Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2020

Η μαγεία του αναπάντεχου



Τον τελευταίο καιρό μία σκέψη τον βασάνιζε. Η συνειδητοποίηση ότι δεν μπορεί να επικοινωνήσει ποιοτικά με τους ανθρώπους, ότι δεν μπορεί να αγγίξει ιδιαίτερα τις ψυχές τους. Έψαχνε να βρει ποια είναι η αιτία, τι κάνει λάθος, τι δεν χειρίζεται σωστά. Δεν μπορούσε να βρει απάντηση. Τουλάχιστον όχι μία απάντηση στοιχειωθετημένη που να εξήγει αυτό το γαμημένο το «γιατί». Δεν μπορούσε να το εξηγήσει βάσει της όποιας λογικής. Και όπου πεθαίνει η λογική, όποτε κάτι οι άνθρωποι δεν μπορούν να το εξηγήσουν με χειροπιαστά δεδομένα, τότε ξεκινάει η «μαγεία».

Μαγεία. Αναρωτιόταν πόσο καιρό έχει να τη νιώσει. Αναμόχλευε τη μνήμη του. Μέχρι που τελικά θυμήθηκε. Ήταν ένα σαββατόβραδο. Μόλις είχε σχολάσει από τη δουλειά, είχε φθάσει στο σπίτι του και ένιωθε αρκετά κουρασμένος για να επιδιώξει να βγει. Και τότε χτύπησε το κινητό του. Μία γνωστή του η οποία δεν ήταν μόνιμη κάτοικος της πόλης όπου διέμενε, του πρότεινε να βγούνε. Αποδέχτηκε την πρόσκληση της.

Το τέλος εκείνης της βραδιάς τον βρήκε με ένα συναίσθημα ευφορίας να τον κατακλύζει. Όχι δεν είχε πηδήξει. Δεν είχε καν φιλήσει. Ένιωθε όμως ότι είχε επικοινωνήσει. Ένιωθε ότι μετά από πολύ καιρό είχε απέναντι του έναν άνθρωπο, μία γυναίκα που, έστω εκείνες μόνο τις στιγμές, ενδιαφερόταν πραγματικά για αυτόν. Ένιωσε όμως ότι και αυτός, χωρίς να ζοριστεί, χωρίς να το επιδιώξει τις πρόσφερε κάτι αντίστοιχο, με αποτέλεσμα να του φανεί ότι αυτή αίσθηση μίας όμορφης βραδιάς, ήταν ένα αμοιβαίο συναίσθημα. Δεν το περίμενε. Όχι διότι δεν την εκτιμούσε πριν από αυτή τη συνάντηση. Απλά δεν είχε τύχει να αισθανθεί κάτι αντίστοιχο κάποια από τις προηγούμενες φορές που την είδε. Ήταν μία έκπληξη για αυτόν.

Δεν ήταν ποτέ των εκπλήξεων. Σπάνια τις δεχόταν, σχεδόν ποτέ ή ίσως και τελείως ποτέ δεν τις έκανε ο ίδιος. Δεν είναι ότι δεν του αρέσαν. Τουλάχιστον συνειδητά ποτέ δεν είχε πει στον εαυτό του ότι δεν του αρέσουν οι εκπλήξεις. Απλά η ζωή του δεν τις έφερνε συχνά και ως εκ τούτου και ο ίδιος δεν έμαθε ποτέ να αξιολογεί σωστά την αξία μίας έκπληξης. Σαν υποσυνείδητα να τις θεωρούσε περιττές, παιδικές, απλές πράξεις που κάνουν κάποιες στιγμές μας λίγο πιο χαριτωμένες.

Αλλά πριν λίγες μέρες που του είπε ότι θα έρθει στην πόλη του για να κάνει έκπληξη σε έναν δικό της άνθρωπο, του ήρθε η ιδέα. Σαν ένα εκκωφαντικό «εύρηκα» να ακούστηκε μέσα στο μυαλό του. Αφού θα κάνει έκπληξη λογικά δεν θα την περιμένει κανείς στο αεροδρόμιο. Ή τουλάχιστον δεν θα περιμένει να την περιμένει κανείς στο αεροδρόμιο. Και έτσι το έδαφος του φάνηκε απόλυτα πρόσφορο για να να κάνει τη δικιά του έκπληξη.

Αρχικά για να την ανταμείψει για την έκπληξη που του είχε κάνει πριν κάποιους μήνες. Να της δημιουργήσει ένα παρεμφερές αναπάντεχο αίσθημα, έστω για λίγες στιγμές, με αυτό που του είχε δημιουργήσει εκείνη για ώρες ολόκληρες. Έπειτα για να αποδείξει στον ίδιο του τον εαυτό ότι μπορεί να προσφέρει και αυτός λίγη μαγεία, έστω για λίγα δευτερόλεπτα. Ότι μπορεί να κάνει έναν άνθρωπο να νιώσει όμορφα, όχι με κάποια λογική πράξη ή έκφραση, αλλά απλά με την παρουσία του.

Έτσι λοιπόν τώρα βρίσκεται λίγα λεπτά πριν τη μεγάλη του ευκαιρία. Στον χώρο υποδοχής του αεροδρομίου. Προσδοκώντας να δει την έκπληξη του να πραγματοποιείται. Και ελπίζοντας να μη βρεθεί προ κάποιας άλλης έκπληξης που θα σαμποτάρει τη δική του. Διότι ξέρει ότι όσο και καλά να σχεδιάσει κάτι, το αναπάντεχο πάντα καραδοκεί. Άλλες φορές για καλό και άλλες για κακό. Και εκεί βρίσκεται η μαγεία του αναπάντεχου. Στο ότι δεν μπορεί να προσχεδιαστεί απόλυτα από αυτόν που το προκαλεί και δεν μπορεί να προβλεφθεί από αυτόν που τη δέχεται.

Πως αλλιώς θα υπήρχε η μαγεία; Και πως αλλιώς θα μαγευόμασταν;










Πηγή εικόνας:ninathewriter.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου