Τετάρτη 22 Μαΐου 2019

Το στέκι μου


Πρέπει να ήταν τέλη καλοκαιριού, σχεδόν 4 χρόνια πριν. Είχα βγει με τον κολλητό μου, για το καθιερωμένο σαββατιάτικο μας τσίπουρο. Μπορεί να ήταν και Παρασκευή, δεν είμαι σίγουρος. Τα χρόνια περνάνε και ο εγκέφαλος δεν έχει χώρο για δευτερεύουσες αναμνήσεις. Σίγουρα όμως ήταν βράδυ.

Συχνάζαμε πολλά χρόνια στα κρασάδικα της Ροτόντας κυρίως και του Μπιτ Παζάρ. Η αλήθεια είναι ότι μετά από άπειρες ρετσίνες, είχαμε κορεστεί. Λίγο το γεγονός ότι μεγαλώναμε, λίγο το ότι δουλεύαμε και είχαμε έστω ένα πενιχρό εισόδημα, πλέον ψαχνόμασταν για να βρούμε ένα μαγαζί με φυσιολογικές τιμές όπου να μπορούμε να απολαύσουμε το τσίπουρο, μια και η ρετσίνα πλέον δεν χωνευόταν τόσο εύκολα, και κανά μεζέ, γιατί τα νεφρά μας δεν άντεχαν άλλο ξεροσφύρι.

Είτε από συνήθεια και βαρεμάρα να ψάξουμε μία καινούρια τοποθεσία, είτε από κάποιο υποσυνείδητο ένστικτο, εκείνο το βράδυ καταλήξαμε πάλι Μπιτ Παζάρ. Όλα τα ταβερνάκια γύρω από το θρυλικό δέντρο, που καλύπταν την πλατεία, που πριν πολλές δεκαετίες φιλοξενούσε παλαιοπωλεία, ήταν ασφυκτικά γεμάτα. Κατά την περιπλάνηση μας περνάμε από ένα στενό μικρό κουτούκι, με μπάρα δίπλα στην κουζίνα, λίγα τραπεζάκια, λιτή και όμορφη, «ξύλινη» αισθητική. Αχνοακουγόταν λόγω της γενικότερης φασαρίας της πλατείας λαϊκό-ρεμπετο-έντεχνη μουσική.

Καθώς κοιτάμε αν έχει κανένα ελεύθερο τραπέζι, μας πλησιάζει ένας τύπος που έμοιαζε λες και βγήκε από ταινία του Νίκου Νικολαίδη. Μακρύ μαλλί με ελαφριά σημάδια καράφλας να εμφανίζονται και ένα καρό πουκάμισο σαν αυτα που φορούσε ο
Kurt Cobain. Εύκολα καταλάβαμε ότι ήταν το αφεντικό. Μας πρότεινε να κάτσουμε προσωρινά στο μπαρ, μέχρι να αδειάσει κάποιο τραπέζι και να μας βολέψει. Κοιτάχτηκα με τον κολλητό μου και όπως συνηθίζεται, χωρίς να πούμε τίποτα, συμφωνήσαμε και αράξαμε στα ψηλά καθίσματα του μπαρ.

Καθώς περνούσε η βραδιά, τα τσίπουρα ανεφοδιάζονταν συνεχώς, οι κουβέντες με το αφεντικό ανταλλάσονταν πολύ γρήγορα, εμείς από το μπαρ δεν λέγαμε να σηκωθούμε, παρ’ ότι είχαν αδειάσει κάποια τραπέζια και τσακίζαμε, λες και είχαμε μοτεράκι στα σαγόνια, τους μεζέδες που μας έφερναν. Αυτό ήταν. Η αρχή είχε γίνει. Εγώ και ο κολλητός μου, είχαμε βρει το στέκι μας.

Από τότε άπειρα βράδια (και μεσημέρια μέχρι βράδια) έχουμε περάσει σε αυτό το μικρό ταβερνάκι. Γνωριστήκαμε καλύτερα με το αφεντικό, μέχρι και στο γάμο του πήγαμε, τους υπόλοιπους εκάστοτε εργαζόμενους, τακτικούς και μη. Συστήσαμε και φέραμε και άλλους φίλους μας όχι από κάποια υποχρέωση ή προμήθεια για τους καχύποπτους, αλλά διότι ξέραμε ότι είναι το μοναδικό μαγαζί στο οποίο δεν υπάρχει η παραμικρή περίπτωση να εκτεθούμε. Και εννοείται ζήσαμε στιγμές. Όμορφες στιγμές. Και κάποιες από αυτές, λίγο πιο όμορφες, λίγο πιο σημαντικές ή και λίγο πιο σημαδιακές.

Η πρώτη που μου έρχεται από αυτές, είναι όταν μπαίναμε στο μαγαζί και έπαιζε τον «Ερωτόκριτο» του Ξυλούρη στα ηχεία. Ούτε 24 ώρες πριν, είχα ακούσει αυτό το τραγούδι να αφιερώνεται σε στην αφεντιά μου σε κάποιο ράδιο. Και τώρα το άκουγα με το που μπαίναμε στο μαγαζί και εννοείται σκόπευα, μετά τσίπουρων, να μοιραστώ αυτή την εμπειρία με τον κολλητό μου. Οι πουτανιές της ζωής. Έχοντας το δίλημμα του αν πρέπει, να την κάνω την τρέλα για μία αναδυόμενη καψούρα που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε έναν έρωτα μετ’ εμποδίων ή να κάτσω στα αυγά μου και στην ασφάλεια. Βέβαια, όταν έχεις κολλητό ΠΑΟΚτσή, τέτοια διλήμματα δεν διαρκούν πολύ. Βάρεσε το χέρι του στο τραπέζι λέγοντας μου αυστηρά «ΠΑΝΕ». «Πήγαινε», για τους μη Σαλονικιούς αναγνώστες. Την έκανα την τρέλα, πήγα, τον έζησα τον έρωτα, έστω και ελάχιστα και μετά από κάποιο καιρό το φιλαράκι μου πλήρωσε το τίμημα για την προτροπή του και μαζεύαμε παρέα τα κομμάτια μου. Πίνοντας τσίπουρα, στο στέκι μας εννοείται.

Η επόμενη στιγμή που μου έρχεται, είναι ένα βράδυ πριν την μετανάστευση μου. Περιτριγυρισμένος από αγαπημένους μου ανθρώπους, αντλούσα ενέργεια για την μεγαλύτερη περιπέτεια της ζωής μου. Το χρειαζόμουν. Ήταν το ιδανικό κλείσιμο σε μία πνευματικά και ψυχολογικά καλή περίοδο και ταυτόχρονα η ιδανική αρχή για μία άλλη για την οποία το μόνο που ήξερα ήταν ότι θα είναι πολύ απαιτητική αλλά και ενδιαφέρουσα, πρωτόγνωρη.

Η τρίτη και πιο όμορφη στιγμή από το στέκι, ήταν στην πρώτη μου επιστροφή στη Θεσσαλονίκη μετά τη φυγή μου στην Ολλανδία. Είχα βγει για ένα απλό τσίπουρο με τον κολλητό μου. Οι δυο μας. Υποτίθεται. Ξαφνικά εμφανίζεται ένας ακόμα από τη φοιτητική μας παρέα. Συγκίνηση. Τσίπουρα. Μετά εμφανίζεται ακόμα ένας. Συγκίνηση. Τσίπουρα. Και τέλος εμφανίζεται και ο πέμπτος της παρέας. Όλοι από διαφορετικά μέρη της Ελλάδας. Μακριά ή και πολύ μακριά από τη Θεσσαλονίκη. Φυσικά όλα αυτά οργανωμένα από τον αδερφό μου εξ αγχιστείας, κολλητό μου. Είναι μεγάλη πουτάνα, όπως και ο ίδιος παραδέχτηκε.

Και κάπως έτσι, όποτε βρίσκομαι Θεσσαλονίκη, περνάω πολλές μέρες και νύχτες εκεί. Είναι ανάγκη, αλλά είναι μία από τις ευχάριστες ανάγκες, ενός κατάβάθους ψυχαναγκαστικού ατόμου όπως η πάρτη μου. Είναι η ψυχοθεραπεία μου.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου