Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2019

Ανταγωνίζοντας τον εαυτό μας



Μία από τις πιο συχνές λέξεις της καθημερινότητας μας είναι ο «ανταγωνισμός». Υπάρχει πραγματικά παντού. Στους χώρους εργασίας, στις ανθρώπινες σχέσεις και γενικά σε όλα τα περιβάλλοντα τα οποία κινούμαστε.

Ανεξάρτητα του κατά πόσο αυτό, είναι υγιές σε μια κοινωνία, υπάρχει και ένα άλλο μέρος που επισκεπτόμαστε συχνά στη ζωή μας, συχνότερα από οποιοδήποτε άλλο και επικρατούν μεγάλες ποσότητες ανταγωνισμού. Το μυαλό μας.

Ναι, σε πολλούς από μας, ο εαυτός μας είναι ο μεγαλύτερος μας ανταγωνιστής. Ή μάλλον εμείς είμαστε οι μεγαλύτεροι ανταγωνιστές του. Και οι αυστηρότεροι κριτές του. Και δυστυχώς πολλές φορές οι μεγαλύτεροι εχθροί του.

Από μικρά παιδιά μας μαθαίνουν, να ανταγωνιζόμαστε συνεχώς τον εαυτό μας, να προσπαθούμε να γίνουμε καλύτεροι, να ξεπερνάμε τα όρια μας και μετά να ξαναπροσπαθούμε να ξεπεράσουμε τα νέα που έχουμε δημιουργήσει.

Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό, αντίθετα είναι πολύ πιθανόν να έχει και θετικό αντίκτυπο, καθώς μας βοηθάει να βελτιώνουμε τον εαυτό μας, να κυνηγάμε νέες προκλήσεις και γενικότερα να εμπλουτίζουμε τη ζωή μας και την προσωπικότητα μας, με νέες πτυχές, νέες δυνατότητες.

Δυστυχώς όμως πάντοτε καραδοκεί και ο κίνδυνος της αποτυχίας, κάτι απολύτως φυσιολογικό σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον, το οποίο ιεραρχεί τους ανθρώπους σε αποτυχημένους και επιτυχημένους, κάτι απόλυτα λογικό μια και αυτή είναι η φύση του ανταγωνισμού.

Και κάπως έτσι ο εξωτερικός ανταγωνισμός δίνει τη θέση στον εσωτερικό, μια και σε πολλούς ανθρώπους μετά από την κάθε αποτυχία, έρχεται η στιγμή της αυτοκριτικής, μίας διαδικασίας η οποία σε σωστή δόση μπορεί να είναι πολύ χρήσιμη, αλλά σε υπερβολική μπορεί να καταλήξει πολύ επώδυνη και επιζήμια.

Στην περίπτωση αυτή, η διαδικασία ξεκινάει όταν κάποια επιλογή μας δεν εξελλίσεται όπως θα επιθυμούσαμε. Αρχίζουμε να σκεφτόμαστε τι θα μπορούσαμε να κάνουμε διαφορετικά, πως θα μπορούσαμε να χειριστούμε καλύτερα τα δεδομένα που είχαμε στη διάθεση μας, πως θα μπορούσαμε να κάνουμε καλύτερες προβλέψεις και γενικότερα ακολουθεί μία υπερανάλυση επί των αναλύσεων. Η οποία πάντα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ακόμα μία φορά τα κάναμε σκατά. Αλλιώς δεν θα ξεκινούσε καν όλη αυτή η ιστορία.

Αυτό όμως έχει αποτέλεσμα να αυξάνεται και η συναισθηματική μας πίεση απέναντι στους ίδιους μας τους εαυτούς. Η οποία αν συνεχιστεί, δεν είναι απίθανο να αποβεί κατασταλτικός παράγοντας για τις επόμενες προσπάθειες μας καθώς θα έχει χαντακωθεί η αυτοεκτίμηση μας και η πίστη στις δυνατότητες μας. Και γρήγορα θα εξωτερικοποιηθεί αυτή η πεποίθηση με συνέπεια να μας κάνει ακόμα ευάλωτους στον ανταγωνισμό που υπάρχει έξω από το κεφάλι μας.

Και πλέον γίνεται φανερό ότι όλη αυτή η τελετουργία που υποτίθεται θα έπρεπε να μας βοηθήσει στο να βελτιωθούμε, τελικά καταλήγει στο να μας κάνει περισσότερο αναποτελεσματικούς και το χειρότερο, δυστυχισμένους. Να αναλωνόμαστε μοιρολατρώντας για ένα παρελθόν το οποίο πλέον δεν είναι δυνατόν να αλλάξει και ταυτόχρονα να υπονομεύουμε το μέλλον μας.

Το συμπέρασμα που βγαίνει από όσα προαναφέρθηκαν παραπάνω δεν είναι ότι δεν πρέπει να κάνουμε αυτοκριτική. Είναι ότι όταν κατά τη διάρκεια αυτής είμαστε υπερβολικά αυστηροί με εμάς τους ίδιους τότε δεν καταφέρνουμε τίποτα παραπάνω από το να φθείρουμε τις ίδιες μας τις δυνάμεις που τόσο χρειάζονται στη ζωή μας. Αυτό που πρέπει να είμαστε είναι, δίκαιοι. Να αναγνωρίζουμε τα πιθανά σφάλματα μας αλλά και να τα αποδεχόμαστε έτσι ώστε μετά να μην τα επαναλάβουμε κάτι το οποίο θα καταφέρουμε μόνο αν δεν είμαστε δέσμιοι αυτών.

Σε τελική ανάλυση κανείς δεν μπορεί να είναι περισσότερο δίκαιος με μας από τον ίδιο μας τον εαυτό. Διότι εμείς και μόνο εμείς έχουμε το προνόμιο, να γνωρίζουμε όλες τις συνθήκες, όλες τις παρεμέτρους, εσωτερικές και εξωτερικές που μας οδήγησαν στην οποιαδήποτε επιλογή μας. Ας είμαστε αντάξιοι, λοιπόν, αυτού του προνομίου.



Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2019

Η μοιρασιά μιας ανάμνησης



Στέκεται στη μέση μίας πλακόστρωτης οδού, ένα ηλιόλουστο καλοκαιρινό μεσημέρι. Πίσω του ο δρόμος κατηφορίζει. Μπροστά του ανηφορίζει. Στα δεξιά του, βρίσκεται ένα από τα κορυφαία μνημεία της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, στο οποίο συρρέουν εκατομμύρια τουρίστες κάθε χρόνο, για να θαυμάσουν αυτό το διαχρονικό μεγαλείο αισθητικής.

Το βλέμμα του όμως δεν έχει κατεύθυνση προς τα εκεί. Το κεφάλι του γυρνάει διστακτικά προς την αντίθετη κατεύθυνση, στα αριστερά, ώσπου αντικρίζει μία κοινή, πιο κοινή δεν γίνεται, υπερυψωμένη με λίγα πλατιά σκαλιά μπροστά της, είσοδο πολυκατοικίας. Εκ διαμέτρου αντίθετη εικόνα από αυτήν που έχει διαθέσιμη η άλλη πλευρά του ορίζοντα.

Ξαφνικά γύρω του σκοτεινιάζει τελείως απότομα, νυχτώνει. Στα σκαλιά μπροστά του πλέον κάθονται σχετικά κοντά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Καπνίζουν και συζητάνε. Είναι προφανές ότι και οι δύο λένε άλλα πράγματα από αυτά που σκέφτονται. Υπάρχει ένα εμφανές τρακ και στους δύο. Το αγόρι στρίβει ένα τσιγάρο και λίγα δευτερόλεπτα μετά το κορίτσι τον μιμείται και του ζητάει τον αναπτήρα του, αυτός ανταποκρίνεται και πάει να της το δώσει αλλά τη στιγμή που τα δύο χέρια εφάπτονται, τα μάτια τους εγκλωβίζονται στους άπειρους λαμπερούς αλληλοαντικατοπτρισμούς που δημιουργούνται μέσα σε αυτά. Και αντί για τον αναπτήρα αρχίζουν να ανταλλάσουν φωτιά. Μέσω των φιλιών. Των πρώτων τους.

Το φως επιστρέφει στον ουρανό, το νεαρό ζευγάρι εξαφανίζεται από τα σκαλοπάτια και αυτός νιώθει σαν να ξυπνάει απότομα από ένα όνειρο. Μόνο που γνωρίζει πολύ καλά ότι δεν ήταν ένα όνειρο αυτό που μόλις βίωσε, αλλά μία ανάμνηση που τρέχει ζιγκ-ζαγκ πάνω στη γραμμή που διαχωρίζει την ευτυχία και την οδύνη, την γλύκα και την πίκρα, τον έρωτα και το μίσος, την αγάπη και την αδιαφορία.

Όλα αυτά που ακολούθησαν δηλαδή, αυτό το αγόρι και το κορίτσι από εκείνη τη στιγμή που μοιράστηκαν την φλόγα μέχρι και αρκετό καιρό μετά. Και όλα αυτά έρχονται στο μυαλό του, άναρχα, σαν μία σύνθετη αγέλη λεόντων και υαινών, να επιτίθεται σε ένα απομονωμένο ζώο. Αντιλαμβάνεται ο διαβάτης, ότι δεν είναι δίκαιο να επωμίζεται ολοκληρωτικά στους δικούς του ώμους, το βάρος της ανάμνησης αυτής. Σε έναν αξιοκρατικό κόσμο, η ανάμνηση αυτή και όλα τα παρελκόμενα της πρέπει να μοιραστεί σε όλους τους δικαιούχους της. Και στην προκειμένη περίπτωση, υπάρχει μόνο ένας ακόμα άνθρωπος που έχει πνευματικά δικαιώματα στην ανάμνηση αυτή, μια και όλοι οι υπολοιποι φυσιολογικά την αγνοούν. Το κορίτσι.

Μόνο που υπάρχει ένα πρόβλημα. Η κατάφαση του αγοριού στο αίτημα του κοριτσιού, να μην ξαναεπικοινωνήσουν ποτέ, ακόμα και αν η ίδια αναγνώριζε ότι αυτό δεν το προκάλεσε κάποια λανθασμένη συμπεριφορά του, αλλά οι εξελίξεις της δικής της ζωής, της δικής της ψυχοσύνθεσης. Έχουν περάσει πολλά χρόνια από αυτή την αποδοχή. Να την παραβιάσει τώρα; Και γιατί όχι, σκέφτεται. Υπήρξε πολύ αξιόπιστος απέναντι σε ένα άτομο του οποίου η αξιοπιστία προς αυτόν, είναι τουλάχιστον αμφιλεγόμενη. Όχι, δεν θα σηκώσει αυτό το βάρος μόνος του. Οι ήρωες δεν υπάρχουν πια.

Βγάζει φωτογραφία την είσοδο. Φαινομενικά η πιο ανούσια και κενή νοήματος, φωτογραφία που έχει βγάλει ποτέ. Μία απλή είσοδος πολυκατοικίας. Στην πραγματικότητα όμως είναι η πιο περιεκτική φωτογραφία, τόσο πλεονάζουσα νοήματος για τον ίδιο. Ετοιμάζεται να τη στείλει στο κορίτσι. Αλλά γιατί θέλει να τη στείλει; Τι επιδιώκει; Αν το «βάρος» της ανάμνησης είναι η αιτία, ο στόχος του ποιος είναι; Να τεστάρει την μνήμη της και να θρυμματίσει έστω και για λίγο την τόσο αγαπητή για αυτή, ηρεμία; Να αποτελέσει αφορμή για να τη συναντήσει και να την απολαύσει να λέει ότι περνάει όμορφα τη ζωή της; Ή απλά να κρίνει από την όποια απόκριση της, αν τυχόν υπήρξε ποτέ τόσο σημαντικός για αυτή όσο η ίδια του έλεγε κάποτε, με την αξιοπιστία που προσδίδει η χρονική απόσταση από την τελευταία τους επικοινωνία; Αν τελικά εκείνο το βράδυ στο παγκάκι, είχε να κάνει με μία ακόμα σοφιστικέ «χαζογκόμενα» ή με μία πολύ περίπλοκη, για αυτόν, ψυχή; Αν τελικά αυτή η ιστορία, ήταν μία μεγάλη χαμένη ευκαιρία ή μία μεγάλη μαλακία.

Προτού καν αποφασίσει, πατά το κουμπί της αποστολής. Αναρωτιέται τι θα απαντήσει. «Θυμάμαι.»; «Παράτα με!»; «Τι είναι αυτό;»; Τίποτα;

Παίρνει την κατηφόρα. Έχει να επισκευθεί ένα μνημείο.




Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2019

Συντροφιά με το "Ρεμπέτικο"


«Άνδρα και γείτονα και φίλε, στη φτώχεια και την προσφυγιά, μία παγωμένη σπίθα στείλε, να σου την κάνω πυρκαγιά.»

Όταν ένας άνθρωπος μεταναστεύει, βρίσκεται σύντομα στο σημείο οπού συνειδητοποιεί ότι μέσα του κυριαρχούν δύο, φαινομενικά, αντικρουόμενα συναισθήματα. Λέω «φαινομενικά» διότι οι άνθρωποι έχουμε πολλές φορές τη λανθασμένη αντίληψη ότι το παρελθόν και το μέλλον είναι δύο θανάσιμοι εχθροί, ενώ στην πραγματικότητα είναι δύο ανταγωνιστικοί φίλοι.

Κάπως έτσι και ο μετανάστης, βρίσκεται πολλές φορές στο νοητικό μεταίχμιο της προσαρμογής με το καινούριο περιβάλλον της ζωής του και της διατήρησης της μνήμης του προηγούμενου, στο οποίο η προσωπικότητα του θεμελιώθηκε. Κάποιοι από τους μετανάστες. μη μπορώντας να διαχειριστούν και τα δύο συναισθήματα ταυτόχρονα, είτε αποκηρρύτουν τελείως το πολιτισμικό παρελθόν και πέφτουν με τα μούτρα στο αντίστοιχο μέλλον τους, μόνο και μόνο για να απογοητευτούν μια και ο παράδεισος δεν υπάρχει πουθενά, είτε επειδή δεν μπορούν να προσαρμοστούν με τα νέα δεδομένα, δεσμεύονται αρρωστημένα με την κληρονομιά τους και αρχίζουν να πιστεύουν σε πολιτισμικές ανωτερότητες, κατωτερότητες και άλλες ιστορίες για αγρίους.

Εγώ ευτυχώς ποτέ δεν βρέθηκα σε τέτοια θέση. Βρισκόμενος σε ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον(μόνο στην εταιρεία που δουλεύω, εργάζονται 105 διαφορετικές εθνότητες) κράτησα ασίγαστη την επιθυμία μου να γνωρίσω άλλες κουλτούρες και κυρίως εννοείται την Ολλανδική, αλλά ποτέ δεν ξέχασα και την ελληνική που κουβαλάω, γνωρίζοντας ότι αυτή, ή πτυχές αυτής, είναι που μπορεί να με εκφράσει καλύτερα, μια και αυτή φυσιολογικά με καθόρισε. Έτσι ώστε και εγώ με την προσωπικότητα μου, από το μικρό μου το μετερίζι, να δώσω κάτι, ελπίζω όμορφο, όπως τα τόσο όμορφα πράγματα που δίνουν σε μένα και οι υπόλοιποι εκπρόσωποι των διάφορων γωνιών της Γης. Και ξανατονίζω εδώ δεν υπάρχουν ιεραρχίες και κατατάξεις. Τα περισσότερα παιδιά αγαπούν τις μάνες τους, χωρίς να τις θεωρούν καλύτερες από τις άλλες και μάλιστα αναγνωρίζοντας και τα στραβά τους.

Κάπως έτσι και εγώ μετά από μία υποσυνείδητη αναζήτηση, κατέληξα σε ένα κατ’ εξοχήν υποκατάστατο, αυτής της ιδιότυπης «μητρικής στοργής» που μου έλειπε. Όχι, δεν ήταν κάποιος που φορούσε πανοπλίες, κρατούσε σπαθιά και κατακτούσε μακρινές χώρες, δεν με εκφράζουν τέτοιοι τύποι, ακόμα και αν έχω την μαζοχιστική τάση να μαθαίνω για αυτούς. Εγώ το βρήκα το υποκατάστατο στην τέχνη. Στον κινηματογράφο και κυρίως στη μουσική. Στο «Ρεμπέτικο». Όχι τόσο την ταινία αλλά κυρίως το
soundtrack της, το οποίο θεωρώ έναν από τους κορυφαίους δίσκους της Ελληνικής δισκογραφίας και το οποίο εκφράζει απόλυτα την κυρίαρχη, στο γενεαλογικό μου δέντρο, προσφυγική μου καταγωγή.

Έχω πιάσει τον εαυτό μου άπειρες φορές, όπως τώρα που ο συγκάτοικος μου ξενοκοιμάται και εγώ έχω βάλει λίγο τσίπουρο-λάφυρο από την τελευταία μου επίσκεψη στη Θεσσαλονίκη, να «χαόνομαι» στους τόσο αρμονικούς συνδυασμούς της μουσικής του Σταύρου Ξαρχάκου και τους στίχους του Νίκου Γκάτσου, ακούγοντας χωρίς διάλειμμα όλες αυτές τις μικρές όμορφες ιστορίες που διηγούνται στο δίσκο διάφοροι, κορυφαίοι μεν, όχι τόσο αναγνωρίσιμοι δε, τραγουδιστές. Από το τόσο κοινό και ταυτόχρονα αυτοβιογραφικό «Μάνα μου Ελλάς» με τους αμανέδες του συγκινητικού Νίκου Δημητράτου, στο ανατολίτικο μοιρολόι «Στης πίκρας τα ξερόνησα», έπειτα στο φτιαγμένο για να είναι «ανεβαστικό» «Έλα απόψε στου Θωμά»(σε στίχους Κώστα Φέρρη), στο αγνότερο καψουροτράγουδο όλων των εποχών «Ειρηνάκι», στο βυζαντινό «Ιμιτλερίμ», μετά στο βαρύ, λιτό και απέριττο ζεϊμπέκικο «Εμένα λόγια μη μου λες», πριν το γλυκά κωμικό «Στην Αμφιάλη» και μετά στον υπαρξιακό οργασμό που διηγείται «Το δίχτυ» με τη βαρύτονη χροιά του κοντοχωριανού μου, Τάκη Μπίνη, στο «Στη Σαλαμίνα» με τη σπαρακτική ερμηνεία του ιδίου και τελικά στην κατανυκτική τελετή που αναπτύσσεται στο «Το πρακτορείο» σε ερμηνεία του ίδιου του Ξαρχάκου.

Και ανάμεσα σε όλα αυτά, υπέροχα
instrumental αποσπάσματα, μνημεία αυτοσχεδιασμού. Και ένα τραγούδι ακόμα, το οποίο επίτηδες δεν το ανέφερα ανάμεσα στα προηγούμενα αν και είναι το πιο δημοφιλές, διότι ο πολύ πρόσφατος θάνατος της ερμηνεύτριας  του, Σωτηρίας Λεονάρδου, αποτέλεσε την αφορμή για το παρόν κείμενο. Το «Καίγομαι-Καίγομαι». Μπορεί να υπάρχει, κάπου στην Ανδαλουσία ή στη Σικελία ή στην Κιλικία, αλλά εγώ προσωπικά δεν γνωρίζω άλλο τραγούδι που να αποτυπώνει με τόση ακρίβεια, τη γλυκόπικρη παράνοια που διακατέχει τη Μεσογειακή ψυχοσύνθεση. Όποιος έχει ταξιδέψει στη Μεσόγειο και έχει ζήσει και στον Ευρωπαϊκό Βορρά, μπορεί να καταλάβει τι εννοώ.

Και μπορεί να καταλάβει και την ανώριμη τάση που έχουν πολλοί άνδρες, μεταξύ τους δυστυχώς και εγώ, να δημιουργούν ασυναίσθητα πρότυπα, όχι προς μίμιση αλλά προς διευκόλυνση της εγκεφαλικής λειτουργίας που προσπαθεί, μάταια, να ταξινομήσει την αδιανόητη γυναικεία ομορφιά που υπάρχει στη Γη. Και πέρα από την υπέροχη φωνή της που τη δώρισε και σε άλλα τραγούδια, άλλων συνθετών όπως του Άσιμου, είναι και αυτή η εικόνα της Μαρίκας που τόσο γοητευτικά απέδωσε στην ταινία και αποτέλεσε εφόδιο του δικού μου διευκολυντικού προτύπου, στο κεφάλαιο «Ελληνική γυναικεία ομορφιά». Με αυτά τα μάτια που το φάσμα των χρωμάτων που δημιουργούνταν στην επιφάνεια τους, να θυμίζει την Ανατολή και τη λευκή επιδερμίδα που φέρνει στο νου τη Δύση.

Διότι όπως και ο δίσκος το «Ρεμπέτικο», έτσι και η ίδια η «Μαρίκα», απεικόνισαν, άθελα τους μάλλον, με περισσότερη ακρίβεια από κάθε άλλον το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι μία από αυτές τις  χώρες που είναι τόσο ισορροπημένα μοιρασμένες, στη Δύση και στην Ανατολή.

Με ότι καλό και κακό, σημαίνει αυτό.




Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2019

Όταν τα σύμβολα υποκαθιστούν τις έννοιες



Από τη στιγμή που γεννιόμαστε οι άνθρωποι, δεχόμαστε πληροφορίες. Βασικά δεν τις δεχόμαστε απλά, βομβαρδιζόμαστε από αυτές. Κάθε δευτερόλεπτο μία νέα γνώση εισέρχεται μέσα στον εγκέφαλο μας και παίρνει τη θέση που της καταχωρούμε, πολλές φορές τελείως ασυνείδητα χωρίς κάποια συγκεκριμένη διαδικασία.

Για να την παλέψουμε με αυτή την ιδιόρρυθμη υπερβολική δόση, ειδικά στη σύγχρονη εποχή που είναι τιγκαρισμένη από ερεθίσματα κάθε τύπου και για να μην έχουμε πονοκέφαλο στην καλύτερη περίπτωση ή να μην τινάξουμε τα μυαλά μας στον αέρα στη χειρότερη, αναγκαζόμαστε να τις ταξινομήσουμε. Και επειδή πολλές φορές κάποιες από αυτές τις πληροφορίες έχουν κοινή θεματική και μας διεγείρουν κοινά μεταξύ τους συναισθήματα, τις ομαδοποιούμε.

Αλλά αυτό δεν αρκεί για να πετύχουμε μία υποφερτή ροή πληροφοριών μέσα στους νευρώνες μας. Χρειάζεται αυτά τα σύνολα πληροφοριών να τα χαρακτηρίσουμε κάπως. Και ύστερα, αν είναι δυνατό να τα ενσαρκώσουμε ώστε να έχουν αντίκτυπο στην πραγματικότητα που αντιλαμβάνονται οι περιορισμένες μας αισθήσεις. Για να τα χαρακτηρίσουμε έχουμε τις λέξεις. Για να τα ενσαρκώσουν υπάρχουν τα ξαδελφάκια των λέξεων. Τα σύμβολα.

Είναι ειρωνεία μεγάλη, το γεγονός ότι μία λέξη που δεν εκφέρεται τόσο συχνά στην καθημερινότητα μας, στην πραγματικότητα βρίσκεται παντού γύρω μας. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως όσα αντικείμενα υπάρχουν, ακόμα και αυτή τη στιγμή, τριγύρω μας έχουν μία υποψήφια συμβολική χρήση, γεννάνε δηλαδή παραίτερες σκέψεις και συναισθήματα. Ναι, ακόμα και αυτό το άπλυτο πιάτο που βρίσκεται 10 εκατοστά μακριά από το λάπτοπ μου, συμβολίζει αρχικά ότι πάλι έφαγα σαν ζώο και έπειτα ότι πάλι βαρέθηκα να το ρίξω στο πλυντήριο πιάτων.

Φυσικά όλοι οι συμβολισμοί δεν είναι ισότιμοι. Θα παραφρονούσαμε τελείως σε μία τέτοια περίπτωση. Ανάλογα με τις πληροφορίες που εισπράττουμε και την αξία που τις δίνουμε, ανάλογη αξία αποκτούν και τα σύμβολα που τις αντιπροσωπεύουν. Προφανώς και εγώ έχω στον πάτο του συστήματος αξιών των πληροφοριών που λαμβάνω, το προαναφερόμενο πιάτο, ενώ αντίθετα ένα τραγούδι το οποίο υπενθυμίζει ( = συμβολίζει) μία έντονα συναισθηματικά φορτισμένη εμπειρία, το έχω αρκετά ψηλά.

Στη δεύτερη περίπτωση όμως είναι που σοβαρεύουν τα πράγματα. Και σοβαρεύουν ακόμα περισσότερο όταν αυτά τα σύμβολα, έχουν διάδραση πιο συλλογική, από ένα που αντιπροσωπεύει μία αυστηρά προσωπική ανάμνηση. Εκεί είναι που τα σύμβολα μπορεί να αποκτήσουν επικίνδυνες ιδιότητες, διότι όταν ένα σύμβολο είναι κοινό για ένα ευρύτερο σύνολο ανθρώπων, τότε ελλοχεύει ο κίνδυνος διαφορετικοί άνθρωποι, με διαφορετικά βιώματα και διαφορετικούς τρόπους αντίληψης της πραγματικότητας, να κληθούν να αποδώσουν ο καθένας του την ερμηνεία του, για το ίδιο ακριβώς αντικείμενο. Και προφανώς οι ερμηνείες αυτές θα είναι διαφορετικές. Και συνήθως αντικρουόμενες.

Και η ένταση της σύγκρουσης των ερμηνειών αυξάνεται, όταν πλέον ξεφεύγουμε από τα υλικά, χειροπιαστά σύμβολα και φτάνουμε στις συμβολικές πράξεις. Ένα επίκαιρο παράδειγμα είναι η πρόσφατη ιστορία με την παρέλαση στη Νέα Φιλαδέλφια. Οι παρευρισκόμενοι και όχι μόνο, από τη μία πλευρά και οι κοπέλες που «έσπασαν» τους κανόνες της παρέλασης και όσοι βρήκαν κάποιον εύστοχο συμβολισμό σε αυτή την πράξη, από την άλλη. Οι πρώτοι διατυμπανίζουν ότι η παρέλαση γίνεται για να τιμηθεί η μνήμη των ανθρώπων που αγωνίστηκαν και θυσιάστηκαν για να αποτραπεί η κατάληψη της χώρας από τους
original φασίστες ενώ μόλις δύο-τρεις μέρες πριν στελέχη της κυβέρνησης απέδωσαν διαφορετικές ερμηνείες. Και ναι, εκεί δεν κουνήθηκε φύλλο. Διότι μπορεί να διαταράχθηκε η έννοια αλλά δεν διαταρράχθηκε το σύμβολο. Αντίθετα, από τη μεριά των κοριτσιών μπορεί εύκολα κάποιος να εντοπίσει τον συμβολισμό, απέναντι στον πόλεμο αυτό-καθεαυτό, στον ίδιο τον τρόπο απόδοσης τιμών στους ήρωες του Αλβανικού Μετώπου αλλά και στον ρηχό, για την μόστρα, πατριωτισμό των επισήμων και όχι μόνο.

Το τελευταίο αποδείχτηκε με την αδράνεια αυτών, για την προαναφερόμενη απόπειρα αλλοίωσης της πραγματικής ουσίας και έννοιας του Αλβανικού έπους, σε συνδυασμό με την παρορμητική και θορυβώδη αντίδραση για την σάτυρα της παρελασης. Και έτσι έγινε προφανές ότι το σύμβολο το ίδιο υποκατέστησε σε αξία την έννοια που θα έπρεπε απλά να αντιπροσωπεύει.

Και όταν σε μία κοινωνία τα σύμβολα υποκαθιστούν τις έννοιες που αντιστοιχούν, σημαίνει αυτόματα ότι αυτή η κοινωνία έχει πληθώρα εικόνων-αντικειμένων που στερούνται νοήματος και συναισθήματος. Είναι μία κοινωνία, μόνο για τα πανηγύρια.