Τρίτη 10 Οκτωβρίου 2017

Η Μόνα Λίζα χαμογελάει...


1.Όταν έρχονται τα σύννεφα

Ακόμα ένα απόγευμα. Όπως όλα τα άλλα. Κοιτάζω μέσα από τα παράθυρο μου. Πότε ψηλά τον ουρανό, πότε κάτω το δρόμο και τους περαστικούς, πολύ σπάνια, ευθεία τα απέναντι παράθυρα και μπαλκόνια των γειτόνων. Συννεφιάζει. Νιώθω μέσα στο διαμέρισμα μου οι 4 τοίχοι να με πνίγουν, σε μία ατμόσφαιρα που βρωμοκοπάει κάπνα και αλκοόλ. Χρειάζομαι καθαρό αέρα...

2.Κοντέσα Εστερχάζυ

Περπατάω στο πεζοδρόμιο αποφεύγοντας λακούβες και περιττώματα. Ακούω ένα «καλησπέρα». Μία ηλικιωμένη κυρία,φανταχτερά ντυμένη και μακιγιαρισμένη, κάθε άλλο παρά ατημέλητη, με χαιρετάει.  Τι και αν οι ρυτίδες έχουν καταλάβει ολόκληρη την επιφάνεια του κορμιού και του προσώπου της; Το χαμόγελο της και το βλέμμα της είναι τα ίδια με εκείνης της νεαρής κοπέλας, που μάζευε εμένα και τα υπόλοιπα παιδιά της γειτονιάς, χρόνια πριν, και μας έπαιζε στο πιάνο Μότσαρτ. Άραγε αντιλήφθηκε ποτέ ότι η πραγματική ομορφιά της ήταν μέσα της; Της το είπε ποτέ κανείς;

3.Η παρθένα της γειτονιάς μου

Συνεχίζοντας τον μοναχικό μου περίπατο, παρατηρώ στο απέναντι πεζοδρόμιο να περπατάει το κεντρικό πρόσωπο στα κοτσομπολιά της γειτονιάς. Είναι νέα και όμορφη, ο ορισμός του μεγαλείου, του θαύματος που αποκαλούμε ζωή. Στα μάτια των καθωσπρεπιστών της γειτονιάς μου όμως παρατηρώ διαφορετικά συναισθήματα. Χυδαία λαγνεία αν είναι ανδρικά, μίσος και φθόνο αν είναι γυναικεία. Νομίζουν οι αφελείς ότι καταστρέφοντας κάτι όμορφο θα νικήσουν έστω και για λίγα δευτερόλεπτα τη δικιά τους την ασχήμια...

4.Βροχή

Τα σύννεφα για ακόμα μία φορά δεν είπαν ψέμματα. Οι σταγόνες που ενοχλούσαν το μέτωπο μου λίγο πριν, έχουν πλέον γίνει βροχή κανονική.  Οι περαστικοί μπαίνουν κάτω από τα υπόστεγα ή ανοίγουν τις ομπρέλες τους για να προστατευτούν. Γιατί; Γιατί φοβούνται τόσο μην βραχούν; Δεν υπήρξα ποτέ λάτρης της βροχής, αλλά εφόσον συμβαίνει δεν θα τρέξω να «σωθώ» από αυτή. Δεν το έκανα με τον έρωτα και τη ζωή γενικά, γιατί να το κάνω με τη βροχή; Ας βραχώ. Θα στεγνώσω κάποτε...

5.Προσωπογραφία της μητέρας μου

Μου έρχεται στο μυαλό. Δεν ξέρω γιατί τώρα. Σπάνια τη θυμάμαι. Δεν θέλω να θυμάμαι ούτε αυτή, ούτε την απώλεια της. Ποτέ δεν ήμουν προσκολλημένος πάνω της. Αλλά όταν χάθηκε...Δεν θέλω να το σκέφτομαι...Δεν θέλω να θυμάμαι πόσο την είχα μισήσει σε μεμονωμένες στιγμές, όσο ζούσε, για το γεγονός ότι υπήρξε μητέρα, από τη στιγμή εκείνη που με συνέλαβε και ύστερα που με ώθησε έξω από τη μήτρα της. Μου λείπει...
  
6.Το κονσέρτο

Σταμάτησε η βροχή. Δύο μουσικοί του δρόμου ξαναπαίρνουν τα πόστα τους. Χαρίζουν μελωδίες στους διαβάτες. Με ανταμοιβή στην καλύτερη περίπτωση ένα χαμόγελο και λίγα κέρματα. Στη χειρότερη αδιαφορία. Αγνοώντας την ιστορία τους, αγνοώντας την πηγή του χαμόγελου τους, μια και για να γίνει κάτι τέτοιο απαιτείται ο στοιχειώδης ανθρώπινος σεβασμός. Ένα είδος υπό εξαφάνιση ακόμα και για τους αποκαλούμενους «αγαπημένους» μας. Πόσο μάλλον για κάποιους που απλά προσπαθούν να ομορφαίνουν τις διαδρομές μας.  Μα πως τολμάνε;

7.Ο κ. Νολλ

 Λίγο μετά τη διασταύρωση στη γωνία πετυχαίνω το μαγαζί του πλέον επιτυχημένου επιχειρηματία-εμπόρου της γειτονιάς. Αξιοσέβαστος από όλους τους κατοίκους της περιοχής. Από τους περισσότερους δηλαδή. Όχι από μένα. Τελευταία φορά που ανέχθηκα τις χαιρετούρες του διαπίστωσα ένα κενό στα μάτια του. Δεν μπορώ να γνωρίζω το γιατί. Κατάλαβα όμως ότι η βιτρίνα της ζωής του είναι πιο φροντισμένη και από τη βιτρίνα του καταστήματος του. Και άντε με το δεύτερο κερδίζει ένα σημαντικό εισόδημα. Με το πρώτο τι κερδίζει;

8.Οι δολοφόνοι

Έχει βραδιάσει. Τα φώτα της κεντρικής οδού δεν μου αρέσουν. Προτιμάω τα σκοτεινά τα στενά γύρω από αυτή.  Αρχίζω και περιφέρομαι μέσα σε αυτά. Προσπερνάω πρόσωπα με απειλητικά βλέμματα. Οι υπόλοιποι γείτονες και δη οι οικογενειάρχες σπάνια περνάνε από εδώ. Φοβούνται. Δεν νιώθουν ασφαλείς σε αυτά τα σοκάκια ειδικά τέτοιες ώρες. Μα καλά δεν γνωρίζουν ότι σε αυτή τη ζωή και σε αυτόν τον κόσμο δεν είσαι ποτέ ασφαλής; Αυτοί οι άνθρωποι που περνάν τις νύχτες τους εδώ το γνωρίζουν. Για αυτό τους εκτιμάω ανεξάρτητα από τις πράξεις τους. Ίσως γιατί και εγώ θα μπορούσα να είμαι ενας από αυτούς. Ίσως γιατί σε κάποιες μεμονωμένες στιγμές έχω υπάρξει ένας από αυτούς. Ίσως και για αυτό και η βόλτα μου εκεί δεν είχε δυσάρεστες εκπλήξεις. Με αναγνωρίζουν και ας μη με ξέρουν.

9.Βραδινή επιστροφή

Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να πάω σπίτι. Επιστρέφοντας σκέφτομαι πόσο μου αρέσουν αυτές οι αυθόρμητες βόλτες. Μέσα σε λίγα μέτρα περιπάτου ίσως ουτε καν χιλιόμετρο και όλη η ζωή παρουσιάζεται μπροστά μου. Με τα καλά της και τα κακά της. Ϊσως αν ήταν μόνο όμορφη να μην μου άρεσε τόσο. Τι και αν πολλές φορές με έχω πιάσει να προσπαθώ μάταια να τη βελτιώσω; Αυτή στέκει πάντα έτσι σαν ένας πολύχρωμος κανβάς, ο οποίος δεν θα απομονώσει κανένα χρώμα, ούτε το μαύρο ούτε το γκρι. Μόνο όταν κατορθώνω να σεβαστώ αυτή την πολυχρωμία της, μόνο τότε νιώθω ζωντανός. Όπως τώρα που τρέχω όχι λόγω βιασύνης, αλλά λόγω του συναισθήματος της ελευθερίας που με ΄χει κατακλύσει ακόμα και αν τα ρούχα μου είναι βρεγμένα και λογικά πιο βαριά...

10. Χορός με τη σκιά μου

Ανοίγω την πόρτα του διαμερίσματος μου. Ανάβω το φως στο χωλ. Στον τοίχο έχω ένα φτηνό αντίγραφο του πίνακα «Το χαμόγελο της Τζοκόντας» του Λεονάρντο Ντα Βίντσι. Την παρατηρώ να χαμογελάει τόσο όσο χρειάζεται για να μην μπορεί κανείς να την χαρακτηρίσει ευτυχισμένη, να αντιλαμβάνεται όμως ότι αν και ζωγραφιά, είναι ζωντανή. Μπαίνω στο σαλόνι. Το φως από τη λάμπα του χωλ πέφτει πάνω μου και δημιουργεί τη σκιά μου στον απέναντι τοίχο. Καθώς σκαλώνει το βλέμμα μου εκεί, αντιλαμβάνομαι, ότι σιγά σιγά απελευθερώνεται από το δυνάστη της, το κορμί μου, και όντας τελείως ανεξάρτητη οντότητα πλέον, με πλησιάζει. Μου απλώνει το χέρι της. Νομίζω μου προτείνει να χορέψουμε. Τι και αν δεν ξέρω να χορεύω; Ποτέ δεν λέω όχι σε μία πρόταση για χορό. Αφήνομαι στην αγκαλιά της...

Υ.Γ. Όλα τα παραπάνω είναι ένα σύνολο τελείως αυθαίρετων σκέψεων, συναισθημάτων και εικόνων που μου δημιουργούνται κατά τη διάρκεια της ακρόασης του δίσκου «Το χαμόγελο της Τζοκόντας» του Μάνου Χατζιδάκι.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου