Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2018

Το δικαίωμα στη μνήμη της ζωής



Γεννιέσαι. Ζεις. Πεθαίνεις. Αυτά είναι τα απολύτως κοινά χαρακτηριστικά των ζωών όλων των δισεκατομμυρίων ανθρώπων που έχουν περπατήσει πάνω σε αυτό τον πλανήτη. Συν το γεγονός ότι όλοι αυτοί δεν απέφυγαν τις άσχημες στιγμές και σίγουρα απόλαυσαν κάποιες όμορφες. Πραγματικά θεωρώ ότι δεν έχει υπάρξει ούτε ένα άτομο στην πορεία του ανθρώπινου είδους που δεν γεύτηκε και τα δύο είδη.

Η ποιότητα και η ποσότητα των άσχημων και όμορφων στιγμών παίζει. Και η συνολική αίσθηση που στο τέλος μας αφήνουν, όταν το πλησιάζουμε αυτό το τέλος, είναι τελικά η ίδια μας η ζωή. Η κατά πάσα πιθανότητα μία και μοναδική, με αυτή τη μορφή τουλάχιστον. Είναι αυτός ο απολογισμός τον οποίον σκεφτόμαστε και πιστεύω ότι είτε ευκολότερα είτε δυσκολότερα το αποδεχόμαστε και λέμε «αυτό ήταν». Και αν όλα κρίνονται εκεί, αντιλαμβάνεται κανείς ότι αυτός ο συλλογισμός ίσως είναι ο σημαντικότερος που θα πράξουμε. Όλοι; Μάλλον όχι όλοι.

Εξαιρώντας τα δυστυχήματα ή τα καρδιακά επεισόδια σε νεαρή ηλικία, όπου ο μελλοθάνατος δεν καταλαβαίνει από που του ήρθε και στερείται το δικαίωμα στο συλλογισμό, οι υπόλοιποι άνθρωποι χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Σε αυτούς που πεθαίνει πρώτα το κορμί τους και ύστερα το μυαλό τους και σε αυτούς που η διαδικασία είναι αντίστροφη.

Έχοντας μεγαλώσει σε οικογένεια όπου αυτοί που έφυγαν, το κάνανε όλοι μέσω της πρώτης διαδικασίας(καρκίνος) και έχοντας συμπληρώσει ήδη ένα σεβαστό μέρος της προβλεπόμενης ζωής μου, δεν με τρομάζει τόσο σαν σκέψη η ιδέα του να βιώσω και εγώ κάτι αντίστοιχο. Θεωρητικά τουλάχιστον. Ίσως έχει να κάνει ότι έχω κάποιες φορές το μυαλό μου σε υπόληψη (μη ρωτάτε γιατί, κάτι πρέπει να έχω σε υπόληψη και εγώ) και γνωρίζοντας ότι έχω σώας τας φρένας μπορώ να αντιμετωπίσω (ή να αποδεχτώ) τα πάντα.

Τι γίνεται όμως όταν το μυαλό χάνεται; Όταν παύει να λειτουργεί; Ποιος ο λόγος να είμαι ζωντανός στα 80 μου αν δεν μπορώ να κάνω τον προαναφερόμενο κρίσιμο συλλογισμό; Πως θα μπορώ να  αποχαιρετήσω τη ζωή μου αν δεν μπορώ καν να τη θυμηθώ, να τη βάλω κάτω και να τη ζυγίσω; Γιατί να στερηθώ εγώ και άλλοι άνθρωποι αυτό το έσχατο ανθρώπινο δικαίωμα;

Πρωτοήρθα σε έμμεση, εννοείται, επαφή με αυτή την ασθένεια, το αλτσχάιμερ, στην πρώιμη εφηβεία μου. Μέχρι τότε ούτε που το φανταζόμουν. Ο «παππούς» κάποιων οικογενειακών μας φίλων, ένας παλίκαρος που τον είχα γνωρίσει προσωπικά, ένας πάρα πολύ μορφωμένος αλλά και σκληροτράχηλος άνδρας, βουνίσιος με την καλύτερη των εννοιών, με πολύ ισχυρή προσωπικότητα, προσβλήθηκε από αυτή την καταραμένη την άσθένεια. Ούτε εβδομήντα χρονών δεν ήταν. Στα επόμενα χρόνια είχε καταλήξει να είναι ένα κουφάρι.

Μου ήταν αδιανότητο. Ο άντρακλας που έβλεπα και θαύμαζα λίγα χρόνια πριν, που μπορούσε να βάλει κάτω, χωρίς υπερβολή, πέντε τριαντάρηδες ενώ αυτός είχε περάσει τα 60 τότε που τον ξαναέβλεπα δεν μπορούσε ούτε να αυτοεξυπηρετηθεί, ούτε καν να αντιληφθεί το οτιδήποτε. Όχι γιατί το κορμί του τον εγκατέλειψε. Αλλά διότι τον εγκατέλειψε το μυαλό που έδινε εντολές στο σώμα του.

Ακόμα και τώρα που το σκέφτομαι φρικάρω. Ακόμα και τώρα που τριανταρίζω και έχω δει θανάτους και θανάτους, μέσα σε αυτούς πολύ πιο κοντινών μου ανθρώπων, όταν σκέφτομαι τη δικιά μου ώρα, τρομοκρατούμαι στην ιδέα να μου συμβεί κάτι τέτοιο. Και αν η δυνατότητα της αυτοεξυπηρέτησης σε κάθε περίπτωση είναι δεδομένο ότι θα χαθεί ή θα ελαχιστοποιηθεί, υπάρχει και κάτι ακόμα που με κάνει να φοβάμαι ακόμα περισσότερο αυτή τη μελλοντική, πιθανή εκδοχή.

Να μην μπορώ να αναγνωρίσω τα αγαπημένα μου πρόσωπα, να μην μπορώ να θυμηθώ την γέννηση των παιδιών μου, την πρώτη ή την σημαντικότερη ερωτική μου στιγμή, το ξεχωριστό τσίπουρο με ένα φίλο, τη στιγμή που έχασα ένα αγαπημένο μου άτομο, το ηλιοβασίλεμα, το φεγγαρόφωτο σε μία παραλία με μία καλή παρέα, και τόσα μα τόσα ακόμα όμορφα ή ακόμα και άσχημα που η ζωή μας προσφέρει είτε για να μας ευχαριστήσει είτε για να μας προκαλέσει να συνεχίσουμε να τη ζούμε. Μία ζωή που να μην θυμάμαι. Μία ζωή να έχει πάει άπατη. Μία ζωή σαν να μην υπήρξε ποτέ σαν να μην επηρέασε, ούτε σε αυτό το απειροελάχιστο που αναλογεί στους περισσότερους από εμάς, την ανθρωπότητα. Να μην έχω ούτε αυτό το γαμημένο δικαίωμα να χαμογελάσω ή να πικραθώ. Να μην έχω το δικαίωμα να κάνω αυτό που θα έχω κάνει μέχρι τότε σε όλη μου τη ζωή. Να συλλογίζομαι συνειδητά. Και πλέον όχι για τη ζωή αλλά την ίδια τη ζωή. Είναι άδικο.

Ελπίζω να βρω τη δύναμη, αν βρεθώ σε αυτή τη θέση, να γνωρίζω ότι θα περιέλθω σύντομα σε αυτή την κατάσταση, να βρω τη δύναμη να το αποτρέψω. Να φύγω όπως θα θεωρώ ότι μου αρμόζει. Ελπίζω.

Όλα τα παραπάνω γράφτηκαν με αφορμή την ανάγνωση της είδησης ότι η σπουδαία Ελληνίδα ηθοποιός Ειρήνη Παπά έχει βρεθεί σε αυτή την κατάσταση. Μία γυναίκα που αν όλα όσα έχουν ακουστεί για αυτή ισχύουν, έχει ζήσει από το αντάρτικο στα Ελληνικά κακοτράχαλα βουνά μέχρι και το κόκκινο χαλί του Χόλιγουντ. Με ότι εμπειρίες συνεπάγονται για τα δύο άκρα και ότι έχει βρεθεί ενδιάμεσα τους. Μία γυναίκα που γνώρισε πολύ καλά, προσωπικότητες από τον Άρη Βελουχιώτη μέχρι τον Μάρλον Μπράντο. Μία γυναίκα που βίωσε μία αξιοζήλευτη ζωή και τώρα δεν μπορεί καν να την αναλογιστεί. Ξανά, είναι άδικο.

Που τίμησε τη ζωή (της) με την καλλιτεχνική της σταδιοδρομία γενικότερα, αλλά και ειδικότερα με ένα συγκεκριμένο έργο το οποίο προσωπικά εγώ, έχω σε ιδιαίτερη εκτίμηση. Ένα έργο που ενσαρκώνει καλύτερα από κάθε άλλο την πεμπτουσία της ζωής. Έναν γυναικείο οργασμό. Ένα έργο που αποκαλείται «άπειρο».  Είναι το βίντεο-τραγούδι που συνοδεύει το παρόν κείμενο.

Και ποιος ξέρει; Ίσως όταν το κορμί, της επιτρέψει να ξαναγίνει ένα με το άπειρο, τότε να μπορέσει να κάνει αυτόν τον συλλογισμό. Θα είναι δίκαιο. Και για αυτή και για όλους όσους το χάσαν αυτό το δικαίωμα όσο είναι/ήταν εν ζωή.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου