Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2017

Γράμμα στον Chuck Schuldiner...


“Our open wounds expose the importance of our innocence, a high that can never be bought or sold”

Φίλε Chuck επέλεξα να σε καλωσορίσω με τα παραπάνω τόσο προσωπικά και ταυτόχρονα καθολικά λόγια σου. Δυστυχώς δεν είχα την τύχη να σε γνωρίσω ποτέ από κοντά, μετά από κάποια συναυλία ή κάπου αλλού, μια και εγώ ήμουν μόλις 12 χρονών και εσύ 34, όταν το καταπονημένο κορμί σου από δύο απανωτούς όγκους στον εγκέφαλο και τις χημειοθεραπείες σταματούσε να λειτουργεί, μια μέρα σαν κι αυτή στις 13/12/2001.Σε αυτή την ηλικία εμένα με είχαν κάνει να πιστεύω ότι οι τα φρικιά της metal ήταν πρεζόνια και σατανιστές. Και εσύ δεν ήσουν ποτέ ούτε το ένα ούτε το άλλο.

Δεν σε γνώρισα ούτε όταν πρωτοάκουσα τους
Death εκεί στα 16-17 μου, την μπάντα που ήσουν τραγουδιστής, στιχουργός, συνθέτης, κιθαρίστας και μοναδικό μόνιμο μέλος της. Μπορεί να γοητεύτηκα από το συνδυασμό που τόσο συχνά χρησιμοποιούσες, το metal παιγμένο σε ανατολίτικες κλίμακες, αλλά και πάλι δεν φιλοτιμήθηκα να σε γνωρίσω. Μπορεί να εντυπωσιάστηκα από τα jazz στοιχεία που είχες σε κάθε σχεδόν τραγούδι που συνέθετες. Μπορεί να αντιλήφθηκα ότι σου αρέσει να ξεφεύγεις από τα στερεότυπα του death metal, του είδους που εσύ ο ίδιος δημιούργησες, και σε ονόμασαν νονό του, μπαμπά του, μπατζανάκη του και ότι άλλη μαλακία χρησιμοποιούν οι δημοσιογράφοι. Μπορεί να σε αποθέωσα όταν πρωτοάρχισα να σε μελετώ κιθαριστικά και προσπαθούσα να αναπαράγω κάποιες συνθέσεις σου στην κιθάρα μου . Αλλά ούτε και τότε σε γνώρισα.. Ούτε καν όταν περνούσα μια δύσκολη φάση στην ζωή μου εκεί γύρω στα 19 που ένοιωθα ότι όλα πήγαιναν σκατά,ίσως αδικαιολόγητα, ίσως δικαιολογημένα. Σε αυτή τη φάση, την εφηβική κλιμακτήριο όπως την αποκαλώ, παρέα με έκαναν οι Opeth όχι εσύ. Όμως μετά από αυτή τη συναισθηματικά φορτισμένη φάση, ακολούθησε η άλλη. Του κυνισμού. Της ουδετερότητας. Του ούτε κρύο, ούτε ζέστη. Όχι της ζωής. Της επιβίωσης. Αλλά αυτή η τόσο ασφαλής και ταυτόχρονα άνοστη περίοδος έληξε απότομα. Πώς;

Ένα απόγευμα σαν όλα τα άλλα που λες φίλε
Chuck άραξα και έψαχνα ένα δίσκο να συνοδεύσει τον απογευματινό μου καφέ. Κενός, όπως ήμουν εδώ και καιρό. Έπεσε το χέρι μου τυχαία στο “Symbolic” των Death. Μπορεί και μοιραία. Από εκείνη την στιγμή και για τα επόμενα 50 λεπτά, βρέθηκα αλλού. Παρ’οτι τον δίσκο τον είχα ακούσει αρκετές φορές, πρώτη φορά τον ένοιωθα. Πρώτη φορά γινόμουν εθελοντής σκλάβος των στίχων και των μελωδιών σου. Γινόμουν δέκτης  τους και πομπός τους ταυτόχρονα. Και κάπου εκεί αρχίζει πραγματικά η γνωριμία μας Chuck. Από εκείνη την στιγμή και μετά που αποφάσισα φουλ συνειδητά και υποσυνείδητα να σε γνωρίσω ολοκληρώτικα.

Αν κάτι γουστάρω σε σένα
Chuck είναι ότι σε κάθε δίσκο εξέφραζες τον εαυτό σου. Από τον εφηβικά και ερασιτεχνικά πρωτόλειο δίσκο Death by Metal (1984)με τους Mantas. Στους Death με το Scream Bloody Gore(1987) που ήσουν απλά ένας 20χρονος χούλιγκαν που λάτρευε τις splatter ταινίες, στον μηδενισμό του Leprosy (1988), στην κοινωνική οργή του Spiritual Healing (1990), στην αυτοκριτική του ανθρώπινου είδους στο Human (1991) και στο Individual thought Patterns (1993), στην εύρεση της αρμονίας και της αγάπης για τη ΖΩΗ στο Symbolic (1995), και στην αναζήτηση του κάτι παραπάνω, πέρα από αυτή, στο Sound of Perseverance (1998). 

Και
για το τέλος το Fragile Art of Existence (1999) των Control Denied. Τον μοναδικό δίσκο που δεν τραγούδησες και στον οποίο έβγαζες τα συμπεράσματα σου για την ζωή αφού είχες νικήσει τον πρώτο καρκίνο, μέσα στο κεφάλι σου. Ενώ είχες σταματήσει, προσωρινά δυστυχώς, εκείνους τους πόνους πάνω από τον αυχένα σου. Εκείνους που σε ώθησαν να γράψεις το στίχο Take the plunge, take the chance, Safe in the heart and soul from elements, Spawned by those void of no self-worth, And no sense of dreams”.  

Για όλη αυτή τη διαδρομή σε πήγα Chuck. Γιατί μέσα σε αυτή εντόπισα την αγάπη σου για τα ζώα, γράφωντας δύο τραγούδια για αυτά, οπού περιγράφεις τόσο όμορφα την ύπαρξη τους με τίτλους όπως το “Nothing is Everything” και το “Sacred Serenity”. Γιατί δεν είναι τυχαίο που ο σκύλος σου ο Buster ήρθε να σου κάνει παρέα λίγες μέρες μετά αφού έφυγες. Γιατί μέσα σε αυτή τη διαδρομή άκουσα ένα από τα ελάχιστα τραγούδια που διαπραγματεύονται τόσο όμορφα το φαινόμενο του έρωτα. Για το Destiny λέω που τραγουδάς I know there is no way to avoid the pain that we must go through, To find the other half that is true, Destiny is what we all seek, Destiny was waiting for you and me και με εκφράζει τόσο πολύ. Γιατί σε ένοιωσα στο voice of the soul και κατάλαβα το πόσο ωραίο είναι να αφήνεις την μουσική να εκφράζει ότι αισθάνεσαι, χωρίς τον παραμικρό στίχο, χωρίς ίχνος λογικής σκέψης.

Γιατί πολύ απλά μέχρι και τώρα, που γράφω αυτές τις γραμμές νοιώθω ότι δεν σε έχω γνωρίσει ολοκληρωτικά, και αυτός είναι ο λόγος που ακόμα ασχολούμαι μαζί σου. Γιατί μου έμαθες ότι ούτε την ίδια την ζώη θα την μάθω ποτέ ολοκληρωτικά.  Και μου έδωσες να καταλάβω ότι αυτό είναι το νόημα της. Να θέλω συνεχώς να την γνωρίζω. Γιατί μου έδωσες τον ωραιότερο ορισμό της. Αιώνια αναζήτηση. Σε αυτό το στίχο. Σε ένα στίχο που, μα τι ειρωνία, ανήκε σε ένα τραγούδι μιας μπάντας  που λεγόταν
Death. Ναι ρε σε αυτόν που απευθύνθηκες σε μένα:

“Won’t you join me on the perennial quest, reaching into the dark, retrieving light, search for answers on the perennial quest, where dreams are followed, and time is a test”

Πρώτη Δημοσίευση: Balaoritou Street


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου