Τρίτη 14 Απριλίου 2020

Η Αλίκη στη Χώρα των Πραγμάτων



Αφήνει το κινητό της πάνω στο κομοδίνο. Μόλις έχει τελειώσει η κλήση της προϊσταμένης, από το μαγαζί που δουλεύει περιστασιακά για να ένα εξτραδάκι στα οικονομικά της. Ήταν σαφέστατη. Ναι, συνήθως δουλεύει Παρασκευή και σήμερα είναι Τρίτη, αλλά μία άλλη κοπέλα αρρώστησε και περιμένουν μία παρέα πελατών που συνήθως κάνει πολύ κατανάλωση σε σαμπάνιες. Δυστυχώς το χαλαρό βράδυ που περίμενε, βλέποντας Netflix, πήγε περίπατο.

Φτάνει στο μαγαζί. Ένα φαινομενικά πολυτελές μπαρ, με μπαρόκ αισθητική, και δωμάτια στον επάνω όροφο. Ξεντύνεται, κάνει ένα ντουζ και λίγο μετά βάζει τις καινούριες μαύρες της ζαρτιέρες, το επίσης μαύρο δαντελωτό εσώρουχο και το ανάλογο σουτιέν. Και για το τέλος ένα μακρύ, στενό, χακί φόρεμα. Βάφεται, στρώνει τη φράντζα των μαλλιών της και κατεβαίνει στο κυρίως μπαρ.

Η παρέα που της είχε αναφέρει η προϊσταμένη της, δεν έχει έρθει ακόμα. Μόνο ένας τύπος κάθεται στο μπαρ μόνος του. Είναι καλοντυμένος, νέος και εμφανίσιμος. Ή τουλάχιστον σίγουρα πιο νέος και πιο εμφανίσιμος από από τον μέσο όρο των πελατών του μαγαζιού. Ανταλάσσουν βλέμματα. Τον πλησιάζει. Μπορεί να δει τις κόρες των ματιών του να έχουν διασταλλεί. Του συστήνεται.

«Γεια! Είμαι η Αλίκη» του λέει, δίνοντας το χέρι της.
«Γεια! Συγνώμη, δεν άκουσα καλά το όνομα σου» της απαντάει με ένα ύφος σαν να έχει κάνει κάποια γκάφα.
«Αλίκη! Σαν την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων!» του λέει, υιοθετώντας ένα χαριτωμένο βλέμμα.

Της συστήνεται και την προσκαλεί για ένα ποτό. Κάθεται δίπλα του σε ένα σταντ. Η γνωριμία τους ξεκινάει. Η συμπεριφορά του είναι λίγο ασυνήθιστη. Της μιλάει χωρίς να έχει απλώσει ακόμη το χέρι του. Αυτή ανταποκρίνεται ανατροφοδοτώντας τη συζήτηση. Συζητάνε για ταξίδια που έχουν πάει και που θα ήθελαν να πάνε στο μέλλον. Σκέφτεται ότι ευτυχώς που ο υποψήφιος πελάτης της έχει όρεξη για κουβέντα και έτσι διατηρείται εύκολα ξύπνια, παρότι είχε κοιμηθεί πολύ λίγο την προηγούμενη βραδιά. Περνάει ευχάριστα την ώρα της, πράγμα όχι τόσο συνηθισμένο σε αυτόν τον εργασιακό χώρο.

Εκείνη την ώρα μπαίνει και η παρέα που περίμεναν στο μαγαζί. Κάτι τύποι πάνω από 40, ήδη αρκετά πιωμένοι έως μεθυσμένοι. Κοιτάει πάλι το μελλοντικό αμόρε της. Είναι συμπαθητικός, μιλάει όμορφα αν και μπορεί να δει στα μάτια του, ότι κάνει μία ασυναίσθητη προσπάθεια για να επικοινωνήσει. Σαν να μην είναι συνηθισμένος στην ψευδαίσθηση της έγνοιας του συνομιλητή του, που του την προσφέρει εδώ και κανά μισάωρο. Της αρέσει, όσο χρειάζεται τουλάχιστον για να ξεχάσει το σπάσιμο που ένιωσε στο άκουσμα του αναπάντεχου νυχτοκάματου. Λίγο μετά τον βλέπει να διστάζει.

«Ξέρεις,» της λέει διστακτικά, «όταν πάμε πάνω, εε, εμένα μου αρέσει πολύ το φιλί, αλλά αν δεν θέλεις εννοείται ότι θα το σεβαστώ.»
«Μην ανησυχείς, ελεύθερα.» του απαντάει και μένει έκπληκτη μια και αυτός ήταν ένας κανόνας που μέχρι αυτή τη στιγμή τον τηρούσε με ευλάβεια. Φιλιά, δεν έχει το μενού.
«Και αν τυχόν κάπως σε κάνω να νιώσεις άβολα ή άσχημα, μη διστάσεις να μου το πεις.» της λέει κάπως πιο αποφασιστικά αυτή τη φορά.
«Εννοείται αυτό, αλλά το εκτιμώ που το αναφέρεις μόνος σου.» του αποκρίνεται και έχει αρχίσει να ανησυχεί μήπως έχει η φάβα κάποιο λάκο.

Ανεβαίνουν επάνω. Ξεντύνονται. Αφήνει το ζεστό νερό να τρέξει μέχρι να γεμίσει η ευρύχωρη μπανιέρα. Λίγο μετά μπαίνουν μέσα και ξαπλώνουν αγκαλιά. Ανταλάσσουν μερικά φιλιά. Η Αλίκη τον κοιτάει στα μάτια και δεν μπορεί να καταλάβει αν δεν νιώθει καλά ή αν δεν μπορεί να διαχειριστεί το γεγονός ότι νιώθει καλά. Την μπερδεύει. Του χαϊδεύει τα μαλλιά. Χαλαρώνουν. Η ίδια απολαμβάνει τον μόνιμο εναγκαλισμό τους και νιώθει μία αρμονία να την κατακλύζει. Και δεν μπορεί να αναγνωρίσει αν αυτό είναι αποτέλεσμα της εξάντλησης της, λόγω της έλλειψης ύπνου, του νερού ή του άνδρα που έχει αγκαλιάσει. Το σίγουρο είναι ότι έχει καιρό να απολαύσει μία αγκαλιά. Ειδικά σε αυτό τον χώρο.

Αρκετά λεπτά αργότερα βρίσκονται στο κρεβάτι με τα κορμιά και τα μάτια τους, αντικρυστά. Παρατηρεί το βλέμμα του, της θυμίζει αυτό ενός κουταβιού. Ή ενός ερωτευμένου, αν θυμάται καλά το βλέμμα του τελευταίου άνδρα που της είπε ότι την έχει ερωτευτεί, αρκετό καιρό πριν.

«Είσαι σαν αρκουδάκι!» του λέει τελείως ξαφνικά και παρορμητικά ενώ τον αγκαλιάζει και του δίνει ένα ακόμα φιλί. Αυτός χαμογελάει κάπως άβολα. Η Αλίκη απλά χαμογελάει. Για την ίδια είναι απλά μία αφορμή για να γίνει αυθόρμητη, κάτι που αντιλαμβάνεται ότι της έχει λείψει.  Διότι γνωρίζει, ότι αυτά τα βλέμματα έχουν ημερομηνία λήξης. Για το καλό του, πρέπει να έχει ημερομηνία λήξης. Όπως και ο χρόνος της συνάντησης του που πλησιάζει και αυτός στη λήξη του.

Κάθονται στο μπαρ. Ανταλάσσουν κουβέντες, χάδια, φιλιά πεταχτά, σαν ένα ζευγάρι που έχει βγει ραντεβού. Στην άλλη γωνία είναι η ενοχλητική παρέα όπου νταλαβερίζεται με κάποιες συναδέλφισσες της, ανταλλάσοντας χουφτώματα, πρόστυχα φιλιά και σφηνάκια αμφιβόλου ποιότητας. Τον βλέπει να κοιτάει προς τα εκεί κάπως επικριτικά.

«Πιστεύεις ότι είμαι καλύτερος από αυτούς;» τη ρωτάει ξαφνικά, προβληματισμένος.
«Σίγουρα. Χωρίς καμιά αμφιβολία.» του απαντάει, άμεσα χωρίς δεύτερη σκέψη.
«Και τότε τι κάνω εδώ πέρα;» αναρωτιέται σχεδόν θλιμμένος.

Η Αλίκη τον κοιτάει στραβά.

«Και εσύ, τι κάνεις εδώ πέρα;» της λέει με ένα βλέμμα ενοχής, καταλαβαίνοντας ότι άθελα του την προσέβαλλε.
«Την Αλίκη.» του απαντάει ήρεμα και χαμογελαστά, προσπαθώντας να τον ξαλαφρώσει από τις τύψεις του.
«Δεν θα ήθελες λοιπόν να βρεθείς στη Χώρα των Θαυμάτων;» της λέει και το βλέμμα του θυμίζει πρόσκληση.
«Βρίσκομαι στη Χώρα των Πραγμάτων. Και εσύ εκεί βρίσκεσαι. Και όλοι μας. Στη Χώρα των Θαυμάτων, βρισκόμαστε μόνο όταν ξεχνιόμαστε, όσο αντέχουμε να ξεχαστούμε.»
«Καταλαβαίνω. Θέλεις να φύγω;» της λέει κάπως απογοητευμένος.
Δεν του απαντάει. Απλά τον αγκαλιάζει, του δίνει ένα ακόμα πεταχτό φιλί, και φέρνει το κεφάλι του στο στέρνο της. Και έπειτα του χαϊδεύει τα μαλλιά. Για να ξεχαστεί.

Λίγες νύχτες μετά βρίσκεται σε ένα μπαρ, να φιλάει σαν να μην υπάρχει αύριο, αλλά σίγουρα χωρίς να υπάρχει συναίσθημα, μία άγνωστη. Κυριολεκτικά, άγνωστη σε αυτόν. Δεν της έχει μιλήσει πιο πριν, ούτε μία λέξη δεν έχουν ανταλλάξει. Απλά μέσα σε μία κατάσταση ακραίας μέθης και μουσικής, τα κορμιά τους συγχρονίστηκαν και λίγο αργότερα τα πρόσωπα τους ήρθαν σε επαφή. Το φιλί τελειώνει. Τη ρωτάει αν μπορεί να του πει το όνομα της. Του αποκρίνεται με ένα αυστηρό χαμόγελό χαμόγελο «όχι» και έπειτα απομακρύνεται.

Βγαίνει έξω από το μπαρ. Ανάβει ένα τσιγάρο και μετά την πρώτη ρουφηξιά, χαμογελάει. Είχε δίκιο η Αλίκη, σκέφτεται. Ζούμε στη Χώρα των Πραγμάτων. Εκεί που η καύλα χαρίζεται και ο έρωτας πληρώνεται. Ακριβά.




Πηγή εικόνας: missoulian.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου