Τρίτη 28 Νοεμβρίου 2017

Γράφοντας για τον ΠΑΟΚ


Έχει γύρω στα 3 χρόνια που ασχολούμαι κάπως πιο σοβαρά με το γράψιμο. Μέσα σε αυτά τα χρόνια έχω εκφράσει σκέψεις, συναισθήματα, απόψεις και πτυχές της προσωπικότητας μου είτε άμεσα είτε έμμεσα. Με ότι καλό ή και κακό μπορεί να σημαίνει αυτό. Όμως δεν έχω εκφράσει ποτέ το παραμικρό για ένα σημαντικό μέρος του εαυτού μου. Ασπρόμαυρο είναι. Και είναι ο Π.Α.Ο.Κ.

Θα μπορούσα να γράψω κάτι για την ιστορία αυτού του σωματείου. Θεωρώ ότι ένα και μόνο άρθρο είναι πολύ λίγο και θα ήταν υποτιμητικό για ένα τόσο μεγάλο κεφάλαιο. Ετσι πιστεύω θα άρμοζε περισσότερο να γράψω το τι σημαίνει για μένα, ο Π.Α.Ο.Κ. και γιατί έχω αποφασίσει να τον ακολουθώ είτε από κοντά είτε από απόσταση. Ίσως για να δώσω και μία απάντηση στο γιατί ένας τύπος σαν εμένα, που του αρέσει να ασχολείται με και καλά σοβαρά θέματα, αφιερώνει τόση συναισθηματική ενέργεια σε κάτι που πολλοί κουλτουριάρηδες, ψωνάρες, wanna be διανοούμενοι απαξιούν όχι μόνο να ασχοληθούν αλλά και να καταλάβουν.

Μπορεί την οπαδική μου ταυτότητα να την κληρονόμησα τυπικά από τον πατέρα μου, αλλά ουσιαστικά την αποδέχτηκα στην εφηβεία μου. Ήταν το 2003, όταν μία ομάδα σακατεμένη από οικονομικά προβλήματα, κατάφερνε  κόντρα σε οποιαδήποτε δυνατή αντίξοη συνθήκη να κατακτήσει το κύπελλο.  Χωρίς να το αντιληφθώ φυσικά σε αυτή την ηλικία, το συγκεκριμένο αθλητικό γεγονός ήταν ο συμβολισμός της ζωής που ήταν προδιαγεγραμμένο βάσει συνθηκών να ζήσω. Και που επέλεξα να ζήσω μέχρι τώρα, ας μην κρυβόμαστε. Γνωρίζοντας την ιστορία της ομάδας στα επόμενα χρόνια, παρατηρούσα τόσα κοινά με τα δικά μου βιώματα.

Μια ζωή αυτή η ομάδα ενάντια σε συνθήκες, κατεστημένα και καταστάσεις , να αγωνίζεται και να μην τα παρατάει ποτέ ακόμα και όταν όλα φαίνονταν να έχουν χαθεί. Οι ήττες και οι κατραπακιές περισσότερες από τις νίκες και τις χαρές. Αλλά εκεί στον αγώνα. Ο Π.Α.Ο.Κ. όντας προσφυγικό σωματείο δημιουργήθηκε από τα δύσκολα, ζει για τα δύσκολα, ονειρεύεται για τα δύσκολα. Μία στάση ζωής του συλλόγου που έχει περάσει στο DNA του...

Μόνο από τα χρώματα του Π.Α.Ο.Κ.  αντιλαμβάνεται εύκολα κανείς την κυκλοθυμικότητα που τον χαρακτηρίζει ως σύλλογο. Άσπρο και Μαύρο. Οτιδήποτε ενδιάμεσο είναι για τους μέτριους.  Είναι αυτή η κυκλοθυμικότητα, που κάνει οποιονδήποτε δίνει έστω και ένα μικρό κομμάτι της ψυχής του για αυτή την ομάδα, να απαξιεί για τα χλιαρά συναισθήματα.  Αυτό είναι που κάνει τον ΠΑΟΚτσή να μην μπορεί να κρίνει με αντικειμενικότητα και με ψυχραιμία την μεγάλη του αγάπη. Αυτή η λειτουργία είναι  που μας κάνει αυτοκαταστροφικούς πολλές φορές αλλά μας δίνει και το δικαίωμα να απολαμβάνουμε στο μέγιστο τις λίγες χαρές που καταφέρνουμε και κατακτούμε. Και είναι αλήθεια ότι η ευτυχία, που μας έχουν προσφέρει οι λίγες συγκριτικά επιτυχίες μας, όχι μόνο ισοδυναμεί αλλά ξεπερνά την αντίστοιχη που έχουν προσφέρει πολλές περισσότερες στους άλλους.

Γνωρίζοντας και ταυτόχρονα ερωτεύοντας την πόλη που μεγάλωσα τη Θεσσαλονίκη, δεν ήταν δύσκολο για μένα να καταλάβω ότι ο Π.Α.Ο.Κ. είναι η ομάδα που αρμόζει στη συγκεκριμένη πόλη. Από το γεγονός ότι ιστορικά έχει υπάρξει το πλέον φιλόξενο μέρος όχι μόνο για ποικοίλους πολιτισμούς, αλλά και για τόσο διαφορετικούς τύπους ανθρώπων. Έτσι και σήμερα μία βόλτα στη Θύρα 4 θα σε κάνει να καταλάβεις ότι δεν έχουν σημασία τα χαρακτηριστικά που κληρονόμησες αλλά τα χαρακτηριστικά που έχτισες κατά τη διάρκεια της ζωής σου. Οποιουδήποτε είδους ρατσισμός δεν χωράει στην κουλτούρα του οπαδού του Π.Α.Ο.Κ. Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά σε ένα σύλλογο που δημιουργήθηκε από κατατρεγμένους και ανεπιθύμητους. Και παρ’ότι βλέπουμε σε πολλές άλλες ομάδες ο φασισμός και ο ρατσισμός να κάνουν αισθητή την παρουσία τους ακόμα και οργανωμένα, στον Π.Α.Ο.Κ. αυτό έχει περιοριστεί μόνο σε μεμονωμένους βλαμμένους. Δεν είναι τυχαίο που το μοναδικό οπαδικό κίνημα το οποίο αντιτάχθηκε στη Χρυσή Αυγή ήταν αυτό των ΠΑΟΚτσήδων. Με τον τρόπο που αρμόζει κανείς να αντιτάσσεται στους φασίστες. Τους σπάσαν τα γραφεία.

Ο Π.Α.Ο.Κ. είναι ένας σύλλογος και ένα κίνημα με καθαρά λαϊκή βάση. Αυτό πολλές φορές χλευάζεται. Από αυτούς που δεν έχουν ιδέα τι νοήματα και τι βιώματα κρύβει μέσα της αυτή η έννοια. Το να αποκαλεί κάποιος τον Π.Α.Ο.Κ. «μπαογκ» πέρα από το γεγονός ότι είναι καθαρά ρατσιστικό μια και κακοχαρακτηρίζει ένα κοινωνικό σύνολο ενός εκατομμυρίου ανθρώπων, είναι και τελείως αβάσιμο μία και το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό (όχι της «λαϊκούρας» αλλά της καφρίλας) ευδοκιμεί και στους οπαδούς όλων των άλλων μεγάλων ομάδων. Ίσως όμως και εδώ ακόμα και από τους ίδιους τους αντιπάλους επιβεβαιώνεται η αυθεντική λαϊκή χροιά της ΠΑΟΚτσήδικης ιδέας. Ίσως γιατί στην Ελλάδα η μόνη πραγματική λαϊκή ομάδα είναι ο Π.Α.Ο.Κ. Άρα κάπως πρέπει να υποτιμηθεί από τους «εχθρούς» του μια και δεν υπάρχει άλλος τρόπος να πλησιαστεί. Στην τελική είναι γνωστό από όλες τις πτυχές της ζωής μας, ότι είναι τιμή μας κάποιοι άνθρωποι να μην μας έχουν σε εκτίμηση.

Επέλεξα να μιλήσω γενικά και να μην αναφερθώ σε συγκεκριμένες εμπειρίες της ζωής μου που έχουν να κάνουν με τον Π.Α.Ο.Κ., διότι δεν θα τελείωνε ποτέ το κείμενο. Ακόμα και τώρα έχω αφήσει τόσα  πράγματα μόνο για το μυαλό μου και την καρδιά μου. Θα κάνω μόνο μία εξαίρεση και θα αναφέρω μία εμπειρία τόσο δική μου αλλά είμαι σίγουρος και τόσο κοινή με τους άλλους ΠΑΟΚτσήδες. Είναι η στιγμή που ένας ΠΑΟΚτσής βλέπει ένα φίλο του και συνοπαδό του ζορισμένο από διάφορα προβλήματα, και τότε του δίνει μία δυνατή καρπαζιά στην πλάτη και του φωνάζει με τόσο τσαμπουκά και ταυτόχρονα με τόση αγάπη «Π.Α.Ο.Κ. ΕΙΣΑΙ!». 



Τετάρτη 22 Νοεμβρίου 2017

Η αίσθηση του ονείρου να μην χαθεί


Από τα πρώτα χρόνια της ζωής μας, αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε την έννοια του χρόνου. Είτε τελικά η έννοια αυτή, είναι υπαρκτή στο σύμπαν που ζούμε, είτε όχι, δεν μπορούμε να κρύψουμε ότι όλοι οι άνθρωποι χρησιμοποιούμε τον  χρόνο σαν το βασικότερο εργαλείο για τη σκέψη μας και για τον στοχασμό μας.

Επόμενο λοιπόν είναι αφού αντιληφθούμε τον χρόνο, να τον μοιράσουμε, στις 3 γνωστές μας διαστάσεις του. Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Το παρελθόν θα το εμπλουτίσουμε με τις αναμνήσεις μας, το παρόν με τις πράξεις μας και το μέλλον σαν φύσει αφελή, αισιόδοξα πλάσματα που είμαστε, με τα όνειρα μας.

Τα όνειρα, από τη στιγμή που εγκαταλείπουμε την πρώιμη παιδική μας ηλικία, εγκαθίστανται μέσα στη συνείδηση μας. Κάποιες φορές μένουν σταθερά, κάποιες φορές μεταβάλλονται αλλά η φύση του να ονειρευόμαστε, αυτή καθεαυτή παραμένει μέσα στο μυαλό μας μέχρι και τη στιγμή που ενηλικιώμαστε και κάποιες φορές ίσως και λίγο παραπάνω.

Είναι έτσι δομημένη η κοινωνία μας, που θεωρείται απαιτητό, μόλις φτάσεις στα 18 να έχεις καταλήξει στα όνειρα σου και να έχεις ήδη οραματιστεί τον τρόπο που θα τα πετύχεις. Τι και αν η ίδια, δεν κάνει τίποτα για να σε βοηθήσει να καταλήξεις ποια είναι αυτά που σου ταιριάζουν, ποια είναι αυτά που θα σε κάνουν να νιώθεις πραγματικά ζωντανός. Το αντίθετο πολλές φορές, κάνει ότι μπορεί για να σε απομακρύνει από αυτό. Αλλά αυτό ίσως είναι καλύτερα να αναπτυχθεί σε ένα άλλο ανεξάρτητο κείμενο.

Και φτάνουμε στα πρώτα ενήλικα χρόνια μας. Συνήθως μέσω σπουδών θα προσπαθήσουμε να πετύχουμε, να κάνουμε τα όνειρα μας πραγματικότητα. Δεν θα έχω ανακαλύψει ούτε την Αμερική, ούτε τον τροχό, αν αναφέρω ότι θα είναι μία δύσκολη πρόκληση. Ειδικά για όλους εμάς που ενηλικιώθηκαν, την περίοδο που η Ελληνική κοινωνία πήρε και επίσημα την κατιούσα, αποδείχθηκε ότι πολλά από αυτά τα όνειρα ήταν απόλυτα απατηλά.

Αλλά ας μην γελιόμαστε δεν χρειαζόταν αυτή η κλωτσιά που φάγαμε στον πισινό μας, για να εγκαταλείψουμε τα όνειρα μας. Είναι, παγκοσμίως, τέτοιες οι κοινωνίες, που εμείς οι άνθρωποι έχουμε χτίσει, που πολύ σύντομα μετά την ενηλικίωση μας, προτεραιότητα παίρνει η καθημερινότητα μας, οι λογαριασμοί, η δουλειά που δεν ονειρευτήκαμε να κάνουμε, για χάρη της επιβίωσης μας, οι σχέσεις που αναγκαζόμαστε να βιώνουμε για να μπορέσουμε να ακολουθήσαμε τα αυστηρότατα κοινωνικά πρότυπα κ.τ.λ.

Ειδικά στην ηλικία που βρίσκομαι εγώ, λίγο πριν τα πρώτα –άντα, είναι πάρα πολύ συνηθισμένη στις συζητήσεις μας, η  απορία για το που πήγαν τα όνειρα μας και αν μπορούμε ακόμα να τα ξαναβρούμε. Κάποιες φορές κιόλας βλέπω, πολλούς από εμάς, να παραδέχονται ότι οι ίδιοι εθελοντικά εγκαταλείψαν κάποια όνειρα τους, καθώς στην πορεία αντιληφθήκανε ότι ίσως τελικά να μην τους ταιριάζανε. Προσωπικά οφείλω να παραδεχτώ ότι ανήκω σε αυτή την κατηγορία.

Όλα τα παραπάνω δεν είναι απαραίτητα αρνητικά. Διότι στην πρώτη περίπτωση οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι δεν ζούμε σε έναν παραμυθένιο κόσμο με λιβάδια και λουλούδια, έτσι δεν είναι απίθανο να διαγράψουμε κάποια όνειρα, τα οποία εκ των συνθηκών δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν. Και στη δεύτερη περίπτωση, γνωρίζουμε όλοι ότι πολλές φορές οι άνθρωποι αλλάζουν και έτσι αλλάζουν και οι επιθυμίες μας καθώς και αυτά που μας ευχαριστούνε. Εδώ δεν διστάζουμε να προδώσουμε ανθρώπους όταν δεν μας καυλώνουν πλέον, στα όνειρα μας θα κολώσουμε;

Το χειρότερο όμως είναι όταν παύει να υπάρχει αυτό που αναφέρθηκε στην αρχή αυτού του κειμένου. Η αίσθηση της ύπαρξης ενός ονείρου. Αυτή η ρουφιάνα η ενέργεια που έχουμε μέσα μας, που δίνει φωτιά στην καρδιά μας, κατά τη διάρκεια της ημέρας και της νύχτας, αυτή η φλόγα, που μόνο η ύπαρξη ενός ονείρου, μπορεί να μας τη μεταδώσει. Πραγματικά αν κάτι με τρομάζει για το μέλλον μου, είναι να ξυπνήσω ένα πρωί και να μην έχω όνειρο ή όνειρα. Διότι τότε αυτόματα, θα νιώσω ένα κενό, θα νιώσω ότι η ζωή είναι απλά μία επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα. Δηλαδή μία απάτη. Διότι ακόμα και αν η έννοια του χρόνου είναι μία πλάνη, ο θάνατος που πλησιάζει μέρα με τη μέρα δεν είναι σίγουρα. Άρα δεν μπορεί εκ φύσεως, η μέρα να είναι επαναλαμβανόμενη.

Και πόσο άσχημο είναι αυτές οι μέρες να περνάνε χωρίς την ενέργεια που μας δίνουν ελάχιστα πράγματα στη ζωή, ίσως μόνο δύο, ο έρωτας και τα όνειρα. Διότι και ο έρωτας είναι ένα όνειρο. Και αν, δυστυχώς, δεν μπορούμε να είμαστε ερωτευμένοι συνέχεια, τουλάχιστον ας έχουμε συνέχεια, ένα όνειρο μέσα μας, έστω και με την ψευδαίσθηση ότι το υπηρετούμε. Διότι έστω και αυτή είναι αρκετή για να υπάρχει έστω αυτή η μικρή φλόγα. Και το όνειρο είναι αυτό που της δίνει οξυγόνο. Δηλαδή ζωή.


Παρασκευή 17 Νοεμβρίου 2017

Στην Ανατολή - Ένας δίσκος για το πολυτεχνείο


Μία φράση που συνηθίζεται κατά την διάρκεια μιας κουβέντας με τη συνοδεία κόκκινου ημίγλυκου κρασιού σε κάποιο από τα new age κουτούκια (και σε ορθάδικο ακόμα αν κάτσει, και είναι κάποιος λιιιίγο βλαμμένος όπως αυτός που γράφει το παρόν κείμενο...) είναι ότι σε ιστορικές περιόδους τις οποίες μια κοινωνία στο σύνολο της περνάει δύσκολες καταστάσεις, τότε είναι που εκτοξεύεται σε υψηλά επίπεδα η ποιότητα της τέχνης, που η ίδια παράγει.

Και για να μην ξεφεύγω πολύ ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα το βρίσκουμε στον ελληνικό πολιτισμό των δεκαετιών 50, 60 και 70. Ειδικά η επταετία της χούντας πρόσφερε έμπνευση για κλασσικά έργα, και σύγχρονα της(συνήθως απαγορευμένα) αλλά και λίγο μεταγενέστερα. Ειδικά στον χώρο της μουσικής γράφτηκαν υπέροχα τραγούδια είτε από τον Μάνο Λοϊζο, τον Σταύρο Κουγιουμτζή, τον Άκη Πάνου και  άλλους. Και φυσικά όλοι έχουμε ακούσει κάποια στιγμή τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη τα οποία μπορεί να μην είχαν γραφτεί απαραίτητα εκείνη την περίοδο, αλλά ακουγόντουσαν πολύ.

Αλλά υπάρχουν και κάποια τραγούδια, κάποιοι δίσκοι, εκείνης της περιόδου, οι οποίοι έχουν ξεχαστεί από το ευρύ κοινό. Από τις λίγες φορές που ο χρόνος (και όχι μόνο αυτός) συμπεριφέρεται άδικα απέναντι σε ένα μουσικό έργο.

Ένα τέτοιο μουσικό έργο είναι ο δίσκος «Στην Ανατολή» ο οποίος ηχογραφήθηκε το 1973 στον Καναδά και εκδόθηκε στην Ελλάδα το Νοέμβριο του 1974. Συντελεστές στο δίσκο; Μίκης Θεοδωράκης στην μουσική, στους στίχους ο Μίκης Θεοδωράκης και  ο Μιχάλης Κακογιάννης (σκηνοθέτης του «Ζορμπά» μεταξύ άλλων,  ελπίζω να θεωρηθεί πλεονασμός το περιεχόμενο της παρούσας παρένθεσης...) και στην ερμηνεία ο Στέλιος Καζαντζίδης. Δεύτερα φωνητικά κάνει η Χαρούλα Αλεξίου. Όσοι αντιλαμβάνονται  το καλλιτεχνικό μέγεθος των παραπάνω ονομάτων, και το τι σημαίνει να συνυπάρχουν στην ίδια παράγραφο,  παρακαλούνται να κλείσουν τα στόματα τους...

Ο δίσκος από την εισαγωγή ακόμα («Τα Πατροπαράδοτα»  με τα ιδιαίτερα φωνητικά του Μίκη Θεοδωράκη) δείχνει μία από τις προθέσεις του. Αυτή είναι το πάντρεμα της ελληνικής λαϊκής παράδοσης με το αίσθημα ελευθερίας που καταπνιγόταν την περίοδο της δικτατορίας. Κάτι που είναι λογικό αν αναλογιστούμε  τους βασικούς συντελεστές του δίσκου. Ο Μιχάλης Κακογιάννης  ο οποίος δραστηριοποιούταν ήδη πολλά χρόνια στην Αμερική και προφανώς ένοιωθε ένα έντονο συναίσθημα νοσταλγίας για την χώρα καταγωγής του, ο Θεοδωράκης και ο Καζαντζίδης με τα γνωστά(τουλάχιστον δηλωμένα...) κομμουνιστικά-πατριωτικά τους αισθήματα. 

Αυτό το αντιλαμβάνεται ο ακροατής  αρχικά από τις συνθέσεις του δίσκου οι οποίες είναι έντονα επηρεασμένες από την λαϊκη μουσική της εποχής, οπού στα ρυθμικά μονοπωλεί το μέτρο 9/8, και στα
lead σημεία παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο το μπουζούκι , το κατ’εξοχήν ελληνικό εγχορδο. Φυσικά όμως η γενικότερη φιλοσοφία του δίσκου δεν περιορίζεται στην καθ’αυτή μουσική αλλά επεκτείνεται και στον τομέα των στίχων. Τομέας καθόλου αμελητέος στην δημιουργία των τραγουδιών εκείνης της γενιάς. Καθ’όλη την διάρκεια του δίσκου συναντάμε στροφές που συνδυάζουν τα προαναφερόμενα συναισθήματα της ανάγκης για ελευθερία αλλά και της θύμισης της λαϊκής παράδοσης. Κάποια μικρά παραδείγματα είναι τα εξής:
  • «Στην ανατολή μελαχρινό παιδί δεν μπορεί να κλάψει και όλο τραγουδεί» Αναφέρεται προφανώς σε κάποια κοινά βιολογικά χαρακτηριστικά του ελληνικού πληθυσμού και στο οτι μέσω των τραγουδιών εκφράζει την αντίθεση του στις τότε(και όχι μόνο) υπάρχουσες συνθήκες
  • «θυμάσαι τότε που πετούσες με πλατιά φτερά τωρα την καρδιά σου ο καθένας την κλωτσοβολά» αναμνήσεις από περιόδους ελευθερίας του λόγου. Αν και κατά την γνώμη του γράφοντα ποτέ δεν υπήρξαν απόλυτα αυτές.
  • «Μου ‘βαλες μαχαίρι μέσα στην καρδιά μα η δικιά μου αγάπη πάντα σε ζητά» Πατρίδα είναι εκεί που μίσησα...Και αγάπησα…
  • «Βάρα πενιά να τιναχτούν τα λόγια από τα στήθια να γίνουν τα σημερινά τραγούδια παραμύθια.» Το αίσθημα της ελευθερίας που πηγάζει μέσα από την καρδιά μας, και αν βγει προς τα έξω θα γίνει ένα μελλοντικό παραμύθι
  •  «τον άλλον τον συλλάβανε γιατί ήταν γιος του Αντώνη» αναφέρεται στην συνήθεια προ  και επί Χούντας να στιγματίζεται επίσημα κάποιος επειδή οι πρόγονοι είχαν πάρε-δώσε με κομμουνιστές
  • «και αν δεν το βρω(κοσμο=κοινωνία) δεν νοιάζομαι, καινούριο έγω θα φτιάξω» αναφέρεται στην εσωτερική ανάγκη κάθε νεαρού ανθρώπου για έναν καινούριο, καλύτερο κόσμο
  • «φωτιές, φωτιές, γιατί ξέρεις να μιλάς,» ευκόλως εννοούμενο...
  • «μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια... και στα χείλη τους λουλούδια» αναφέρεται στην αγνότητα των προθέσεων των (συντριπτικά περισσότερων) παιδιών στο πολυτεχνείο
  •  «Δεν κιότεψα, δεν λύγισα και την ζωή αψήφησα» υπάρχει καλύτερη περιγραφή για την έννοια της αυτοθυσίας; Για τα παιδιά του πολυτεχνείου και πάλι...

Επίτηδες δεν ανέφερα ούτε έναν στίχο από το δεύτερο τραγούδι του δίσκου. «τα παραθύρια ορθάνοιχτα». Τι να πρωτοσχολιάσω; Την (θα τολμήσω να πω) οπερατική ερμηνεία του Καζαντζίδη , που κάνει τον θρύλο σχετικά με την αντίδραση του Φρανκ Σινάτρα όταν τον άκουσε να φαντάζει τόσο αληθινός;  Την σύνθεση του Θεοδωράκη η  οποία μέσω της απλότητας της προκαλεί δέος σε κάθε ακομπλεξάριστο, αμερόληπτο και φιλόμουσο(τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο) ακροατή;  Ή τέλος τους στίχους του Κακογιάννη οι οποίοι σε ένα μικρό ποίημα περιέχουν την ιστορία, την παράδοσή και το ταμπεραμέντο των ανθρώπων που ζουν στην γεωγραφική περιοχή που περιβάλλει το Αιγαίο πέλαγος;

Ο συγκεκριμένος δίσκος είναι αφιερωμένος στους φοιτητές του πολυτεχνείου.
Θα κλείσω με την μαρτυρία του Θεοδωράκη ότι μετά την μεταπολίτευση άνθρωποι της δισκογραφικής που έβγαλε αυτόν το δίσκο μαζεύαν οι ίδιοι τα αντίτυπα του από τα δισκοπωλεία, και έτσι τα συγκεκριμένα τραγούδια θάφτηκαν...Τα συμπεράσματα δικά σας...

*Οι στίχοι των τραγουδιών "Και δεν μίλησε κανείς" και "Ένα καράβι όνειρα" έχουν γραφτεί από τον Γιάννη Καλαμίτση και Κώστα Στυλιάτη αντίστοιχα.

1η Δημοσίευση: Balaoritou Street



Σάββατο 11 Νοεμβρίου 2017

Μαθαίνουμε να είμαστε μόνοι...


Και ναι επιτέλους βρισκόταν εκεί. Εκεί που ονειρεύτηκε να ταξιδέψει από μικρό παιδί. Στη Σκωτία. Έχοντας περάσει ολόκληρη την προηγούμενη μέρα, εξερευνώντας το Εδιμβούργο, το μεγαλοπρεπές κάστρο του, τα σκοτεινά σοκάκια του και τις μυστηριώδεις υπόγειες στοές του αποφάσισε ότι σήμερα θα ήθελε κάτι να τον ηρεμίσει. Να τον γαληνέψει.

Στην τελική έκανε διακοπές. Και διακοπές εκτός από εξερεύνηση και ανακαλύψεις σημαίνει και γαλήνη. Τη χρειαζόταν. Μπορεί να απολαμβάνει την καθημερινότητα του γενικότερα, αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν είναι πολύ απαιτητική. Χρειαζόταν να ξεφύγει. Και κάπως έτσι τώρα βρίσκεται σε ένα πέτρινο καφέ-ζαχαροπλαστείο με θέα τη Λοχ(λίμνη) Λόμοντ.

Αφήνοντας πρώτα το απαραίτητο φιλοδώρημα στη χαριτωμένη Σκωτσέζα σερβιτόρα, αρχίζει και περπατάει κατά μήκος της περιφέρειας της λίμνης. Η διαδρομή του, αποτελείται από στενά μονοπάτια με έντονη βλάστηση, η οποία αν και δυσκολεύει τις κινήσεις του, προσφέρει μία μοναδική πανδαισία χρώματων, με κυρίαρχες τις αποχρώσεις του πράσινου και του γαλάζιου.

Κάθε τόσο βρίσκει ευκαιρία να σταματήσει για λίγο να βγάλει φωτογραφίες. Έπειτα να απολαύσει το ηλιόλουστο τοπίο της λίμνης, να κλείσει τα μάτια του και να εισπνεύσει καθαρό, δροσερό, βόρειο αέρα. Βρίσκει ένα κολπίσκο και αράζει σε ένα βράχο οποίος βρέχεται στο κάτω μέρος του από το γλυκό νερό της λίμνης και το πάνω σκεπάζεται από τη σκιά ενός ψηλού δέντρου. Ασυναίσθητα στο μυαλό του έρχεται εκείνη η θεωρία που λέει, ότι ο εγκέφαλος, όταν αντιλαμβάνεται ότι έρχεται ο θάνατος, δημιουργεί μια ειδυλλιακή ψευδαίσθηση, έτσι ώστε ο οργανισμός να καλωσορίσει το τέλος. Σκέφτεται ότι όταν έρθει η δική του ώρα ένα τέτοιο τοπίο, μία τέτοια αίσθηση θα τον εισάγει στο τέλος του.

Φυσικά δεν θα μπορούσε να λείπει από μία τέτοια εμπειρία η μουσική. Παραδόξως όμως δεν ακούγεται στο μυαλό του, κάποια κέλτικη μελωδία παιγμένη από κάποια γκάιντα. Κάθε άλλο, αναγνωρίζει στις νότες το διάσημο φινάλε, από τη Λίμνη των Κύκνων του Τσαϊκόφσκι. Διαπιστώνει ότι η μουσική είναι πραγματική. Σηκώνεται από το βράχο, προσπερνάει κάτι ρίζες ενός δέντρου και σύντομα βρίσκει ακόμα έναν κολπίσκο. Μόνο που είναι «κατειλλημένος». Μία κοπέλα, μικροκαμωμένη, μελαχρινή έχει κάτσει ήδη εκεί και παίζει βιολί. Δεν την ενοχλεί απλά κάθεται σε έναν πεσμένο κορμό δέντρου λίγά μέτρα μακρυά της. Η ώρα περνάει, και αυτός απολαμβάνει την ίδια εμπειρία, που απολάμβανε και πριν τον διακόψει η περιέργεια του. Ξαφνικά η μουσική σταματάει.

-Πόση ώρα είσαι εδώ;
-Δεν ξέρω. Όχι πολύ μάλλον, της απαντάει.
-Και τι κάνεις;
-Αυτή είναι μία από τις λίγες στιγμές που δεν θέλω και δεν κάνω τίποτα.
-Είναι το κατάλληλο μέρος για κάτι τέτοιο.
-Εσύ; Τι κάνεις;
-Μαθαίνω να είμαι μόνη.
-Γιατί;
-Γιατί δεν πάει άλλο.
-Το ξέρω αυτό το συναίσθημα.
-Και τι έκανες;
-Έμαθα να αγαπώ χωρίς να έχω ανάγκη κανένα. Δεν είχα άλλη επιλογή.

Και από εκεί και πέρα η κουβέντα συνεχίστηκε. Κάποιες φορές σταματούσαν, για να δουν κάποια πάπια που πλησίαζε με το αστείο «κουάκ» της.  

-Είσαι τυχερός άνθρωπος, του λέει.
-Τώρα ναι  είμαι, παλιότερα όχι…Έτσι είναι η ζωή, μία πάνω, μία κάτω...Έχω μάθει να μην πανικοβάλλομαι όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά και να μην γίνομαι αλαζόνας όταν όλα είναι ωραία. Απλά τα απολαμβάνω. Όπως τώρα...

Κάθονται μαζί, σχεδόν αγκαλιασμένοι, σε εκείνον τον κορμό. Είναι ώρα να αποχαιρετιστούν. Την αποχαιρετά, απαγγέλοντας της ένα ποίημα του Τσαρλς Μπουκοβσκι, που ξέρει καλά...

«Αν θέλεις να προσπαθήσεις, κάν' το ως το τέλος....Αλλιώς μην αρχίσεις καν. Αν θέλεις να προσπαθήσεις, κάν' το ως το τέλος... Αυτό ίσως σημαίνει απώλεια, φιλενάδων, συζύγων...συγγενών, εργασιών και ίσως του ίδιου σου του μυαλού. Κάν' το ως το τέλος. Ίσως σημαίνει να μην τρως τρεις-τέσσερεις μέρες. Ίσως σημαίνει να παγώνεις στο παγκάκι του πάρκου. Ίσως σημαίνει φυλακή, ίσως σημαίνει κοροϊδία, χλευασμό, απομόνωση. Η απομόνωση είναι ένα δώρο, τα άλλα είναι δοκιμή της αντοχής σου...και του πόσο θέλεις να το κάνεις. Και θα το κάνεις, παρόλη την απόρριψη και τις λίγες πιθανότητες και θα είναι καλύτερο από  οτιδήποτε άλλο μπορείς να φανταστείς. Αν θέλεις να προσπαθήσεις, δώσ'τα όλα.Δεν υπάρχει άλλο συναίσθημα σαν αυτό. Θα είσαι μόνη με τους Θεούς και οι νύχτες θα καίνε με φωτιά. Κάν' το. Κάν' το. Κάν' το. Κάν' το. Ως το τέλος. Ως το τέλος. Θα οδηγήσεις τη ζωή, απευθείας στην τέλεια ευτυχία. Είναι ο μόνος τίμιος αγώνας που υπάρχει.»*

*ελεύθερη μετάφραση


Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2017

Είναι το V for Vendetta, η ταινία της γενιάς μας;


Κάθε γενιά, ειδικότερα από το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα και έπειτα έχει κάποια έργα τέχνης που την χαρακτηρίζουν. Που τη σημαδεύουν. Και ο κινηματογράφος δεν θα μπορούσε να μην προσφέρει και αυτός από την πλευρά του, τις ταινίες που χαρακτηρίζουν εποχές ολόκληρες. Θα αναφέρω ενδεικτικά κάποιες ταινίες, που όποτε τις ακούμε, έρχονται αυτόματα στο μυαλό μας οι αντίστοιχες δεκαετίες. Αυτό εννοείται ότι δεν σημαίνει ότι τα συγκεκριμένα φιλμ έχουν την αποκλειστικότητα. Απλά παραδείγματα είναι. Τα 50s είχαν το «Επαναστάτης χωρίς αιτία», τα 60s είχαν τον «Πρωτάρη», τα 70s είχαν το «Νονό», τα 80s το «Scarface» και τα 90s το «Fight Club».

Και τι γίνεται με τα 00s; Ποια ταινία πρέπει να διαλέξουμε, εμείς οι σημερινοί τριαντάρηδες, για τη δεκαετία μέσα στην οποία μεγαλώσαμε, τη δεκαετία που ενηλικιωθήκαμε; Ποια είναι η ταινία που στο άκουσμα του τίτλου της σκεφτόμαστε την προηγούμενη δεκαετία, στην οποία καλλιεργήσαμε ένα σημαντικό μέρος της προσωπικότητας μας;

Η απάντηση που έρχεται, στο δικό μου μυαλό τουλάχιστον, είναι εύκολη και γρήγορη. V for Vendetta. Το αριστούργημα του James McTeigue, με τη Natalie Portman και τον Hugo Weaving, μία ταινία η οποία μας μεταφέρει σε ένα δυστοπικό μέλλον, στο οποίο έννοιες όπως η ανθρωπιά, η δικαιοσύνη και η ελευθερία είναι είδη προς εξαφάνιση. Δεν φαντάζομαι να χρειάζεται να κάνω κανένα Spoiler Alert, μια και πιστεύω ότι ο καθένας που διαβάζει αυτό το κείμενο, έχει ήδη δει την ταινία και την έχει εκτιμήσει.

Γιατί όμως γίνεται τόσο άμεσα αυτή η σύνδεση στο μυαλό μου; Δεν θα σας κρύψω ότι θεωρώ ότι μπορεί να βρισκόμαστε, στη μεταβατική φάση δύο εποχών. Δύο ιστορικών περιόδων. Ειδικά στην Ελλάδα έχουμε αφήσει την εποχή των λουλουδιών(από αυτά που αγοράζαμε στα μπουζούκια) και πλέον είτε έχουμε μπει ήδη σε μία νέα εποχή, είτε περπατάμε στο μονοπάτι προς αυτή. Η αμφιβολία και ο σκεπτικισμός για το τι τελικά από τα δύο συμβαίνει κρύβεται ίσως στην υποβόσκουσα αίσθηση  που κάθε άνθρωπος έχει μέσα του, ότι δηλαδή δεν γίνεται αυτή η παρακμή και η μιζέρια να κρατήσει για πάντα. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μετά θα έρθει κάτι απαραίτητα καλύτερο...

Ουσιαστικά το περιβάλλον του V for Vendetta είναι η εικόνα του άσχημου σεναρίου που μπορεί να βιώσουμε ως αποτέλεσμα των καταστάσεων που ζούμε τώρα(ακόμα και η αναφορά για τον πόλεμο στη Συρία σε κάποιο στιγμιότυπο του φιλμ, μοιάζει κάπως προφητική μια και όταν γράφτηκε το κόμικ ή το σενάριο της ταινίας, ο πόλεμος εκεί ακόμα δεν είχε ξεκινήσει). Η στέρηση της ελπίδας, της αξιοπρέπειας, της δυνατότητας για μία όμορφη ζωή, η φτώχεια και ο εμπαιγμός που ζούμε από όλες τις κυβερνήσεις που έχουμε δει από τη στιγμή που ενηλικιωθήκαμε, δεν θα είναι ιστορικά πρωτότυπο να οδηγήσουν σε μία εποχή λογοκρισίας, ποινικοποίησης της διαφορετικότητας, αυταρχισμού ως λύση στην έλλειψη ασφάλειας και μιας φασιστοποίησης του κράτους και της κοινωνίας. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι το παράδειγμα της Χρυσής Αυγής δυστυχώς είναι ακόμα παρόν και όχι παρελθόν. Και φυσικά μην ξεχνάμε ότι αντίστοιχα φαινόμενα, ανόδου μισανθρωπικών θεωριών συναντώνται και στην Ευρώπη ακόμα και αν εκεί ίσως να μην είναι ακόμα τόσο έντονα μια και η φτώχεια δεν έχει κάνει προς το παρόν την εμφάνιση της, όχι όσο στην Ελλάδα τουλάχιστον.

Και εδώ είναι το σημείο που οι ιδεολογικές αφετηρίες του V, του κεντρικού ήρωα της ταινίας, φαντάζουν τόσο επίκαιρες. Ο αγώνας του για την κατάργηση του συγκεκριμένου καθεστώτος, είναι αυτός που δίνει τις κατευθύνσεις για τις οποίες πρέπει να αγωνιστούμε και εμείς, σαν γενιά, έτσι ώστε αρχικά να αποφύγουμε αυτό το δυσοίωνο μέλλον και ίσως και να δημιουργήσουμε κάτι καλύτερο από το παρόν που βιώνουμε. Αρκεί καθημερινά να παλεύουμε ώστε έννοιες όπως η ελευθερία του λόγου και όχι μόνο, ο σεβασμός στη διαφορετικότητα, ο ανθρωπισμός και η αλληλεγγύη, όχι μόνο να μην εκλείψουν αλλά να αποτελέσουν θεμέλια για τις επόμενες γενιές. Να μπορέσουμε να συνδράμουμε έτσι ώστε η ανθρωπότητα να είναι λίγο πιο όμορφη. Ο καθένας ξεχωριστά όπως ο V στη διάρκεια της ταινίας και στο «τέλος» όλοι μάζι όπως στο φαντασμαγορικό κλείσιμο.

Με αυτή την εκπληκτική αλληγορία οι αδερφές Wachovski αποφάσισαν να γράψουν τον επίλογο σε αυτό το έργο τέχνης. Διότι στην τελική ο αγώνας για έναν καλύτερο κόσμο, ξεκινάει πρώτα από μέσα μας.