Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2020

Επέτειος μετανάστευσης

Ήτανε τέσσερα χρόνια πριν. Μόλις είχα χαιρετίσει γονείς και θείους και περνούσα τον έλεγχο ασφαλείας του αεροδρομίου «Μακεδονία», έτσι ώστε λίγο αργότερα να επιβαστώ στο αεροπλάνο της Transavia που θα εκτελούσε την πτήση Θεσσαλονίκη-Άμστερνταμ. Ένα ταξίδι που δεν είχα ξανακάνει μέχρι τότε. Ένα ταξίδι χωρίς εισιτήριο επιστροφής, τουλάχιστον όχι κλεισμένο από πριν.

Θυμάμαι το αεροπλάνο να προσγειώνεται στο αεροδρόμιο του
Schiphol και να με εκπλήσουν ευχάριστα τα χρώματα του ηλιοβασιλέματος. Πίστευα τότε ότι στην Ολλανδία ότι η λιακάδα είναι τόσο σπάνια όσο και το χιόνι στη Θεσσαλονίκη. Λίγο μετά έφτασα στην αποβάθρα των τρένων και πήρα τον συρμό για το Αϊντχόφεν. Πέρα από την βαλίτσα την οποία την είχα γεμίσει με όσο περισσότερα ρούχα μπορούσε να χωρέσει, είχα μαζί μου μία κιθάρα, λίγα λεφτά και την πάρτη μου.

Ήμουν πλέον σε μία χώρα που κυριολεκτικά δεν ήξερα κανέναν, μια και το ζευγάρι που θα με φιλοξενούσε, με διορία εννοείται, το είχα δει μόνο μέσω
Skype. Χωρίς σπίτι, χωρίς δουλειά, με την ελπίδα ότι αυτή η πρόσκληση για συνέντευξη από ένα γραφείο ευρέσεως εργασίας, θα ήταν το εφαλτήριο μίας καινούριας ζωής που τόσο την είχα ανάγκη μια και ο προηγούμενος χρόνος στη Θεσσαλονίκη είχε εξελιχθεί αρκετά ζόρικα σε όλα τα επίπεδα.

Σύντομα αποδείχθηκε ότι η συνέντευξη ουσιαστικά δεν είχε συγκεκριμένο περιεχόμενο, παρ’ όλα αυτά το σπίτι βρέθηκε σύντομα μόνο και μόνο για να το αφήσω μία βδομάδα μετά, για μία άλλη συνέντευξη σε μία βιομηχανία έξω από το Ναϊμέχεν. Αυτή η συνέντευξη είχε βάση, αφού λίγες μέρες μετά έμαθα ότι προσλαμβάνομαι και έτσι κατάφερα να βρω και μία προσωρινή φιλοξενία, ξανά με διορία, μέχρι να μπορέσω να βρω ένα σπίτι εκεί κοντά.

Η καθημερινότητα μου, εύκολα θα χαρακτηριζόταν φρικτή. Τότε δεν το ένιωθα, καθώς ακόμα και πριν ανέβω στο αεροπλάνο, αυτό που με χαρακτήριζε εκείνους τους μήνες ήταν μία άγνοια κινδύνου και μία απάθεια, ένας συνδυασμός πρωτόγνωρος για μένα, φαντάζομαι συνέπεια των πρόσφατων αντιξοοτήτων στη Θεσσαλονίκη. Τώρα όμως που ξαναφέρνω στο μυαλό μου αυτή την καθημερινότητα του να ξυπνάω πεντέμιση το πρωί για να προλάβω το λεωφορείο, να περπατάω 2 χιλιόμετρα στα χωράφια μέσα στη βροχή και τη νύχτα, για να φτάσω σε ένα εργασιακό περιβάλλον γεμάτο γενικό αρνητισμό, αλλά και εξειδικευμένο απέναντι μου, μια και ήμουν από τους ελάχιστους μετανάστες εκεί μέσα, να τους βλέπω όλους απρόθυμους να βοηθήσουν με καχύποπτα βλέμματα εναντίον μου, να σχολάω και να προσπαθώ μάταια να βρω σπίτια στις μπουρδελογειτονιές του Ναϊμέχεν και τελικά να ξεραίνομαι στον ύπνο στις 11 το βράδυ για να ξαναέρθει η ρουτίνα, με κάνει να αναρωτιέμαι πως την πάλεψα ψυχολογικά.

Και φυσικά μία τέτοια αρρωστημένη κατάσταση δεν βγάζει ποτέ σε καλό. Κάπως έτσι απολύθηκα μετά από 25 μέρες εργασίας και ήμουν και πάλι στον αέρα, αλλά η άγνοια κινδύνου μου εκεί, να παραμένει ακλόνητη. Δεν έχω ξαναυπάρξει τόσο αναίσθητος. Τουλάχιστον με πλήρωσαν και φρεσκαρίστηκε λίγο το οικονομικό μου απόθεμα, το οποίο είχε αρχίσει να μειώνεται ιδιαίτερα. Σκέφτηκα να γυρίσω Θεσσαλονίκη, όχι επειδή απογοητεύτηκα, αλλά απλά για να προετοιμαστώ καλύτερα για άλλη αναζήτηση μέλλοντος, μια και είχα καλύψει τα μέχρι τότε έξοδα μου. Τελικά με παρακίνηση των δικών μου αποφάσισα να το παλέψω λίγο παραπάνω.

Επέστρεψα Αϊντχόφεν για να ξαναφιλοξενηθώ με διορία. Στάθηκα τυχερός, βρίσκοντας οικονομικό δωμάτιο μέσα σε μόλις μία βδομάδα και δουλειά σε μία αποθήκη παπουτσιών. Αγόρασα και ένα φτηνιάρικο, σαράβαλο, ποδήλατο και ξεκίνησε μία νέα ρουτίνα, με το ξυπνητήρι στις τεσσεράμιση το πρωί και μισή ώρα ποδήλατο σε αρνητικές θερμοκρασίες με χιονόνερο κόντρα, για να πάω σε ένα χώρο εργασίας που από τους ντόπιους θεωρείται, ο πάτος. Δεν θα συμφωνήσω μια και τουλάχιστον στην αποθήκη υπήρχε καλύτερο εργασιακό κλίμα μεταξύ των υπαλλήλων, μια και όλοι είχαμε, αν όχι ταξική, σίγουρα υπαρξιακή πρακτική συνείδηση. Εκπρόσωποι των πιο φτωχών χωρών της γης, εκτός από Ολλανδούς που μόλις είχαν ξεμπερδέψει με την απεξάρτηση.

Και ξαφνικά, λίγες μέρες μετά χτύπησε το τηλέφωνο. Στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν ακόμα ένας από τους δεκάδες ατζέντηδες που είχα γνωρίσει τηλεφωνικά και μη, μέσω της αναζήτησης μου για εργασία. Μία τεράστια ευκαιρία εμφανιζόταν μέσω μίας συνέντευξης σε μία από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες της περιοχής, με πολύ καλή φήμη όσον αφορά τις εργασιακές συνθήκες και τους μισθούς. Η συνέντευξη ήταν πετυχημένη και μία νέα ζωή πλέον ξεκινούσε και ας μην ήμουν σίγουρος για αυτό, τότε.

Τέσσερα χρόνια μετά, κάθομαι στο σαλόνι του διαμερίσματος που μένω πλέον, απολαμβάνοντας την ησυχία μια και ο συγκάτοικος κοιμάται του καλού καιρού, στο δωμάτιο του. Τέσσερα χρόνια μετά νιώθω ότι έχω απαντήσει τις περισσότερες ερωτήσεις που απασχολούσαν εκείνον τον νέο όταν ανέβαινε στο αεροπλάνο. Σίγουρα μπορεί να είναι ικανοποιημένος, τουλάχιστον όσον αφορά τους πρακτικούς τομείς της ζωής, οι οποίοι μόνο αμελητέοι δεν είναι. Και στους ανθρώπινους όμως δεν είναι άσχημα.

Ελπίζω στα επόμενα χρόνια, να απαντήσω και κάποια από τα ερωτήματα που απασχολούν τώρα τον γράφοντα.



Πηγή εικόνας:arenanordeste.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου