Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2019

Το soundtrack της αυτοχειρίας



Το 1933 στο Παρίσι, ο Ούγγρος συνθέτης  Rezső Seress, ολοκληρώνει και εκδίδει το τραγούδι του με τίτλο Vége a világnak (The world is ending). Προσπαθώντας να καθιερωθεί στο μουσικό στερέωμα της εποχής ούτε που φανταζόταν ότι εκείνη τη στιγμή γεννιόταν ένας από τους μεγαλύτερους αστικούς θρύλους της μουσικής του 20ου αιώνα.

Λίγα χρόνια μετά, το 1936, ο επίσης Ούγγρος ποιητής  László Jávor, γράφει τους δικούς του στίχους οι οποίοι θα καθιερωθούν ως  οι de facto στίχοι της σύνθεσης του Seress. Ο τίτλος αυτών: Szomorú vasárnap (Sad Sunday). Οι στίχοι περιγράφουν τον βουβό θρήνο ενός εραστή για την απώλεια της ερωμένης του και πάνω στην απελπισία του την καλεί στην προσχεδιασμένη του κηδεία. Το τραγούδι παίρνει τον διεθνή τίτλο Gloomy Sunday.

Σύντομα το τραγούδι αρχίζει να αποκτάει ολοένα και πιο αυξανόμενη δημοτικότητα. Τα γραμμόφωνα της εποχής το αναπαράγουν όλο και πιο συχνά. Η φήμη του εξαπλώνεται σε παγκόσμιο επίπεδο. Μεταφράζεται αυτολεξεί στις περισσότερες εκδόσεις του. Και σύντομα αρχίζει να πρωταγωνιστεί. Όχι μόνο για τον αδιαμφισβήτητο μουσικό του πλούτο.

Σε μία εποχή που η φτώχεια του μεσοπολέμου, οι συνέπειες  του οικονομικού κραχ του 1929, η άνοδος του φασισμού  και ακόμα και ο αφελής ρομαντισμός(συγκριτικά με σήμερα) κάνουν τη μελαγχολία και την κατάθλιψη να εξαπλώνονται σαν επιδημία, πολλοί άνθρωποι βρίσκουν τη λύση στο να δώσουν τέλος στη ζωή τους.

Όλο και περισσότερες αυτοκτονίες αρχίζουν να συνδέονται με το Gloomy Sunday. Άλλοι έστρεφαν το περίστροφο στον κρόταφο τους, έχοντας το σαν soundtrack , άλλοι πηδούσαν από τις γέφυρες της Βουδαπέστης  στα νερά του Δούναβη έχοντας στις τσέπες των σακακιών τους τις παρτιτούρες του καταραμένου τραγουδιού. Το BBC επέτρεπε μόνο ορχηστρικές εκδόσεις του τραγουδιού μέχρι και το 2002.

Σύντομα άρχισαν και οι συνωμοσίες. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που πίστευαν ότι πίσω από τις νότες του τραγουδιού, κρυβόταν ένα υποσυνείδητο μήνυμα που προέτρεπε τον εκάστοτε ακροατή στην αυτοχειρία. Είναι ευκόλως εννοούμενο ότι οποιαδήποτε υπερφυσική δυνατότητα του τραγουδιού δεν αποδείχτηκε ποτέ. Οι πιο ψύχραιμοι και λογικοί πίστευαν ότι ήταν απλά μία μόδα.

Καταραμένο ή μη, το Gloomy Sunday είναι ένα απίστευτα όμορφο τραγούδι. Περιγράφει ίσως καλύτερα από κάθε άλλο την απόγνωση του εραστή που συνειδητοποιεί ότι χάνει για πάντα το αντικείμενο του πόθου του. Έχοντας οι στίχοι αναλάβει τον άχαρο ρόλο, των στεγνών μαύρων σκέψεων που κατακλύζουν το μυαλό του παθόντος, η μουσική έχοντας μία πιο γλυκόπικρη αίσθηση, είναι αυτή που προσφέρει τη λύτρωση του. Είναι το παρελθόν; Είναι η ανάμνηση των όμορφων στιγμών που οδήγησαν στον τωρινό θρήνο; Είναι το μέλλον; Είναι η ανακούφιση ότι όλη αυτή η συναισθηματική οδύνη θα τελειώσει σύντομα;

Ίσως είναι όλα αυτά μαζί. Όπως και να έχει το νιώθει εύκολα ο οποιοδήποτε ακροατής πως ο ήχος της μουσικής και των στίχων του Gloomy Sunday, είναι ο ήχος της γέφυρας που ενώνει την απόγνωση και το επιθυμητό τέλος της. Όπως η γέφυρα που ενώνει τη Βούδα και τη Πέστη και διασχίζει το Δούναβη και υπήρξε η μήτρα του θρύλου του τραγουδιού.

Σε ένα live της η Diamanda Galas, προτού προβεί σε μία από τις συγκλονιστηκότερες ερμηνείες του soundtrack της αυτοχειρίας, μας αναφέρει μία ενδιαφέρουσα ιστορία. Ήταν όταν οι παραγωγοί της Billie Holiday της ζήτησαν να το ερμηνεύσει λίγο πιο χαρούμενα και όχι τόσο μελαγχολικά. Ήταν η στιγμή που σύμφωνα με την Ελληνοαμερικανίδα  καλλιτέχνιδα, γεννήθηκε η pop μουσική.

Το 1968 ο συνθέτης του τραγουδιού Rezső Seress, ανήμερα των 69ων γενεθλίων, κάνει άλμα θανάτου από το μπαλκόνι της πολυκατοικίας που διέμενε. Οι φήμες που ακολούθησαν ότι άκουγε το δημιούργημα του, την ώρα που έκανε το βήμα για να δώσει τέλος στη ζωή του, ελέγχονται ως ανακριβείς.

Υ.Γ. Παρακάτω η εκδοχή του τραγουδιού από τη Diamanda Galas, αυτή που με άγγιξε περισσότερο από όσες έχω ακούσει.

Sadly one Sunday
I waited and waited
With flowers in my arms
All the dream has created
I waited 'til dreams,
Like my heart, were all broken
The flowers were all dead
And the words were unspoken
The grief that I know
Was beyond all consoling
The beat of my heart
Was a bell that was tolling

Saddest of Sundays

Then came a Sunday
When you came to find me
They bore me to church
And I left you behind me
My eyes could not see
What I wanted to love me
The earth and the flowers
Are forever above me
The bell tolled for me
And the wind whispered, "Never!"
But you I have loved
And I'll bless you forever

Last of all Sundays





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου