Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2019

Ξέρουμε ποιοι είμαστε;


Στην ταινία «Angel Heart» (1987), του Alan Parker, στιγμιότυπο της οποίας έχω για φωτογραφία εξώφυλλου αυτής της σελίδας, σε κάποιο σημείο ο πρωταγωνιστής Mickey Rourke, στον ρόλο του Harry Angel, κοιτάει τον καθρέφτη και ουρλιάζει «Ξέρω ποιος είμαι!», ενώ λίγο πριν ή μετά, δεν θυμάμαι, ο Louis Cyphre, που τον υποδύεται αριστοτεχνικά ο Robert De Niro, του λέει ότι «Ανεξάρτητα του πόσο έξυπνα ξεγλιστράς από τον καθρέφτη, η αντανάκλαση σου πάντα θα σε κοιτάει κατάματα.»

Το ερώτημα το μεγάλο όμως είναι το εξής: Ποια είναι αυτή η αντανάκλαση μας; Την γνωρίζουμε και κυρίως την αναγνωρίζουμε όταν τη βλέπουμε; Ή μας φαίνεται τελείως ξένη, άγνωστη και κάποιες φορές τρομακτική;

Θεωρητικά, οι άνθρωποι έχουμε συνείδηση της ύπαρξης μας από τους πρώτους μήνες της. Στα πρώτα χρόνια αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε περισσότερα πράγματα σχετικά με το ποιοι είμαστε και στην εφηβεία, πολιορκούμαστε χωρίς να το καταλάβουμε με όλα τα πιθανά πεπρωμένα που έχουμε, σε συνδυασμό με τις ορμόνες που χτυπάνε κόκκινο. Και τελικά αφού τελειώσουμε το πανεπιστήμιο ή γενικά στην ηλικία των 20+, θεωρητικά ξέρουμε ποιοι είμαστε και κυρίως τι θέλουμε.

Στην πραγματικότητα όμως γνωρίζουμε ότι δεν είναι καθόλου έτσι. Πόσες φορές έχει τύχει να κοιτάμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη, είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά και να μην τον αναγνωρίζουμε; Και δεν υπάρχουν εξαιρέσεις σε αυτό το φαινόμενο. Όλοι μας λίγο ή πολύ το έχουμε νιώσει, όσο συνειδητοποιημένοι και αν είμαστε σχετικά με τη ζωή μας και τον χαρακτήρα μας.

Η απάντηση στο «γιατί συμβαίνει αυτό;» νομίζω ότι μπορεί να βρεθεί σε μία ενδιαφέρουσα συζήτηση που είχα με μία παλιά γνωστή μου σχετικά με τους ηθοποιούς. Κατά τη διάρκεια αυτής της συζήτησης την ρώτησα αν «οι ηθοποιοί προκειμένου να εξυπηρετήσουν έναν ρόλο, ανακαλύπτουν ή επεκτείνουν τον εαυτό τους;». Η απάντηση που μου έδωσε αρχικά νομίζω ήταν ότι οι ηθοποιοί ανακαλύπτουν τον εαυτό τους μέσω της υποκριτικής. Παρ’ όλα αυτά στο τέλος καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι τελικά συμβαίνουν και τα δύο ανάλογα με την περίσταση.

Πιστεύω ακράδαντα ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει και με τον άνθρωπο απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό, ενώ ζει. Όπως έλεγε και ο Σαίξπηρ, ο κόσμος όλος είναι μία σκηνή και ο καθένας μας είναι ένας ρόλος. Κάθε άνθρωπος δεν γεννιέται με έναν απόλυτα προκαθορισμένο χαρακτήρα και προσωπικότητα. Σίγουρα κάποια βασικά στοιχεία προϋπάρχουν είτε λόγω κληρονομικότητας, είτε λόγω αυτού που αποκαλούμε «ψυχή» και τελικά δεν ξέρουμε τι είναι ή αν είναι.

Αλλά ένα μεγάλο μέρος της προσωπικότητας μας προέρχεται από τα βιώματα μας και το περιβάλλον στο οποίο ζούμε. Είναι ευνόητο ότι αν κάποιος πάρει τον ίδιο ακριβώς άνθρωπο και τον βάλει να μεγαλώσει είτε στη σημερινή Σουηδία, είτε στη σημερινή Συρία, θα πρέπει να είναι πολύ αφελής για να νομίσει, ότι θα είναι ο ίδιος άνθρωπος μετά από αυτες τις δύο τελείως διαφορετικές εμπειρίες.

Έτσι είμαστε οι άνθρωποι. Γεννιόμαστε με μία βάση και καθώς μεγαλώνουμε αυτή τη βάση την εμπλουτίζουμε, την επεκτείνουμε, υποσυνείδητα συνήθως και τελικά καταλήγουμε να την ανακαλύπτουμε. Και φτου και από την αρχή.

Και έτσι στο αρχικό ερώτημα, του αν ξέρουμε ποιοι είμαστε η απάντηση είναι αρνητική μεν όχι απόλυτη δε. Όση αυτογνωσία και αν έχει κάποιος, θα μπορεί να κρίνει τον εαυτό του με βάση τις μέχρι τώρα πράξεις του και τα συναισθήματα που έχει νιώσει. Αλλά υπάρχει πάντα χρόνος όσο ζούμε αυτό να αλλάξει στο μέλλον και αυτό διότι θα έχουμε ανακαλύψει την περαιτέρω εμπλουτισμένη προσωπικότητα μας. Και είναι πολύ ειρωνικό το γεγονός ότι όταν πάψουμε να εκτελούμε αυτή τη διαδικασία, θα έχουμε το δικαίωμα δηλαδή να πούμε «Ξέρω ποιος είμαι!» και να ισχύει. Όταν πλέον θα παύσουμε να ζούμε. Και τελικά δεν θα το πούμε εμείς, αλλά θα το πουν οι άλλοι που θα αφήσουμε πίσω μας.

Άρα το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να φροντίσουμε όσο γίνεται να τους καθοδηγήσουμε ώστε να πούνε την αλήθεια, που δεν θα μπορούμε εμείς.

Και μέχρι τότε να θυμόμαστε αυτό που ανέφερε ο
Louis Cyphre σε ένα άλλο στιγμιότυπο της ταινίας Angel Heart.

«Το μέλλον δεν είναι αυτό που ήταν.»




Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2019

Το τίμημα της ατομικής ελευθερίας


Ελευθερία. Παίζει να είναι η πιο χιλιοειπωμένη λέξη, μαζί με την αγάπη, στην ιστορία της Ευρωπαϊκής διανόησης από τις εποχές της Αρχαίας Ελλάδας ακόμα, μέχρι τη Γαλλική και τη Ρώσικη επανάσταση και το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Το ακούμε καθημερινά τριγύρω μας σε οποιαδήποτε περίσταση, είτε συλλογική, είτε ατομική.

Αλλά αν για τη συλλογική έχουν γραφτεί μανιφέστα και μανιφέστα, έχουν δημιουργηθεί ιδεολογίες, παρεξηγημένες ή μη, τι γίνεται με την ατομική ελευθερία, τώρα στον δυτικό κόσμο που πορευόμαστε, κυρίως, στη ζωή μας;

Κρίνοντας από τα προσωπικά μου βιώματα, η ατομική ελευθερία είναι μία τελείως διαφορετική υπόθεση από τη συλλογική. Ίσως θα έπρεπε και διαφορετικές λέξεις να χαρακτηρίζουν αυτές τις δύο έννοιες. Ίσως πάλι όχι. Ίσως το αποτέλεσμα να είναι το ίδιο. Αλλά οι διαδικασίες που ακολουθούνται είναι σίγουρα τελείως διαφορετικές.

Τι σημαίνει ατομική ελευθερία; Αν αφήσουμε στο περιθώριο την οποιαδήποτε πρακτική της έκφραση, κυρίως σε οικονομικά και επαγγελματικά πλαίσια, η ελευθερία σε ατομικό επίπεδο είναι η απόλυτη ανεξαρτησία σε οποιαδήποτε απόφαση θα πάρουμε σχετικά με το ίδιο μας το πνεύμα, με την ίδια μας τη ζωή, με τις εμπειρίες που θέλουμε να βιώσουμε κατά τη διάρκεια αυτής.

Και τι μας εμποδίζει για αυτή την ελευθερία; Ξανατονίζω πέρα από τα πρακτικά ζητήματα όπως ο χρόνος, η οικονομική μας κατάσταση κ.τ.λ. Αυτά μπορεί με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, αργά ή γρήγορα να ξεπεραστούν. Ποιος είναι αυτός ο τελευταίος παράγοντας για να μπορέσουμε να επιδιώξουμε την ελευθερία μας, το τελευταίο σύνορο που πρέπει να διαβούμε, μα συνάμα και το πιο δύσκολο;

Αυτό είναι, οι ανθρώπινες σχέσεις που διατηρούμε. Οι σοβαρές ανθρώπινες σχέσεις πάνω στις οποίες έχουμε θεμελιώσει τις ζωές μας, είτε αυτοί είναι οι γονείς μας, είτε είναι οι καλύτεροι μας φίλοι, είτε ο/η σύντροφος που αγαπάμε και πορευόμαστε σε αυτή τη ζωή. Και αν η φύση των γονέων είναι τέτοια, ώστε να θυσιάζουν ότι είναι δυνατό για την ευημερία των παιδιών τους και αν οι φίλοι μας όσο και να μας αγαπάνε έχουν και εκείνοι με τη σειρά τους τη δικιά τους ζωή και επιθυμίες να υπηρετήσουν, δεν συμβαίνει το ίδιο με τους/τις συντρόφους μας, διότι πολύ απλά όπως ανέφερα πριν, τους/τις αγαπάμε και πορευόμαστε μαζί στη ζωή.

Και δεν είναι απαραίτητο οι άνθρωποι που συσχετιζόμαστε, σε οποιοδήποτε από τους παραπάνω ρόλους και αν ανήκουν, να είναι τοξικοί και να μας περιορίζουν. Το αντίθετο. Μπορεί να είναι τόσο αλτρουϊστές και να είναι τόσο ισχυρή η αγάπη τους για μας που να θυσιάζουν μέχρι και την ανάγκη που μας έχουν για να μας δουν να γευόμαστε την ανεξαρτησία μας.

Είναι τα ίδια μας τα συναισθήματα απέναντι τους, που θα μας κάνουν με τη σειρά μας να διστάζουμε να τα θυσιάσουμε προς τέρψιν των απόλυτα προσωπικών μας στόχων, επιδιώξεων και προσδοκιών. Αν είναι τοξικοί, στην πραγματικότητα η απόφαση μας δεν θα είναι δύσκολη. Αν είναι όμως υγιείς άνθρωποι που μας αγαπάνε; Τότε τα πράγματα ζορίζουν. Και εκεί καλούμαστε να πάρουμε απόφαση.

Είτε αγνοούμε την έγνοια και το δέσιμο που νιώθουμε για αυτούς και αφηνόμαστε στους δρόμους που χαράζει το πνεύμα μας απόλυτα ελεύθερα, είτε αντίθετα θυσιάζουμε τους δεύτερους για να μην απωλέσουμε τη δεδομένη απόλαυση που μας προσφέρουν τα πρώτα. Και κυρίως την αγάπη.


Και έτσι αντιλαμβανόμαστε και στις δύο περιπτώσεις ότι κάτι κερδίζουμε και κάτι χάνουμε. Στην περίπτωση της επιλογής της ελευθερίας θυσιάζουμε την αγάπη, διότι ειδικά στην περίπτωση του/της συντρόφου, η αγάπη για να μείνει ζωντανή και ακμαία, πρέπει να ανατροφοδοτείται. Μάτια που δεν βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται. Στην περίπτωση της επίλογης της αγάπης τότε θυσιάζουμε την ελευθερία μας όπως αναλύθηκε παραπάνω.

Το τίμημα της ατομικής ελευθερίας, λοιπόν, είναι η έλλειψη της αίσθησης της αγάπης. Είναι ειρωνικό ότι οι δύο πιο χρησιμοποιημένες λέξεις, όπως ανέφερα στην αρχή του κειμένου, αντικατοπτρίζουν δύο έννοιες οι οποίες στην πραγματικότητα είναι αντικρουόμενες. Τι να επιλέξουμε; Εξαρτάται με την περίσταση. Βάσει της δικιάς μου προσωπικότητας θεωρώ ότι ο στόχος πρέπει να η χρυσή τομή αυτών των δύο, μία έννοια που προσωπικά εγώ θα την αποκαλούσα «ευτυχία». Κατά πόσο εφικτή είναι αυτή η χρυσή τομή, αμφιβάλλω. Επίσης κάποιος μπορεί να θέσει το πολύ εύστοχο αντεπιχείρημα ότι ζώντας λίγο και τα δύο, τότε χάνεται η ευκαιρία να γνωρίσει κάποιος το μεγαλείο αυτών των δύο εννοιών ξεχωριστά, με άλλα λόγια να φυτοζωεί.

Από ότι φαίνεται η αναλογία αγάπης και ελευθερίας είναι μία εξίσωση με πολλούς μεταβλητές. Όχι όμως για όλους. Διότι υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι, οι οποίοι λόγω διαφόρων γεγονότων και συνθηκών, δεν λαμβάνουν την αγάπη που θα ήθελαν να νιώσουν. Και αυτό πολλές φορές το εκλαμβάνουν σαν μοναξιά. Η πραγματικότητα είναι όμως ότι ειναι στο χέρι τους, αυτή την πρακτική τους μοναχικότητα, να τη γυρίσουν σαν ένα νόμισμα και να δουν ότι η άλλη όψη του αποκαλύπτει τους δρόμους της ελευθερίας.




Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2019

Η θεωρία των Άκρων



Ένας πολύ συνηθισμένος όρος που ακούγεται όλο και πιο συχνά τα τελευταία χρόνια είναι «Η Θεωρία των Άκρων». Αυτός ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει την άποψη ότι τα Σοσιαλιστικά και υπερεθνικιστικά(πολλές φορές νεοναζιστικά) κινήματα, μέσα στις διαφορές τους, έχουν και πολλά κοινά, σαν να είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.

Η άποψη αυτή εκφέρεται κυρίως από τους οπαδούς του Νεοφιλελευθερισμού. Πρόκειται για ένα οικονομικό κυρίως σύστημα, το οποίο υποστηρίζει την μηδαμινή αν είναι δυνατο, επέμβαση του κράτους στην οικονομία, και την απόλυτη ελευθερία της αγοράς. Ακόμα και αν αυτή βάσει της γνωστής ανθρώπινης φύσης τείνει να εξελιχθεί σε ασυδοσία.

Το παράδοξο είναι ότι τη θεωρία των άκρων την χρησιμοποιούνε κυρίως για να κατηγορήσουν τα σοσιαλιστικά κινήματα και όχι τα αντίστοιχα υπερεθνικιστικά. Εγώ σαν φιλο-σοσιαλιστής λοιπόν, έχω κάποιες αμφιβολίες σχετικά με την εγκυρότητα της συγκεκριμένης θεωρίας, τις οποίες και θα παραθέσω στις παρακάτω παραγράφους.

Λένε λοιπόν οι υπέρμαχοι της θεωρίας των άκρων, ότι και τα δύο άκρα σκοπεύουν στον έλεγχο της οικονομίας από το κράτος, σε μεγάλο βαθμό. Στην πράξη όμως όλα τα υπερεθνικιστικά κινήματα που έχουν πάρει τις εξουσίες στις κοινωνίες τους, έχουν υποστηρίξει την ακραία ιδιωτικοποίηση των φυσικών πόρων των χωρών τους.  Καθώς επίσης είναι και γεγονός ότι πολλοί μεγαλοεπιχειρηματίες θησαύρισαν στην κυριολεξία κατά τη διάρκεια υπερεθνικιστικών διακυβερνήσεων.

Παραδείγματα πολλά και τρανταχτά. Μεγαλύτερο από όλα είναι αυτό της Χιτλερικής Γερμανίας, στην οποία μέσω του Εθνικοσοσιαλισμού(πόσο ελεεινό το γεγονός ότι χρησιμοποίησαν τον όρο αυτό στην «κοσμοθεωρία» τους) ισχυροποίηθηκαν βιομηχανίες που είναι γνωστές ακόμα και στις μέρες μας όπως η Krupp, η Porsche/Volkswagen, η Bayer και πολλές άλλες. Δεν είναι τυχαίο ότι όλοι οι υψηλοί αξιωματούχοι του Χίτλερ ήταν ταυτόχρονα και επιχειρηματίες, πολλοί από αυτούς μάλιστα κατείχαν και τίτλους όπως «Βαρώνος» «Κόμης» κτλ. Πολλές από τις βιομηχανίες αυτές αναπτύχθηκα κατακόρυφα χρησιμοποιώντας σκλάβους, Εβραίαους και μη.

Κάτι αντίστοιχο γινόταν και στην Ιταλία του Μουσολίνι με την Fiat, καθώς και στην Ισπανία του Φράνκο. Φυσικά η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να είναι εξαίρεση, καθώς στη διάρκεια της Χούντας υπήρξαν πάρα πολλά επιχειρηματικά τζάκια που ισχυροποιήθηκαν σε αδιανόητο βαθμό με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον Αριστοτέλη Ωνάση.

Ένας άλλος τομέας που κατηγορείται ο Σοσιαλισμός για όμοιες μεθόδους με τον υπερεθνικισμό είναι η εφαρμογή των δικτατοριών. Αυτό θα μπορούσε να ήταν ένα βάσιμο επιχείρημα αν δεν αποδεικνυόταν καθ’όλη τη διάρκεια της ανθρωπινης ιστορίας, ότι οι δικτατορίες, οι μη εκλεγμένες κυβερνήσεις δηλαδή, γίνονται ανεξαρτήτως των οικονομικών πολιτικών που επρόκειτο να εφαρμόσουν.

Έχουν υπάρξει δικτατορίες που ευαγγελίζονταν ότι ήταν σοσιαλιστικές, έχουν υπάρξει δικτατορίες υπερεθνικιστικές έχουν υπάρξει δικτατορίες και απλά καπιταλιστικές. Αν και οι δύο τελευταίες κατηγορίες όπως είδαμε και στις προηγούμενες παραγράφους σχεδόν πάντα ταυτίζονται. Ποιος μπορεί να αγνοήσει τις δικτατορίες της Λατινικής Αμερικής οι οποίες ήταν εντεταλμένες από την Μέκκα του Καπιταλισμού και της σύγχρονης δημοκρατίας, τις Η.Π.Α.;

Και εδώ έχει ενδιαφέρον να τσεκάρουμε λίγο πιο λεπτομερώς την χαρακτηριστικότερη δικτατορία της Λατινικής Αμερικής, αυτή του Αουγκούστο Πινοσέτ στη Χιλή. Ο συγκεκριμένος στρατιωτικός, έκανε πραξικόπημα ενάντια στη νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση του Σοσιαλιστή Αλιέντε, με τις ευλογίες των Η.Π.Α. κάτι το οποίο δεν δίστασαν ούτε μία στιγμή να παραδεχτούν. Στην πορεία ο Πινοσέτ πέρα από τις εκκαθαρίσεις, τις εξαφανίσεις και τη φυλάκιση χιλιάδων αντιφρονούντων, εφάρμοσε ένα οικονομικό σύστημα το οποίο αποθέωσε ο κατ’ εξοχήν οικονομολόγος του Νεοφιλελευθερισμού ο Μίλτον Φρίντμαν. Και μάλιστα είναι γνωστή η πολύ καλή πολιτική σχέση που είχε ο Πινοσέτ με την πολιτικό-τοτέμ του Νεοφιλελευθερισμού την Μάργκαρετ Θάτσερ.

Πολλοί αντικομμουνιστές και αντισοσιαλιστές γενικά, θέτουν ως επιχείρημα το σύμφωνο μη επίθεσης, Μολότωφ-Ριμπερντροπ. Ξέχνανε βέβαια ότι ένα χρόνο πριν οι καπιταλιστικές Αγγλία και Γαλλία, υπέγραψαν με τον Μουσολίνι και τον Χίτλερ, τη συμφωνία του Μονάχου με την οποία η Ναζιστική Γερμανία ουσιαστικά καταλάμβανε την τότε Τσεχοσλοβακία. Η πραγματικότητα ήταν ότι εκτός από τη Γερμανία και την Ιταλία, εκείνη την εποχή καμιά άλλη ευρωπαϊκή χώρα δεν επιζητούσε πόλεμο.

Αν θέλουμε να βρούμε με το ζόρι δύο άκρα, τότε σε επίπεδο διαχείρισης των αγαθών που προέρχονται από τις παραγωγικές διαδικασίες, υπάρχουν και αυτά είναι ο ακραίος Νεοφιλελευθερισμός και ο απόλυτος Σοσιαλισμός, καθώς και στα δύο η βάση των κοσμοθεωριών τους επικεντρώνεται σε αυτό το ζήτημα έχοντας, εννοείται, εκ διαμέτρου αντίθετη προσέγγιση. Ο Νεοναζισμός, είναι αποδεδειγμένο, ότι σε οικονομικό-παραγωγικό επίπεδο, υιοθέτησε τις νουθεσίες του Νεοφιλελευθερισμού και σε όλα τα άλλα την στυγνή μισανθρωπία και τον απόλυτο διαχωρισμό των ανθρώπων, βάσει φυλετικών και μη χαρακτηριστικών. Άρα στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για άκρο, αλλά για κάτι τελείως αντιανθρώπινο, κάτι που καταργεί την ίδια τη ζωή.

Κλείνοντας, θα πρέπει να πω ότι αποδέχομαι πολλές από τις παθογένειες τις οποίαν είχαν τα Σοσιαλιστικά Κράτη κατά τη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα. Είναι γεγονός ότι όλοι οι υπέρμαχοι του Σοσιαλισμού πρέπει να τα κοιτάξουμε και να κάνουμε ότι είναι απαραίτητο έτσι ώστε σε πιθανή μελλοντική εφαρμογή του, να αποφευχθούν. Αυτά τα λάθη όμως, δεν αποτελούν συγχωροχάρτι για τα πολλαπλάσια εγκλήματα του άκρατου καπιταλισμού.

Κάτι παρόμοιο οφείλουν να κάνουν και οι νεοφιλελεύθεροι υπέρμαχοι της Θεωρίας των Άκρων, καθώς όπως φάνηκε παραπάνω, αν ψάχνουν να βρουν ομοιότητες, συσχετισμούς και κοινές πορείες κάποιων ιδεών με τον υπερεθνικισμό ή τον Ναζισμό, τότε καλό θα είναι να κοιτάξουν τα ίδια τους τα βιβλία. Θα τους είναι πολύ πιο εύκολη η αναζήτηση.