Τρίτη 5 Ιουνίου 2018

Η τελευταία διαδρομή



Το στενό δρομάκι που διασχίζει είναι βρώμικο και σκοτεινό. Τριγύρω κάδοι σκουπιδιών ανοιχτοί, μέσα από τους οποίους, κάθε τόσο, πετάγονται γάτες έχοντας για λάφυρα από την επιδρομή τους, μισοτελειωμένες κονσέρβες. Κάθε τόσο μια λακούβα γεμάτη λασπόνερα, διακόπτει το βήμα του. Για λίγο μόνο, καθώς μετά από κάποια δέκατα του δευτερολέπτου και κάποιες βρισιές συνεχίζει το βάδισμα του.

Όχι για το σπίτι του. Δεν βρίσκεται η οικογένεια του εκεί. Χωρισμένος, του έχει άτυπα απαγορευτεί να βλέπει τα παιδιά του. Θεία δίκη θα μπορούσε κάποιος να πει, για έναν γάμο που ποτέ, ούτε αυτός, ούτε η σύζυγος του, πραγματικά ήθελαν. Απλά έγινε διότι έπρεπε να γίνει, διότι αλλιώς δεν γινόταν, διότι το πρέπον ήταν αυτό, αλλιώς θα ένιωθαν και θα ήταν και οι δύο ανεπαρκείς για τα κοινωνικά στερεότυπα.

Είχε περάσει ακόμα ένα βράδυ πίνοντας μπύρες σε ένα έρημο μπαρ. Αλλά αυτό το βράδυ ήταν διαφορετικό από τα άλλα. Ένιωθε πως ήθελε κάτι παραπάνω. Ένιωθε πως ήθελε να νιώσει. Και αφού πλέον η δυνατότητα του να νιώσει κάτι καινούριο, είχε αυτό-καταργηθεί αποφάσισε να ξανανιώσει κάτι παλιό. Μόνο που χρειαζόταν βοήθεια για να αναβιώσει αυτή την ιδιόρρυθμη ανάμνηση. Και το μόνο άτομο που μπορούσε να τον βοηθήσει ήταν αυτή με την οποία το ένιωσε αρχικά.

Κάπως έτσι αφού διασχίζει ένα στενό διάδρομο με κόκκινα φώτα νέον να τρεμοπαίζουνε, καταλήγει στον προορισμό του. Χτυπάει το κουδούνι. Ύστερα από λίγο ανοίγει η πόρτα. Η οικοδέσποινα και ο επισκέπτης της, παραμένουν σιωπηλοί για κάποια δευτερόλεπτα.

-Πέρασε μέσα, του λέει και του απλώνει το χέρι, χαμογελώντας.

Της δίνει το χέρι του και γίνεται υποχείριο της για τα επόμενα μέτρα, την ακολουθεί στο σαλόνι του διαμερίσματος, το οποίο και αυτό φωτίζεται από διάφορα χρώματα όλα στα πλαίσια ενός ερυθρού φάσματος. Του βάζει ένα ποτήρι ουίσκι. Είναι χαρούμενη και τρακαρισμένη ταυτόχρονα.

-Έχει περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που ήρθες εδώ, του λέει ενώ βάζει το μπουκάλι με το ουίσκι πίσω στη μικρή κάβα του σαλονιού.

Πηγαίνουν στο δωματιο. Τον σπρώχνει απαλά στο κρεβάτι. Αρχίζουν τα φιλιά και αν τους εβλεπε κάποιος, θα ορκιζόταν ότι τα κορμιά τους χαμογελάνε. Σηκώνεται, ανοίγει ένα συρτάρι της.

-Σου αρέσουν ακόμα οι μαύρες ζαρτιέρες; Έχω κάτι καινούριες, θα της βάλω πρώτη φορά για σένα, του λέει και το βλέμμα της, γεμίζει με μία αίσθηση πρόστυχης αθωότητας.

Κάποια ώρα αργότερα και ενώ είναι ξαπλωμένοι, αυτός ετοιμάζεται να σηκωθεί. Τον κρατάει απαλά από το μπράτσο και τον κοιτάει σαν ένα κουτάβι που βλέπει το αφεντικό να ετοιμάζεται να ανοίξει την εξώπορτα και να φύγει.

-Σε παρακαλώ, κάτσε λίγο ακόμα.

Αυτός ανταποκρίνεται χαμογελώντας. Ανάβουν ένα τσιγάρο. Ανταλλάσουν πληροφορίες σχετικά με την κατ’ ευφημισμόν ζωή τους. Δεν της αναφέρει ότι έχει χωρίσει.

-Φαντάζομαι σπάνια πλέον με σκέφτεσαι, ειδικά τώρα που έχεις οικογένεια, του λέει κοιτώντας στο ταβάνι, έτσι ώστε άθελα της να μην δει το αυτοσαρκαστικό χαμόγελο που σχηματίζεται στο πρόσωπο του, σαν απόκριση στο σχόλιο της.

-Όπως και να έχει, είναι μεγάλη ευτυχία που ξανάνιωσα το κορμί σου σήμερα, του εξομολογείται και αυτή τη φορά τον κοιτάει στα μάτια. Αυτός ανταποκρίνεται χαϊδεύοντας της τα μαλλιά.

Λίγο αργότερα αυτός έχει ντυθεί. Την κοιτάζει και της γνέφει έναν αποχαιρετισμό, κάπως αδέξιο. Του ανοίγει την πόρτα και τον αφήνει να βγει έξω. Καθώς απομακρύνεται, ξαφνικά σταματάει στη σκέψη του ότι δεν έχει ακούσει την πόρτα να κλείνει. Γυρνάει το κεφάλι του και την βλέπει ακόμα στην πόρτα. Το πρόσωπο του, παίρνει μία ερωτηματική έκφραση.

-Να...απλά σκέφτομαι, πως... είναι κρίμα που είμαστε μόνοι...

Επαναλαμβάνει τον αδέξιο αποχαιρετισμό που έκανε λίγο πριν και συνεχίζει το δρόμο του. Ακούει και την πόρτα που κλείνει. Καθώς προχωράει, σκοντάφτει σε κάτι σκαλιά. Αναρωτιέται αν ο λόγος είναι το αλκοόλ που έχει καταναλώσει ή το δάκρυ που μόλις κύλησε από το μάτι του.

Υ.Γ. Η παραπάνω ιστορία, είναι μία γραπτή ελεύθερη διασκευή του τραγουδιού “Caseys Last Ride” του Κρις Κριστόφερσον, 1970.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου