Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2019

Ένας Θεσσαλονικιός στην Αθήνα




Μεγαλώνοντας κάποιος στην Ελληνική επαρχία με την έννοια του οπουδήποτε αλλού πέρα από την πρωτεύουσα και τα περίχωρα της, τις δεκαετίες του 90’ και του 2000, θα δημιουργούσε μία ιδιόμορφη σχέση με την Αθήνα.

Η ιδιομορφία αυτή θα προερχόταν κυρίως από την τηλεόραση, με τα γεγονότα των ειδήσεων και των τηλεοπτικών σειρών να διαδραματίζονται κατά συντριπτική πλειοψηφία στην Αθήνα και θα βασιζόταν στο παράδοξο να ξέρει κάποιος σχεδόν όλες τις μεγάλες γειτονιές μίας πόλης, όλα τα σημεία αναφοράς της, αλλά να μην τα έχει δει ποτέ από κοντά.

Κάπως έτσι η Αθήνα, σε εμάς τους μη πρωτευουσιάνους, απέκτησε μία μυθική υπόσταση. Ήταν το μέρος που συνέβαιναν τα πάντα, που η ζωή της χώρας επικεντρωνόταν, που όλα τα σημαντικά γεγονότα λάμβαναν χώρα. Σύνταγμα, Ομόνοια, Εξάρχεια, Πατήσια, και τόσα άλλα μέρη που τα είχαμε ακούσει τόσες φορές, αλλά ποτέ δεν είχαμε περπατήσει. Σαν μία σχέση από απόσταση με έναν άνθρωπο, που γνωρίζεις το πρόσωπο του, τη φωνή του, τη συμπεριφορά του, αλλά ποτέ δεν τον έχεις αγγίξει, ποτέ δεν τον έχεις γευτεί.

Πριν από αυτό τον Σεπτέμβρη είχα βρεθεί δύο φορές στην Αθήνα. Τη μία φορά για ένα μεγάλο λάθος, που όμως δεν το μετανοιώνω και την δεύτερη φορά, κατά λάθος. Αμφότερες τις περιπτώσεις, είχα τεράστια έλλειψη χρόνου και χρήματος, έτσι είδα πολύ λίγα και δεν τη γνώρισα πραγματικά. Αλλά πριν ένα μήνα ήρθε το πλήρωμα του χρόνου. Αυτή τη φορά, ούτε ο χρόνος, ούτε το χρήμα θα με εμπόδιζαν να γνωρίσω και να βιώσω, όλες αυτές τις τοποθεσίες που άκουγα και έβλεπα εξ’ αποστάσεως όλα αυτά χρόνια.

Υπάρχουν δύο τρόποι να γνωρίσει κανείς την Αθήνα. Δύο είδη τουρισμών. Ο ένας είναι ο κοινότυπος, αλλά καθόλου αδιάφορος, ο πολιτισμικός ή αν προτιμάτε ο ιστορικός. Κάπως έτσι από το πρώτο μεσημέρι, βρέθηκα στην Ακρόπολη και στις γειτονιές της. Επισκεύθηκα πρώτα το μουσείο, μια και γνώριζα ότι θα είχε κλιματιστικό διότι η ζέστη έξω, για κάποιον που έχει συνηθίσει το Βορρά, ήταν αφόρητη. Το μουσείο ήταν φανταστικό, με άριστη οργάνωση στην τοποθέτηση των εκθεμάτων, τα οποία εννοείται ήταν το καθένα από μόνο του, μνημείο καλαισθησίας. Πολύ καλή εντύπωση μου έκανε και το γεγονός ότι τονίζεται η πραγματική ιστορία των μαρμάρων που βρίσκονται στο Βρετανικό μουσείο και δεν γίνεται μία απλή γλυκιά και διπλωματική αναφορά. Οι επισκέπτες, ειδικά οι μη Έλληνες, πρέπει να γνωρίζουν.

Ύστερα επισκεύθηκα την ίδια την Ακρόπολη, εκμεταλλευόμενος την απογευματινή δροσιά. Κατάφερα και ανέβηκα όλα τα σκαλοπάτια χωρίς να λαχανιάσω ιδιαίτερα, θαυμάζοντας πρώτα το θέατρο του Ηρώδου του Αττικού και ύστερα βρέθηκα στην κορυφή της Ακρόπολης. Δυστυχώς δεν έχω λόγια για το αρχιτεκτονικό και καλλιτεχνικό κάλλος που αντίκρυσα, αλλά μου έκανε αρνητική εντύπωση το γεγονός ότι δεν υπήρχε σε κανένα από τα ξεχωριστά μνημεία μία στοιχειώδη πινακίδα με πληροφορίες σχετικά. Φαντάζομαι ότι όσοι συνοδεύονταν από ξεναγούς δεν είχαν πρόβλημα, αλλά εμείς οι αδέσποτοι, μέναμε με τις απορίες ή λιώναμε στο
Google.

Τις επόμενες μέρες επισκέφθηκα Θησείο, Μοναστηράκι και Πλάκα, όπου σίγουρα μου άρεσαν και προσέφεραν μία ευχάριστη αίσθηση, αλλά δεν συγκινήθηκα και ιδιαίτερα. Ιδιαίτερα αστείο είναι το γεγονός ότι όταν βρέθηκα στην Πλάκα συνειδητά, διέσχισα και το Μοναστηράκι ασυνείδητα, κάτι το οποίο διαπίστωσα την επόμενη μέρα που πήγα συνειδητά σε αυτό.

Συνοψίζοντας, πέρα από την Ακρόπολη αυτή-καθεαυτή που είναι ένα μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς και καλό θα ήταν για κάθε άνθρωπο να την επισκεφθεί, η Αθήνα σε ιστορικό-πολιτιστικό επίπεδο δεν με ενθουσίασε. Ίσως βέβαια να είμαι αρκετά αυστηρός λόγω του γεγονότος ότι μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη, της οποίας το ιστορικό κέντρο είναι μεγαλύτερο και γεμάτο με πολύ περισσότερες και διαφορετικές μεταξύ τους, ιστορικές-πολιτισμικές εκπλήξεις για αυτόν που θέλει να τις δει και να αφεθεί στη γοητεία τους.   

Πέρα όμως από αυτόν τον κοινό τουρισμό υπάρχει και ένας άλλος, ίσως πιο σημαντικός. Είναι ο ανθρώπινος. Τον οποίο είχα την ευκαιρία να τον βιώσω χάρη στους φίλους μου που με φιλοξένησαν εκεί. Κάπως έτσι, γνώρισα την πραγματική Αθήνα που πάντα ήθελα. Μπραχάμι με τις αριστερές καταβολές του, την πλατεία «Άρη Βελουχιώτη» και τον σταθμό του Μετρό «Αλέκος Παναγούλης», Άγιο Νικόλαο, μία εξ’ ορισμού γειτονιά μεταναστών, Γκύζη και Λεωφόρο Αλεξάνδρας με όλη τη γοητευτική παράνοια των δρόμων τους, Βικτώρια με τους χρήστες ναρκωτικών ουσιών, τραυματισμένους αλλά ακίνδυνους, Πατησίων με τους άστεγους που μέναν στα κάθετα σε αυτή στενά, με βλέμματα πιο ειλικρινή από αυτά των θαμώνων της πλατείας Συντάγματος, την Ομόνοια που δυστυχώς ήταν περιφραγμένη με λαμαρίνες και τέλος τα Εξάρχεια, εκεί που βλέπεις να παραμένει ζωντανή η ειλικρινής ανθρώπινη δραστηριότητα μέσω των καλλιτεχνών που περιφέρονται εκεί και της αίσθησης αντίστασης σε μία κατασταλτική κυβερνητική πολιτική, που ειδικά τον τελευταίο καιρό εντείνονται αμφότερες, παράλληλα και αντίρροπα.

Και αυτή είναι η τελευταία και μάλλον σημαντικότερη εντύπωση που μου άφησε η Αθήνα. Ότι μέσα στα τσιμέντα, επιβιώνει υπό αντίξοες πολλές φορές συνθήκες, η ανθρωπιά, σε αυτές τις παρακείμενες γειτονιές του κέντρου της Αθήνας, στις οποίες έχει περιθωριοποιηθεί αθέλητα διότι είναι επικίνδυνη για κάποιους και ηθελημένα για να μπορέσει να διατηρηθεί ή και να διαιωνιστεί. Ίσως να μην είναι άμεσα ορατή, αλλά σίγουρα είναι αισθητή, σε αυτόν που θέλει να την αισθανθεί. Και αυτή είναι η πραγματική γοητεία της Αθήνας και όλων των μεγαλουπόλεων, αν και η Αθήνα πιστεύω έχει ένα πλεόνασμα σε σχέση με τον μέσο όρο. Και αυτή είναι η αιτία που θέλω να την ξαναεπισκεφθώ.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου