Τετάρτη 3 Ιανουαρίου 2018

Κάθε φορά, ας είναι η τελευταία...


Νιώθει το φως της ημέρας, στα βλέφαρα του. Τα μάτια του είναι ακόμα κλειστά. Απολαμβάνει τη ζεστασιά του παπλώματος, πάνω στο ολόγυμνό κορμί του. Ξαφνικά αισθάνεται την εναλλαγή του βάρους, στο στρώμα του. Την βλέπει να σπρώχνει το πάπλωμα από πάνω της και να σηκώνεται ολόγυμνη και αυτή στο φως της ημέρας. Καθώς μαζεύει το στρίνγκ της από το πάτωμα και το φοράει, αυτός θαυμάζει τη Βαλτική αν και μικροκαμωμένη, σιλουέτα της, με τα χρώματα της ασιατικής της επιδερμίδας, να φωτίζονται από τις ηλιαχτίδες που διαπερνούσαν το παράθυρο.

Σηκώνεται και αυτός, κατεβαίνει στην κουζίνα, ετοιμάζει δύο καφέδες. Κάθονται αμίλητοι, απολαμβάνοντας την σπάνια για τη Βραβάντη, ηλιοφάνεια. Την παρατηρεί να ρουφάει μία τελευταία φορά το τσιγάρο της, προτού το σβήσει και να τον κοιτάει στα μάτια.

-Αυτό δεν θα ξανασυμβεί, του αποκρίνεται με ένα ύφος αντίστοιχο της γερμανικής κουλτούρας που έχει μεγαλώσει.
-Το ξέρω, της απαντάει αυτός, χωρίς να την κοιτάει και ενώ σβήνει με τη σειρά του, το τσιγάρο του.

Όντως το ήξερε. Και το πίστευε. Ο ίδιος ήταν, που όταν ένας κοινός τους φίλος, του έλεγε πως υπάρχει ενδιαφέρον, από τη μεριά της προς το πρόσωπο του, έλεγε ότι δεν παίζει κάτι τέτοιο. Διότι γνώριζε τα πλάνα της ζωής της. Και ήξερε ότι σε αυτά, περιλαμβάνονταν άλλη πόλη και άλλος άνδρας. Ο άνδρας της, όπως τον αποκαλούσε. Και το έβλεπε ότι ήταν ειλικρινής όταν μιλούσε για αυτόν. Έτσι δεν ήθελε να δεχτεί ότι για ακόμα μία φορά προοριζόταν για αναλώσιμος. Αλλά...

Αλλά οι σκέψεις είναι πάντοτε ηττοπαθείς απέναντι στα συναισθήματα και τις ορμές της στιγμής. Ειδικά αν οι τελευταίες έχουν συμμάχους. Επαρκές αλκοόλ και έναν καριόλη μπάρμαν να αντιλαμβάνεται τη στιγμή και να βάζει την κατάλληλη μουσική. Τα πρώτα φιλιά τους, ακολούθησε ένας απότομος αποχωρισμός. Περπατούσε μόνος του σπίτι και ξαφνικά την είδε πάλι μπροστά του. Και κάπως έτσι βρέθηκαν σπίτι του, το προηγούμενο βράδυ.

Λίγα βράδια αργότερα, γυρνάει μόνος του σπίτι. Την είχε δει μόλις λίγα λεπτά πιο πριν. Δεν ένιωθε καλά και αυτή το είχε καταλάβει. Αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό για να περάσουν, ένα ακόμα βράδυ μαζί, όπως έγινε επανειλλημένα τα προηγούμενα. Κάθεται στο γραφείο του, βάζει ένα ποτήρι κρασί και Βαμβακάρη να παίζει στα ηχεία του δωματίου του. Βλέπει ένα μήνυμα στο κινητό του. «Κατέβα κάτω». Ανόιγει την εξώπορτα του σπιτιού του. Την βλέπει σε κατάσταση χειρότερη, από ότι ήταν ο ίδιος, έτοιμη να κλάψει. Ανεβαίνουν αγκαλιασμένοι στο δωμάτιο του.

-Γίνεται περίπλοκο, του λέει.
-Καλώς ήρθες στον κόσμο μου, της απαντάει.
-Και μάλλον θα γίνει και επώδυνο...
-Ο χρόνος θα δείξει...

Μετά από αρκετές μέρες, ξυπνάνε και πάλι μαζί. Ο καφές τους συνοδεύεται, παραδόξως, ακόμα μία φορά από λιακάδα και μελωδίες του Χατζιδάκι. Συμφωνούν και οι δύο ότι εδώ τελειώνουν όλα. Ότι θα ξεκόψουν κάθε επαφή. Στην τελική δεν υπήρχε νόημα. Αυτή πλησίαζε επικίνδυνα, στη χαραυγή μίας νέας ζωής, αυτός είχε να διαχειριστεί τις απαιτήσεις της δικιάς του, δεν μπορούσε να γαμάει το μυαλό του, για μία «σχέση»με ημερομηνία λήξης προκαθορισμένη. Κατεβαίνουν στην εξώπορτα μαζί. Της ανοίγει την πόρτα. Κοιτάζονται στα μάτια. Αγκαλιάζονται. Σφιχτά. Πολύ σφιχτά.  Δακρυσμένοι καθώς είναι, αρχίζουν να ανταλάσσουν φιλιά, στο λαιμό. Και λίγο μετά στο στόμα. Ανεβαίνουν πάλι στο δωμάτιο του. Αυτή βάζει τα κλάματα. Ξαπλώνουν μαζί. Ηρεμούν. Λίγη ώρα αργότερα, γυμνοί για ακόμα μία φορά, μοιράζονται ένα τσιγάρο στο κρεβάτι. Οι ματιές τους διασταυρώνονται.

-Πες το, της λέει χαριτωμένα και επιτακτικά ταυτόχρονα.
-Τι να το πω, κάθε φορά που το λέω, μετά από μία ή δύο μέρες το ξεχνάμε
-Πες το.
-Εντάξει.Αυτή είναι η τελευταία φορά που συνέβη αυτό...
-Ωραία...
-Δεν ξέρω αν το πιστεύω...Εσύ;
-Εγώ το πιστεύω...
-Γιατί;
-Γιατί θέλω να πιστεύω, κάθε φορά που σε συναντώ, ότι είναι η τελευταία...Ακόμα και αν είναι όντως...Είναι καλύτερα έτσι...

Σβήνει το τσιγάρο. Του χαμογελάει...


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου