Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2019

Τριανταρίζοντας


30. Τριάντα. Τι λες τώρα; Έφτασε λοιπόν η εποχή που φαινόταν τόσο μακριά όλη την προηγούμενη ζωή μου. Ακόμα και στα 28. Και ναι προφανώς δεν αλλάζει κάτι μεταξύ 29 ετών, 364 ημερών και 30 ετών και μία μέρα. Αλλά είναι γεγονός ότι σαν λέξη ή νούμερο αποτελεί μία πολύ ισχυρή αφορμή για μία ανασκόπηση της μέχρι τώρα ζωής.

Και κάπου εκεί βγαίνουν τα πρώτα συμπεράσματα. Τι σημαίνει να είσαι τριάντα; Υποψιάζομαι ότι οι απαντήσεις διαφέρουν από άτομο σε άτομο, άρα μπορώ να μιλήσω μόνο για την πάρτη μου ή έστω με βάση την πάρτη μου. Τι σημαίνει λοιπόν να είσαι τριάντα;

Σημαίνει αρχικά την ίδια την ανασκόπηση που κάνεις. Ποτέ δεν την έκανες πιο πριν, ποτέ δεν τόλμησες να προσπαθήσεις να στιβάξεις όλες τις αναμνήσεις που σε καθόρισαν σαν άνθρωπο. Και φυσικά βλέπεις ότι κάτι τέτοιο είναι αδιανόητο και θα σε ρίξει στα ψυχοφάρμακα κατά την προσπάθεια να το επιτύχεις. Σημαίνει να αντιλαμβάνεσαι, ότι βρίσκεσαι σε καλό δρόμο για το δεύτερο.

Σημαίνει να είσαι αρκετά μεγάλος για να έχεις όνειρα αλλά αρκετά νέος για να μην έχεις στόχους. Αρκετά μεγάλος για να ελπίζεις αλλά και αρκετά νέος για να παύσεις να προσδοκείς.

Σημαίνει να νιώθεις αρκετά μεγάλος ώστε να γνωρίζεις ήδη τους ανθρώπους και τον εαυτό σου αλλά ταυτόχρονα να είσαι και αρκετά νέος ώστε να εκπλήσσεσαι συχνά-πυκνά και από τους άλλους αλλά και από σένα τον ίδιο.

Σημαίνει να έχεις ή να νιώθεις ότι πρέπει να έχεις μία δουλειά την οποία δεν θα σε χαλούσε να την κάνεις μέχρι τη σύνταξη σου και ταυτόχρονα να έχεις διαπιστώσει ότι δεν θα κάνεις ποτέ τη δουλειά των ονείρων σου, διότι δεν την είχες καν φανταστεί εκεί γύρω στα 18 και τη συνειδητοποίησες  λίγα μόλις χρόνια πριν. Αλλά να μην σε χαλάει ιδιαίτερα αυτό.

Σημαίνει το να έχεις καταλήξει, αν ποτέ ενδιαφέρθηκες, στον τρόπο που θα εκφράζεις τις όποιες ανησυχίες σχετικά με τη ζωή και τον κόσμο. Να μετανοιώνεις αρχικά που δεν το βρήκες ή δεν το πίστεψες τόσο νωρίτερα, αλλά να αντιλαμβάνεσαι αργότερα ότι έτσι έπρεπε να γίνει και μάλλον καλύτερα που υπήρξε όλος αυτός ο πειραματισμός.

Σημαίνει το να έχεις πετύχει να μην έχεις καμιά παραπάνω σχέση με την οικογένεια σου, πέρα από τις καθαρά οικογενειακές. Και να τρομοκρατείσαι στην ιδέα ότι κάποια στιγμή μπορεί να επιστρέψεις στο πατρικό σου, σαν μόνιμος κάτοικος του. Είσαι αρκετά μεγάλος για κήρυγμα αλλά και νιώθεις και αρκετά μικρός για να μαγειρέψεις σου μόνο σου έναν μουσακά.
Σημαίνει το να θέλεις στις διακοπές και να χαλαρώνεις αλλά και να ανακαλύπτεις νέους ανθρώπους και μέρη. Διότι είσαι αρκετά μεγάλος, άρα χρειάζεσαι το πρώτο αλλά και αρκετά νέος άρα προσδοκάς και το δεύτερο. Και τελικά στο τέλος θυμάσαι ότι είσαι αρκετά μεγάλος αλλά δεν ξεκουράστηκες αρκετά, είσαι όμως και αρκετά νέος αλλά δεν είχες αντίστοιχες εμπειρίες. Και τελικά το αποδέχεσαι, νιώθεις καλά με αυτό και γυρνάς στην εργασιακή ρουτίνα.

Σημαίνει το να είσαι αρκετά νέος έτσι ώστε να συνεχίσεις να βγαίνεις και να πίνεις το καταπέτασμα αλλά και να είσαι αρκετά μεγάλος έτσι ώστε να έχεις κάνει αιματολογικές εξετάσεις των οποίων τα αποτελέσματα στο έχουν απαγορεύσει αυτό. Έτσι καταλήγεις να κάνεις δίαιτα και αποτοξίνωση δύο ημέρες και την Τρίτη λες να πιεις ένα ποτάκι. Η συνέχεια γνωστή.

Σημαίνει όμως το να είσαι αρκετά ώριμος έτσι ώστε να ξέρεις τι και πόσο πρέπει να πιεις για να μην χάσεις τον έλεγχο. Να έχεις την κατάλληλη αυτογνωσία για να ξέρεις μέχρι που και πότε πρέπει να πειραματιστείς, έτσι ώστε να μην έχεις μετεφηβικές ιστορίες.

Σημαίνει το να μην έχεις ανάγκη την εκτίμηση της συντριπτικής πλειοψηφίας των ανθρώπων γύρω σου διότι κατάλαβες ότι και όλα τα προηγούμενα χρόνια που υποτίθεται ότι την είχες δεν μετουσιώθηκε σε κάτι χειροπιαστό ποτέ, αντίθετα διαψεύστηκε «με εκτίμηση» πάντα. Εκτός από αυτή τη μικρή μειοψηφία που ξέφυγε από τους υπόλοιπους. Και αυτοί είναι οι άνθρωποι που αγαπάς.

Σημαίνει να γνωρίζεις ότι η κοπέλα για την οποία ένιωσες ότι δυνατότερο και ότι τρυφερότερο στη ζωή σου, δεν σε έχει στο μυαλό της ούτε καν σαν μία αμελητέα ανάμνηση και δεν σε πειράζει ιδιαίτερα αυτό καθώς πλέον είσαι αρκετά μεγάλος έτσι ώστε να κρίνεις αν η όλη ιστορία ήταν μία μεγάλη χαμένη ευκαιρία ή μία μεγάλη μαλακία και νιώθεις αρκετά νέος, καταλήγοντας στο δεύτερο.

Σημαίνει ότι είσαι αρκετά νέος έτσι ώστε να έχεις σύντομες περιπέτειες αλλά και αρκετά μεγάλος έτσι ώστε αν μία απο αυτές καταλήξει σε κάτι σοβαρότερο να μην έχεις πρόβλημα με αυτό. Να μην σε τρομάζει καν η ιδέα ότι αυτή η γυναίκα μπορεί να είναι η τελευταία που θα γνωρίσεις.

Σημαίνει ότι είσαι αρκετά μεγάλος έτσι ώστε να αρχίσεις να σκέφτεσαι το ενδεχόμενο της επερχόμενης ανυπαρξίας αλλά αρκετά νέος έτσι ώστε να τρομάζεις περισσότερο με την ιδέα μίας άδειας και αδιάφορης ζωής.

Σημαίνει το να είσαι αρκετά μεγάλος έτσι ώστε να μπορείς να βαδίσεις ανεξάρτητα και δυναμικά στη ζωή αλλά και αρκετά νέος ώστε να είναι βάσιμο να αναμένεις την εμπειρία όλων των ομορφιών που αυτή προσφέρει.

Το να είσαι τριάντα, σημαίνει να βρίσκεσαι στην καλύτερη εποχή της ζωής σου.

Υ.Γ. Στη φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο, είναι τα δώρα που μου έκαναν οι φίλοι μου στα αντίστοιχα γενέθλια και τα θεωρώ πλήρως αντιπροσωπευτικά της τωρινής ηλικίας και προσωπικότητας μου.


Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2019

Το soundtrack της αυτοχειρίας



Το 1933 στο Παρίσι, ο Ούγγρος συνθέτης  Rezső Seress, ολοκληρώνει και εκδίδει το τραγούδι του με τίτλο Vége a világnak (The world is ending). Προσπαθώντας να καθιερωθεί στο μουσικό στερέωμα της εποχής ούτε που φανταζόταν ότι εκείνη τη στιγμή γεννιόταν ένας από τους μεγαλύτερους αστικούς θρύλους της μουσικής του 20ου αιώνα.

Λίγα χρόνια μετά, το 1936, ο επίσης Ούγγρος ποιητής  László Jávor, γράφει τους δικούς του στίχους οι οποίοι θα καθιερωθούν ως  οι de facto στίχοι της σύνθεσης του Seress. Ο τίτλος αυτών: Szomorú vasárnap (Sad Sunday). Οι στίχοι περιγράφουν τον βουβό θρήνο ενός εραστή για την απώλεια της ερωμένης του και πάνω στην απελπισία του την καλεί στην προσχεδιασμένη του κηδεία. Το τραγούδι παίρνει τον διεθνή τίτλο Gloomy Sunday.

Σύντομα το τραγούδι αρχίζει να αποκτάει ολοένα και πιο αυξανόμενη δημοτικότητα. Τα γραμμόφωνα της εποχής το αναπαράγουν όλο και πιο συχνά. Η φήμη του εξαπλώνεται σε παγκόσμιο επίπεδο. Μεταφράζεται αυτολεξεί στις περισσότερες εκδόσεις του. Και σύντομα αρχίζει να πρωταγωνιστεί. Όχι μόνο για τον αδιαμφισβήτητο μουσικό του πλούτο.

Σε μία εποχή που η φτώχεια του μεσοπολέμου, οι συνέπειες  του οικονομικού κραχ του 1929, η άνοδος του φασισμού  και ακόμα και ο αφελής ρομαντισμός(συγκριτικά με σήμερα) κάνουν τη μελαγχολία και την κατάθλιψη να εξαπλώνονται σαν επιδημία, πολλοί άνθρωποι βρίσκουν τη λύση στο να δώσουν τέλος στη ζωή τους.

Όλο και περισσότερες αυτοκτονίες αρχίζουν να συνδέονται με το Gloomy Sunday. Άλλοι έστρεφαν το περίστροφο στον κρόταφο τους, έχοντας το σαν soundtrack , άλλοι πηδούσαν από τις γέφυρες της Βουδαπέστης  στα νερά του Δούναβη έχοντας στις τσέπες των σακακιών τους τις παρτιτούρες του καταραμένου τραγουδιού. Το BBC επέτρεπε μόνο ορχηστρικές εκδόσεις του τραγουδιού μέχρι και το 2002.

Σύντομα άρχισαν και οι συνωμοσίες. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που πίστευαν ότι πίσω από τις νότες του τραγουδιού, κρυβόταν ένα υποσυνείδητο μήνυμα που προέτρεπε τον εκάστοτε ακροατή στην αυτοχειρία. Είναι ευκόλως εννοούμενο ότι οποιαδήποτε υπερφυσική δυνατότητα του τραγουδιού δεν αποδείχτηκε ποτέ. Οι πιο ψύχραιμοι και λογικοί πίστευαν ότι ήταν απλά μία μόδα.

Καταραμένο ή μη, το Gloomy Sunday είναι ένα απίστευτα όμορφο τραγούδι. Περιγράφει ίσως καλύτερα από κάθε άλλο την απόγνωση του εραστή που συνειδητοποιεί ότι χάνει για πάντα το αντικείμενο του πόθου του. Έχοντας οι στίχοι αναλάβει τον άχαρο ρόλο, των στεγνών μαύρων σκέψεων που κατακλύζουν το μυαλό του παθόντος, η μουσική έχοντας μία πιο γλυκόπικρη αίσθηση, είναι αυτή που προσφέρει τη λύτρωση του. Είναι το παρελθόν; Είναι η ανάμνηση των όμορφων στιγμών που οδήγησαν στον τωρινό θρήνο; Είναι το μέλλον; Είναι η ανακούφιση ότι όλη αυτή η συναισθηματική οδύνη θα τελειώσει σύντομα;

Ίσως είναι όλα αυτά μαζί. Όπως και να έχει το νιώθει εύκολα ο οποιοδήποτε ακροατής πως ο ήχος της μουσικής και των στίχων του Gloomy Sunday, είναι ο ήχος της γέφυρας που ενώνει την απόγνωση και το επιθυμητό τέλος της. Όπως η γέφυρα που ενώνει τη Βούδα και τη Πέστη και διασχίζει το Δούναβη και υπήρξε η μήτρα του θρύλου του τραγουδιού.

Σε ένα live της η Diamanda Galas, προτού προβεί σε μία από τις συγκλονιστηκότερες ερμηνείες του soundtrack της αυτοχειρίας, μας αναφέρει μία ενδιαφέρουσα ιστορία. Ήταν όταν οι παραγωγοί της Billie Holiday της ζήτησαν να το ερμηνεύσει λίγο πιο χαρούμενα και όχι τόσο μελαγχολικά. Ήταν η στιγμή που σύμφωνα με την Ελληνοαμερικανίδα  καλλιτέχνιδα, γεννήθηκε η pop μουσική.

Το 1968 ο συνθέτης του τραγουδιού Rezső Seress, ανήμερα των 69ων γενεθλίων, κάνει άλμα θανάτου από το μπαλκόνι της πολυκατοικίας που διέμενε. Οι φήμες που ακολούθησαν ότι άκουγε το δημιούργημα του, την ώρα που έκανε το βήμα για να δώσει τέλος στη ζωή του, ελέγχονται ως ανακριβείς.

Υ.Γ. Παρακάτω η εκδοχή του τραγουδιού από τη Diamanda Galas, αυτή που με άγγιξε περισσότερο από όσες έχω ακούσει.

Sadly one Sunday
I waited and waited
With flowers in my arms
All the dream has created
I waited 'til dreams,
Like my heart, were all broken
The flowers were all dead
And the words were unspoken
The grief that I know
Was beyond all consoling
The beat of my heart
Was a bell that was tolling

Saddest of Sundays

Then came a Sunday
When you came to find me
They bore me to church
And I left you behind me
My eyes could not see
What I wanted to love me
The earth and the flowers
Are forever above me
The bell tolled for me
And the wind whispered, "Never!"
But you I have loved
And I'll bless you forever

Last of all Sundays





Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2019

Όταν ο χρόνος είναι ο μοναδικός γιατρός



Υπάρχουν μέρες, βδομάδες ακόμα και μήνες που έχουμε τις μαύρες μας. Κάποιες φορές δικαιολογημένα, κάποιες φορές τελείως αδικαιολόγητα. Πολλές από αυτές για κάτι επίκαιρο που έχει συμβεί στη ζωή μας, άλλες λιγότερες διότι απλά έτσι έχει γυρίσει η βίδα και ανακαλούμε στη μνήμη μας, καταστάσεις και βιώματα που μας έχουν δημιουργήσει άσχημα συναισθήματα.

Και αφού το διαπιστώσουμε ότι δεν νιώθουμε καλά, ξεκινάμε το ταξίδι της διαπίστωσης του τι φταίει για αυτή την αίσθηση. Δεν είναι σπάνιο, η εκάστοτε αιτία ή και αφορμή να είναι τόσο προφανής, που αυτή η αναζήτηση έχει απειροελάχιστη διάρκεια, ίσως και μόνο λίγες στιγμές. Ούτε όμως και το να μην μπορούμε να εντοπίσουμε τι μας έβλαψε, είναι ασυνήθιστο.

Και τέλος, προσπαθούμε να ανατρέψουμε αυτή την αρνητική κατάσταση, όσο αυτό είναι δύνατο, με απόπειρες που έχουν ως στόχο είτε να ακυρώσουν το «κακό» είτε απλά θα έχουν τόσο θετικό αντίκτυπο στη διάθεση μας, όσο επαρκεί για να αντισταθμήσει το αντίστοιχο αρνητικό που μας ταλαιπωρεί. Ενίοτε επιτυχημένα.

Όταν είναι πετυχημένη η έκβαση αυτής της προσπάθειας, δικαίως είμαστε χαρούμενοι για τον κόπο μας. Και είναι απόλυτα λογικό να νιώθουμε και κάποιας μορφής περηφάνεια, διότι μπορέσαμε και ξεπεράσαμε ακόμα ένα σκόπελο. Τι γίνεται όμως όταν αυτή η εναλλαγή της διάθεσης έρχεται χωρίς φανερή αιτία ή με κάποια ασήμαντη αφορμή;

Εκεί είναι που εμφανίζεται το βασικότερο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης. Είναι ένστικτό της αυτοσυντήρησης ή της επιβίωσης. Είναι η στιγμή που ο οργανισμός μας, ή η ψυχή μας, βάζει ένα φρένο σε όλες αυτές τις αισθήσεις που μας τρώνε τα σωθικά και μας υπενθυμίζει ότι τελικά δεν είναι και τόσο άσχημη η ζωή.

Όπως προανέφερα, δεν είναι σπάνιο αυτό να επιτυγχάνεται μέσω μίας ασήμαντης, φαινομενικά ή και πραγματικά αφορμής. Ένας φίλος που θα συναντήσουμε μετά από καιρό, ένα αμελητέο φλερτ με έναν άλλο άνθρωπο, ακόμα και η απόλαυση ενός γλυκού μπορεί έστω και για λίγο να μας κάνει να ξεφύγουμε από την καταχνιά μας.

Αυτό δεν συμβαίνει επειδή είμαστε απαραίτητα ολιγαρκείς. Στην πραγματικότητα με την εμπειρία μίας άσχημης κατάστασης, εμείς οι άνθρωποι, σαν άλλες κατσαρίδες και με αθόρυβο σύμμαχο τον χρόνο αρχίζουμε και προσαρμοζόμαστε στα νέα δεδομένα. Και όταν πλέον είμαστε έτοιμοι, έρχεται η ασήμαντη αφορμή, η οποία σαν άλλος διακόπτης αναστρέφει τη δυσαρέσκεια μας και μας οδηγεί στο να επιστρέψουμε σε μία διάθεση, αν όχι θετική, τουλάχιστον ουδέτερη.

Ο χρόνος είναι ο χειρότερος γιατρός, που λέει και ο Γιάννης Αγγελάκας στο αριστουργηματικό τραγουδι «Καινούρια Ζάλη», αλλά κάποιες φορές δεν παύει να είναι γιατρός και μάλιστα ο μοναδικός. Και όταν η ζωή για διάφορους λόγους, είτε με δική μας υπαιτιότητα είτε λόγω των συνθηκών, δεν μας δίνει την πολυπόθητη θεραπεία, τότε το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να δώσουμε το χρόνο στον οργανισμό μας, ή στην ψυχή μας, να μπορέσει να γραπωθεί από μία από τις χιλιάδες ασήμαντες αφορμές για να γυρίσει ο τροχός.

Διότι ένα άλλο λάθος που κάνουμε όταν δεν είμαστε καλά, είναι να πιέζουμε τον εαυτό μας να νιώσει όμορφα. Όχι, αυτό δεν λειτουργεί, είναι μάταιος κόπος και το μόνο που καταφέρνει είναι να μας προκαλεί ενοχές και να δημιουργεί μία φούσκα γεμάτη απωθημένα, που όταν σκάσει, τότε τίποτα δεν θα μπορεί να συγκρατήσει την ανεξέλεγκτη διασπορά τους. Και τότε θα είναι αργά.

Κάπως έτσι, αποδεικνύεται ότι ο μόνος τρόπος για να μπορέσουμε να ξαναζήσουμε όπως μας αρμόζει είναι να δώσουμε τον χρόνο στον εαυτό μας να επιβιώσει και να αντέξει τις δυσκολίες που θα εμφανιστούν. Το μόνο που απαιτείται για να συμβεί αυτό είναι να έχουμε υπομονή, επιμονή και κυρίως, εμπιστοσύνη. Σε μας τους ίδιους.