Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2018

Το μικρό μπαράκι



Ήταν σχεδόν δύο χρόνια πριν. Είχα εγκατασταθεί, οριστικά πλέον, στο Αϊντχόφεν. Είχα βρει δουλειά με κάποιες προοπτικές για το μέλλον, είχα βρει σπίτι για να μείνω, κάτι που είναι δυσκολότερο εδώ, από το να βρεις δουλειά και η μεταβατική περίοδος που είχε ξεκινήσει λίγους μήνες πριν, με τη μετανάστευση μου, μόλις είχε τελειώσει. Μια καινούρια ζωή ξεκινούσε. Από το μηδέν. Δεν γίνεται διαφορετικά.

Και όταν λέμε νέα ζωή εννοούμε ότι όλα ξεκινούσαν από την ανυπαρξία. Και αφού η δουλειά και το σπίτι είχαν τακτοποιηθεί, έπρεπε να αρχίζει σιγά-σιγά να χτίζεται και ο κοινωνικός κύκλος. Ναι, ακόμα και άτομα σαν εμένα που δεν φημίζονταν ποτέ για την δημοτικότητα τους, και νιώθουν συνήθως καλά με αυτό, θέλουνε να έχουν έστω κάποιους λίγους ανθρώπους τριγύρω τους να μπορούν να επικοινωνήσουν. Που και που.

Το αρκετά ασυνήθιστο, ωράριο εργασίας μου, δεν μου άφηνε πολλές επιλογές. Η δυνατότητα που είχα να βγαίνω, κυρίως καθημερινές, τις ελαχιστοποιούσαν ακόμα περισσότερο. Αλλά οι βδομάδες περνούσαν. Ο κύκλος παρέμενε από στενός, μέχρι ανύπαρκτος. Αν ήθελα να βγω, να πιω και να δω λίγο κόσμο έπρεπε να κάνω κάτι που απεχθανόμουν μέχρι τότε και απέφευγα με μανία, μαθημένος από την Ελλάδα. Να βγω μόνος.

Επιλογές, θεωρητικά υπήρχαν αλλά σχεδόν καμία δεν έδειχνε ότι θα ένιωθα άνετα αν πήγαινα κάπου και καθόμουν απλά πινόντας και χωρίς να μιλάω σε κανέναν. Η μόνη επιλογή που φαινόταν κάπως ταιριαστή για την όλη κατάσταση, ήταν ένα πολύ μικρό μπαράκι που είχα επισκευθεί λίγο καιρό πριν με έναν από τους πολλούς προσωρινούς συγκατοίκους μου. Θυμάμαι ότι με είχε γοητεύσει η ατμόσφαιρα και η αισθητική του. Παλιό κτίριο, αρκετών αιώνων (αργότερα έμαθα ότι είναι το παλιότερο κτίριο στο Αϊντχόφεν, από το 1711), με μία σκούρη, ξύλινη απόχρωση να κυριαρχεί, μία μεγάλη μπάρα και με έναν πίνακα στον τοίχο όπου απεικονίζονταν, μεταξύ άλλων, ο Τζώνυ Κας και ο Φρανκ Σινάτρα. Το μαγαζί ήταν το,
The Little One. Με την επεξήγηση, the speakeasy bar. Στη θεωρία ιδανικό για ένα τύπο σαν εμένα που το να μιλάει με αγνώστους, του φαίνεται πυρηνική φυσική.

Από την πρώτη στιγμή που μπήκα μέσα και παρήγγειλα το ποτό μου, ένιωσα καλοδεχούμενος. Σπανιότατο, για να μην πω, πρωτοφανές. Καλοδεχούμενος και από τον χώρο και από το προσωπικό, το οποίο ήταν ένας μπάρμαν τη φορά. Ακόμα και από την μουσική, στην οποία κυριαρχούσαν οι δεκαετίες του 60’ και του 70’. Καθώς περνούσε ο καιρός και επισκεπτόμουν το μαγαζί τακτικά, 3 φορές τη βδομάδα, άρχισα να γνωρίζομαι καλύτερα μαζί τους σε βαθύτερο ανθρώπινο επίπεδο και να μοιραζόμαστε πληροφορίες για τις ζωές τους. Παρατηρούσα ότι όποτε έρχονταν στο μαγαζί σαν πελάτες και μεθούσαν, ήταν πάντοτε κύριοι και αγαπούσαν όλο τον κόσμο. Και είμαι από τους ανθρώπους που βγάζουν πολλά συμπεράσματα για κάποιον, όταν τον βλέπουν σουρωμένο.

Ταυτόχρονα άρχισα να γνωρίζομαι με άλλους τακτικούς θαμώνες του μαγαζιού. Με κάποιους από αυτούς δεθήκαμε περισσότερο, με άλλους απλά μείναμε
drink buddies. Δεν θα είναι υπερβολή να πω ότι το μεγαλύτερο μέρος, του κύκλου που έχω στο Αϊντχόφεν, γεννήθηκε και καλλιεργήθηκε σε αυτό το μπαρ.

Όλη όμως αυτή η ανθρώπινη επικοινωνία, λάμβανε χώρα μόνο τις καθημερινές και τα κυριακάτικα βράδια. Διότι Παρασκευή και Σάββατο, όπου έβγαινε όλο το Αϊντχόφεν έξω, το μικρό αυτό μπαράκι γέμιζε ασφυκτικά και έτσι κάθε δυνατότητα ειλικρινούς επαφής χανόταν. Αυτό ήταν και το μοναδικό «ελάττωμα» αυτού του μαγαζιού. Σε καμία περίπτωση, αρκετό για να φθείρει το δέσιμο που απέκτησα με αυτό τον χώρο και τους ανθρώπους του.

Πολλές όμορφες στιγμές σε αυτό το μικρό μπαράκι. Από την αυτοσχέδια χορωδία, στην οποία συμμετείχα ένα βράδυ και τραγουδούσαμε όλοι οι θαμώνες μαζί, το
Bohemian Rhapsody των Queen, στο πρώτο μου φιλί στην Ολλανδία, στην πτώση μίας μεθυσμένης ηλικιωμένης κυρίας που παρέσυρε στην πορεία της και έναν συμπότη μου, στο τσίπουρο που είχα φέρει στα γενέθλια μου και έκανα τη συμφωνία να το μοιράζουν κάθε τόσο σε σφηνάκια, στην πολυπολιτισμική εκείνη την μέρα παρέα μου. Και πόσα άλλα.

Όλα αυτά μέχρι την Παρασκευή το απόγευμα, όπου περπατώντας με έναν φίλο, το είδα κλειστό με υποστηλώματα έξω. Μετά από λίγο είδα και ανακοίνωση στη σελίδα στο
facebook, ότι θα γίνει ανακαίνιση. Δυστυχώς όμως προχθές έμαθα ότι θα μείνει κλειστό για τουλάχιστον 6 μήνες. Και αμφίβολο αν όντως θα ξανανοίξει μετά. Είναι ειρωνεία. Ένα κτίριο που άντεξε μέχρι και τον βομβαρδισμό του Αϊντχόφεν στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, να έχει τώρα προβλήματα στατικότητας.

Είδα και μία μπαργούμαν που δούλευε στο
Little One, προχθές, σε ένα άλλο μπαράκι εκεί κοντά. Όταν βρεθήκαμε, δεν είπαμε τίποτα από τα τυπικά. Μου είπε μόνο, με εμφανή τη λύπη της, τη φράση: «Και τι θα κάνουμε τώρα; Είναι κρίμα». Και μετά από λίγο, αγκαλιαστήκαμε.

Ίσως να ακούγονται υπερβολικά όλα τα παραπάνω, αλλά αν δεν τα έχει ζήσει κάποιος δεν μπορεί να καταλάβει. Ίσως και επειδή έτσι ήμασταν οι πιστοί θαμώνες του μαγαζιού αυτού. Αιώνιοι θηρευτές του οποιουδήποτε αμελητέου στοιχείου που μπορεί να θεωρηθεί, ρομαντικό.

Και θα μου λείψει αυτό. Όπως και το αποχαιρετιστήριο τραγούδι, που έπαιζε κάθε βραδιά όταν έκλεινε. Ένα τραγούδι που του ταίριαζε απόλυτα. Ελπίζω να το ξαναζήσω αυτό. Να κάθομαι, μεθυσμένος στο σκαμπό, στο μπαρ του
Little One και να ακούω τις πρώτες νότες του One more for my Baby (and one more for the road) του Φρανκ Σινάτρα, ενώ ο μπάρμαν μου βάζει ένα τελευταίο ποτό για το δρόμο, σε πλαστικό ποτήρι. Έτσι θα το θυμάμαι.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου