Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2018

Κόμπλεξ Ανωτερότητας



Ζούμε σε καθαρά ανταγωνιστικές κοινωνίες. Και όπου υπάρχει ανταγωνισμός, υπάρχει και κατάταξη. Είναι σαν να συμμετέχουμε σε ένα πρωτάθλημα ζωής, σε έναν αγώνα δρόμου με τελικά τρόπαια, ανάλογα με τη θέση που θα κατακτήσουμε. Έτσι νομίζουμε τουλάχιστον...

Πόσα και πόσα άρθρα δεν έχουν γραφτεί, που μας προτρέπουν να αγαπήσουμε τον εαυτό μας, να ανεβάσουμε τα επίπεδα της αυτοεκτίμησης μας, να πιστέψουμε στα ταλέντα μας και τις δυνάμεις μας. Άπειρα. Η αιτία; Προφανώς επειδή υπάρχουν άνθρωποι που νιώθουν άσχημα με το ίδιο τους το «είναι».  Ή μήπως νιώθουν άσχημα με το «φαίνεσθαι» τους, το οποίο το ίδιο τους το περιβάλλον το έχει περάσει σαν «είναι»; Διότι δεν είναι λίγες οι φορές που οι άνθρωποι πιστεύουν ότι είναι κατώτεροι από ότι είναι στην πραγματικότητα. Έχουν δηλαδή ένα κόμπλεξ κατωτερότητας. Κάτι το οποίο είναι αναληθές μια και μόνο οι φασίστες, με την ευρεία έννοια του όρου, είναι κατώτεροι άνθρωποι, τι και αν, σας διαβεβαιώνω, οι ίδιοι δεν νιώθουν έτσι. Αντίθετα νιώθουν ότι είναι υπεράνω, με άλλα λόγια, έχουν κόμπλεξ ανωτερότητας.

Πέρα όμως, από τις άμορφες μάζες οστών και λίπους(για τους φασίστες λέμε ντε) υπάρχουν και πολλοί άνθρωποι, οι οποίοι επίσης διακατέχονται από αυτό το κόμπλεξ ανωτερότητας. Σε αντίθεση δηλαδή με τους άλλους ανθρώπους(οι φασίστες, είπαμε δεν είναι άνθρωποι) που υποτιμούν τους εαυτούς τους χωρίς να το αξίζουν, οι ίδιοι υπερτιμούν τους εαυτούς τους χωρίς φυσικά να το αξίζουν.
Δεν είναι δύσκολο να τους πάρεις πρέφα. Αρκεί να –αποπειραθείς- να πιάσεις κουβέντα μαζί τους. Σύντομα θα δεις το υπεροπτικό υφάκι τους, αν φυσικά καταδεχτούν, να σου απαντήσουν. Σε περίπτωση που τελικά γίνει αυτό, η αλαζονεία τους θα διακατέχεται στην ατμόσφαιρα, σε τέτοιο βαθμό που να μετανοιώνεις την ώρα και τη στιγμή που αποφάσισες να τους δώσεις τον λόγο.

Η συμπεριφορά τους, ακόμα και η στάση τους σώματος τους, θα είναι τέτοια που θα είναι σαν να βροντοφωνάζουν «γαμάω και δέρνω». Και γνωρίζουμε όλοι, έστω και αν δεν έχουμε μεγάλη εμπειρία στη ζωή, ότι όπως ο πραγματικός τρελός ποτέ δεν «λέει» ότι είναι τρελός, έτσι και ο πραγματικός γαμάτος, ποτέ δεν θα «πει» ότι είναι γαμάτος. Είτε γιατί δεν το ξέρουν, είτε γιατί ακόμα και να το υποπτεύονται, δεν θα αφήσουν τον εαυτό τους να πειστεί και να το πάρει ως δεδομένο.

Έχω συναντήσει πάρα πολλούς από τους παραπάνω μαλάκες στη ζωή μου. Από τα 18 μου, που άρχισα να ψάχνομαι πάνω στην τέχνη και γενικά να έχω κάθε είδους αναζητήσεις, μέχρι και τα 25 μου περίπου, που έριξα ένα γερό κωλοδάχτυλο πίσω μου σε κάθε είδους «κύκλους», συνάντησα πάρα πολλά από τα προαναφερόμενα «ψώνια». Είτε στους κύκλους των μουσικών είτε στους αντίστοιχους των
wanna be διανοούμενων, έπεφτα συνεχώς πάνω σε τύπους οι οποίοι, χωρίς να σε έχουν ακούσει, χωρίς να σου έχουν μιλήσει, χωρίς να σε ξέρουν καν, θεωρούσαν ότι σου κάνουν χάρη και μόνο που βρίσκονταν στον ίδιο χρόνο και τόπο με σένα. 

Οι μουσικοί νόμιζαν ότι ήταν μία μετεμψύχωση του Jim Morrison και του Ian Curtis, έχοντας και το απαραίτητο drama queen υφάκι, οι συγγραφείς/μπλόγκερ/λογοτέχνες πάλι θεωρούσαν ότι έχουν διαβάσει πιο πολλά βιβλία και από τη φημισμένη βιβλιοθήκη του Ουμπέρτο Έκο, στο Μιλάνο. Πέρα όμως από τον εκνευρισμό που προκαλούσαν σε όσους είχαμε την ατυχία να συναναστραφούμε μαζί τους, για μένα διέπρατταν και το μεγαλύτερο έγκλημα που μπορεί να γράψει κάποιος που νομίζει ότι κατέχει την οποιαδήποτε γνώση/τέχνη. Να μην την μοιράζεται. Είναι παρανοϊκό, οι τύποι είχαν ιδρύσει μέσα στον μικρόκοσμο τους, κάτι σαν μία τεκτονική στοά και ου ε κι αλίμονο αν κάποιος κατάφερνε να αποκτήσει πρόσβαση σε αυτή. Μιλάμε για σχιζοφρένεια. 

Βέβαια, επειδή η ζωή είναι μεγάλη πουτάνα, σύντομα «τιμωρούνταν» για την αλαζονεία τους. Και έμεναν παρέα μόνο με το αίσθημα της αδικίας, που η μεγαλοφυία τους δεν αναγνωρίστηκε, μια και όλους όσους τους προσέγγισαν προηγούμενως τους είχαν απομακρύνει. Από ότι φαίνεται το κόμπλεξ ανωτερότητας είναι το ίδιο καταστρεπτικό με το αντίστοιχο της κατωτερότητας.

Αντίθετα, την ίδια εποχή συναντήθηκα με πολλούς πραγματικά καταξιωμένους, των οποίων η απλότητα τους δεν ήταν λιγότερο γοητευτική, από αυτή των πωλητών του Βαρδάρη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι όταν μετά από μία συναυλία των Opeth, πήγα και φορτώθηκα στον Mikael Akerfeldt, ήπια μπύρες μαζί του λες και ξανασυναντούσα κάποιον παλιό συμφοιτητή. Μιλάμε για ένα μουσικό που έχει κάνει headline show στο Royal Albert Hall, στο Λονδίνο.

Αλλά η μεγαλύτερη μου αδυναμία, ήταν όλοι αυτοί οι ανώνυμοι που συνάντησα, οι οποίοι, είτε λόγω μετριοφροσύνης, είτε λόγω ανασφαλειών που τους προκλήθηκαν από την ανταγωνιστική κοινωνία, δεν «διαφήμιζαν» ποτέ τα έργα τους, όχι όσο έπρεπε τουλάχιστον. Και ήμουν πάρα πολύ τυχερός που ένιωσαν αρκετά «ασφαλείς» για να τα μοιραστούν μαζί μου. Αυτούς τους αγαπώ λίγο παραπάνω. Και πιστέψτε με, αυτοί είναι που, τη στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές, έχουν προοδεύσει πραγματικά, κάνοντας αυτό που αγαπάνε και υπηρετούν. Και αυτό δεν είναι ο εαυτός τους, ούτε η φήμη τους. Είναι η τέχνη τους. Είναι η ψυχή τους.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου