρδων και των Αράβων, που έχουν χτίσει μία ιδιαίτερη κοινωνία εκεί. Αυτό ήταν αναμενόμενο, ειδικά μετά την απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων από εκεί. Σε όλη αυτή την ιστορία, αναπτύσσεται μία κατάσταση ως συνιστώσα πολλών παραγόντων. Το ποια θα είναι η έκβαση της, θα φανεί, ίσως και σύντομα, όπως και αν θα δικαιωθούν οι όποιες αρχικές εκτιμήσεις, ή αν θα υπάρξει κάποια ανατροπή συσχετισμών όπως συχνά συμβαίνει σε τεταμένες καταστάσεις. Μην ξεχνάμε ότι όσα βλέπουμε εμείς δεν είναι ούτε ένα μικρό κομμάτι από όσα εκτυλίσσονται πίσω από τις κάμερες. Αλλά το ζήτημα του παρόντος κειμένου, είναι πως την προκαλούν και τι επιδιώκουν αυτοί οι παράγοντες.

Θεωρώ ότι όλη αυτή η ιστορία, είναι win-win που λέμε και στη δουλειά μου, για όλους τους άμμεσα και έμμεσα εμπλεκόμενους, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, εκτός εννοείται από τους ίδιους τους Κούρδους. Και τους νεαρούς Τούρκους στρατιώτες που θα χάσουν τη ζωή τους ή κάποια μέλη του κορμιού τους, τις επόμενες μέρες για τα συμφέροντα των μεγάλων.  Τούρκοι στρατιώτες που είχαν την ατυχία να μην έχουν βίσμα για να τους στείλουν στον Έβρο. Κακομοίρηδες με άλλα λόγια. 

Ξεκινάω από τον Ερντογάν. Ο επίδοξος Σουλτάνος, έχει να κερδίσει σε πολλαπλά επίπεδα, αν η έκβαση της εισβολής είναι πετυχημένη. Αρχικά ξεμπερδεύει με μία εχθρική, έστω και σε εθνικό-ιδεολογικό μόνο επίπεδο, κρατική οντότητα στα σύνορα του, ενώ ταυτόχρονα αποδυναμώνει καθοριστικά τις όποιες Κουρδικές βλέψεις υπάρχουν εντός Τουρκίας. Ταυτόχρονα πετυχαίνει μία συσπείρωση, που τόσο έχει ανάγκη, μέσα στον Τούρκικο λαό, μια και ακόμα και οι αντικαθεστωτικοί και οι προοδευτικοί, δεν είναι ενάντια στην εισβολή, αντίθετα την θεωρούν ένα αναγκαίο κακό. Τέλος ενισχύει καθοριστικά την πολιτική και διπλωματική του ισχύ ενόψει των κοκορομαχιών που θα ακολουθήσουν τα επόμενα χρόνια σχετικά με τους υδρογονάνθρακες σε Αιγαίο και Κύπρο. Μην σας κάνει εντύπωση αν "λυθεί" και το Κυπριακό τα επόμενα χρόνια, υπερ της Τουρκίας βεβαίως. Σε περίπτωση αποτυχίας, μπορεί να μιλήσουμε και για το πολιτικό τέλος του Ερντογάν, καθώς τα εκεί κοράκια καραδοκούν.

Όσον αφορά τον Άσαντ, έχει φτάσει σε ένα σημείο που και μόνο να διατηρήσει την καρέκλα του, του αρκεί. Ούτως ή άλλως η Βόρεια Συρία είναι χαμένη υπόθεση για αυτόν εδώ και χρόνια, είτε κατέληγε στον ISIS, είτε στους Κούρδους, είτε στους Τούρκους, μια και ο ίδιος την εγκατέλειψε στην τύχη της προκειμένου να σώσει το κέντρο της εξουσίας του. Εφόσον έχει την προστασία των Ρώσων και δεν έχει τέλος αντίστοιχο του Καντάφι, θα είναι ευτυχής.

Η Ρωσία από την άλλη, με τη διατήρηση του Άσαντ στην επίσημη εξουσία της Συρίας και την αναδίπλωση των ΗΠΑ-ΕΕ, βρίσκεται σε καλύτερη θέση ισχύος σε διεθνές γεωστρατηγικό επίπεδο, συγκριτικά με τα προηγούμενα χρόνια καθώς θα έχει μειωθεί η αντίστοιχη ισχύ των κύριων ανταγωνιστών της. Και ναι προτιμάει έναν, έστω και ισχυροποιημένο αλλά απρόβλεπτο, Ερντογάν από ένα ακόμα προπύργιο της Δύσης εκεί. Ίσως τον θεωρεί πιο διαχειρίσιμο από τους άλλους και όχι άδικα, μάλλον.

Οι Ε.Ε.-Η.Π.Α. φαινομενικά είναι αυτοί που χάνουν και στον ανταγωνισμό με τις άλλες δυνάμεις αλλά και σε βραχυπρόθεσμα μελλοντικά θέματα(προσφυγικό, κοιτάσματα Αν. Μεσογείου κτλ). Χρησιμοποίησαν τους Κούρδους αγωνιστές ως δυνάμεις ξηράς για να αναχαιτίσουν τον ISIS, προσδοκώντας πολιτικά οφέλη στο εσωτερικό τους (κάτι αντίστοιχο με τον τωρινό Ερντογάν) και για να ανακόψουν τις οικονομικές απώλειες από το λαθρεμπόριο πετρελαίου και την ενδεχόμενη ολοκληρωτική κατάληψη των δικών τους πηγών στο βόρειο Ιράκ. Και τώρα κρίνουν ότι η υπεράσπιση των Κούρδων είναι ασύμφορη, μπροστά στο ρίσκο μίας μαζικής σύγκρουσης και αποχωρούν, "καταδικάζοντας την τούρκικη εισβολή". Με άλλα λόγια ότι προσδοκούσαν, ή και ότι μπορούσαν να κερδίσουν, το κέρδισαν.

Αλλά ίσως υπάρχει και κάτι ακόμα πολύ μακροπρόθεσμο να κερδίσουν, ή να μην χάσουν. Η κοινωνία των Κούρδων είχε αυτο-οργανωθεί με δομές άμεσης δημοκρατίας, απόλυτη ισότητα ανεξαρτήτως θρησκείας, καταγωγής και φύλου, με μία οικονομία βασισμένη στη συλλογική και ισότιμη εκμετάλλευση των παραχθέντων αγαθών τους. Με άλλα λόγια, μία κοιτίδα κοινωνικής/οικονομικής οργάνωσης, εκ διαμέτρου αντίθετη με αυτή που επικρατεί στη Δύση. Μία κοιτίδα η οποία είχε γίνει πόλος έλξης για χιλιάδες Ευρωπαίους αναρχικούς και κομμουνιστές εθελοντές και η οποία είχε κερδίσει τον θαυμασμό σε σημαντικό μέρος Ευρωπαίων πολιτών και που τα μέχρι τώρα κατορθώματα της, γίνονταν εύκολα γνωστά στους πολίτες ειδικά της Ευρώπης.

Αλήθεια, πόσο θα συνέφερε, αυτούς που βρίσκονται πίσω από τον κάθε Τραμπ, Μέρκελ και Μακρόν, να ευδοκιμήσει μία τέτοια προσπάθεια; Πόσο αρνητικό αντίκτυπο θα είχε στις δικές τους Δυτικές κοινωνίες, να βλέπουν μία τέτοια κοινωνία να ευημερεί;

Προς θεού, θα ήμουν αφελής αν υποστήριζα ότι ένας τόσο πανίσχυρος μηχανισμός θα φοβόταν μία χούφτα ελεύθερων ανθρώπων. Αλλά όπως λέμε και στην Ελλάδα (που τη θυμήθηκα τώρα, όλη αυτή η ιστορία είναι ξεκάθαρη ένδειξη ανυπαρξίας, της ανεξαρτησίας άρα και της ισχύος της Ελλάδας):

"Των φρονίμων τα παιδιά, πριν πεινάσουν, μαγειρεύουν."


Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2019

Ιμάντες



Ησυχία. Όλα είναι ήρεμα τριγύρω μου. Οι τοίχοι είναι λευκοί. Μία απαλή μουσική ακούγεται από τα ηχεία. Φαντάζομαι είναι και αυτό μέρος της θεραπείας. Η ένεση που μου κάρφωσαν λίγα λεπτά νωρίτερα, υποτίθεται ότι θα έπρεπε να αρχίσει να λειτουργεί. Και εγώ να νιώθω γαλήνιος. Εναρμονισμένος με το ειρηνικό περιβάλλον μου. Αλλά αυτό δεν συμβαίνει.

Προσπαθώ να κουνήσω το χέρι μου αλλά ο ιμάντας δεν μου επιτρέπει την κίνηση. Ιμάντες παντού. Στα χέρια μου, στα πόδια μου, στον κορμό μου. Μόνο στον λαιμό μου δεν έχω ιμάντες. Αλλά αυτό δεν είναι αρκετό για να πετύχω αυτό που τόσο επιθυμώ. Να ξεκινήσω να κατασπαράζω τον εαυτό μου. Το φίμωτρο δεν μου το επιτρεπει. Τον μισώ. Όχι όμως περισσότερο από τους άλλους.

Θέλω τόσο πολύ να τελειώνω. Να παύσω να είμαι. Εγώ. Και δεν μου το επιτρέπουν. Δεν μου επιτρέπουν να αρχίσω να χτυπάω το κεφάλι μου στον τοίχο έτσι ώστε να προκαλέσω κάταγμα στον αυχένα μου. Ούτε καν να ξεριζώσω τα πλευρά μου. Η δικαιολογία, είναι ότι είμαι επικίνδυνος για τον εαυτό μου.

Μα αυτό ρε μαλάκες είναι το θέμα. Θέλω να κάνω κακό στον εαυτό μου. Και δεν με αφήνετε. Θέλετε να έχετε την αποκλειστικότητα στο να με βασανίζετε, στο να τρώτε λίγο-λίγο τα απομεινάρια μου. Δεν έχω ούτε καν την ελευθερία να με βλάψω. Μόνο εσείς έχετε αυτό το δικαίωμα.

Έχετε το δικαίωμα να απαρνιέστε οποιαδήποτε έκφραση του προσώπου μου αλλά δεν μου επιτρέπετε εμένα να το λούσω με βενζίνη και να το κάψω. Μπορείτε να αδιαφορείτε για την οποιαδήποτε γκριμάτσα μου αλλά δεν με αφήνετε να πυροβολήσω την κάτω γνάθο με μία καραμπίνα των 7,5 χιλιοστών και να συντρίψω κάθε οστό του προσωπου μου.

Έχετε το δικαίωμα να απαρνιέστε το κορμί μου, αλλά θεωρείτε λάθος να προκαλέσω νευρική ανορεξία στον ίδιο μου τον οργανισμό. Όχι, πρέπει να κάθομαι και να υποφέρω την κάθε σας κριτική, την κάθε σας απόρριψη με αφορμή το λίπος που με περιβάλλει αλλά αν το κάνω εγώ τότε είναι σχιζοφρένεια και τάσεις αυτοχειρίας.

Μου επιβάλλατε τον κανόνα να είμαι σαν εσάς και ενώ τον αποδέχτηκα τώρα με απορρίπτετε διότι δεν είμαι καθ’εικόνα και ομοίωση σας. Και όταν τελικά αναλογίστηκα ότι, εντάξει, δεν θα γίνω σαν την πάρτη σας, ας την κάνω από εδώ πέρα όπως γουστάρω εγώ, μισώντας με, όπως κάνετε και εσείς, μου το στερήσατε αυτό το συμπαντικό δικαίωμα.

Πρέπει να είμαι σαν εσάς, αλλά δεν έχω το δικαίωμα να είμαι σαν εσάς. Δεν έχω το δικαίωμα να είμαι ούτε καν εγώ. Εγώ που θέλω να ξεμπερδεύω από αυτή την αγγαρεία που προσχηματικά αποκαλείτε ζωή. Και δεν με αφήνετε. Γιατί ρε καριόληδες; Γιατί δεν μου επιτρέπεται να δώσω ένα αργό τέλος σε αυτή τη θλιβερή ύπαρξη;

Από τη μία δεν μου επιτρέπετε να ζήσω, από την άλλη μου απαγορεύετε να πεθάνω. Με έχετε καταδικάσει σε μία στείρα επιβίωση. Εντάξει, το κατάλαβα, δεν είμαι σαν εσάς. Αφήστε με να διορθώσω αυτή την ανωμαλία. Τι με χρειάζεστε και με υποχρεώνετε να αναπνέω; Αλλά νομίζω ότι καταλαβαίνω. Χρειάζεστε υπανθρώπους σαν εμένα. Για να σας υπενθυμίζουν το πόσο καλά είστε μέσα στην ασφάλεια, στην υγεία και στην ομορφιά σας. Ένας αποδιοπομπαίος τράγος που θα σας υπενθυμίζει, ότι υπάρχουν και χειρότερα. Για νιώθετε εσείς καλύτερα. Είμαι το καύσιμο για τη γεννήτρια της τεχνητής σας ευτυχίας.

Προς το παρόν μου στερήσατε τη δυνατότητα να απαρνηθώ την επικριτική συμβίωση μαζί σας. Αλλά γνωρίζω ότι αυτό δεν θα διαρκέσει για πάντα. Μία μέρα θα την κάνω από εδώ, όσο και αν εσείς θέλετε να με κρατάτε με το ζόρι ζωντανό. Και τότε θα γίνω ένα με αυτά που με αποδέχτηκαν χωρίς να έχουν την παραμικρή απαίτηση. Ένα με το χώμα, τα λουλούδια, τα σκατά και τον αέρα. Ένα με τα ζώα, μέρος του κορμιού τους και της πέψης τους.

Και τότε θα είμαι ελεύθερος χωρίς να είμαι μόνος ταυτόχρονα, διότι πολύ απλά δεν θα είμαι Εγώ. Μια και το Εγώ μου, το αποφασίσατε εσείς. Όσο και αν αντιστάθηκα δεν μπόρεσα να το αλλάξω, ούτε να το κάνω σαν εσάς, ούτε να το εξαφανίσω. Αλλά κάποια μέρα, ελπίζω σύντομα, οι ιμάντες αυτοί δεν θα έχουν λόγο ύπαρξης. Δεν θα υπάρχει κάποια δύναμη να συγκρατήσουν. Δεν θα υπάρχω.

Και τότε ποιον θα έχετε να σας παρηγορεί;




Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2019

Ένας Θεσσαλονικιός στην Αθήνα




Μεγαλώνοντας κάποιος στην Ελληνική επαρχία με την έννοια του οπουδήποτε αλλού πέρα από την πρωτεύουσα και τα περίχωρα της, τις δεκαετίες του 90’ και του 2000, θα δημιουργούσε μία ιδιόμορφη σχέση με την Αθήνα.

Η ιδιομορφία αυτή θα προερχόταν κυρίως από την τηλεόραση, με τα γεγονότα των ειδήσεων και των τηλεοπτικών σειρών να διαδραματίζονται κατά συντριπτική πλειοψηφία στην Αθήνα και θα βασιζόταν στο παράδοξο να ξέρει κάποιος σχεδόν όλες τις μεγάλες γειτονιές μίας πόλης, όλα τα σημεία αναφοράς της, αλλά να μην τα έχει δει ποτέ από κοντά.

Κάπως έτσι η Αθήνα, σε εμάς τους μη πρωτευουσιάνους, απέκτησε μία μυθική υπόσταση. Ήταν το μέρος που συνέβαιναν τα πάντα, που η ζωή της χώρας επικεντρωνόταν, που όλα τα σημαντικά γεγονότα λάμβαναν χώρα. Σύνταγμα, Ομόνοια, Εξάρχεια, Πατήσια, και τόσα άλλα μέρη που τα είχαμε ακούσει τόσες φορές, αλλά ποτέ δεν είχαμε περπατήσει. Σαν μία σχέση από απόσταση με έναν άνθρωπο, που γνωρίζεις το πρόσωπο του, τη φωνή του, τη συμπεριφορά του, αλλά ποτέ δεν τον έχεις αγγίξει, ποτέ δεν τον έχεις γευτεί.

Πριν από αυτό τον Σεπτέμβρη είχα βρεθεί δύο φορές στην Αθήνα. Τη μία φορά για ένα μεγάλο λάθος, που όμως δεν το μετανοιώνω και την δεύτερη φορά, κατά λάθος. Αμφότερες τις περιπτώσεις, είχα τεράστια έλλειψη χρόνου και χρήματος, έτσι είδα πολύ λίγα και δεν τη γνώρισα πραγματικά. Αλλά πριν ένα μήνα ήρθε το πλήρωμα του χρόνου. Αυτή τη φορά, ούτε ο χρόνος, ούτε το χρήμα θα με εμπόδιζαν να γνωρίσω και να βιώσω, όλες αυτές τις τοποθεσίες που άκουγα και έβλεπα εξ’ αποστάσεως όλα αυτά χρόνια.

Υπάρχουν δύο τρόποι να γνωρίσει κανείς την Αθήνα. Δύο είδη τουρισμών. Ο ένας είναι ο κοινότυπος, αλλά καθόλου αδιάφορος, ο πολιτισμικός ή αν προτιμάτε ο ιστορικός. Κάπως έτσι από το πρώτο μεσημέρι, βρέθηκα στην Ακρόπολη και στις γειτονιές της. Επισκεύθηκα πρώτα το μουσείο, μια και γνώριζα ότι θα είχε κλιματιστικό διότι η ζέστη έξω, για κάποιον που έχει συνηθίσει το Βορρά, ήταν αφόρητη. Το μουσείο ήταν φανταστικό, με άριστη οργάνωση στην τοποθέτηση των εκθεμάτων, τα οποία εννοείται ήταν το καθένα από μόνο του, μνημείο καλαισθησίας. Πολύ καλή εντύπωση μου έκανε και το γεγονός ότι τονίζεται η πραγματική ιστορία των μαρμάρων που βρίσκονται στο Βρετανικό μουσείο και δεν γίνεται μία απλή γλυκιά και διπλωματική αναφορά. Οι επισκέπτες, ειδικά οι μη Έλληνες, πρέπει να γνωρίζουν.

Ύστερα επισκεύθηκα την ίδια την Ακρόπολη, εκμεταλλευόμενος την απογευματινή δροσιά. Κατάφερα και ανέβηκα όλα τα σκαλοπάτια χωρίς να λαχανιάσω ιδιαίτερα, θαυμάζοντας πρώτα το θέατρο του Ηρώδου του Αττικού και ύστερα βρέθηκα στην κορυφή της Ακρόπολης. Δυστυχώς δεν έχω λόγια για το αρχιτεκτονικό και καλλιτεχνικό κάλλος που αντίκρυσα, αλλά μου έκανε αρνητική εντύπωση το γεγονός ότι δεν υπήρχε σε κανένα από τα ξεχωριστά μνημεία μία στοιχειώδη πινακίδα με πληροφορίες σχετικά. Φαντάζομαι ότι όσοι συνοδεύονταν από ξεναγούς δεν είχαν πρόβλημα, αλλά εμείς οι αδέσποτοι, μέναμε με τις απορίες ή λιώναμε στο
Google.

Τις επόμενες μέρες επισκέφθηκα Θησείο, Μοναστηράκι και Πλάκα, όπου σίγουρα μου άρεσαν και προσέφεραν μία ευχάριστη αίσθηση, αλλά δεν συγκινήθηκα και ιδιαίτερα. Ιδιαίτερα αστείο είναι το γεγονός ότι όταν βρέθηκα στην Πλάκα συνειδητά, διέσχισα και το Μοναστηράκι ασυνείδητα, κάτι το οποίο διαπίστωσα την επόμενη μέρα που πήγα συνειδητά σε αυτό.

Συνοψίζοντας, πέρα από την Ακρόπολη αυτή-καθεαυτή που είναι ένα μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς και καλό θα ήταν για κάθε άνθρωπο να την επισκεφθεί, η Αθήνα σε ιστορικό-πολιτιστικό επίπεδο δεν με ενθουσίασε. Ίσως βέβαια να είμαι αρκετά αυστηρός λόγω του γεγονότος ότι μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη, της οποίας το ιστορικό κέντρο είναι μεγαλύτερο και γεμάτο με πολύ περισσότερες και διαφορετικές μεταξύ τους, ιστορικές-πολιτισμικές εκπλήξεις για αυτόν που θέλει να τις δει και να αφεθεί στη γοητεία τους.   

Πέρα όμως από αυτόν τον κοινό τουρισμό υπάρχει και ένας άλλος, ίσως πιο σημαντικός. Είναι ο ανθρώπινος. Τον οποίο είχα την ευκαιρία να τον βιώσω χάρη στους φίλους μου που με φιλοξένησαν εκεί. Κάπως έτσι, γνώρισα την πραγματική Αθήνα που πάντα ήθελα. Μπραχάμι με τις αριστερές καταβολές του, την πλατεία «Άρη Βελουχιώτη» και τον σταθμό του Μετρό «Αλέκος Παναγούλης», Άγιο Νικόλαο, μία εξ’ ορισμού γειτονιά μεταναστών, Γκύζη και Λεωφόρο Αλεξάνδρας με όλη τη γοητευτική παράνοια των δρόμων τους, Βικτώρια με τους χρήστες ναρκωτικών ουσιών, τραυματισμένους αλλά ακίνδυνους, Πατησίων με τους άστεγους που μέναν στα κάθετα σε αυτή στενά, με βλέμματα πιο ειλικρινή από αυτά των θαμώνων της πλατείας Συντάγματος, την Ομόνοια που δυστυχώς ήταν περιφραγμένη με λαμαρίνες και τέλος τα Εξάρχεια, εκεί που βλέπεις να παραμένει ζωντανή η ειλικρινής ανθρώπινη δραστηριότητα μέσω των καλλιτεχνών που περιφέρονται εκεί και της αίσθησης αντίστασης σε μία κατασταλτική κυβερνητική πολιτική, που ειδικά τον τελευταίο καιρό εντείνονται αμφότερες, παράλληλα και αντίρροπα.

Και αυτή είναι η τελευταία και μάλλον σημαντικότερη εντύπωση που μου άφησε η Αθήνα. Ότι μέσα στα τσιμέντα, επιβιώνει υπό αντίξοες πολλές φορές συνθήκες, η ανθρωπιά, σε αυτές τις παρακείμενες γειτονιές του κέντρου της Αθήνας, στις οποίες έχει περιθωριοποιηθεί αθέλητα διότι είναι επικίνδυνη για κάποιους και ηθελημένα για να μπορέσει να διατηρηθεί ή και να διαιωνιστεί. Ίσως να μην είναι άμεσα ορατή, αλλά σίγουρα είναι αισθητή, σε αυτόν που θέλει να την αισθανθεί. Και αυτή είναι η πραγματική γοητεία της Αθήνας και όλων των μεγαλουπόλεων, αν και η Αθήνα πιστεύω έχει ένα πλεόνασμα σε σχέση με τον μέσο όρο. Και αυτή είναι η αιτία που θέλω να την ξαναεπισκεφθώ.