Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2019

Τι σημαίνει να είσαι "άνθρωπος";



«Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος» έλεγε πολύ εύστοχα η Κατερίνα Γώγου, εκφράζοντας μία αλήθεια κοινώς αποδεκτή, ανεξαρτήτου ιδεολογίας, για όλους τους στοιχειωδώς υγιείς ανθρώπους. Αλλά τι πραγματικά εννοούσε με τη χρήση της λέξης «άνθρωπος» η σπουδαία ποιήτρια, στη συγκεκριμένη φράση; Ποια είναι η βασική ιδιότητα ενός ανθρώπου που όταν τη διατηρεί, έχει το δικαίωμα να αυτοαποκαλείται έτσι;

Ο συλλογισμός μου θα ξεκινήσει από το αντίθετο άκρο. Από το σημείο της απανθρωπιάς. Υπάρχουν κοινώς αποδεκτές πράξεις, οι οποίες χαρακτηρίζονται απάνθρωπες και αντίστοιχα βαφτίζουν και τους εκτελεστές τους. Απάνθρωπος είναι ένας βιαστής, απάνθρωπος είναι ένας δολοφόνος, απάνθρωπος είναι ένας παιδεραστής, απάνθρωπος είναι κάποιος που δέρνει έναν ανυπεράσπιστο, απάνθρωπος είναι ένας εκβιαστής, απάνθρωπος είναι ένας εργοδότης που απολύει έναν εργαζόμενο χωρίς αφορμή και αιτία, απάνθρωπος είναι ένας έμπορος ηρωίνης και γενικότερα αν η κοινωνία μας δεν έχει έλλειψη σε κάτι, αυτό είναι σίγουρα οι περιπτώσεις απανθρωπιάς.

Ποιο είναι το κοινό γνώρισμα όλων των παραπάνω απάνθρωπων πράξεων; Στα δικά μου μάτια, είναι το γεγονός ότι ο θύτης αγνοεί την ανθρώπινη υπόσταση του εκάστοτε θύματος. Ο βιαστής και ο παιδεραστής βλέπουν το θύμα τους ως ένα εργαλείο ηδονής, ο δολοφόνος ως ένα στόχο που θα ξεράσει την οργή και το μίσος του ή και ως ένα μέρος του επαγγέλματος που του προσκομίζει κέρδη όπως και ο έμπορος ναρκωτικών και ο εκβιαστής, ενώ ο εργοδότης βλέπει ως ένα οικονομικός βάρος, ως έναν αριθμό τον εργαζόμενο από τον οποίο ξεμπερδεύει.

Άρα, με βάση το παραπάνω σκεπτικό, η ιδιότητα που χαρακτηρίζει μία απάνθρωπη πράξη είναι αυτή που μειώνει ή και εκμηδενίζει την ανθρώπινη υπόσταση αυτού που τη δέχεται. Άρα ο απάνθρωπος είναι αυτός που μειώνει την ανθρώπινη υπόσταση των άλλων και ειδικά των θυμάτων του, αυτός ο οποίος δεν βλέπει μία ανθρώπινη ύπαρξη και άρα ισάξια, μια και αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως άνθρωπο, αλλά ως ένα κατώτερο ον, ένα μέσο προς χρήση, προς εκμετάλλευση, προς ικανοποίηση των προσωρινών και μη επιθυμιών του.

Μακάρι όμως τα παραδείγματα απανθρωπιάς να ήταν μόνο στις προαναφερόμενες κραυγαλέες περιπτώσεις εκμηδενισμού της ανθρώπινης υπόστασης. Διότι πέρα από την ενοχλητική τάση που έχουν πολλοί γύρω μας να βλέπουν ανθρώπους ως αντικείμενα, υπάρχουν ακόμα περισσότεροι οι οποίοι ναι μεν αναγνωρίζουν την ανθρώπινη υπόσταση των άλλων, αλλά την τοποθετούν σε δεύτερη μοίρα συγκριτικά με κάποια άλλη ιδιότητα τους. Με απλά λόγια την μειώνουν και αυτό δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως επαρκή ανθρώπινη συμπεριφορά.

Όταν η γυναίκα θεωρείται πρώτα τσούλα και μετά άνθρωπος, όταν ο πρόσφυγας και ο μετανάστης θεωρούνται πρώτα λαθροεισβολέας και φτηνός εργάτης και μετά άνθρωπος, όταν ο ναρκωμανής θεωρείται πρώτα πρεζάκι και μετά άνθρωπος, όταν ο ομοφυλόφιλος θεωρείται πρώτα πουστάρα και μετά άνθρωπος και τόσα άλλα παρόμοια παραδείγματα, τότε μόνο για περιρρέουσα ανθρωπιά δεν μπορούμε να μιλάμε. Και αν σας κούρασε η επανάληψη της λέξης άνθρωπος, συγχωρέστε με, αλλά ήταν επιτηδευμένη και ας μην ήταν λογοτεχνικά καλαίσθητη. Φανταστείτε πόσο κουραστικό, το λιγότερο, είναι για αυτούς βιώνουν καθημερινά τη μείωση αυτή.

Και κάπως έτσι είναι φυσιολογικό να καταλήγω στο συμπέρασμα, ότι εφόσον το αντίστροφο του να γίνεσαι απάθρωπος είναι να παραμένεις άνθρωπος, τότε η βασική ιδιότητα του δεύτερου για όποιον το καταφέρνει, είναι να αντιμετωπίζει όλους του υπόλοιπους ως ισάξιες υπάρξεις, με ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις, σαν τα αντίστοιχα που έχει και αυτός ως ανεξάρτητη ύπαρξη. Ή τουλάχιστον όσους δεν έχουν χάσει αυτοβούλως την ανθρώπινη υπόσταση τους.

Πως θα γίνει αυτό; Μα εννοείται, όταν έχουν οι ίδιοι υποτιμήσει άλλους ανθρώπους και υπάρξεις (π.χ. ένα σκύλο ή μία γάτα). Διότι ο σίγουρος δρόμος για να χάσει κάποιος το δικαίωμα να λογίζεται ως άνθρωπος, είναι να μην το αναγνωρίζει απόλυτα αυτό και στους άλλους, ή αν το αναγνωρίζει, να μην το θέτει ως προτεραιότητα.



Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2019

Η αιώνια δευτερεύουσα



Καθόμουν προχθές στο μαγαζί που συχνάζουμε με τον κολλητό μου. Κάποια στιγμή με πλησιάζει ο σερβιτόρος και μου λέει ότι κάθεται λίγο πιο πέρα μία παρέα Ολλανδών, τους οποίους τους ανέφερε ότι η μόνιμη κατοικία μου είναι στη χώρα τους και αυτοί θέλουν να με γνωρίσουν. Ξεκινήσαμε την κουβέντα, μου είπαν ότι είναι η 4η συνεχόμενη χρονιά που έρχονται Θεσσαλονίκη, ότι λατρεύουν την πόλη, το φαγητό, τους ανθρώπους της, την ιστορία της αν και την τελευταία είναι λίγο πιο δύσκολο να την ανακαλύψουν σε όλο της το μεγαλείο, λόγω της πυκνής κτιριακής δομής που κρύβει τη γοητεία της.

Αφού τους κέρασα και ένα τσίπουρο, τους καληνύχτισα και λίγο μετά ξεκίνησα για το σπίτι μου. Στη διαδρομή σκεφτόμουν, ότι ευτυχώς υπάρχουν τουρίστες πειραγμένοι σαν και εμένα που τους αρέσει να εξερευνούν ενδελεχώς τον τόπο που ταξιδεύουν. Αλλά είμαστε μειοψηφία. Με την πλειοψηφία τι γίνεται; Πότε θα μπορέσει η Θεσσαλονίκη να ελκύσει την πλειοψηφία των τουριστών και να έχει την επισκεψιμότητα και την αναγνώριση που αρμόζει στην ιστορία της και στον πολιτισμό της; Και έτσι αυτόματα το μυαλό μου πήγε στο έγκλημα που θα λάβει χώρα, κάτα πάσα πιθανότητα, αύριο στη συνεδρίαση του  ΚΑΣ, όπου θα εγκριθεί η απόσπαση των αρχαιοτήτων από την τοποθεσία που θα βρίσκεται ο μελλοντικός σταθμός του μετρό της Βενιζέλου.

Αρχικά θα ξεκαθαρίσω κάτι. Δεν είμαι πολιτικός μηχανικός, δεν είμαι αρχαιολόγος και δεν έχω δει με τα ίδια μου τα μάτια τα περίφημα αρχαία. Αλλά όταν διαβάζω ότι έχει υπάρξει εγκεκριμένη μελέτη, ότι η ίδια η ανάδοχη εταιρεία ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ ήταν σύμφωνη με αυτή, όταν ακούω τον
Paolo Odorico, διακεκριμένο βυζαντινολόγο να λέει ότι πρόκειται για μία νέα Πομπηία, όταν διαβάζω τους πολιτικούς μηχανικούς του ΑΠΘ να υποστηρίζουν ότι είναι απόλυτα εφικτή η κατασκευή του σταθμού και να μείνουν τα αρχαία στη θέση τους και τέλος όταν όλα τα προαναφερόμενα τα συνδυάζω με τη διεθνή άνοδο του ενδιαφέροντος για τη Βυζαντινή ιστορία (ένα μικρό παράδειγμα, έχω γνωρίσει προσωπικά μεταπτυχιακό Βυζαντινολόγο στο απόλυτα βιομηχανικό Αϊντχόφεν) τότε καταλαβαίνω ότι βρισκόμαστε μπροστά στην απώλεια μίας μεγάλης ευκαιρίας για το μέλλον της πόλης. Μία ευκαιρία που πηγάζει από το παρελθόν της και αν στο παρόν δεν την αρπάξουμε, τότε θα γίνει μία πολιτιστική αυτοκτονία. Ουσιαστικά, η Θεσσαλονίκη θα χάσει την ευκαιρία να ανακηρυχθεί στις διεθνείς συνειδήσεις, ως η πόλη-απόλυτο σύμβολο του Βυζαντινού πολιτισμού, ειδικά από τη στιγμή που η Κωνσταντινούπολη, για ευνόητους λόγους, δεν θα της επιτραπεί να διαφημιστεί ποτέ ως κάτι τέτοιο.

Διότι από την καινούρια κυβέρνηση, τον καινούριο Δήμαρχο(που ήμουν και αισιόδοξος ο μπούφος, όταν εκλέχθηκε), και τον καινούριο διορισθέντα πρόεδρο της ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ, που όλοι τους κατά σύμπτωση ανήκουν στην ίδια παράταξη, δεν έχει διασαφηνιστεί με λεπτομέρειες το πως η απόσπαση των αρχαίων, θα βοηθήσει στην γρηγορότερη ολοκλήρωση του κακόμοιρου του έργου, ούτε και προφανώς υπάρχει καμιά εγγύηση για την ασφαλή απόσπασή τους(λες και είναι
LEGO, όπως είπε εύστοχα ο Odorico). Και φυσικά καμιά εγγύηση ότι δεν θα σαπίσουν στις αποθήκες που θα μεταφερθούν «προσωρινά»(όπως τα αρχαία της Αγίας Σοφίας που βρίσκονται στο Καλοχώρι) και θα επανατοποθετηθούν. Και γενικότερα η σύγχρονη Ελλάδα έχει αποδείξει ότι της αρέσει πολύ το ρητό «ουδέν μονιμότερο του προσωρινού», για αυτό και το εφαρμόζει.

Ουσιαστικά το μόνο που είναι σίγουρο και επιβεβαιωμένο, είναι ότι η αυριανή έγκριση από το ΚΑΣ(του οποίου τα μέλη άλλαξαν, φυσικά, μετά την εκλογή της νέας κυβέρνησης και τοποθετήθηκαν εκεί άτομα που έχουν εκκρεμή δικαστήρια) θα προκαλέσει ένα νέο ντόμινο εργολαβικών συμβάσεων, με ότι αυτό συνεπάγεται στο σύγχρονο Ελληνικό Κράτος. Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται.

Και άντε, χέστε μας εμάς τους ιστοριολάγνους και ρομαντικούς τοπικιστές. Είναι τόσο δυσνόητο να καταλάβει κάποιος ότι τέτοια εκθέματα, με σωστή διαφήμιση, μόνο ευεργετικές συνέπειες θα έχουν για την πόλη και την οικονομία της με την αναμενόμενη αύξηση της τουριστικής της έλξης; Δηλαδή για λίγα χρήματα βραχυπρόθεσμα, καταστρέφουμε μία μακροπρόθεσμη αλλά πολύ πιο επικερδή προοπτική της πόλης που ζούμε. Από ότι φαίνεται είναι ευκολότερο να γλείφουμε τον κάθε Σαββίδη, μπας και μας σώσει από την ανυποληψία μας. Αποδεικνύεται ακόμα μία φορά, ότι μία είναι η αιτία που η Ελλάδα συνολικά, δεν θα πάει ΠΟΤΕ μπροστά. Ότι κατοικείται από κατσαπλιάδες. Από ανθρώπους που δεν βλέπουν πέρα από τη μύτη τους. Και οι Θεσσαλονικείς φυσικά δεν είναι εξαίρεση. Όλα τα υπόλοιπα κουσούρια μας, είναι παράγωγα αυτής της τάσης.

Και απορώ που είναι οι υπόλοιποι παράγοντες της πόλης. Είναι δυνατόν η Μητρόπολη Θεσσαλονίκης να μην αντιδρά, στην καταστροφή ενός σημαντικού μέρους της βυζαντινής ιστορίας της πόλης, που είναι συνυφασμένη με τη χριστιανική παράδοση της; Αλλά μάλλον είναι απασχολημένη με το να ρίχνει κατάρες σε πρόσφυγες και ομοφυλόφιλους. Γιατί οι Μακεδονομάχοι; Που πήγαν τα συλλαλητήρια για την υπεράσπιση της ταυτότητας και της κληρονομιάς μας; Τι φταίει; Το ότι δεν έχουμε ΣΥΡΙΖΑ και έχουμε πλέον Νέα Δημοκρατία; Ή μήπως φταίει ότι το
brand name «Θεσσαλονίκη» δεν έχει την παραμικρή σύνδεση με την κατάκτηση άλλων λαών; Ή μήπως και τα δύο; Για να μην αναφέρω και τους Θεσσαλονικείς βουλευτές, που παραδοσιακά είναι ανύπαρκτοι.

Καμιά λαοθάλασσα, δεν θα μαζευτεί σήμερα στην εκδήλωση διαμαρτυρίας ενάντια στην επερχόμενη, δυστυχώς σίγουρη, έγκριση του ΚΑΣ για το ξήλωμα των αρχαίων. Λίγοι "γραφικοί" θα είμαστε μαζεμένοι εκεί, οι οποίοι θα συνεχίσουμε τα επόμενα χρόνια να ανακουφιζόμαστε όταν κάποιοι ξένοι θα μας λένε ότι γνωρίζουν ότι υπάρχει πόλη
Thessaloniki και θα εκνευριζόμαστε όταν θα μας αποκαλύπτουν ότι την αγνοούν, αλλά έχουν επισκευθεί την Chersonissos των 3000 κατοίκων. Με όλο το σεβασμό στο κρητικό χωριό, του οποίου οι κάτοικοι είναι μάλλον λιγότερο κατσαπλιάδες από εμάς.

Και θα γίνουμε μάρτυρες μίας επανάληψης της Ιστορίας, που η συντριπτική πλειοψηφία των Θεσσαλονικιών αγνοούν, γιατί αδιαφορούν για την ιστορία της πόλης τους. Θα δούμε ακόμα μία φορά η Θεσσαλονίκη να δολοφονείται από τα παιδιά της, όπως η ομώνυμη αρχαία Μακεδόνισσα Βασίλισσα (από την οποία η πόλη πήρε το όνομα της) η οποία δολοφονήθηκε από τον ίδιο της το γιο.

Και θα αποδεχθούμε ότι η Θεσσαλονίκη, ούτε Συμβασιλεύουσα είναι πλέον, ούτε ήταν ποτέ και ούτε θα’ναι, συμπρωτεύουσα. Θα είναι πάντα, μία αιώνια δευτερεύουσα. Και οι μόνοι υπεύθυνοι θα είναι οι παράγοντες και η πλειοψηφία των κατοίκων της.



Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2019

Ανακαλύπτοντας τη διαπροσωπική απομόνωση



Πρόσφατα, κατά τη διάρκεια χαβαλέ στο Ίντερνετ, έμαθα έναν καινούριο όρο. «Διαπροσωπική απομόνωση». Αρκετά βαρύγδουπη φράση, ώστε να με κάνει να ψάξω λίγο παραπάνω σχετικά με το περί τίνος πρόκειται. Ήθελα να δω αν είναι ακόμα ένας, από τους αναρίθμητους, ψυχο-κάτι όρους που έχουν κατακλύσει το λεξιλόγιο μας για να περιγράψει κάποια δυσλειτουργία ενός ανθρώπου με το περιβάλλον του. Και κυρίως να κατανοήσω την αντιφατική σύνθεση αυτής της φράσης. Πως γίνεται μία απομόνωση να είναι και διαπροσωπική;

Διαβάζω, λοιπόν, ότι σύμφωνα με τον Ίρβιν Γιάλομ, η διαπροσωπική απομόνωση είναι όταν υπάρχει ένα χάσμα μεταξύ του «Εαυτού» και των άλλων ανθρώπων, λόγω έλλειψης κοινωνικών δεξιοτήτων και ψυχοπαθολογίας στο θέμα της οικειότητας. Εμένα αυτή η περιγραφή μου θύμισε, στην απλοϊκή μορφή της, τη γνωστή φράση «
surrounded by everyone, but still alone». Αλλά εντελώς ασυναίσθητα, άρχισαν να έρχονται στο μυαλό μου, παραδείγματα που μου φάνηκε ότι κολλάνε στην περιγραφή αυτή.

Το πρώτο παράδειγμα που μου έρχεται στο μυαλό, είναι ένας άνθρωπος να δέχεται, συνεχώς και από πολύ κόσμο, θετικές απόψεις σχετικά με το χαρακτήρα του και την προσωπικότητα του. Χαρακτηρισμοί, όπως πόσο δίκιο έχει σε αυτά που υποστηρίζει κατά καιρούς, όπως ότι είναι καλόψυχος, ξηγημένος, ειλικρινής. Να δέχεται επίσης, εξομολογήσεις περί των συναισθημάτων που έχουν οι άλλοι απέναντι του, όπως αγάπη, είτε φιλική είτε ερωτική, εκτίμηση, έγνοια και άλλα πολλά όμορφα. Και τελικά λίγο μετά, αν όχι δευτερόλεπτα αργότερα, να εισπράττει μία απόλυτη αδιαφορία, μία οριστική και απόλυτη απόσπαση της προσοχής τους σε άλλους πιο ενδιαφέροντες παρευρισκόμενους στον ίδιο χώρο. Όχι για λίγα λεπτά, μισή ή μία ώρα. Οριστικά.

Το δεύτερο παράδειγμα, εμφανίζεται σε πιο μακροπρόθεσμο πλαίσιο και έχει να κάνει με την περίπτωση άνθρωποι που έχουν ζήσει στιγμές και περιόδους με τον «ασθενή» να απομακρύνονται μυστηριωδώς, χωρίς κάποιο καυγά ή κάποια διαφωνία να έχει προηγηθεί. Και ενώ ζούμε στην εποχή της επικοινωνίας και αυτός κάνει προσπάθειες να μάθει τουλάχιστον τα νέα τους, τελικά είτε να αγνοείται παντελώς, είτε να λαμβάνει μία τελείως τυπική, ξεψυχισμένη απόκριση, που θα κάνει φανερή την έλλειψη διάθεσης για όποια περαιτέρω επικοινωνία.

Τρίτο παράδειγμα, είναι όταν αυτός ο άνθρωπος αποφασίζει τελικά να πάρει την πρωτοβουλία να εμβαθύνει ο ίδιος και να δώσει περισσότερη ποιότητα στην επικοινωνία του με τους άλλους και τελικά να εισπράττει μία αδιαφορία, σχετικά με τις ενδότερες σκέψεις του, ειδικότερα από τα άτομα που στόχευε. Ή αν τελικά επιτυγχάνει ένα αρχικόν ενδιαφέρον, λίγο μετά να γίνεται μάρτυρας των δύο προηγούμενων παραδειγμάτων, είτε βραχυπρόθεσμα, είτε μακροπρόθεσμα. Τότε είναι προφανές ότι θα νιώσει την διαπροσωπική μοναξιά μια και θα αντιληφθεί ότι είτε υποκρίνονται επιδέξια αρχικά ότι τον καταλαβαίνουν, για λόγους τυπικής ευγένιας, είτε ακόμα χειρότερα, όντως τον καταλαβαίνουν και αυτή είναι μία επαρκής αφορμή για να τον αποφύγουν ή να τον αποφεύγουν κατά συρροή.

Εννοείται ότι όταν συμβαίνουν όλα τα παραπάνω θα υπάρξουν και συνέπειες, πολλές φορές μη αναστρέψιμες. Όπως η περίπτωση κάποιος να δείξει άμεσα και με ειλικρίνεια, ενδιαφέρον για να επικοινωνήσει με αυτόν τον άνθρωπο και αυτός μη γνωρίζοντας πως να το διαχειριστεί, να βρεθεί απροετοίμαστος με αποτέλεσμα η συμπεριφορά του να είναι τόσο άγαρμπη και ατσούμπαλη που θα αποθαρρύνει τον επίδοξο ενδιαφερόμενο για αυτόν. Και η συνειδητοποίηση αυτού, θα φορτώσει περαιτέρω ενοχές στον ίδιο, με αποτέλεσμα οι κοινωνικές του ικανότητες, η ίδια του η αυτοπεποίθηση, να δεχτεί ένα ισχυρότατο πλήγμα.

Όλα τα παραπάνω αν δεν εκλείψουν, ή τουλάχιστον δεν βελτιωθούν, θα κάνουν ακόμα και τη στοιχειώδη κοινωνικοποίηση να αποτελεί μία επώδυνη εμπειρία για τον «ασθενή», καθώς θα του υπενθυμίζει συνεχώς τι δεν δικαιούται να βιώσει. Φυσικά σε όλα τα παραπάνω σίγουρα έχει κάποια έως πλειοψηφική ευθύνη και ο ίδιος. Και λογικά θα το γνωρίζει, καθώς δεν υπάρχει πιο κουραστική ανωριμότητα από το να κατηγορεί πάντα, όλους και για όλα.

Αλλά είναι αυτή η δικιά μου στοιχειώδης κοινωνικοποίηση, που μου έχει δώσει την εντύπωση ότι υπάρχουν πολλοί «ασθενείς» έξω. Ότι είναι μία «ασθένεια» πολύ πιο διαδεδομένη από ότι φανταζόμαστε.





Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2019

Καμιά δικαίωση στον νεκρό



Συνηθίζεται, όταν πεθαίνει ένας άνθρωπος αναγνωρίσιμος, να ξεσπάει μία κριτική, θετική ή/και αρνητική, σχετικά με τα πεπραγμένα της ζωής του. Ειδικά όταν αυτό το άτομο κατά τη διάρκεια της ζωής του, είχε φανεί να συμμετέχει ή και να πράττει ο ίδιος, αμφιλεγόμενες πράξεις, τότε είναι που οι γνώμες διίστανται, σχετικά με το τελικό πόρισμα. Το αν ο άνθρωπος αυτός ήταν καλός ή κακός.

Δυστυχώς, έτσι όπως είναι ο κόσμος μας, είναι δύσκολο για έναν άνθρωπο, ειδικά για κάποιον που απέκτησε λεφτά και δόξα στη ζωή του, να μην υπάρχουν κάποιες «αμαρτίες» που να κηλιδώνουν την πορεία. Επίσης είναι τέτοια η ανθρώπινη φύση, που ακόμα και οι άνθρωποι που έχουν κυληστεί στον βούρκο σίγουρα θα πρόσφεραν κάποιες όμορφες στιγμές, έστω και σε πολύ περιορισμένο αριθμό ανθρώπων.

Τα παραπάνω, τα ξέρουμε όλοι πάνω-κάτω. Αλλά κάποιοι διαλέγουν σε αυτή την περίπτωση, συγκινημένοι από την πρόσφατη γνώση του θανάτου αυτού του ανθρώπου, να εκφράζουν προτάσεις όπως «Ο νεκρός δικαιώνεται.» ή ο «νεκρός συγχωρείται». Θεωρούν, δηλαδή, ότι το γεγονός του θανάτου, υπερισχύει της ίδιας της ζωής.

Αυτό όμως δεν γίνεται να έχει εφαρμογή σε κανέναν άλλο, πέρα από τον ίδιο το νεκρό. Διότι πολύ απλά οι υπόλοιποι ζούμε. Και εφόσον ζούμε σκεφτόμαστε και κρίνουμε. Το να σταματάμε αυτές τις δύο έμφυτες μας, διαδικασίες είναι σαν να κολλάμε θανατίλα και εμείς μαζί με τον νεκρό. Είναι σαν να υποτιμάμε την ίδια μας τη ζωή.

Όταν ένας άνθρωπος πεθαίνει, κλείνει μαζί με τη ζωή του ο κύκλος των πράξεων του. Το κατά πόσο αυτές θα χαρακτηριστούν αρνητικές ή θετικές, και το ποιες από αυτές θα επικρατήσουν στην υστεροφημία του, είναι κάτι για το οποίο θα έπρεπε να φροντίσει ο ίδιος κατά τη διάρκεια του βίου του. Ειδικά όταν επρόκειτο για μία προσωπικότητα που οι επιπτώσεις των πράξεων του, ξέφευγαν από τον στενό κύκλο των οικείων του προσώπων.

Ο αντίλογος ότι «ο νεκρός δεν μπορεί να απαντήσει», έχει εφαρμογή μόνο για τις πράξεις που του καταλογίζονται χωρίς να υπάρχουν απτές αποδείξεις για την τέλεση τους. Για τις αναμφισβήτητες όμως εννοείται ότι θα υπάρχει κριτική και ένας απολογισμός. Και αν αυτές είναι αρνητικές, τότε πολύ απλά «ας πρόσεχε».

Ο άνευ όρων σεβασμός στον μακαρίτη, δεν προσφέρει τίποτα σε αυτούς που αφήνει πίσω του. Στην κοινωνία των ζωντανών. Διότι έτσι δεν μπορούν να υπάρξουν ούτε ηθικά παραδείγματα, ούτε σημεία αναφοράς στη συμπεριφορά αυτών που συνεχίζουν. Και η συμπεριφορά αυτών είναι που μετράει και έχει πραγματικό αντίκτυπο. Είναι τουλάχιστον αφελές να υποκρινόμαστε ότι μπορεί να θιχτεί η αυτοεκτίμηση κάποιου ο οποίος έχει δει τα ραδίκια ανάποδα.

Αν κάτι είναι ανάρμοστο, είναι οι βρισιές απέναντι στον αποθανόντα. Διότι ουσιαστικά αυτές είναι εκφράσεις που χρησιμοποιούν την επίκληση στο συναίσθημα και αυτό είναι μάταιο να συμβαίνει απέναντι σε κάποιον που εξ’ ορισμού πλέον δεν μπορεί να αισθανθεί. Επίσης συνήθως αυτοί οι χαρακτηρισμοί δεν συνοδεύονται από περιγραφή συγκεκριμένων γεγονότων, έτσι χρησιμοποιούνται απλά ως δημιουργίες εντυπώσεων. Και αυτό ναι, είναι άδικο για αυτόν που έφυγε και για τους ανθρώπους που έτυχε να τον εκτιμήσουν.

Μόνο η ζωή μας υπάρχει. Και είμαστε οι υπεύθυνοι για το πως αυτή θα κριθεί, όταν έρθει η ώρα να τελειώσει. Το να ευελπιστούμε σε συγχώρεση ή σε λησμονιά των όποιων άσχημων στιγμών μας, το μόνο που μπορεί να μας κάνει να καταφέρουμε, είναι να αμβλύνουμε τις όποιες ηθικές αρχές θα έπρεπε να είχαμε. Και όλοι γνωρίζουμε το που μπορεί να οδηγήσει αυτό. Γνωρίζοντας ότι ούτε συγχώρεση υπάρχει, ούτε δικαίωση, τότε ίσως να έχουμε κάνει ένα καλό βήμα ώστε να φροντίσουμε την υστεροφημία μας, με άλλα λόγια να αξιοποιήσουμε ή τουλάχιστον να μην υποτιμήσουμε την ζωή μας, απέναντι στην κοινωνία που την φιλοξενεί.