Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 2017

Επιστροφή στις ρίζες, Θεσσαλονίκη


Βρίσκομαι στο Μπιτ Παζάρ. Μία παλιά στοά-πλατεία που απαρτίζεται από πρώην παλαιοπωλεία και νυν ταβέρνες. Κτίρια ίσως και εκατονταετίας. Οι υπάλληλοι των μαγαζιών, μαζεύουν τα τελευταία τραπέζια έτσι ώστε να μπορέσουν να πάνε σπίτι τους και σαν άνθρωποι να ξεκουραστούν και αυτοί. Λίγο μετά αποχαιρετώ την παρέα μου. Είναι 3 η ώρα. Τα πρώτα λεωφορεία αργούν ακόμα. Ναι δεν έχουν απεργία.

Έχω επιστρέψει μετά από 7 μήνες στην πόλη που αγαπω περισσότερο από όσο τη μισώ. Στην πατρίδα. Στη Θεσσαλονίκη. Πρώτη φορά έλλειψα τόσο. Το δίωρο που είχα μπροστά μου ήταν η ιδανική ευκαιρία όχι για να ξαναθυμηθώ αλλά για να ξαναζήσω την πόλη μου. Όπως μου αρέσει να τη ζω. Αργά το βράδυ με λίγη μουσική στα ακουστικά του τηλεφώνου μου.

Ξεκινάω αυτό το μίνι οδοιπορικό από την οδό Ίωνος Δραγούμη. Πήρε το όνομα της από έναν ήρωα του Μακεδονικού αγώνα, και αιώνιο ερωτικό απωθημένο της Πηνελόπης Δέλτα. Καθώς κατεβαίνω το δρόμο βλέπω στις πλευρές μου τις γκρίζες πολυκατοικίες που φιλοξενούν φοιτητές, τα όνειρα τους και τα πάθη τους. Πόσο ειρωνία σε τόσο άσχημα περιτυλίγματα να κρύβονται τόσο όμορφα περιεχόμενα.

Βγαίνω στην Εγνατία. Ίσως ο πιο κεντρικός δρόμος της πόλης. Πήρε το όνομα της από την Μεσσαιωνική εθνική οδό που ένωνε  την Κωνσταντινούπολη με το Δυρράχιο(πόλη της σημερινής Αλβανίας).  Την περπατάω με κατεύθυνση προς τα ανατολικά. Ελάχιστοι διαβάτες στο δρόμο. Λογικό για καθημερινή. Συναντώ έναν γνωστό μου αδέσποτο σκύλο. Είχα να τον δω από όταν έφυγα. Ή με θυμήθηκε ή απλά είχε ανάγκη για ένα χάδι ενός περαστικού. Κάθε τόσο συναντάω τα έργα του μετρό, τα οποία αποκαλύπτουν στους περίεργους όπως εγώ την αρχαία πόλη που βρίσκεται κάτω από τη σύγχρονη. Ένας από τους βασικούς λόγους που καθυστερούν την ολοκλήρωση των έργων. Ακόμα μία ειρωνία. Για να μπορέσει η Θεσσαλονίκη να προχωρήσει στο μέλλον της πρέπει πρώτα να βρεθεί αντιμέτωπη με το παρελθόν της. Ένα μέλλον όχι και τόσο απαραίτητο κατά την ταπεινή γνώμη, αλλά ίσως είναι μία μορφή Θείας Δίκης για την πλειοψηφία των Θεσσαλονικιών, που αγνοούσαν τόσα χρόνια το σπουδαίο παρελθόν της.

Φτάνω στην Καμάρα. Στην αψίδα του Γαλερίου. Όλα τα αρχαία οικοδομήματα του άξονα Ροτόντας-Καμάρας-Ναυαρίνου ανήκουν στον συγκεκριμένο τύπο, όπου όντας συναυτοκράτορας της Ρώμης για 6 περίπου χρόνια έθεσε τη Θεσσαλονίκη πρωτεύουσα της επικράτειας του. Μία κατάρα ακολουθεί αυτή την πόλη από όταν ιδρύθηκε. Να μην είναι ποτέ πρωτεύουσα ενός κράτους. Από τα χρόνια του Μακεδονικού Βασιλείου που παρ’ότι γρήγορα μετά την ίδρυση της από τον Κάσσανδρο έγινε η πολυπληθέστερη πόλη του, πρωτεύουσα ήταν η Πέλλα. Έπειτα στα χρόνια της Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας(Βυζαντινής Αυτοκρατορίας) ήταν στη σκιά της Κωνσταντινούπολης, όπως και επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Και στην σύγχρονη εποχή στη σκιά της Αθήνας. Ο Γαλέριος αγνόησε το DNA της πόλης και προσπάθησε να την κάνει πρωταγωνίστρια, κάνοντας το τέλος του από φριχτούς πόνους να φαντάζει ένα είδος  Νέμεσις.

Κατεβαίνοντας την άδεια πλατεία της Ναυαρίνου και ενώ ατενίζω τα υπόλοιπα δείγματα της ματαιοδοξίας του Γαλερίου, βλέπω στα αριστερά μου ένα στενό. Ένα στενό που πριν αιώνες, θα οδηγούσε στον Ιππόδρομο όπου οι στρατιώτες του Θεοδόσιου σφάξανε 7000 Θεσσαλονικείς. Στον παλιό ιππόδρομο. Ένα στενό που πριν λίγες δεκαετίες οδηγούσε  στην μοναδική πολυκατοικία που κατέρρευσε στον σεισμό του 78, οδηγώντας στο θάνατο πολλούς ενοίκους της. Για ακόμα μία φορά το παρελθόν καταδιώκει τη Θεσσαλονίκη και δίνει τροφή για υπερφυσικά σενάρια.

Διασχίζω τη Τσιμισκή, κατεβαίνω στο ΚΘΒΕ και έπειτα καταλήγω μπροστά από τον Λευκό Πύργο. Σκέφτομαι την τελευταία μου επίσκεψη εκεί και το αίσθημα ικανοποίησης, που μου είχε δώσει το γεγονός ότι έγινε επιτέλους ένα αξιοπρεπέστατο μουσείο στο εσωτερικό του. Την ικανοποίηση μου διακόπτουν οι πλάκες, που υποδεικνύουν το περιτείχισμα που υπήρχε γύρω από τον Πύργο και γκρεμίστηκε για άγνωστο ουσιαστικό λόγο.

Συνεχίζω τη βόλτα μου κατά μήκος της παραλίας. Στα αριστερά μου κάτι ψαράδες έχουν αποκοιμηθεί. Στα δεξιά μου και άλλες γκρίζες πολυκατοικίες που αντικατέστησαν τα παλιά αρχοντικά, που έκαναν τη θέα της πόλης από τα ερχόμενα καράβια πολύ ομορφότερη. Στρίβω απότομα και ξαναμπαίνω στην Τσιμισκή. Κατευθύνομαι τώρα προς τα δυτικά. Σε ένα σημείο λίγο πριν την Αγία Σοφία, βλέπω στα δεξιά μου έναν άστεγο να κοιμάται στον υπνόσακο του ενώ στα αριστερά μου, ένα νεαρό ζευγάρι μοιράζεται τρυφερές στιγμές. Οι δύο εικόνες αυτές, φαίνονται στα μάτια μου ως μία αλληγορία της Θεσσαλονίκης. Μία αλληγορία της ίδιας της ζωής. Του πόνου και της ευτυχίας που μπορεί να προσφέρει.

Μπαίνω στην πλατεία της Αγίας Σοφίας. Στα δεξιά μου η συνωνόματη εκκλησία που στέκει στο ίδιο σημείο από το 700 μ.Χ. Στα αριστερά μου το κόκκινο σπίτι. Στοιχειωμένο σύμφωνα με τις αμέτρητες δεσιδαιμονίες της πόλης. Πλέον στην ιδιοκτησία ενός ανθρώπου αμφισβητούμενης ηθικής μεν του μοναδικού επενδυτή της πόλης δε, που σύντομα θα του ανήκει κάθε προσοδοφόρα δραστηριότητα της. Για ακόμα μία φορά, το παρελθόν παρεμβάλλεται στο μέλλον της Θεσσαλονίκης. Με αποτελέσματα άγνωστα προς το παρόν για αυτή.

Φτάνω στην Πλατεία Αριστοτέλους. Όμορφη και έρημη, λόγω της προχωρημένης ώρας. Παρά την ομορφιά της, σπάνια μου προκαλεί το ενδιαφέρον. Ίσως γιατί είναι ένα ακόμα παράδειγμα μίας καμμένη φιλοδοξίας για την πόλη μου. Βλέπετε στο αρχικό σχέδιο του Ερνέστο Εμπράρ, του αρχιτέκτονα  που ανέλαβε την ανοικοδόμηση της πόλης μετά το 1917, υπήρχε το πλάνο ολοκληρο το κέντρο να είναι ανάλογης ομορφιάς της πλατείας Αριστοτέλους. Αλλά ουκ αν λάβεις, παρά του μη έχοντος.

Θα ήθελα να πάω στην Άνω πόλη. Αλλά χρειάζομαι ένα ποτό τώρα. Θα αφήσω το ντεζα βού για εκεί πάνω, για κάποια άλλη μέρα ή νύχτα. Κατευθύνομαι στα δυτικά. Σε γειτονιές που η Θεσσαλονίκη κρύβει επιμελώς, για να μην χαλάσουν τη μόστρα της. Όπως κάνει και με το παρελθόν της. Ξεχνώντας και στις δύο περιπτώσεις ότι η γοητεία της είναι εκεί. Στις ανθρώπινες ιστορίες που τα απαρτίζουν.  Ίσως κάποια στιγμή βρει τη δύναμη να τα κοιτάξει στα μάτια. Μέχρι τότε θα θυσιάζει ότι γοητεία έχει, προς χάριν μίας ανούσιας και επίπλαστης συνήθως ομορφιάς.


 Υ.Γ. Η μουσική συντροφιά στην βόλτα μου ήταν ο δίσκος “Supermans Blues” των Sleeping Pillow μίας μπάντας από τη Θεσσαλονίκη, που αξίζει πραγματικά να γνωρίσει, όποιος θεωρεί τον εαυτό του μουσικόφιλο και αρέσκεται σε rock ψυχεδελικούς ήχους, συνδυασμένους με παραδοσιακά όργανα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου