Τετάρτη 29 Μαΐου 2019

Το παρεξηγημένο κεφάλαιο της Ελληνικής Ιστοριογραφίας



Έχοντας από πολύ μικρή ηλικία μία ροπή προς την ανάγνωση της ιστορίας, ήταν φυσιολογικό μεγαλώνοντας στην Ελλάδα, να έρθω σε επαφή με τα δύο από τα τρία κυριότερα κεφάλαια της Ελληνικής ιστοριογραφίας. Την Αρχαία Ελλάδα και την αποκαλούμενη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Το τρίτο, εννοείται πως είναι η νεότερη Ελληνική Ιστορία. Στις πρώτες μου επαφές και αναζητήσεις με τα δύο πρώτα κεφάλαια, μου δημιουργούταν η εντύπωση ότι η Αρχαία Ελλάδα περικλειόταν μόνο με φως ενώ το Βυζάντιο μόνο με σκοτάδι. Ο κόσμος να εκτιμά μόνο την αντίσταση των αρχαίων στη Περσική εισβολή και όχι την αντίστοιχη των Βυζαντινών στις Αραβικές. Μαθαίνοντας και αναλύοντας και για τις δύο περιόδους κατάλαβα ότι τα πράγματα δεν είχαν ακριβώς έτσι. Και πως θα μπορούσαν, από τη στιγμή που και οι δύο ιστορικές περίοδοι διήρκησαν πάνω από χίλια χρόνια, έκαστη.

Για την Αρχαία Ελλάδα θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι τα επιτεύγματα στη φιλοσοφία, στα μαθηματικά, στο θέατρο δικαίως υπερκαλύπτουν ασχήμιες, όπως η καταστροφή της Μήλου, η εκτέλεση του Σωκράτη, η δολοφονία της Βασίλισσας Θεσσαλονίκης από τον ίδιο της το γιο και πολλά άλλα. Εμένα όμως δεν μου αρέσει να αγνοώ ή να επικεντρώνομαι μόνο σε συγκεκριμένα γεγονότα για να χαρακτηρίσω ολόκληρες περιόδους. Έτσι δεν θα το κάνω και για τη Βυζαντινή περίοδο, η οποία «δικαιούται» να νιώθει παρεξηγημένη για την όχι τόσο, καλή φήμη που έχει στο ευρύ κοινό. Σε αντίθεση με αυτούς που μελετάνε την ιστορία σε επιστημονικό επίπεδο.

Αρχικά το ίδιο της το όνομα(αχ αυτά τα ονόματα). Βυζαντινή αυτοκρατορία δεν υπήρξε ποτέ. Βασιλεία Ρωμαίων, αποκαλούταν επίσημα στα ελληνικά,
Imperium Romanum στα λατινικά και Ρωμανία η χώρα (Νότια Βαλκάνια και Μικρά Ασία). Οι κάτοικοι της αυτοαποκαλούνταν Ρωμαίοι, εξ’ ου και το «Ρωμιός» που έφτασε μέχρι τις μέρες μας. Ο συγκεκριμένος χαρακτηρισμός, πρωτοχρησιμοποιήθηκε από έναν Γερμανό λόγιο τον Ιερώνυμο Βολφ, τον 16ο αιώνα, για να χαρακτηρίσει την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Που παρεπιπτόντως κατά τη γνώμη μου θα έπρεπε να είναι και ο ιστορικός της χαρακτηρισμός, τον οποίο χρησιμοποιούν πολύ και οι Άγγλοι Ιστορικοί. Το γιατί προήλθε αυτός ο χαρακτηρισμός, Βυζαντινή, μπορεί να έχει πολλές αιτίες, πρακτικές αλλά και πολιτικές. Πρακτικές για να την διαχωρίσουν, δικαιολογημένα, από την ιστορία της καθεαυτής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, πολιτικές διότι οι δυτικοευρωπαίοι ποτέ δεν αποδέχτηκαν απόλυτα τους Γραικούς (όπως τους αποκαλούσαν και αποκαλούν και εμάς σήμερα) ως συνεχιστές της Ρώμης.

Έπειτα μία άλλη κατηγορία, εναντίον του Βυζαντίου είναι ότι δεν ήταν Ελληνικό. Εννοείται πως βιολογικά, το σύνολο των κατοίκων της Αυτοκρατορίας απείχαν αρκετά από τους Αρχαίους Έλληνες, μια και μέσα σε αυτή πέρα από τους Έλληνες ζούσαν άλλοι λαοί, που όμως είχαν εξελληνιστεί, μια και η πλέον διαδεδομένη και σύντομα η επίσημη γλώσσα του κράτους ήταν η κοινή Ελληνική, η οποία μοιάζει πολύ με την σημερινή, πολύ περισσότερο από ότι η Αρχαία. Φυσικά υπήρχαν διάλεκτοι από περιοχή σε περιοχή αλλά μήπως αυτό δεν συμβαίνει και σήμερα; Εκτός αυτού, στο σύγχρονο Ελληνικό κράτος ένα τουλάχιστον 30%(ίσως να λέω και λίγο) των κατοίκων του έχει κάποια καταγωγή από τους πληθυσμούς αυτούς, της Μικράς Ασίας. Αν προσθέσουμε και την θρησκεία στη συνάρτηση, όπως και τις χρονικές αποστάσεις ανάμεσα στις περιόδους, τότε αυτό που εύκολα μπορεί να συμπεράνει κανείς είναι ότι αν το Βυζάντιο δεν πρέπει να αποκαλείται Ελληνικό τότε ούτε και η σύγχρονη Ελλάδα πρέπει να αποκαλείται Ελληνική. Αλλά αυτά είναι τουλάχιστον αφέλειες. Αν η συγκεκριμένη περίοδος οφείλει να ανήκει σε κάποια ιστοριογραφία, αυτή είναι σίγουρα η Ελληνική. Λόγω γλώσσας, θρησκείας και λόγω τόπου διαμονής και αφομοίωσης των απογόνων του πληθυσμού του κράτους αυτού.

Επόμενη κατηγορία είναι η ακραία θρησκευτικότητα που υπήρχε στη Ρωμανία. Ας ξεκινήσουμε ότι το να κατηγορεί κάποιος ένα Μεσαιώνικό κράτος ως θεοκρατικό, είναι σαν ένας ιστορικός του μέλλοντος να κατηγορεί ένα κράτος του 21ου αιώνα ότι υπήρξε καπιταλιστικό. Η αλήθεια είναι ότι μετά τους πρώτους δύο αιώνες επικράτησης του Χριστιανισμού σε όλη τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, η κατάσταση άρχισε να γίνεται σιγά-σιγά και με πολύ αργά βήματα, βαθμιαία όλο και πιο ανεκτική σε θρησκευτικές ελευθερίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι στις μεγάλες πόλεις υπήρχαν μουσουλμανικές γειτονιές, εβραϊκές και λατινικές-καθολικές. Μέχρι και τζαμί υπήρχε στην Κωνσταντινούπολη(που σήμερα στην Αθήνα δεν υπάρχει), γύρω από το οποίο πολεμήσαν Μουσουλμάνοι μαζί με Χριστιανούς εναντίον των Βενετών στην άλωση της Πόλης το 1204 μ.Χ. Συγκριτικά με την Καθολική Δύση που την ίδια περίοδο λάμβαναν χώρα οι Σταυροφορίες και λίγο μετά η Ιερά Εξέταση, θεωρώ πως είναι ένα δείγμα μίας πιο προοδευτικής, ή λιγότερο συντηρητικής προσέγγισης της θρησκευτικής ελευθερίας.

Στην ίδια κατηγορία εμπίπτει και ο ισχυρισμός ότι οι Βυζαντινοί καταστρέψαν οτιδήποτε αρχαίο Ελληνικό. Δεν ισχύει, όχι απόλυτα τουλάχιστον. Χωρίς να μπορούμε να αγνοήσουμε πολιτιστικά εγκλήματα, όπως το κλείσιμο της φιλοσοφικής σχολής από τον Ιουστινιανό και αληθινά εγκλήματα, όπως η κατακρεούργηση της φιλοσόφου Υπατίας, είναι γεγονός ότι μεγάλο μέρος της Ελληνικής παιδείας που είχε διαπεράσει στη Ρωμαϊκή, κληρονομήθηκε και από την αντίστοιχη Βυζαντινή. Τρανότερο παράδειγμα τα Ομηρικά έπη, τα οποία ήταν γνωστά ακόμα και στους απλούς ανθρώπους της εποχής, όπως αποδεικνύεται και από το γεγονός που εξιστορεί η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, ότι ένας άγνωστος μία φορά επιδοκίμασε την ομορφιά της ερωμένης ενός Αυτοκράτορα με την ομηρική φράση «για αυτή την γυναίκα μέχρι και πόλεμος αξίζει να γίνει». Η ίδια του ανταπέδωσε τη φιλοφρόνηση με πλούσια δώρα. Το γεγονός αυτό επίσης αποδεικνύει ότι και μεγάλο μέρος του πληθυσμού, ειδικά των πόλεων δεν ήταν αναλφάβητοι, κάτι που δεν συνέβαινε στην υπόλοιπη Ευρώπη. Η Άννα η Κομνηνή αποκαλούσε την Αρχαία Ελληνική παιδεία ως «ημέτερον», ενώ ο Ιωάννης Βατάτζης σε ανταλλαγή επιστολών με τον Πάπα, αναγνωρίζει τον εαυτό του και τους υπηκόους του ως απόγονους των Αρχαίων Ελλήνων. Τέλος είναι γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Αναγέννηση βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στη συνδιαλλαγή με τους Βυζαντινούς λόγιους που μετανάστευαν λόγω της παρακμής της Αυτοκρατορίας. Επίσης πολλοί ιστορικοί αναγνωρίζουν την Παλαιολόγεια Αναγέννηση(που έλαβε χώρα κυρίως στη Θεσσαλονίκη, λίγο πριν την εποχή των Ζηλωτών) ως προοίμιο της αντίστοιχης Ευρωπαϊκής.

Ακόμα μία κατηγορία, είναι η ύπαρξη ακραίας διαφθοράς. Φυσικά και υπήρχε ακραία διαφθορά η οποία πολλές φορές οδηγούσε σε εγκλήματα και προδοσίες. Αλλά και εδώ υπάρχει το ελαφρυντικό της μη αποκλειστικότητας. Η αρχαία Αθήνα δηλαδή με τις δολοπλοκίες των δημοκρατικών και των ολιγαρχικών, δεν είχε διαφθορά; Η αρχαία Μακεδονία δεν περιείχε ένα συνεχή κύκλό εγκλημάτων και δολοφονιών μέχρι και την οριστική επικράτηση των Αντιγονιδών; Ή μήπως στην Ευρώπη και στην Αραβία δεν υπήρχε διαπλοκή και παιχνίδια εξουσίας; Όλη η σημερινή διαιρεση του Αραβικού κόσμου σε Σιίτες και Σουνίτες , βασίζεται σε έναν πόλεμο διαδοχής.

Μία κατηγορία μόνος του είναι ο Βασιλείος Β’, ο επονομαζόμενος ως «Βουλγαροκτόνος» ο οποίος έχει μείνει στην ιστορία για την ειδεχθή πράξη της τύφλωσης των 15.000 Βούλγαρων αιχμαλώτων. Και ενώ δεν χωράει καμιά αμφιβολία για την φρικτή φύση της πράξης αυτής καθεαυτής, η μελέτη των προγεγενέστερων και μεταγενέστερων συνθηκών και γεγονότων, μπορούν να την αιτιολογήσουν χωρίς φυσικά να τη δικαιολογήσουν. Ο Βυζαντινο-Βουλγαρικός πόλεμος έχει χαρακτηριστεί δικαίως ο πιο ολοκληρωτικός πόλεμος του Μεσαίωνα. Διηρκησε 42 χρόνια (976-1018), χρόνια στα οποία ο λαός της νότιας βαλκανικής υπέφερε τα πάνδεινα (η Λάρισα ισοπεδώθηκε από τους Βούλγαρους) και παρότι η πλάστιγγα είχε ήδη γείρει υπέρ των Βυζαντινών, οι Βούλγαροι συνέχιζαν τις επιδρομές και τις λεηλασίες. Με την φρικτή αυτή πράξη δόθηκε το τελειωτικό χτύπημα στον ηγέτη τους Σαμουήλ, ο οποίος πέθανε από αποπληξία όταν αντίκρυσε το τρομαχτικό θέαμα και λίγο μετά ο πόλεμος έληξε και η Βαλκανική έζησε έναν ειρηνικό αιώνα με ελάχιστες διακοπές, κάτι που είχαν ανάγκη οι κάτοικοι της. Το να ανασύρουμε όμως μεμονωμένα το γεγονός αυτό αδικεί την πληθωρική φύση της προσωπικότητας του Βασιλείου, αδικεί το γεγονός ότι ο απλός Βουλγάρικος λαός μεταχειρίστηκε πολύ καλά από τον αυτοκράτορα, καθώς σεβάστηκε όλα τα ήθη και τα έθιμα τους ενώ δεν τους επέβαλλε και βυζαντινούς διοικητικους ηγέτες. Τους συμπεριφέρθηκε σχεδόν σαν ισότιμους πολίτες, πράγμα σπάνιο για τον Μεσαίωνα. Τον αδικεί επίσης διότι όταν πέθανε, το κράτος του ήταν το ισχυρότερο, πλουσιότερο και κοινωνικά δικαιότερο στον κόσμο, εξασφαλίζοντας στους υπηκόους του αξιοπρεπέστατο επίπεδο διαβίωσης μέσω του νόμου του «Αλληλέγγυου». Τι έλεγε αυτός ο νόμος; Ότι όταν ένας φτωχός αγρότης δεν είχε, για διάφορους λόγους, τη δυνατότητα να πληρώσει τους φόρους του, τότε θα τους πλήρωνε ο πλούσιος γείτονας του χωρίς να έχει την παραμικρή απαίτηση από αυτόν. Πριν το νόμο αυτό, σε αντίστοιχη περίπτωση, ο πλούσιος γείτονας του θα αγόραζε σε εξευτελιστική τιμή το κτήμα του φτωχού αγρότη και θα τον έκανε δουλοπάροικο. Για αυτό και ο νόμος είχε αναδρομική ισχύ, κοινώς όσοι «δυνατοί» είχαν πρόσφατα(κάποιες δεκαετίες πριν) πάρει κτήματα από φτωχούς, έπρεπε να τα επιστρέψουν χωρίς την παραμικρή αποζημίωση.

Κάπως έτσι πιστεύω ότι κάποιος κατανοεί, ότι η Ιστορία και οποιοδήποτε κεφάλαιο της, σπάνια ερμηνεύεται μόνο με «φως» ή μόνο με «σκοτάδι». Η Βυζαντινή ιστορία δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Είναι κομμάτι της ιστορίας των ανθρώπων που έχουν ως μητρική γλώσσα την Ελληνική και πρέπει όλες οι πτυχές της να αναγνωρίζονται και να εκτιμώνται ανάλογα. Εννοείται ότι με όλα τα παραπάνω, δεν επιχειρώ να αγιοποιήσω την Βυζαντινή εποχή. Ούτε προσπαθώ να δημιουργήσω κάποιο συναίσθημα περηφάνειας, για αυτό το κεφάλαιο της ελληνικής ιστοριογραφίας μια και κάτι τέτοιο εκτός από αφελές θα ήταν και επικίνδυνο. Όπως η οποιαδήποτε περηφάνεια ή ντροπή, νιώθει οποιοσδήποτε άνθρωπος, για πράξεις μη δικές του.

Υ.Γ. Το βίντεο που συνοδεύει την ανάρτηση, που είναι ένα σύνολο σύγχρονων μελοποιήσεων λαϊκών βυζαντινών τραγουδιών, σε πολλά σημεία θα φέρει στο μυαλό του ακροατή, τη ρεμπέτικη μουσική, σε καθαρά ορχηστρικό εννοείται επίπεδο. Κάτι αδιαμφισβήτητα καλό που άφησαν για τις επόμενες γενιές, αυτά τα παραπάνω από χίλια χρόνια ιστορίας.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου