Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2018

Γριά πουτάνα που ξυρίζει τα πόδια της...


Έχω χαθεί εδώ και ώρα σε αυτή την σκοτεινή και βρώμικη γειτονιά. Και αγνοώ το πως βρέθηκα εδώ, τι με οδήγησε σε αυτούς τους κακόφημους δρόμους. Δεν ξέρω ούτε πόση ώρα είμαι εδώ, ούτε καν τι ώρα είναι. Χαμένος κάπου στον χωροχρόνο, ανίκανος προς το παρόν να γυρίσω στην αφετηρία αυτής της βόλτας μου. Την οποία δεν μπορώ να ανακαλέσω στη μνήμη μου.

Καθώς περιπλανιέμαι ανάμεσα σε αναποδογυρισμένους κάδους σκουπιδιών, τοίχους «διακοσμημένους» με συνθήματα ομάδων και ερωτικές αφιερώσεις, βλέπω ένα φως σε ένα παράθυρο σε ένα ισόγειο. Πλησιάζω στο παράθυρο, κοιτάω όσο γίνεται πιο διακριτικά. Μέσα είναι μία ηλικιωμένη κυρία, η οποία φοράει μόνο τη μαύρη νυχτικιά της και καλωπίζεται.

Εκείνη τη στιγμή, σαν να αισθάνεται το κοίταγμα μου και γυρνάει το βλέμμα της προς το μέρος μου. Είναι πολύ αργά για να υποκριθώ ότι δεν κοιτούσα. Την βλέπω που πλησιάζει προς την πόρτα του μικρού ισόγειου διαμερίσματος. Εγώ έχω παραλύσει αρκετά από την ντροπή μου, στη σκέψη ότι μπορεί να πιστεύει ότι κοιτούσα αδιάκριτα, έτσι ώστε να μην μπορώ να απομακρυνθώ. Η πόρτα ανοίγει.

Με καλησπερίζει και με προσκαλλεί με ένα πονηρό χαμόγελο να περάσω μέσα. Αντιλαμβάνομαι ότι υπάρχει ισχυρή πιθανότητα να είναι εκδιδομένη. Το τελευταίο πράγμα όμως που ήθελα εκείνη την ώρα θα ήταν να ερωτοτροπίσω, γενικά, αλλά και ειδικά με μία γυναίκα πολύ μεγαλύτερη από μένα. Ενώ όμως συνεχίζει να μου χαμογελάει πονηρά, σκέφτομαι ότι θα ζει χρόνια σε αυτή τη γειτονιά και ίσως θα ξέρει να μου δείξει ένα τρόπο για να βρω τον δρόμο μου.

Με κερνάει ένα καφέ και ένα γλύκισμα. Και αρχίζει να μου εξιστορεί τη ζωή της, χωρίς να της το ζητήσω. Μου φαίνεται πως δεν έχει στο μυαλό της οποιαδήποτε συναλλαγή, φαίνεται απλά σαν να θέλει να μιλήσει κάπου, ίσως γιατί έχει πάρα πολύ καιρό να το κάνει. Ίσως επειδή είναι και ένα συνηθισμένο χαρακτηριστικό των ανθρώπων που έχουν βιώσει μεγάλο αριθμό εμπειριών στη ζωή τους, ειδικά όταν αυτή πλησιάζει αργά αλλά σταθερά στο τέλος της.

Μαθαίνω ότι έχει ζήσει όλη της τη ζωή στη γειτονιά. Ο πατέρας της ήταν ένας ντόπιος προαγωγός που την εξέδιδε. Δείχνει να μην θυμάται ή τουλάχιστον να μην έχει να θυμάται πολλά πράγματα από αυτόν ούτε και να κρατάει κάποια ιδιαίτερη κακία εναντίον του. Φαντάζομαι αυτό είναι ένα συνηθισμένο φαινόμενο σε γειτονιές σαν αυτή. Αφηγείται με μία αδιαφορία τις λίγες αναμνήσεις που έχει από αυτόν.

Προτού ενηλικιωθεί, απήχθη από έναν άλλο προαγωγό, λατινικής καταγωγής ο οποίος μάλιστα έβγαλε εκτός παιχνιδιού τον πατέρα της σε όλη τη γειτονιά. Αυτός προσπάθησε να αντιδράσει λίγο καιρό μετά, αλλά δεν κατάφερε τίποτα. Ακόμα και η ίδια γοητευμένη από τον Λατίνο αρνήθηκε να τον βοηθήσει και έτσι σύντομα ο πατέρας της εξαφανίστηκε. Τον ερωτεύτηκε τον Λατίνο διότι της συμπεριφέρθηκε όμορφα και στοργικά, παρ’ ότι όμως ποτέ δεν την αναγνώρισε ως κάτι σαν γυναίκα του. Μόνο κάποιες μεμονωμένες νύχτες έβρισκε παρηγοριά στην αγκαλιά της.

Καθώς μιλάει παρατηρώ ότι μέσα από την πληθώρα ρυτίδων που έχει στο πρόσωπο της, τα μάτια της παραμένουν ακόμα ζωντανά και λαμπερά, αν και κάπως κουρασμένα. Οι ραγάδες στα μπράτσα της δεν αρκούν για να κρύψουν τη γοητεία στις κινήσεις των χεριών της και στη γενική συμπεριφορά της. Τα μαλλιά της είναι βαμμένα μαύρα, αλλά ασυνήθιστα πυκνά για την ηλικία της. Πρέπει να ήταν πολύ όμορφη γυναίκα στα νιάτα της.

Η διήγηση της συνεχίζεται σχετικά με τον Λατίνο ο οποίος όμως πλέον έχει εγκατασταθεί οριστικά στη γειτονιά της με αποτέλεσμα πλέον να εκφράζεται, να συμπεριφέρεται και να λογίζεται από όλους, σαν ντόπιος. Τα χρόνια περνάνε και παρ’ ότι είναι από τις επίλεκτες κοπέλες του, δεν είναι η μία. Άλλη έχει αυτό το προνόμιο. Κατά καιρούς άλλοι προαγωγοί από μακρινές χώρες προσπάθησαν να την κλέψουν άλλα μάταια. Αντιστάθηκε σθεναρά, ήθελε να παραμείνει στα ασφαλή, όπως τα φανταζόταν αυτή χέρια του αφέντη της. Ο οποίος όντως σε γενικές γραμμές την προστάτευε καλά. Με εξαίρεση δύο φορές που ισάριθμοι πελάτες, ένας Κρητικός με Ισπανική καταγωγή και ένας Σικελός με Γαλλική, τη κακοποίησαν και τη λήστεψαν.

Τελικά ένας Γάλλος, κατάφερε να την απαγάγει και αυτή δεν αντιστάθηκε ιδιαίτερα μια και είχε χάσει τον αρχικό της έρωτα για τον προηγούμενο εργοδότη της. Γενικότερα φαίνεται ότι της άρεσε αυτής της γυναίκας να αφήνεται σε ότι της επιφύλασσε η μοίρα. Ένας ξάδερφος του προηγούμενου ντόπιου προαγωγού της, την έκλεψε από τον Γάλλο αλλά σύντομα την επέστρεψε στο συγγενή του. Αρχικά της φέρθηκε καλά, αλλά σύντομα επέστρεψε στην ίδια κακή συμπεριφορά.

Με όλα αυτά που είχε περάσει όμως, είχε καλλιεργήσει την προσωπικότητα της και ταυτόχρονα τη γοητεία της. Έφτασε σε σημείο να είναι το ίδιο, αν όχι περισσότερο, δημοφιλής και από την επίσημη αγαπημένη του ντόπιου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, ένας πελάτης της, να παλέψει με νύχια και με δόντια για να την απελευθερώσει από κάθε μορφής σκλαβιά. Γοητεύτηκε από αυτή του την κίνηση. Ήταν και ο ίδιος ντόπιος και τον ήξερε από μικρό παιδί. Δυστυχώς όμως ο προαγωγός επιβλήθηκε εναντίον του και αυτή επέστρεψε σε αυτόν παρ’ ότι έβλεπε ότι το τέλος του πλησίαζε. Ίσως να μην ήταν έτοιμη για αυτή την αλλαγή.

Όντως το τέλος του ήρθε σύντομα. Άλλος προαγωγός εμφανίστηκε, από την Ανατολή αυτή τη φορά, είχε κατάφέρει να κυριαρχίσει σε όλη τη γειτονιά, πότε δια της βίας και πότε δια της καλύτερης συμπεριφοράς που έδειχνε από τον προηγούμενο αφέντη. Αυτή είχε αρχίσει να μεγαλώνει αν και παρέμενε ελκυστική, η πελατεία της μειώθηκε. Βρήκε την ευκαιρία να ασχοληθεί με τα κουτσούβελα που είχε αποκτήσει από τον ντόπιο προαγωγό, τον εξ’ ανατολών, και κάποιων πελατών της. Και μαζί με αυτά της φόρτωσε και ένα παιδί που πιο πριν το είχε διώξει μία Ισπανίδα, διότι της φαινόταν πολύ διαφορετικός. Το αγάπησε και αυτό σαν δικό της και εκείνο την αποκαλούσε μάνα του.

Τα χρόνια περνούσαν. Τα παιδιά της, ζούσαν σε γενικές γραμμές αρμονικά μεταξύ τους, ενώ άλλοι προαγωγοί δεν εμφανίστηκαν εκείνα τα χρόνια, τουλάχιστον που να τη διεκδικήσουν. Μέχρι που και αυτός ο αφέντης έχασε μεγάλο μέρος της δύναμης του. Τα παιδιά της, βλέποντας το αυτό, εξεγέρθηκαν εναντίον του και κατάφεραν και τον έδιωξαν. Αλλά μετά μάλωσαν για το ποιος θα την έχει δίπλα του. Τελικά το παιδί του ντόπιου και μακροημερέστερου αφεντικού της, επικράτησε. Έδιωξε τα υπόλοιπα παιδιά, της επέτρεψε να κρατήσει μόνο αυτό που υιοθέτησε. Στη συνέχεια ο γιος της που είχε την εξουσία της έφερε και άλλα παιδιά συγγενείς του, μάλλον από κάποια ηθική υποχρέωση μια και ο ίδιος στην αρχή δεν τα φερόταν καθόλου καλά.

Ένα μεγάλο πλήγμα για την ίδια, ήταν η απαγωγή του θετού της γιου από έναν Γερμανό πελάτη που επίσης την κακομεταχειρίστηκε βάναυσα. Αυτός εκδιώχθη λίγο μετά. Και αυτή έμεινε μόνη με τα παιδιά από τον ντόπιο, δικά της και μη τα οποία δεν ενδιαφέρθηκαν να σώσουν το θετό, ίσως και να χάρηκαν που το ξεφορτώθηκαν. Μου λέει με στεναχώρια, ότι τα παιδιά της δεν της έχουν φερθεί καλά και σπάνια τη θυμούνται. Η συμπεριφορά τους ειναι που την έχουν κάνει να φαίνεται τόσο γερασμένη.

Παρ’  όλα αυτά, τώρα που τελείωσε την αφήγηση της αντιλαμβάνομαι ότι η γοητεία της παραμένει και έχει την πηγή της στις εμπειρίες που έζησε από τους τόσους και τόσο διαφορετικούς ανθρώπους που γνώρισε και αφήσαν το στίγμα τους πάνω της. Μπορεί να μην το καταλαβαίνει αλλά αυτό γίνεται φανερό ακόμα και στα πιο αμελητέα στοιχεία της συμπεριφοράς της και της αύρας της.

Τη ρωτάω, ενώ τη βλέπω δακρυσμένη, για το πως θα βρω το δρόμο μου έξω από αυτή τη γειτονιά. Δεν ξέρω αν τη ρώτησα, διότι θυμήθηκα τον αρχικό σκοπό της επίσκεψης μου, τον οποίο είχα ξεχάσει συνεπαρμένος από την αφήγηση της ή αν την ρώτησα απλά για να αλλάξω θέμα.

Μου απαντάει πως ότι είχε να μου πει το είπε. Και με ευχαριστεί που την άκουσα, κάτι σπάνιο όπως μου εξομολογείται. Την χαιρετάω καθώς οδεύω προς τα την εξώπορτα. Μου ζητάει σαν χάρη να μην την ξεχάσω και να περνάω που και που για να με κερνάει κάποιο γλύκισμα από τα χεράκια της. Και ίσως και για κάποια ιστορία που ξέχασε να μου αναφέρει. Της το εγγυώμαι.

Βγαίνω από το ισόγειο. Περιέργως τώρα δεν με αγχώνει που δεν ξέρω προς τα που θα πάω. Ίσως γιατί μου αρέσει η αίσθηση ότι κάποιες φορές θα ξαναβρίσκομαι εδώ και θα υπάρχει πάντα αυτή η γωνιά με αυτή τη γριά ιερόδουλη, να μου προσφέρει τις ιστορίες της και τα κεράσματα της.

Υ.Γ. Όλα τα παραπάνω, είναι μία σκέψη που δημιουργήθηκε στο μυαλό μου, κατά τη διάρκεια της τελευταίας, μοναχικής βόλτας μου στη Θεσσαλονίκη.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου