Πέμπτη 10 Αυγούστου 2017

Τα blues του μεσονυχτίου



Πετάει το τσιγάρο στο δρόμο. Το πατάει. Ανοίγει την σιδερένια πόρτα του μαγαζιού. Είναι σχεδόν μεσάνυχτα. Λίγος κόσμος μέσα. Ένας τύπος τον υποδέχεται. Τον δείχνει που μπορεί να κάτσει. Διαλέγει έναν καναπέ μπροστά στη σκηνή. Κάθεται, βγάζει το δερμάτινο του. Έρχεται ο σερβιτόρος. Του παραγγέλνει ένα ουίσκι, cutty shark σκέτο. Λίγο μετά έρχεται η παραγγελία του. Στρίβει ένα τσιγάρο. Πίνει μια γουλιά και το ανάβει. Σκέφτεται. Σκέφτεται και χαζεύει.  Τον φωτισμό, που αποτελείται από διάφορες σκούρες ερυθρές αποχρώσεις. Τη μουσική. Αργή και ατμοσφαιρική. Που και που πέφτει το βλέμμα του σε άλλους θαμώνες. Απλά πάνω στην κίνηση των ματιών. Δεν νοιάζεται. Άλλοτε κοιτάζει τη σκήνη. Κάποια χορεύει, στο αργό τέμπο της μουσικής. Ημίγυμνη αρχικά, ολόγυμνη λίγο αργότερα. Του αρέσει αλλά όχι αρκετά για να τον νοιάξει.

Τον πλησιάζει μία κοπέλα. Αρχίζει και τον χαϊδεύει. Κάθεται στα πόδια του. Αυτός μένει απαθής. Δεν ανταποδίδει στα χάδια. Αν και ευγενικά, με την όλη συμπεριφορά του την διώχνει. Φεύγει. Λίγο μετά έρχεται μία άλλη. Τα ίδια αποτελέσματα. Το ίδιο και με μια τρίτη αργότερα. Δεν τον νοιάζει. Απλά κάθεται στον καναπέ και εναλλάσει γουλιές με τζούρες.

Το ποτήρι έχει φτάσει στα μισά του. Μία ακόμα πλησιάζει. Κάθεται δίπλα του. Χωρίς να τον αγγίξει. Βγάζει ένα πακέτο. Το ανοίγει και του προσφέρει ένα τσιγάρο. Μόλις είχε σβήσει το δικό του.
- Ευχαριστώ.
- Παρακαλώ
Ανάβει και αυτή ένα. Περνάει κανά λεπτό. Δεν μιλάνε. Αυτός καταλαβαίνει ότι τον κοιτάει. Το νιώθει. Ο dj αλλάζει τραγούδι. Βάζει το Midnight Blues από Gary Moore. Την κοιτάει.
- Σου αρέσουν τα blues; Τον ρωτάει.
- Ναι.
- Χορεύουμε;
- Ας χορέψουμε , της απαντάει χωρίς να μιλήσει χαμογελώντας όσο πιο διακριτικά γίνεται.

Με απόλυτο ρυθμό στην κίνηση της, κάθεται στα πόδια του. Αγκαλιάζονται. Του χαϊδεύει τα μαλλιά. Αυτός ανταποδίδει λίγα δευτερόλεπτα μετά. Χορεύουν. Πολύ αργά. Με αμελητέες κινήσεις. Όπως επιβάλλουν τα blues. Που και που μοιράζονται κάποιες σκόρπιες πληροφορίες. Αδιάφορες όπως ονόματα, καταγωγές, επαγγέλματα. Μόνο και μόνο για να μην κοιτάνε αδιάκοπα ο ένας τα μάτια του άλλου.

- Μιλάς όμορφα, του λέει και τα πρόσωπα τους πλησιάζουν πολύ, σχεδόν εφάπτονται. Με μια πρόστυχη τρυφερότητα τον χαϊδευει στη μύτη με τη δικιά της.
- Δεν νομίζω ότι συνηθίζεται αυτό, της λέει χαμογελώντας ίσα ίσα για να δείξει την ευχαρίστηση του.
- Ναι, ούτε εγώ το συνηθίζω....Πάμε κάπου οι δυο μας;
- Πάμε.

Το ολοένα και πιο γυμνό κορμί της λικνίζεται πάνω του. Καθώς κατεβαίνει χαϊδεύει απαλά με το πρόσωπο της το κορμί του, μέχρι που καταλήγει ανάμεσα στα πόδια του. Το πρόσωπο της στέκεται για λίγα παραπάνω δευτερόλεπτα εκεί χωρίς όμως να μένει ακίνητο, ενώ τα χέρια της έχουν περάσει κάτω από τη μπλούζα του. Ανεβαίνει μέχρι τα μάτια τους να βρεθούν σε απόσταση αναπνοής. Σιγοψυθιρίζει κάτι στο αυτί του. Τον φιλάει. Αργά. Αυτός ανταποκρίνεται. Αυτή ξαφνικά σταματάει. Τον κοιτάει κάπως τρομαγμένα. Και αυτός το ίδιο.
- Δεν έχουμε άλλο χρόνο, του λέει κοιτώντας αλλού.
- Καταλαβαίνω...Θα χαρώ να σε ξαναδώ, της λέει αμήχανα μετά από λίγη ώρα ενώ αυτή ντύνεται.
- Και εγώ...Αλλά όχι εδώ,απαντάει χαμογελώντας.

Βάζει το κινητό του στην τσέπη του. Στρίβει ένα τελευταίο τσιγάρο. Για να συνοδεύσει τις τελευταίες γουλιές του ουίσκι προτού φύγει. Την βλέπει να αγκαλιάζει άλλον. Δεν τον πειράζει. Δεν είναι αφελής. Γνωρίζει πως ότι έζησε πιο πριν, ήταν απλά μια ψευδαίσθηση. Όπως σχεδόν οτιδήποτε όμορφο στη ζωή του. Τουλάχιστον αυτή τη φορά το ήξερε από την αρχή. Αυτό που δεν γνωρίζει όμως εκείνη τη στιγμή, είναι ότι όταν ξανασυναντηθούν κάπου αλλού θα είναι και πάλι μεσάνυχτα. Και θα χορέψουν και παλι blues.

Σβήνει το τσιγάρο στο τασάκι. Βάζει το μπουφάν του. Πληρώνει το σερβιτόρο. Τυχαίνει να νιώθει το βλέμμα της εκείνη την ώρα. Γνέφει μία καληνύχτα και φεύγει.

1η Δημοσίευση: Balaoritou Street




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου