Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2020

Η επίσκεψη ενός φαντάσματος

 

Σβήνει το φως του σαλονιού. Πηγαίνει στο μπάνιο και βουρτσίζει τα δόντια του. Ξεπλένει το στόμα του και κατευθύνεται προς το δωμάτιο του. Βγάζει τα ρούχα του και το εσώρουχο του. Πλέον τελείως γυμνός, ξαπλώνει στο κρεβάτι του. Δεν σκεπάζεται με τη λεπτή κουβέρτα μια και η ζέστη, αυτό το αυγουστιάτικο βράδυ, είναι αφόρητη. Έχει αφήσει λίγο ανοιχτό το παράθυρο του δωματίου έτσι ώστε κάποιο τυχαίο περαστικό δροσερό αεράκι να αφήσει τα απομεινάρια του και να διευκολύνει τον ύπνο του.

Και όντως, λίγο αργότερα νιώθει μία αγαλίαση, απαραίτητη προϋπόθεση για έναν γλυκό ύπνο. Μόνο που γνωρίζει πολύ καλά ότι αυτό δεν είναι συνέπεια κάποιας διακοπής της άπνοιας που γενικότερα επικρατεί στην πόλη που μένει. Είναι αποτέλεσμα της άπνοιας που επικρατεί ανέκαθεν στη ζωή του. Με μικρά διαλείμματα, ενίοτε. Αλλά τώρα γνωρίζει ότι δεν ζει ένα διάλειμμα. Τώρα είναι μία αυτόκλητη παρένθεση.

Μία ύπαρξη, απρόσκλητη στο υπνοδωμάτιο του αλλά και οικεία ταυτόχρονα, μια και τον επισκέπτεται συχνά, αν όχι καθημερινά. Είναι αόρατη, άοσμη και άγευστη. Και είναι λυτρωτική σαν το ναρκωτικό για το πρεζάκι. Αυτό είναι που την κάνει και ευπρόσδεκτη. Η παρουσία μίας απουσίας που γίνεται αισθητή. Ένα φάντασμα, ανύπαρκτο για τους ζωντανούς, που έχει όμως παρεισφρύσει στον κόσμο του. Και είναι αυτή η ώρα της απόλυτης μοναξιάς που απαιτεί ο Μορφέας, την οποία επιλέγει το φάντασμα, για να τον επισκευθεί.

Ο μελλοντικός κοιμώμενος γνωρίζει τη διαδικασία που θα ακολουθήσει. Σιγά-σιγά, με αργά αλλά σταθερά βήματα το φάντασμα θα αρχίσει να γίνεται ορατό, να αποκτάει μία αρχικά αμυδρή μορφή σαν ένα ανθρώπινο κορμί φτιαγμένο από καπνό και σύννεφα. Και σιγά-σιγά ο καπνός στερεοποιείται και γίνεται οστά, ενώ τα σύννεφα γίνονται σάρκα και δέρμα. Πλέον έχουν αποκτήσει υλική υπόσταση, τα πόδια, έπειτα ο κορμός και τέλος τα χέρια. Μένει μόνο το κεφάλι. Και το πρόσωπο.

Αυτό είναι το μόνο στάδιο της ενσάρκωσης που παρουσιάζει αποκλίσεις κατά καιρούς. Το απότελεσμα του εξαρτάται από το εκάστοτε παρόν. Όταν το τελευταίο, στερείται στοχευμένων επιθυμιών, τότε το πρόσωπο είναι εμπνευσμένο από το παρελθόν. Όταν όμως έχει υπάρξει η υπόννοια μίας προσδοκίας στο παρόν του, τότε το μέλλον είναι αυτό που θα εμπνεύσει την τελική μορφή του προσώπου αυτού. Τα μάτια που το χαρακτηρίζουν και τα μαλλιά που το περιβάλλουν. Τις γκριμάτσες και τα βλέμματα.

Το φάντασμα με αργές κινήσεις ξαπλώνει δίπλα του. Με το ένα χέρι του χαϊδεύει τρυφερά τα μαλλιά του. Με το άλλο ακουμπάει απαλά τα δάχτυλα του στο στέρνο του. Και  αρμονικά αρχίζει να τον κατεθύνει στο παλάτι του Μορφέα, όπως έχει κάνει πετυχημένα τόσες φορές στο παρελθόν. Τίποτα δεν έχει διακόψει πριν, αυτή τη διαδικασία. Το φαντάσμα με αυτοπεποίθηση και σιγουριά, συνεχίζει να τον κατευθύνει προς τον πολυπόθητο για αυτόν, ύπνο.

Τι  θα μπορούσε να ταράξει αυτή την ύποπτη γαλήνη; Μόνο ένας λάνθασμένος χειρισμός από το ίδιο το φάντασμα. Μία απρόσεκτη κίνηση, απόρροια της υπερβολικής αυτοπεποίθησης που απέχει λίγα χιλιοστά από την κόκκινη γραμμή της έπαρσης και της αλαζονείας. Και το φάντασμα εφησυχασμένο από τις προηγούμενες επιτυχίες του, απόψε βάζει ασυναίσθητα ελάχιστη παραπάνω ένταση στα αγγίγματα του. Και ο παρολίγον πλέον κοιμώμενος που μόλις πριν λίγο κυλούσε στο μονοπάτι της αποπλάνησης, αρχίζει να αισθάνεται τα πόδια του. Ύστερα τον κορμό. Μετά τα χέρια του. Και τέλος το κεφάλι του.

Ολοκληρώνοντας την επανάκτηση της συναίσθησης του, στρέφει το βλέμμα του προς το φάντασμα και το κοιτάει στα μάτια. Καθώς του χαϊδεύει απαλά το μάγουλο, αντιλαμβάνεται ότι το πρόσωπο έχει αρχίσει να αλλοιώνεται. Σαν το δέρμα του να ξεφλουδίζεται και να αποκτάει καινούρια χαρακτηριστικά. Γνώριμα σε αυτόν. Όσο πιο οικείο γίνεται το πρόσωπο τόσο πιο πολύ εντείνει τα χάδια του. Λίγο μετά βλέπει το καινούριο προσωπείο του φαντάσματος. Και αναγνωρίζει το τελευταίο πρόσωπο που είδε πραγματικά προτού ξαπλώσει. Το δικό του, όταν ξέπλενε το στόμα του μπροστά από τον καθρέφτη.

Αυτή  αντανάκλαση του υπενθυμίζει την ύπουλη συμπεριφορά του φαντάσματος. Τη συνήθεια του να τον συντροφεύει πάντα στην κοίμηση και ποτέ στην αφύπνιση. Κατειλλημένος από οργή για την υποκρισία του φαντάσματος βάζει τα χέρια του στο λαιμό του και τα σφίγγει με δύναμη και μίσος. Το φάντασμα αντιστέκεται αλλά είναι πλέον αργά. Κάποιες σποραδικές ξεψυχισμένες αναπνοές δεν αρκούν για να αποτρέψουν το αναπόφευκτο. Λίγο μετά το φάντασμα είναι νεκρό και μετασχηματίζεται και πάλι σε καπνό και σύννεφα, μέχρι που κάθε του ίχνος εξαφανίζεται.

Πέφτει εξαντλημένος και πάλι στο κρεβάτι του. Γνωρίζει όμως πως το πρωί θα ξυπνήσει χωρίς την παραμικρή αίσθηση οποιασδήποτε έλλειψης. Χωρίς να νιώθει εξαπατημένος. Διότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη απατεωνιά από το να αποκοιμίζεις κάποιον και να τον παρατάς ενώ κοιμάται, αφήνοντας τον μόνο να αντιμετωπίσει την αφύπνιση.



Πηγή εικόνας: The Guardian

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου