Τετάρτη 28 Αυγούστου 2019

Η πηγή του ρατσισμού



Πάντα αναρωτιόμουν, τι κάνει ένα άτομο να σκέφτεται και να συμπεριφέρεται ρατσιστικά. Τι τον κάνει, δηλαδή, να πιστεύει σε ανώτερους και κατώτερους λαούς. Πως του έρχεται στο μυαλό ότι υπάρχουν άνθρωποι που μόνο λόγω των γενετικών χαρακτηριστικών τους, είναι καλής ή κακής ποιότητας. Πως γίνεται ο διαχωρισμός αυτός στο μυαλό του και πως τελικά επιτρέπει αυτός να εκφραστεί. Ποια είναι η πηγή αυτής της τουλάχιστον επικίνδυνης συμπεριφοράς. Και τελικά ποια είναι τα χαρακτηριστικά που έχει ένας άνθρωπος που τον αναλογίζεται ως κατώτερο και ποια, ως ανώτερο του, αν υπάρχει αυτός.

Σίγουρα μία πιθανή απάντηση είναι, να έχει να κάνει με τα βιώματα και τις πληροφορίες που λαμβάνει το άτομο αυτό κατά τη διάρκεια της ζωής του και δεν έχει φροντίσει για τη στοιχειώδη καλλιέργεια που χρειάζεται για να μην τις ερμηνεύσει λανθασμένα. Αλλά αυτό είναι η ενδογενής αιτία για μία ρατσιστική συμπεριφορά ή ακόμα και προσωπικότητα. Ποια είναι όμως η εξωγενής; Ποιο είναι το βασικότερο κοινό στοιχείο των ανθρώπων που ένας ρατσιστής λογίζεται ως κατώτερους.

Πρώτη σκέψη που έρχεται στο μυαλό, είναι η ίδια η φυλή. Ένας ρατσιστής πιστεύει για παράδειγμα, ότι οι άνθρωποι με καταγωγή από την Αφρική, είναι χαμηλής νοημοσύνης. Παρ’ όλα αυτά όταν ένας από αυτούς έρθει στην ομάδα του και σκοράρει πολλά γκολ ή καλάθια, τότε το πιθανότερο είναι ότι θα αγνοήσει τις ρατσιστικές ιδέες του και θα πανηγυρίσει. Αν ένας από αυτούς τον επισκευθεί στο μαγαζί του, μέχρι και αυτόγραφο και φωτογραφία θα του ζητήσει. Εκείνη την ώρα θα ξεχάσει όλες τις θεωρίες για αγρίους που έχει. Έπειτα θα επιστρέψει στη γνώριμη για αυτόν μισανθρωπία.

Επόμενη περίπτωση είναι το θρήσκευμα. Ένας φανατικός χριστιανός, για παράδειγμα, θα νιώθει αποστροφή απέναντι σε έναν μουσουλμάνο ή έναν εβραίο, διότι πιστεύει ότι αυτόματα απειλείται από την ίδια τους την κοσμοθεωρία. Και προκειμένου να μην απειλείται αποφασίζει με την εκφραζόμενη συμπεριφορά του να απειλήσει ο ίδιος.

Βέβαια όταν ο Εβραίος θα είναι τραπεζίτης, μπορεί να κοιτάξει να πάρει δάνειο από αυτόν. Μεγαλύτερο παράδειγμα, ο ίδιος ο Χίτλερ ο οποίος χρηματοδοτήθηκε σε μεγάλο βαθμό, από την Αμερικάνικη Ομοσπονδιακή Τράπεζα η οποία διευθυνόταν από τον εβραϊκής καταγωγής, Ροκφέλερ. Και αν ο μουσουλμάνος, είναι κανένας σείχης που έχει πετρελαιοπηγές, που θα θελήσει να χτίσει ξενοδοχειακή μονάδα στην περιοχή που διαμένει, εννοείται ότι θα τον καλωσορίσει.

Και αυτές οι δύο παράγραφοι είναι αρκετές για να αποδειχθεί ποιο είναι το κοινό χαρακτηριστικό των αποδεκτών μίας ρατσιστικής συμπεριφοράς. Είναι η οικονομική τους αδυναμία. Ή η αδυναμία τους, σκέτο. Ζώντας σε μία παγκόσμια κοινωνία, όπου το χρήμα είναι το μέσο για την οποιαδήποτε δύναμη, άρα και εξουσία, κανεί το φυσιολογικό το γεγονός του ότι αποτελεί το βασικό κριτήριο για το τι συμπεριφορές θα δεχθεί ένας άνθρωπος. Αυτό ο ρατσιστής το ξέρει, ακόμα και αν δεν το έχει συνειδητοποιήσει.

Θα νιώσει ανώτερος απέναντι σε έναν Πακιστανό, διότι οι άνθρωποι αυτοί προέρχονται από μία χώρα φτωχή. Η θρησκεία και η φυλή τους αποτελούν απλά τη βιτρίνα της σκέψης του και την αφορμή για το κόμπλεξ ανωτερότητας που τον διακατέχει. Και έχει τον φόβο ότι όταν ένας φτωχός πλησιάζει κάποιον πλουσιότερο τότε υπάρχει περίπτωση η απόσταση μεταξύ τους να μικρύνει. Για αυτό θέλει να τον διώξει μακρυά.

Αντίστοιχα μπορεί να αντιπαθεί έναν Γερμανό, αλλά αυτό συμβαίνει για τους ακριβώς αντίθετους λόγους. Διότι ο συγκεκριμένος λαός, έχει τη φήμη του οικονομικά ισχυρού, ο ρατσιστής αυτή τη φορά θα νιώσει κόμπλεξ κατωτερότητας. Η συμπεριφορά επίσης θα είναι τελείως αντίστροφη, ακόμα και αν τα συναισθήματα του απέναντι τους παραμένουν αρνητικά. Διότι όπως φοβάται ότι όταν τον πλησιάσει ο φτωχός, μπορεί να χάσει κάτι από την οικονομική του δύναμη, έτσι ευελπιστεί ότι όταν πλησιάσει αυτός στο φτωχό, θα μπορέσει να αρπάξει κάτι από αυτόν.

Είναι ξεκάθαρο, λοιπόν, ότι η πηγή κάθε ρατσισμού είναι η οικονομική και όχι μόνο, δύναμη που τυγχάνει να έχει ως φήμη, η χώρα καταγωγής του υποψήφιου δέκτη αυτού του ρατσισμού η ακόμα και η φήμη του προσώπου του ίδιου. Κάτι απόλυτα κατανοητό από τη στιγμή που ζούμε σε έναν κόσμο όπου οι ανισότητες είναι ο κανόνας. Και αν θέλουμε κάποια στιγμή, οι ρατσιστικές συμπεριφορές να ελαχιστοποιηθούν ή και ακόμα να εκλείψουν, τότε η εξάλειψη ή έστω η ελαχιστοποίηση, αυτών των ανισοτήτων πρέπει να είναι ο στόχος μας.




Τρίτη 20 Αυγούστου 2019

Η ταμπέλα της "σχέσης"



Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν ήμουν θιασώτης των μεγάλων σε διάρκεια, των λεγόμενων σοβαρών σχέσεων. Είτε γιατί τα έφερνε έτσι η ζωή, είτε γιατί τα έφερνα εγώ, είτε τέλος γιατί μου τα έφερναν έτσι οι εκάστοτε σύντροφοι μου. Δεν είναι ότι δεν το επιδίωκα, ούτε ότι δεν το επιδίωκα, απλά συνέβαινε.

Αυτό λοιπόν είχε ως αποτέλεσμα στα 10-11 χρόνια της ενεργής(ή και όχι τόσο ενεργής) ερωτικής  μου ζωής, ταυτόχρονα με την έμφυτη τάση μου να αναλύω και να παρατηρώ τα πάντα, να μην αναπτύξω την κοινή η συνηθισμένη άποψη περί σχέσεων και σχετιζόμενων.

Παρατηρώντας λοιπόν τη ζωή μου και τους ανθρώπους τριγύρω μας κατέληξα στο εξής συμπέρασμα. Δεν υπάρχει κάτι πιο άχρηστο στη σημερινή κοινωνία από την ταμπέλα της «σχέσης». Δεν αναφέρομαι στο να συνδέονται δύο άνθρωποι, στο να γουστάρουν να περνάνε χρόνο μαζί, να συζητάνε, να πηδιούνται και να περνάνε όμορφες στιγμές μαζί. Όχι δεν έχω γίνει ακόμα τόσο μισάνθρωπος, ούτε γεροντοπαλίκαρο. Αναφέρομαι μόνο στην ταμπέλα «είμαι σε σχέση». Και ειδικά όταν αυτή η ταμπέλα, είναι απλά μια σκέτη ταμπέλα, σαν τις διαφημίσεις του τηλεμάρκετινγκ.

Έχω γίνει πολλές φορές μάρτυρας σε περιπτώσεις να βλέπω ζευγάρια τα οποία πέρα από αυτή την ταμπέλα δεν μοιράζονται τίποτα άλλο. Ανέχονται με το ζόρι ο ένας τον άλλο. Τα μάτια τους παίζουν οπουδήποτε αλλού εκτός από τον σύντροφο τους. Και λίγο μέτα έρχεται η μαγική στιγμή που είναι στην κόψη του ξυραφιού, για το αν θα «απατήσουν» ο ένας τον άλλο. Διότι θα έρθει η στιγμή αυτή και το ξέρουμε όλοι.

Στην περίπτωση που το κάνουν τελικά οι συνέπειες μπορεί να είναι δύο. Είτε θα νιώθουν ενοχές και ανθρώπινα σκουπίδια που πρόδωσαν την εμπιστοσύνη του συντρόφου τους, είτε πολύ απλά δεν θα δώσουν την παραμικρή σημασία και λίγο μετά θα στείλουν και ένα ζουζουνιάρικο μήνυμα, έτσι για ξεκάρφωμα. Χαρακτηρίστε εσείς αυτή τη συμπεριφορά, είπαμε δεν θέλω να φανώ μισάνθρωπος.

Στην περίπτωση που δεν το κάνουν τελικά είτε γιατί θέλουν να νιώθουν «ηθικοί» είτε γιατί αγαπάνε τον σύντροφο τους τα αποτελέσματα για την σχέση πιθανόν να είναι ακόμα χειρότερα. Όσο και αν στην αρχή θα έχουν την αυταρέσκεια ότι είναι άξιοι εμπιστοσύνης, σύντομα τα απωθημένα θα αρχίσουν να αυξάνονται. Τα οποία απωθημένα θα προκαλέσαν από οίκτο(ότι πιο αντιαισθησιακό) μέχρι και εντάσεις, όχι από αυτές που οδηγούν σε ένα αξιομνημόνευτο πήδημα, από τις άλλες που δημιουργούν τη σιχαμάρα. Χώρια ότι σύντομα θα αρχίσουν να νιώθουν ότι δεν ζουν τη ζωή τους όπως θα τους άξιζε και ότι υπεύθυνος για αυτό είναι ο εν δυνάμει σύντροφος τους.

Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι όλες οι περιπτώσεις είναι αρνητικές.  Και έχουν κοινή ρίζα. Την ταμπέλα «είμαι σε σχέση». Γιατί όμως οι άνθρωποι παραμένουν σε μία σχέση, όταν αυτή δεν τους γεμίζει; Η απάντηση είναι πολύ απλή. Το κοινωνικό στάτους. Είναι επιβεβλημένο από την κοινωνία(όχι μόνο την ελληνική) όταν βρίσκεσαι κάπου μεταξύ 20-30 να έχεις μία σταθερή σχέση. Περισσότερο στις γυναίκες μια και ο σεξισμός περισσεύει αλλά και για τους άνδρες. Αν δεν τηρείς αυτές τις προδιαγραφές τότε είσαι πουτάνα ή αλήτης.

Όλο αυτό το κοινωνικό στερεότυπο, στις παλιότερες κοινωνίες μπορεί να ήταν εφαρμόσιμο. Στις σύγχρονες κοινωνίες όμως, που κάθε άνθρωπος οφείλει να αναπτύξει την προσωπικότητα του και να καλλιεργηθεί, που η γυναίκα επιτέλους αρχίζει να γίνεται ανεξάρτητο πλάσμα και όχι απλά η γκόμενα του τάδε ή η σύζυγος του δείνα, θεωρώ πως αυτό δεν μπορεί να εφαρμοστεί. Και αν εφαρμοστει αυτό θα γίνει μόνο με τη βοήθεια λεξοτανίλ, συμβούλων γάμου και ψυχολόγων.

Όλα αυτά μπορεί να λυθούν πάρα πολύ εύκολα, αν αποφασίσουμε να ελευθερωθούμε από αυτά τα κοινωνικά στερεότυπα και τις ταμπέλες. Γουστάρεις να περνάς παρέα με έναν άνθρωπο για μεγάλο χρονικό διάστημα; Τέλεια, σεβαστό, απόλαυσε το.  Γουστάρεις να γνωρίσεις έναν άνθρωπο στα 17 σου και να είστε μέχρι τα 90 μόνο ο ένας για τον άλλο; Τέλειο αν είναι έτσι γουστάρω και εγώ.

Το θέμα είναι ότι κάνουμε, με όποιον άνθρωπο το κάνουμε, για όσο καιρό το κάνουμε, να το κάνουμε επειδή το(ν) γουστάρουμε πραγματικά. Χωρίς ταμπέλες, αφοσιωμένοι μόνο στην ουσία. Στο πως νιώθουμε. Και ΠΑΝΤΑ να είμαστε ειλικρινείς απέναντι στον εαυτό μας και σε αυτόν. Αλλιώς το μόνο που καταφέρνουμε είναι να υποτιμάμε τα συναισθήματα μας και την νοημοσύνη του συντρόφου μας. Και δεν αξίζει σε κανέναν αυτό.



Τρίτη 6 Αυγούστου 2019

Αυτός που δεν είχε ανάγκη κανένα



Έχουν περάσει αρκετά χρόνια, από τότε που έδωσε στον εαυτό του την υπόσχεση. Να μην έχει ανάγκη κανένα. Όχι μόνο σε υλικό επίπεδο αλλά κυρίως σε συναισθηματικό. Δεν ήταν μία στιγμιαία απόφαση. Ήταν ένα πλάσμα που πλέον είχε ενηλικιωθεί μέσα του. Και πλέον τον είχε κυριεύσει. Τον είχε υποκαταστήσει. Μία βαθμιαία λύτρωση που πλέον είχε ολοκληρωθεί. Και μετουσιωθεί.

Είχε κουραστεί μετά από χρόνια και χρόνια συναισθηματικών δεσιμάτων που δεν ήταν αμοιβαία σε επίπεδα έντασης και χρόνου. Οποιασδήποτε φύσεως. Και φιλικής και ερωτικής. Και μετά από αυτή την τελευταία φόλα που έτρωγε, τη μεγαλύτερη, μια και η ανάγκη του για επαφή και επικοινωνία με εκείνη ήταν η μεγαλύτερη που είχε νιώσει ποτέ, ένιωσε ότι η κόκκινη γραμμή είχε πλέον βίαια διαπεραστεί. Δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Ή αυτός ή οι άλλοι.

Το έβαλε σκοπό. Σιγά-σιγά και καθώς περνούσε ο καιρός έφτανε όλο και πιο κοντά στην εκπλήρωση του στόχου. Πρώτα επιτεύχθηκε σε υλικό επίπεδο. Χρειάστηκε να θυσιάσει πάρα πολλές πτυχές της μέχρι τότε ζωής του, αλλά πλέον δεν κρεμόταν από τις διαθέσεις κανενός, ούτε και ήταν υποχρεωμένος να ανέχεται συμπεριφορές που αισθανόταν ότι δεν αρμόζαν στην προσωπικότητα του. Πλέον βρισκόταν σε ένα μέρος που μπορούσε να έχει επαρκέστατες οικονομικές απολαβές, να καλύπτει άνετα όλα τα έξοδα του, να κάνει και τη γκαβάτζα του και όλα αυτά χωρίς να ανησυχεί ότι θα αναγκαστεί να δανειστεί ακόμα και από τα πιο οικεία του πρόσωπο, σε περίπτωση που κάτι αναπάντεχο, ευχάριστο ή δυσάρεστο, προκύψει.

Και μετά ήρθε η δυσκολότερη πρόκληση. Να μην έχει καμία συναισθηματική ανάγκη. Αυτό του φαινόταν ακατόρθωτο κάποιο καιρό πριν. Αλλά άρχισε σιγά-σιγά να το εφαρμόζει. Σε αυτό βοήθησε πολύ και το είδος των γνωριμιών που βίωσε από εκεί και πέρα, οι οποίες όλες από την αρχή, έκαναν προφανές ότι έπρεπε να αποφύγει την παραμικρή αίσθηση δεσίματος. Και το κατάφερε, ακόμα και αν κάποια στιγμή φάνηκε ότι μπορεί να παραστρατήσει από τον δρόμο που είχε ο ίδιος επιλέξει, όταν αντιλήφθηκε την κρίσιμη στιγμή ότι μία κανούρια συναισθηματική, επικίνδυνη και μάλλον επώδυνη ανάγκη, βρισκόταν στα στα σπάργανα.

Ένιωθε αρκετά καλά με τον εαυτό του, που πλέον δεν πονούσε και δεν αισθανόταν αυτό το απαίσιο συναίσθημα της διάψευσης των προσδοκιών του από άλλους ανθρώπους. Η ζωή του κυλούσε ήρεμα, και κανένας πόνος, καμία αίσθηση εγκατάλειψης, ή ανικανοποίητης ανάγκης, δεν χαλούσε αυτή του τη γαλήνη. Μπορούσε να συγκεντρωθεί στους προσωπικούς του στόχους, τελείως ανεξάρτητος από τον παραμικρό ανθρώπινο παράγοντα. Και όντως τα πήγαινε πολύ καλά.

Μέχρι που, τελείως διαυγής πλέον, άρχισε να παρατηρεί άλλους ανθρώπους γύρω του. Να χτίζουν ανθρώπινες σχέσεις και αυτόματα να έχουν ανάγκη άλλους ανθρώπους. Και ενώ όταν αυτές χαλούσαν, ένιωθε ευλογημένος που κατάφερε να απενεργοποιήσει αυτή τη λειτουργία του εγκεφάλου του και έτσι δεν θα χρειαζόταν να ανησυχεί ότι μπορεί στο μέλλον να ξαναϋποστεί μία ανάλογη εμπειρία.

Αλλά όταν αντιλαμβανόταν ότι αυτό το αίσθημα ανάγκης των άλλων ήταν αμοιβαίο, κάτι ταρακουνιόταν μέσα του. Ξαφνικά καταλάβαινε ότι τα τείχη είναι ωραία και προστατεύουν, αλλά καμία πόλη που περικλειόταν από αυτά δεν άκμασε χωρίς τις πύλες που θα επέτρεπαν έστω και λίγους ταξιδιώτες να την επισκευθούν. Και ταυτόχρονα θυμόταν ότι κάποιες από τις ανάγκες που είχε παλιότερα, προτού διαψευθεί, είχαν συναντήσει μία αμοιβαιότητα. Και θυμόταν ότι ήταν μία όμορφη αίσθηση αυτή. Ένιωθε την επιθυμία να αποκτήσει ξανά μία ανάγκη.

Αλλά γρήγορα έσβηνε από το μυαλό του αυτές τις σκέψεις και αυτές τις αναμνήσεις. Διότι του φαινόντουσαν τρομακτικές. Διότι κατάλαβαινε ότι πλέον ένιωθε την ανάγκη να αισθανθεί ότι έχει κάποιον ανάγκη. Να ξανααισθανθεί ευάλωτος. Και έτρεμε το φυλοκάρδι του και μόνο στην ιδέα της μικρής Κερκόπορτας, που θα επέτρεπε την άλωση του. Τρομοκρατούνταν στην ιδέα μίας ακόμα έλλειψης, που ήταν βέβαιος ότι θα αποκτήσει αν αφεθεί.

Αλλά τώρα καταλαβαίνει ότι στην πραγματικότητα ότι και να επιλέξει το αποτέλεσμα θα είναι το ένα και το αυτό. Φαινομενικά έχει δύο επιλογές, αλλά γνωρίζει ότι αυτή είναι μία. Και μία διαθέσιμη επιλογή, παύει να είναι επιλογή. Είναι μονόδρομος.