Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2018

Μία κριτική για την αριστερά, με αφορμή το συλλαλητήριο για το Μακεδονικό Ζήτημα


Καθώς πλησίαζε η ημερομηνία που το συλαλλητήριο για το Μακεδονικό ζήτημα, θα λάμβανε χώρα στη Θεσσαλονίκη, είχα εκφράσει ανοιχτά την εναντίωση μου στη συγκεκριμένη εκδήλωση. Ο λόγος, ο οποίος επαληθεύθηκε, ήταν διότι ήξερα ότι το όλο γεγονός θα καπελωνόταν  από ακροδεξιές και εθνικιστικές ομάδες(και μονάδες...), όπως και έγινε. Σαν να μην έφτανε αυτό, είχαμε και τον εμπρησμό του κτιρίου της κατάληψης της Libertatia, με ότι μπορεί να σημαίνει συμβολικά και πρακτικά, η πράξη αυτή.

Ακόμα και το ίδιο το αντικείμενο του συλλαλητηρίου δεν με έβρισκε σύμφωνο, καθώς όπως αναφέρω σε προηγούμενο άρθρο, βάσει ιστορίας, πιστεύω ότι ναι μεν τα περισσότερα δικαιώματα για την χρήση του όρου «Μακεδονία» τα έχει η ελληνική πλευρά, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι έχει και την αποκλειστικότητα. Και για να κλείνω και το θέμα αυτό, θεωρώ ότι βάσει της ιστορίας, των πολιτιστικών χαρακτηριστικών, του γεγονότος ότι ήδη 140, σχεδόν, κράτη έχουν αναγνωρίσει την Π.Γ.Δ.Μ. ως «Μακεδονία» αλλά ταυτόχρονα θεωρούν τις προσωπικότητες της αρχαίας Μακεδονίας «Έλληνες», το πιο δίκαιο, ακριβές και πιστό στην πραγματικότητα, θα είναι η χώρα αυτή να ονομαστεί «Σλαβική Μακεδονία» ή «Σλαβομακεδονία». Και είμαι σε θέση να γνωρίζω ότι μία τέτοια ονομασία, θα γινόταν αποδεκτή και από τα υγιή μέλη της κοινωνίας της Π.Γ.Δ.Μ. όπως και από τα αντίστοιχα της δικιάς μας. Συμπερασματικά θα είχαμε τρεις Μακεδονίες που ο επιθετικός-γλωσσικός προσδιορισμός τους θα χαρακτήριζε και τη σύνθεση των κατοίκων τους. «Σλαβική Μακεδονία» «Ελληνική Μακεδονία» και «Βουλγάρικη Μακεδονία». Διότι έτσι γίνεται ένας ξεκάθαρος διαχωρισμός, των πολιτιστικών και ιστορικών διαφορών ο οποίος δεν αφήνει χώρο για περαιτέρω φασαρίες στο μέλλον. Και μας δίνει και τη δυνατότητα να μπορέσουμε επιτέλους να βελτιώσουμε το επίπεδο ζωής και των δύο λαών.

Εκείνο που ανέμενα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον ήταν η στάση που θα κρατούσαν μεμονωμένα και συλλογικά, οι αριστεροί και οι αναρχικοί αυτής της χώρας. Οφείλω να παραδεχτώ πως ούτε και σε αυτό το κομμάτι ήμουν ιδιαίτερα αισιόδοξος. Και δυστυχώς και εκεί επαληθεύτηκα. Σε όλες τις συζητήσεις που συμμετείχα, ή παρακολούθησα, παρατήρησα ότι μία πλειοψηφία των προοδευτικών αυτής της χώρας, επέλεγαν την εύκολη νοητικά ερμηνεία ότι όσοι παρευρέθηκαν στο συλλαλητήριο είναι υπερεθνικιστές και φασίστες, ενώ επίσης όποιος ομοϊδεάτης τους διαφωνούσε μεταξύ τους κυρίως ως προς το ιστορικό του ζητήματος, χαρακτηριζόταν ασυνείδητος ρατσιστής και αποικιοκράτης. Μερικών ελάχιστων κιόλας, ήταν τόσο το πάθος για αναζήτηση και εντοπισμό κρυφοφασιστών, που έφτασαν στο σημείο να εκμηδενίζουν και αυτόματα να υποστηρίζουν αντίστοιχες εθνικιστικές πράξεις από την άλλη πλευρά.

Αυτό απέδειξε για ακόμα μία φορά ποιο είναι το σημαντικότερο πρόβλημα της Ελληνικής Αριστεράς. Ο στρουθοκαμηλισμός και τα κλειστά μυαλά. Διότι αρχικά, ναι η πλειοψηφία των παρευρισκομένων στο συλλαλητήριο, στο άκουσμα του ονόματος «Αντίγονος Γονατάς»(αρχαίος Μακεδόνας Βασιλιάς) θα νόμιζαν ότι, ήταν ήρωας των ταινιών του Φώσκολου, με άλλα λόγια παρασύρθηκαν λόγω έλλειψης ιστορικών γνώσεων, αλλά αυτό δεν τους κατατάσει αυτόματα στον πάτο της ανθρωπότητας, δηλαδή τους φασίστες. Ούτε όλοι αυτοί ψηφίζουν Χ.Α. ή άλλες υπερεθνικιστικές συμμορίες. Τέλος όποτε κάποιος αριστερός διαφωνούσε μαζί τους δεν το έκανε, λόγω κάποιου πατριωτισμού, αλλά το έκανε επειδή τυχαίνει να μην μισεί κανένα λαό στη Γη, και έτσι ούτε και τους Έλληνες, αντίθετα προτεραιότητα του είναι πάντα η σοσιαλιστική κοινωνία για όλους και να μην δίνει χώρο για κανέναν υπερεθνικισμό, καμίας χώρας, γνωρίζοντας τους κινδύνους που υπάρχουν.

Και ναι μπορεί όσοι ψηφίζουν Χ.Α. να μην έχουν καμιά ελπίδα, αλλά υπάρχουν πολλοί άνθρωποι οι οποίοι τυγχάνει να μην έχουν θέσει τον εαυτό τους σε κάποια συγκεκριμένη πολιτική δύναμη, ή θεώρηση. Και ευτυχώς ή δυστυχώς, αυτή είναι η πλειοψηφία της κοινωνίας. Και ένα μέρος της ντόπιας αριστεράς, τι κάνει; Αντί να προσπαθήσει να τους ενημερώσει, χωρίς εμπάθειες και μειοτικούς χαρακτηρισμούς, αντί να προσπαθήσει να τους πείσει, για το δίκαιο του αγώνα για μία ισότιμη, σοσιαλιστική κοινωνία, τους αφήνει στο σκοτάδι και έρμαιο των αφορμών που ψάχνουν οι ακροδεξιές δυνάμεις, με τρανταχτό παράδειγμα το συγκεκριμένο συλλαλητήριο. Όχι πως οι ίδιοι παρευρισκόντες δεν έχουν καμία ευθύνη, αλλά υποτίθεται ο ρόλος μίας πολιτικής δύναμης είναι να ενημερώνει και να προωθεί προς την σωστή(κατά τη γνώμη της) κατεύθυνση, αυτούς που δεν βρίσκονται, ήδη στους κόλπους της.

Κοιτάζοντας το πρόσφατο παρελθόν, και κρίνοντας αντικειμενικά τις πληροφορίες που μας δίνει, μπορεί κάποιος να αντιληφθεί ότι η στιγμή που η Ελλάδα έφτασε πιο κοντά για να πετύχει μία κοινωνία δομημένη βάσει του Σοσιαλισμού, όταν δηλαδή είχε την πλειοψηφία της κοινωνίας με το μέρος της, ήταν όταν, ίσως λόγω πολέμου, ήταν δεκτική απέναντι σε κάθε πολίτη που δεν είχε πάρει ξεκάθαρη θέση με την πλευρά του φασισμού. Τους καλούσε στις τάξεις της και έπειτα, τους έπειθε με τα έργα της. Και ναι μιλάω για την εποχή του Ε.Α.Μ.-Ε.Λ.Α.Σ. Και είναι ευνόητο ότι δεν αναφέρομαι στο αντάρτικο αυτό καθέ αυτό, αλλά στη νοοτροπία, στην ανοικτή λαϊκή υπόσταση που οφείλει να έχει κάθε αριστερό κίνημα. Προτείνω δηλαδή, να διδαχθούμε από τη νοοτροπία, την αντίληψη, τα σωστά και  τα λάθη φυσικά, που έγιναν μόλις 75 χρόνια πριν.

Διότι η παρερμηνεία και εκμετάλλευση της ιστορίας, είναι το όπλο των φασιστών. Αντίθετα η αντικειμενική και ανιδιοτελής ερμηνεία της, είναι το δικό μας. Αρκεί, σύντροφοι, να ξέρουμε να το χρησιμοποιούμε... 


Τρίτη 23 Ιανουαρίου 2018

Δεν είμαστε πολίτες, είμαστε οπαδοί


Ας ξεκινήσουμε με έναν σύντομο ορισμό του τι σημαίνει οπαδός και του τι σημαίνει πολίτης, τουλάχιστον όπως το αντιλαμβάνομαι εγώ:

Πολίτης, είναι το άτομο-μέλος μιας κοινωνίας το οποίο προσπαθεί στο βαθμό που του αναλογεί να προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο που ανήκει. Και όταν έρχεται η ώρα να κριτικάρει , γεγονότα, πράξεις και συμπεριφορές το κάνει με γνώμονα το καλό της κοινωνίας, το οποίο έχει μάθει να το αντιλαμβάνεται χάρη στην παιδεία που έχει αναπτύξει κατά τη διάρκεια της ζωής του, μέσα από τις εμπειρίες του και τα περιβάλλοντα που έχει βιώσει.

Οπαδός, είναι το άτομο το οποίο η κριτική του για την κοινωνία και γενικότερα για τη ζωή του και το περιβάλλον του, καθορίζεται με βάση το κατά πόσο αυτό ικανοποιεί, την πλευρά που έχει διαλέξει να υποστηρίζει, ή που έμαθε να υποστηρίζει. Όπως ακριβώς στο ποδοσφαίρο, ένας οπαδός δεν θα τον νοιάξει, αν η ομάδα του κερδίσει με διαιτητική εύνοια, διότι δεν τον νοιάζει το καλό του ποδοσφαίρου αλλά να νικήσει η ομάδα του, έτσι και σε κοινωνικό επίπεδο δεν το νοιάζει  τόσο το καλό της κοινωνίας αλλά να επικρατήσει η παράταξη η ιδέα που έχει μάθει να ακολουθεί. Πολλές φορές μάλιστο στο μυαλό του, το καλό της κοινωνίας είναι συνυφασμένο με το καλό της οπαδικής του ταυτότητας.

Καταρχήν να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν είναι κακό να είναι κανείς οπαδός . Αρκεί αυτή του την ιδιότητα να την εφαρμόζει μόνο στο χώρο του αθλητισμού(χωρίς εννοείται βίαια ξεσπάσματα) και γενικότερα σε πράγματα δευτερεύοντα σε μία κοινωνία. Το πρόβλημα όμως γεννιέται όταν έρχεται η στιγμή που η οπαδική-πολιτική του ταυτότητα επηρεάζει την κοινωνική του συνείδηση.

Το τι είδους προβλήματα δημιουργούνται απαιτούνται τόμοι για να αναλυθούν. Θα σας προτρέψω απλά να κοιτάξετε την σημερινή Ελληνική κοινωνία, και το πως αυτή εκφράζεται. Είναι απόλυτα λογικό να συμβαίνει αυτό καθώς η Ελλάδα διαχρονικά πριν από την ίδρυση της ακόμα, αποτελείται κυρίως από οπαδούς και δευτερεόντως από πολίτες.  Οι οποίοι οπαδοί με τη στάση τους και με τις πράξεις τους , είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα, εξυπηρετούσαν συμφέροντα εξωγενή απέναντι στην Ελλάδα σε βαθμό ανάλογο με την εξουσία που τους είχε δωθεί. Άπειρα τα παραδείγματα πολιτικών προσωπικοτήτων που ουσιαστικά πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους είτε προς δυσμάς είτε προς ανατολάς. Ελάχιστοι, από αυτούς, έπρατταν με γνώμονα το καλό της κοινωνίας που ζούσαν, και οι συνέπειες ήταν να κυνηγούνται από όλους τους υπόλοιπους. Η περίπτωση του Άρη Βελουχιώτη, στην αυτοκτονία του οποίου ηθικός αυτουργός ήταν το ΚΚΕ και έμμεσος φυσικός αυτουργός οι φιλοδυτικές δυνάμεις(σε σημαντικό βαθμό πρώην φιλοναζιστικές) είναι χαρακτηριστική.

Υπάρχουν άπειρα παραδείγματα και στην πολύ πιο πρόσφατη ιστορία της Ελλάδας. Το πιο τρανταχτό παράδειγμα είναι η κριτική στην πολιτική που ασκείται στην Ελλάδα στην εποχή των μνημονίων. Οι αριστεροί-οπαδοί θεωρούν ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ εφαρμόζει καλύτερα ή λιγότερο άσχημα το μνημόνιο(για να μην αναφέρουμετο πόσο έχουν εξασθεσνήσει σε ποιότητα και ποσότητα οι πορείες επί ΣΥΡΙΖΑ), ενώ αντίστοιχα οι δεξιοί-οπαδοί θεωρούν ότι η ΝΔ δικαιούται την προαναφερόμενη περιγραφή. Το ΠΑΣΟΚ δεν το αναφέρω μια και είναι τόσο ψόφιο που δεν επηρεάζει πλέον ούτε τα εσωτερικά του. Και οι δύο πλευρές τυφλωμένες από τις ιδεοληψίες τους δεν μπορούν να αντιληφθούν ότι τα τελευταία 8-9 χρόνια εφαρμόζεται η ίδια πολιτική με διαφορετικά χρώματα έτσι απλά για να μην βαριόμαστε.

Και μέσα σε αυτό το σύγχρονο κολοσσαίο, όπου τα θηρία μάχονται μεταξύ τους, χωρίς να ξέρουν πραγματικά το λόγο που το κάνουν(και αν τον ξέρουν, τον κρυβουν) αναρωτιέται κανείς...Υπάρχει ελπίδα για αυτή την κοινωνία; Θα μπορέσουμε ποτέ σαν σύνολο να διεκδικήσουμε μία καλύτερη ζωή για όλους μας; Η απάντηση είναι στη φράση του Μάνου Χατζιδάκι, ενός καλλιτέχνη τον οποίον –τι ειρωνία- προσπαθούν απεγνωσμένα αν και μάταια να του αποδόσουν μία οπαδική-πολιτική ταυτότητα...

«Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει. Πάντα μ’ απασχολούσε το γνωστό εμβατήριο όσες φορές τ’ άκουγα. Έλεγα μέσα μου, τι άραγες εννοεί; Σκέφτηκα σαν κάτι να φωτίστηκε μέσα μου, εφόσον η Ελλάδα δεν πεθαίνει ποτέ, πάει να πει και πως ποτέ δεν θα αναστηθεί»

Υ.Γ. Και για να μην κρύβομαι, ναι οι προσωπικές μου πολιτικές και κοινωνικές πεποιθήσεις, ανήκουν στο χώρο της Αριστεράς. Αλλά η ιδιότητα μου ως αριστερού, δεν θα υπερισχύσει ποτέ ούτε της ιδιότητας του πολίτη, ούτε του ανθρώπου.


Τρίτη 16 Ιανουαρίου 2018

Οι θύτες, τα θύματα και οι περίεργοι


Καθώς μεγάλωνα, συνήθιζα να παρατηρώ τις ανθρώπινες σχέσεις τριγύρω μου. Οκ και κάποιες λίγες φορές να τις ζω κιόλας. Αυτό που παρατηρούσα σε πάρα πολλές από αυτές ήταν ότι τα άτομα που τις αποτελούσαν αναλάμβαν ακούσια ή μη, κάποιους συγκεκριμένους ρόλους. Δύο ρόλους βασικά. Του θύτη και του θύματος.

Θύτης, στο πλαίσιο μίας κοινωνικής σχέσης, είναι αυτός που θα επιβάλλει την θέληση του στο άλλο άτομο, που μαζί με αυτό αποτελούν αυτή τη σχέση. Κάποιοι θα το χαρακτηρίσουν ισχυρή προσωπικότητα, ή πιο ισχυρή προσωπικότητα. Ο θύτης συνήθως δεν ενδιαφέρεται για τις επιθυμίες του άλλου ατόμου, το αντίθετο θα νιώσει την όποια ικανοποίηση μόνο αν πραγματοποιηθούν οι δικές του. Εφόσον συμβεί αυτό όλα πάνε καλά. Έχουν υψηλή αίσθηση αξιοπρέπειας, της δικής τους, αντίθετα έχουν μηδαμινή αντίληψη ή έγνοια για την αξιοπρέπεια των άλλων. Γενικότερα έχουν μία αίσθηση ανωτερότητας, θεωρούν ότι γεννήθηκαν για να γαμάνε και να δέρνουνε.

Θύμα, στο ίδιο πλαίσιο, είναι το συμπλήρωμα του θύτη. Είναι τα άτομα που οποιαδήποτε προσωπική τους επιθυμία, την αφήνουν στην άκρη, όταν αυτή έρχεται σε αντίθεση με αυτές του Θύτη. Κάποιες φορές αναίμακτα, κάποιες φορές όχι. Αυτό που τους οδηγεί σε αυτές τις υποχωρήσεις, είναι η εξάρτηση τους από τον Θύτη, η οποία πολλές φορές είναι λόγω πρακτικών καταστάσεων, και άλλες στο χειρότερο σενάριο, είναι λόγω του συναισθηματικού δεσίματος που έχουν μαζί του. Μπορεί να έχουν πλήρη επίγνωση και αίσθηση της έννοιας της αξιοπρέπειας, αλλά κακά τα ψέμματα, δεν φαίνεται να τη δίνουν ιδιαίτερη σημασία, μια και προτεραιότητα τους είναι τα «αγαθά» που τους προσφέρει η εξάρτηση από τον θύτη τους. Τι και αν έχουν προσωπικότητα; Την ξεχνάνε όταν σφίγγουν οι κώλοι.

Και έτσι κάπως καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι είναι καταδικασμένοι να αγαπούν και να μην αγαπιούνται, διότι η αγάπη και κάθε συναίσθημα σημαίνει πράξεις, τα λόγια είναι απλά βιτρίνα και άνθρωποι οι οποίοι είναι καταδικασμένοι να αγαπιούνται και να μην αγαπάνε. Ωραία όλα αυτά. Και ποιος ο λόγος της παραπάνω «ανάλυσης» . Δεν υπάρχει κάποια έκπληξη. Από τη στιγμή που ζούμε σε μία «κοινωνία» που λατρεύει την ιεραρχία οποιουδήποτε επιπέδου, που λειτουργεί βάση του ανταγωνισμού και όχι της συλλογικότητας, από τη στιγμή που μεγαλώνουμε όλοι σε αυτό το αρρωστημένο κατά τον γράφοντα περιβάλλον, είναι απόλυτα λογικό να το μεταφέρουμε και στην καθημερινότητα μας και εν συνεχεία και στις κοινωνικές σχέσεις μας.Bέβαια κάποιοι θα υποστηρίξουν ότι αυτή είναι και η γοητεία του ανθρώπινου είδους, το γεγονός ότι είμαστε όλοι διαφορετικοί.  Το πως έχουν καταφέρει να ταυτίσουν στο μυαλό τους τις έννοιες της «διαφορετικότητας» και της «ανισότητας», είναι κάτι που ακόμα και σήμερα μου διαφεύγει, αλλά αν το είχα ήδη καταλάβει δεν θα έγραφα αυτό το κείμενο.

Δυστυχώς αυτός είναι ο κανόνας. Ευτυχώς κάθε κανόνας έχει και τις εξαιρέσεις του. Δεν το λέω επειδή καταλήφθηκα από κάποια αφελή αισιοδοξία. Έχω γνωρίσει ανθρώπους, καθώς και έχω ζήσει ανθρώπινες σχέσεις, που δεν βασίζονται στην επιβολή και στην υποχώρηση, το αντίθετο βασίζονται στην αλληλέγγυα προσπάθεια, να αντέξουν στις οποιεσδήποτε δυσκολίες της ζωής και να μοιραστούν μαζί τις ομορφιές της. Αυτές οι σχέσεις αποτελούνται από δύο διαφορετικά άτομα, με ένα σημαντικό κοινό διπλό στοιχείο όμως. Δεν γουστάρουν να είναι θύτες και ταυτόχρονα δεν ανέχονται να είναι θύματα κανενός, ούτε καν των συναισθημάτων τους. Οι υπόλοιποι τους αποκαλούν "περίεργους". Εγώ τους αποκαλώ τελείως αυθαίρετα, αμυνόμενες προσωπικότητες. Αμυνόμενες διότι δεν θα «επιτεθούν» για να αποκτήσουν αυτά που τους ενδιαφέρουν, αλλά θα αμυνθούν όταν θα αντιληφθούν ότι θα βρεθεί κάποιος στο δρόμο τους που θα θέλει να τους τα στερήσει. Προσωπικότητες, διότι όπως προανέφερα, την προσωπικότητα που έχουν δεν την ξεχνάνε ποτέ, ανεξάρτητα με το πόσο στριμόκωλες καταστάσεις αντιμετωπίζουν, αντίθετα πολλές φορές εκείνη είναι η στιγμή που θα λάμψουν περισσότερο από ποτέ.

Οι αμυνόμενες προσπικότητες δεν θα ανεχτούν ποτέ ένα θύτη πάνω από το κεφάλι τους, αλλά θα βαρεθούν και ένα θύμα που θα εμφανιστεί ετοιμοπαράδοτο στο πιάτο τους. Μάλιστα θα του δώσουν πολύ σύντομα την ελευθερία του, όντας ειλικρινείς απέναντι του. Όλο αυτό φυσικά θα έχει σαν συνέπεια, να αντιμετωπίζουν προβλήματα στην ποσότητα των κοινωνικών σχέσεων που θα ανήκουν. Και αυτό μερικές φορές θα τους φαντάζει τρομακτικό. Αλλά γνωρίζουν και αν δεν γνωρίζουν θα μάθουν, ότι θα αποζημιωθούν και με το παραπάνω όταν θα συναντήσουν ανθρώπους σαν αυτούς. Και θα γευτούν αυτή τη μαγική ποιότητα των στιγμών, που μοιράζονται μεταξύ ανθρώπων, διαφορετικών και ίσων. Δίκαιο μου φαίνεται.


Τρίτη 9 Ιανουαρίου 2018

Ποιος τελικά δικαιούται τον όρο Μακεδονία;


-Greece? Great! And which part of Greece are you coming from? An island?
-No, I’m coming from Northern Greece, Macedonia!
(
Κάπου εδώ πέφτει το πρώτο σκάλωμα)
-Ehm, Sorry I didn’t understand, are you from Greece or Macedonia?

Τα παραπάνω είναι μία συζήτηση στην οποία συμμετέχω πολύ συχνά. Οι διάφοροι άνθρωποι που γνωρίζω είτε στη δουλειά μου, είτε στην καθημερινότητα μου, με ρωτάνε φυσιολογικά την καταγωγή μου και επειδή πολλοί από αυτούς έχουν έρθει διακοπές στην Ελλάδα, περιμένουν να ακούσουν ότι κατάγομαι από κάποιο νησί ή την Αθήνα, μέρη που συνήθως έχουν επισκεφθεί. Μέχρι εδώ όλα καλά. Το γεγονός όμως ότι κατάγομαι από την Θεσσαλονίκη, δηλαδή την μεγαλύτερη πόλη της Μακεδονίας περιπλέκει τα πράγματα . Έτσι εγώ απλά τους εξηγώ ότι υπάρχει μία γεωγραφική περιοχή στην Ελλάδα, που λέγεται Μακεδονία και κάπως έτσι το αφήνουμε το θέμα αφενός γιατί χέστηκαν, αφετέρου γιατί έχουνε και δουλειές να κάνουνε.

Αντιλαμβάνεται ο καθένας ότι η δυσκολία στην παρουσίαση της καταγωγής μου, δημιουργείται από την ύπαρξη ενός κράτους στα βόρεια της Ελλάδας, που μόνο εμείς οι Έλληνες και ο ΟΗΕ, το αποκαλούμε Π.Γ.Δ.Μ. και όλοι υπόλοιποι το αποκαλούν για λόγους ευκολίας και βαρεμάρας, «Μακεδονία». Τελικά όμως τι γίνεται με την κακόμοιρη τη Μακεδονία; Είναι Ελληνική; Είναι Σλαβική, Είναι Μακεδονική; Είναι κινέζικη;

Αγνοώντας επίτηδες τις πολιτικές που προσπαθούν να βαφτίσουν τη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, διότι θα χρειαζόταν καμιά 50αριά άρθρα ακόμα, θα προσπαθήσω να κάνω μία ουσιαστική περίληψη, των κοινωνικών και ιστορικών στοιχείων της Μακεδονίας, έτσι ώστε να βγει το συμπέρασμα, ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κάποιο απόλυτο συμπέρασμα.  Και επειδή όλη η φασαρία γίνεται για το ποιος δικαιούται να αποκαλείται απόγονος των Μακεδόνων του Φιλίππου και του Αλέξανδρου, θα θέσω σαν βάση της ανάλυσης το συγκεκριμένο άξονα.

Γύρω στο 700 π.Χ. λοιπόν, δημιουργείται το Βασίλειο της Μακεδονίας, το οποίο τότε εκτεινόταν στις περιοχές του σημερινού Νομού Ημαθίας. Γύρω από αυτό το κρατίδιο υπήρχαν πολλά άλλα φύλλα, τα οποία μιλούσαν επίσης τη Δωρική διάλεκτο. Κάτι απόλυτα φυσιολογικό μια και από τη Δυτική Μακεδονία ξεκίνησε, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, η κάθοδος των Δωριέων λίγους αιώνες πριν.  Οι Εορδοί στην σημερινή Κοζάνη, οι Λυγκηστές στη Φλώρινα, οι Ορεστοί στη Καστοριά κ.τ.λ. Με άλλα λόγια ζούσαν Ελληνικά φύλα.  Αυτά τα φύλα αποτελούνταν από φατρίες που ήταν  λίγο παρανοϊκές, μια και όπως μας μαθαίνει ο Στήβεν Πρέσφιλντ στις «Αρετές του πολέμου», απαγορευόντουσαν οι γάμοι μεταξύ ατόμων της ίδιας φατρίας και κάπως έτσι έπρεπε ο «γαμπρός» να βρει γυναίκα σε μια άλλη φατρία, να την απαγάγει κατά προτίμηση με τη θέληση της, να γίνει ένα ωραίο μακελειό μετά μεταξύ των δύο σογιών και έπειτα από τις αναγκαίες κηδείες να γινόταν και ο γάμος, αν φυσικά ο επίδοξος γαμπρός ήταν ακόμα ζωντανός. Ανατολικότερα του Αξιού ζούσαν Θρακικά φύλα, τα οποία δεν ήταν ακριβώς Έλληνες αλλά κάτι σαν ξαδέλφια των τότε Ελλήνων.

 Καθώς περνούσαν οι αιώνες, και έπειτα από πολέμους και από γάμους φτάνουμε στο 450 π.Χ. οπού επί Αλέξανδρου του Α’ της Μακεδονίας όλα αυτά τα φύλα έχουν ενωθεί(διατηρώντας μία σχετική αυτονομία) κάτω από την εξουσία του στέμματος του Μακεδόνα βασιλιά. Μάλιστα η επικυριαρχία του, έχει εξαπλωθεί μέχρι τον ποταμό Νέστο. Αυτή είναι και η βάση του Μακεδονικού Βασιλείου, η οποία παρέμεινε πάνω κάτω στα ίδια σύνορα για 100 χρόνια, μέχρι να ανέβει στο θρόνο ο Φίλιππος και έπειτα ο Αλέξανδρος ‘Γ και η η επικράτεια του Μακεδόνα Βασιλιά να φτάσει μέχρι τον Ινδό Ποταμό. Νότια αυτού του κράτους ζούσαν οι υπόλοιποι Έλληνες, δυτικά ήταν το Βασίλειο της Ηπείρου, Βορειοδυτικά οι Ιλλυρίοι(μη αποκλειστικοί πρόγονοι πολλών σύγχρονων βαλκανικών λαών) και βόρεια οι Παίονες, ενώ  ανατολικά ζούσαν ακόμα τα διάφορα θρακικά φύλα.

Μετά με τους πολέμους των Διαδόχων του Αλέξανδρου η Μακεδονία επέστρεψε στα αρχικά της σύνορα, έχοντας όμως και πολλές έξτρα κτήσεις σε όλο τον χώρο περιμετρικά του Αιγαίου, καθώς παρέμενε το ισχυρότερο κράτος στην περιοχή. Μέχρι που το 168 π.Χ. καταλαμβάνεται από τους Ρωμαίους. Εκεί κάπου τελειώνει και η ανεξάρτητη ιστορία της Μακεδονίας μία και μέχρι σήμερα η συγκεκριμένη περιοχή αποτελούσε πάντα επαρχία μεγαλύτερων κρατών.

Μέσα σε αυτά τα 2000+ χρόνια λοιπόν η Μακεδονία υπήρξε μέρος: της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας(Βυζαντινής) και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Με κάποια διαλλείματα όπου υπήρξε μέρος: του Βουλγαρικού Κράτους είτε επί Συμεών είτε επί Σαμουήλ, του σταυροφορικού Βασιλείου της Θεσσαλονίκης, του Δεσποτάτου της Ηπείρου και του Σέρβικου βασιλείου. Μάλιστα κατά τη Βυζαντινή περίοδο η σημερινή Μακεδονία λεγόταν Θέμα(επαρχία) Θεσσαλονίκης και Θέμα Μακεδονίας αποκαλούταν η σημερινή Θράκη! Μέσα σε όλο αυτό το χαμό, που δεν αναφέρω όλες τις επιδρομές που έχουν γίνει(Ούνοι, Γότθοι, Σλάβοι κ.τ.λ.), τις εγκατάστασεις λαών οποιασδήποτε προέλευσης, τις υποχρεωτικές μετακινήσεις πληθυσμών λόγω ανασφαλειών του εκάστοτε αυτοκράτορα, τις επιμιξίες που σίγουρα υπήρξαν ακόμα και νόμιμες μια και εκείνες τις εποχές δεν υπήρχαν εθνικές συνειδήσεις παρά μόνο θρησκευτικές και όλοι οι λαοί των Βαλκανίων ήταν Χριστιανοί, αντιλαμβάνεται κανείς ότι το να βγάλει κανείς ξεκάθαρο συμπέρασμα για το ποιος λαός, είναι απευθείας απόγονος των αρχαίων Μακεδόνων βάσει DNA, είναι πρακτικά αδύνατο. Και αν το πετύχει κάποιος θα το πετύχει αγνοώντας επίτηδες ιστορικά στοιχεία για να πραγματοποιήσει προπαγάνδα.Ίσως μία ακριβής περίληψη θα ήταν το να αναφέρουμε ότι στη γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας ζούσαν από τα αρχαία χρόνια Έλληνες και Θράκες, οι Θράκες ύστερα εξελληνίστηκαν, έπειτα προστέθηκαν οι Σλάβοι και τέλος προστέθηκαν οι Τούρκοι. Όπως αντιλαμβάνεται εύκολα ο καθένας κάθε καθαρότητα, οποιαδήποτε φυλής έχει πάει περίπατο. Και για να τελειώνει η όλη ιστορία σκεφτείτε ότι ο σημερινός πληθυσμός της Ελληνικής Μακεδονίας είναι κατά 50% προσφυγικός από τη Μικρά Ασία, από Ρωμιούς πρόσφυγες που ήρθαν και στήσαν τη νέα τους ζωή εκεί, που παλιότερα ζούσαν Σλάβοι ή Τούρκοι, οι οποίοι  είχαν στήσει τη νέα τους ζωή εκεί που ζούσαν παλιότερα Έλληνες και Θράκες. Και ενώ ποτέ κανείς από τους προηγούμενους πληθυσμούς δεν είχε εγκαταλείψει οριστικά την περιοχή. Παράνοια!

Και κάπου εδώ επιβεβαιώνεται ότι δεν μπορεί να βγει ένα συμπέρασμα διότι πολλοί απλά 2500 χρόνια ιστορίας με ότι αυτή συνεπάγεται, δεν βγάζουν ποτέ μόνο ένα συμπέρασμα. Και πως άρα θα κρίνουμε ποιος έχει «δίκιο»; Αν πρέπει να το κάνουμε σώνει και καλά αυτό και αφού η φυλετική συνέχεια διαλύθηκε, τότε θα πρέπει να βασιστούμε στα άλλα τρία χαρακτηριστικά που προσδιορίζουν έναν λαό. Η θρησκεία(καλώς ή κακώς), η γεωγραφία και η γλώσσα. Η θρησκεία τρώει γκολ από τα αποδυτήρια μια και το Δωδεκάθεο που πίστευαν οι Μακεδόνες έπαψε να υφίσταται εδώ και 1700 περίπου χρόνια. Η γεωγραφία. Είναι γεγονός ότι από την αρχαία έκταση του Μακεδονικού Βασιλείου ένα 80% βρίσκεται στη σημερινή Ελλάδα. Η γλώσσα; Η γλώσσα δεν υπάρχει καμία αμφισβήτιση ότι οι Αρχαίοι Μακεδόνες μιλούσαν την Ελληνική γλώσσα και μάλιστα από ένα σημείο και μετά είχαν υιοθετήσει στα επίσημα γραπτά τους, την Αττική διάλεκτο.

Κάπως έτσι καταλαβαίνουμε ότι αν η Μακεδονία πρέπει οπωσδήποτε να έχει μία ταυτότητα αυτή που περιέχει τα περισσότερα αλλά όχι όλα τα εχέγγυα για να υιοθετήσει είναι η Ελληνική. Ευτυχώς ή δυστυχώς για την ίδια. Και μην νομίζετε πως νιώθω ιδιαίτερα περήφανος για αυτό, χωρίς όμως να νιώθω και κάποια ντροπή. Απλά έτσι είναι η ιστορία η ρημάδα τι να κάνουμε.

Δεν αναφέρομαι ιστορικά στο κράτος της Π.Γ.Δ.Μ. διότι πολύ απλά η πραγματικότητα είναι, ότι η συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή σπάνια συσχετιζόταν σε ολοκληρωτικό βαθμό, με τη Μακεδονία. Η ίδια περιοχή αυτή έχει δικιά της ιστορία η οποία θα ήταν καλό να αναπτυχθεί σωστά σε άλλο άρθρο κάποιου που κατέχει καλύτερη γνώση σχετικά με αυτή. Ούτως ή άλλως μετά τους Παίονες, και μέχρι το 1992 δεν είχε ποτέ την παραμικρή ανεξάρτητη υπόσταση ούτε και  είναι 40 εκατομμύρια ομόγλωσσοι και ομόθρησκοι όπως οι Κούρδοι. Με εξαίρεση ίσως την περίοδο του Σαμουήλ, που το κράτος του είχε κέντρο την Αχρίδα στις Πρέσπες. Αλλά αυτό συνέβη για μια χρονική περίοδο όχι πάνω από 40 χρόνια, τα οποία είναι αμελητέα ποσότητα στην Ιστορία. Μάλιστα ο τίτλος του Σαμουήλ ήταν Τσάρος, δηλαδή Βουλγάρικος. Όσον αφορά το αν υπάρχει κάποια φυλετική συνέχεια, με τους Μακεδόνες αυτό απαντήθηκε πιο πριν, ότι πολύ απλά δεν μπορεί να υπάρξει καμιά γενικά φυλετική συνέχεια. Και τέλος όσον αφορά τη γλώσσα, δεν αξίζει καν να ανοίξουμε συζήτηση. Σλάβικα μιλάνε κατά βάση οι άνθρωποι, έχοντας και προφανώς έντονα στοιχεία διαλέκτου. Ισχύει όμως ότι οι άνθρωποι αυτοί αυτοαποκαλούνται "Μακεδόνες" τους τελευταίους αιώνες από τις εποχές της Οθωμανική αυτοκρατορίας ακόμα.

Τέλος και για να παρέχω μία άποψη σχετικά με το όνομα που πρέπει να δοθεί στην Π.Γ.Δ.Μ. θεωρώ ότι βάσει της ιστορίας που αναφέρθηκε παραπάνω, των πολιτιστικών χαρακτηριστικών, του γεγονότος ότι ήδη 140, σχεδόν, κράτη έχουν αναγνωρίσει την Π.Γ.Δ.Μ. ως «Μακεδονία» αλλά ταυτόχρονα θεωρούν τις προσωπικότητες της αρχαίας Μακεδονίας «Έλληνες», του γεγονότος ότι ακόμα και η  Ελλάδα έχει αναγνωρίσει αυτή τη γεωγραφική περιοχή σαν Μακεδονία όταν υπέγραφε ο Μακεδόνας Καραμανλής συμφωνία με τη Γιουγκοσλαβία του Τίτο και μέσα σε παρένθεση αναγραφόταν και η "Δημοκρατια της Μακεδονίας" ως μέρος της ομοσπονδίας, το πιο δίκαιο, ακριβές και πιστό στην τωρινή πραγματικότητα, θα είναι η χώρα αυτή να ονομαστεί «Σλαβική Μακεδονία» ή «Σλαβομακεδονία». Και είμαι σε θέση να γνωρίζω ότι μία τέτοια ονομασία, θα γινόταν αποδεκτή και από τα υγιή μέλη της κοινωνίας της Π.Γ.Δ.Μ. όπως και από τα αντίστοιχα της δικιάς μας. Συμπερασματικά θα είχαμε τρεις Μακεδονίες που ο επιθετικός-γλωσσικός προσδιορισμός τους θα χαρακτήριζε και τη σύνθεση των κατοίκων τους. «Σλαβική Μακεδονία» «Ελληνική Μακεδονία» και «Βουλγάρικη Μακεδονία». Διότι έτσι γίνεται ένας ξεκάθαρος διαχωρισμός, των πολιτιστικών και ιστορικών διαφορών ο οποίος δεν αφήνει χώρο για περαιτέρω φασαρίες στο μέλλον. Και μας δίνει και τη δυνατότητα να μπορέσουμε επιτέλους να βελτιώσουμε το επίπεδο ζωής και των δύο λαών.

Υ.Γ.1. Ο χάρτης που συνοδεύει το κείμενο, είναι το Μακεδονικό Βασίλειο, όπως το παρέλαβε ο Φίλιππος Β' το 356 π.Χ. και οι φυλές που το αποτελούσαν.

Υ.Γ.2. Το βίντεο που συνοδεύει το κείμενο, είναι από το soundtrack μίας ταινίας που αναφέρεται μεταξύ αλλων, στον κοινό αγώνα Ελληνόφωνων και Σλαβόφωνων Μακεδόνων, έχοντας πίστη για έναν καλύτερο και δικαιότερο κόσμο. Τι και αν αποδείχτηκε τότε απατηλή η πίστη αυτή, μήπως τελικά αυτός ο καλύτερος κόσμος, πρέπει να είναι η προτεραιότητα μας και όχι τα ονόματα;




Τετάρτη 3 Ιανουαρίου 2018

Κάθε φορά, ας είναι η τελευταία...


Νιώθει το φως της ημέρας, στα βλέφαρα του. Τα μάτια του είναι ακόμα κλειστά. Απολαμβάνει τη ζεστασιά του παπλώματος, πάνω στο ολόγυμνό κορμί του. Ξαφνικά αισθάνεται την εναλλαγή του βάρους, στο στρώμα του. Την βλέπει να σπρώχνει το πάπλωμα από πάνω της και να σηκώνεται ολόγυμνη και αυτή στο φως της ημέρας. Καθώς μαζεύει το στρίνγκ της από το πάτωμα και το φοράει, αυτός θαυμάζει τη Βαλτική αν και μικροκαμωμένη, σιλουέτα της, με τα χρώματα της ασιατικής της επιδερμίδας, να φωτίζονται από τις ηλιαχτίδες που διαπερνούσαν το παράθυρο.

Σηκώνεται και αυτός, κατεβαίνει στην κουζίνα, ετοιμάζει δύο καφέδες. Κάθονται αμίλητοι, απολαμβάνοντας την σπάνια για τη Βραβάντη, ηλιοφάνεια. Την παρατηρεί να ρουφάει μία τελευταία φορά το τσιγάρο της, προτού το σβήσει και να τον κοιτάει στα μάτια.

-Αυτό δεν θα ξανασυμβεί, του αποκρίνεται με ένα ύφος αντίστοιχο της γερμανικής κουλτούρας που έχει μεγαλώσει.
-Το ξέρω, της απαντάει αυτός, χωρίς να την κοιτάει και ενώ σβήνει με τη σειρά του, το τσιγάρο του.

Όντως το ήξερε. Και το πίστευε. Ο ίδιος ήταν, που όταν ένας κοινός τους φίλος, του έλεγε πως υπάρχει ενδιαφέρον, από τη μεριά της προς το πρόσωπο του, έλεγε ότι δεν παίζει κάτι τέτοιο. Διότι γνώριζε τα πλάνα της ζωής της. Και ήξερε ότι σε αυτά, περιλαμβάνονταν άλλη πόλη και άλλος άνδρας. Ο άνδρας της, όπως τον αποκαλούσε. Και το έβλεπε ότι ήταν ειλικρινής όταν μιλούσε για αυτόν. Έτσι δεν ήθελε να δεχτεί ότι για ακόμα μία φορά προοριζόταν για αναλώσιμος. Αλλά...

Αλλά οι σκέψεις είναι πάντοτε ηττοπαθείς απέναντι στα συναισθήματα και τις ορμές της στιγμής. Ειδικά αν οι τελευταίες έχουν συμμάχους. Επαρκές αλκοόλ και έναν καριόλη μπάρμαν να αντιλαμβάνεται τη στιγμή και να βάζει την κατάλληλη μουσική. Τα πρώτα φιλιά τους, ακολούθησε ένας απότομος αποχωρισμός. Περπατούσε μόνος του σπίτι και ξαφνικά την είδε πάλι μπροστά του. Και κάπως έτσι βρέθηκαν σπίτι του, το προηγούμενο βράδυ.

Λίγα βράδια αργότερα, γυρνάει μόνος του σπίτι. Την είχε δει μόλις λίγα λεπτά πιο πριν. Δεν ένιωθε καλά και αυτή το είχε καταλάβει. Αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό για να περάσουν, ένα ακόμα βράδυ μαζί, όπως έγινε επανειλλημένα τα προηγούμενα. Κάθεται στο γραφείο του, βάζει ένα ποτήρι κρασί και Βαμβακάρη να παίζει στα ηχεία του δωματίου του. Βλέπει ένα μήνυμα στο κινητό του. «Κατέβα κάτω». Ανόιγει την εξώπορτα του σπιτιού του. Την βλέπει σε κατάσταση χειρότερη, από ότι ήταν ο ίδιος, έτοιμη να κλάψει. Ανεβαίνουν αγκαλιασμένοι στο δωμάτιο του.

-Γίνεται περίπλοκο, του λέει.
-Καλώς ήρθες στον κόσμο μου, της απαντάει.
-Και μάλλον θα γίνει και επώδυνο...
-Ο χρόνος θα δείξει...

Μετά από αρκετές μέρες, ξυπνάνε και πάλι μαζί. Ο καφές τους συνοδεύεται, παραδόξως, ακόμα μία φορά από λιακάδα και μελωδίες του Χατζιδάκι. Συμφωνούν και οι δύο ότι εδώ τελειώνουν όλα. Ότι θα ξεκόψουν κάθε επαφή. Στην τελική δεν υπήρχε νόημα. Αυτή πλησίαζε επικίνδυνα, στη χαραυγή μίας νέας ζωής, αυτός είχε να διαχειριστεί τις απαιτήσεις της δικιάς του, δεν μπορούσε να γαμάει το μυαλό του, για μία «σχέση»με ημερομηνία λήξης προκαθορισμένη. Κατεβαίνουν στην εξώπορτα μαζί. Της ανοίγει την πόρτα. Κοιτάζονται στα μάτια. Αγκαλιάζονται. Σφιχτά. Πολύ σφιχτά.  Δακρυσμένοι καθώς είναι, αρχίζουν να ανταλάσσουν φιλιά, στο λαιμό. Και λίγο μετά στο στόμα. Ανεβαίνουν πάλι στο δωμάτιο του. Αυτή βάζει τα κλάματα. Ξαπλώνουν μαζί. Ηρεμούν. Λίγη ώρα αργότερα, γυμνοί για ακόμα μία φορά, μοιράζονται ένα τσιγάρο στο κρεβάτι. Οι ματιές τους διασταυρώνονται.

-Πες το, της λέει χαριτωμένα και επιτακτικά ταυτόχρονα.
-Τι να το πω, κάθε φορά που το λέω, μετά από μία ή δύο μέρες το ξεχνάμε
-Πες το.
-Εντάξει.Αυτή είναι η τελευταία φορά που συνέβη αυτό...
-Ωραία...
-Δεν ξέρω αν το πιστεύω...Εσύ;
-Εγώ το πιστεύω...
-Γιατί;
-Γιατί θέλω να πιστεύω, κάθε φορά που σε συναντώ, ότι είναι η τελευταία...Ακόμα και αν είναι όντως...Είναι καλύτερα έτσι...

Σβήνει το τσιγάρο. Του χαμογελάει...