Τρίτη 21 Ιουλίου 2020

Όμορφη μου, Καρυάτιδα


Θέλω να περπατήσω σε ένα στενό σοκάκι πλακόστρωτο, παρέα με τον κολλητό μου. Να συζητάμε για τη νίκη της ομάδας μας, της οποίας γίναμε μάρτυρες λίγο πριν. Και να διακόπτει την κουβέντα μας ένας αδέσποτος, μεγαλόσωμος και τριχωτός σκύλος, ο οποίος θα υποκρίνεται ότι ζητάει ένα χάδι ενώ στην πραγματικότητα η επιθυμία του θα είναι εκείνο το τελευταίο κομμάτι πιτογυρο που πήρε σαν ανταμοιβή για τη γλύκα του, από τα χέρια μου.

Θέλω να μπω με το φίλο μου, σε μία είσοδο που οδηγεί σε κάποια σκαλιά που θα κατηφορίζουν. Και καταλήγουν σε ένα κουτούκι με ξύλινη διακόσμηση και πολύ λίγους πελάτες μέσα. Και τα ηχεία να παίζουν παλιά ρεμπέτικα. Και σε μία γωνία, να έχει τα βαρέλια με τα κρασιά και τα τσίπουρα. Και να μην έχει μεζέδες, να έχει κλείσει η κουζίνα. Μόνο τασάκια να υπάρχουν για τα τσιγάρα που παράνομα θα καπνίζουμε μέσα στον κλειστό και με κακό εξαερισμό χώρο.

Θέλω καθώς η σούρα μας θα μεγαλώνει, να μου μιλάει δακρυσμένος για τον καβγά που είχε χθες το βράδυ με την κοπέλα του. Και εγώ να καμαρώνω που ο κολλητός μου έχει ψυχή και αυτά του τα δάκρυα είναι τα παράσημα, τα σύμβολα κάθε θυσίας που έχει κάνει και καταφέρνει ακόμα να είναι άνθρωπος, με τις δυνάμεις και τις αδυναμίες του. Και να νιώθω τιμή καθώς αντιλαμβάνομαι ότι έχω κερδίσει το προνόμιο να μου αποκαλύπτεται το είναι του.

Θέλω να κάνω πως δεν βλέπω όταν θα πάρω χαμπάρι την γκόμενα του να πλησιάζει πίσω από την πλάτη του, λίγο μετά το μήνυμα που της έστειλα με τη διεύθυνση του καταγώγιου που βρισκόμαστε, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι το φιλαράκι μου απουσίαζε προς νερού του την ώρα της αποστολής. Και να απολαμβάνω τη στιγμή που του αποκαλύπτεται, χωρίς ο χαζούλης να έχει καταλάβει τίποτα για τη συμβολή μου, στο να την ξανάδει. Και τελικά να με αποχαιρετά με ένα ένοχο και ευτυχισμένο βλέμμα, καθώς φεύγει μαζί της και εγώ καθισμένος ακόμα στο τραπέζι να νιώθω χαρούμενος που ο εξ’αγχιστείας αδερφός μου, έχει βρει τον έρωτα της ζωής του.

Θέλω να κάθομαι μόνος μου στο τραπέζι, καπνίζοντας τσιγάρο και πίνοντας τσίπουρο, να χάνομαι στις λίγες γλυκές αναμνήσεις που έχω ενώ ακούω μία μπαλάντα του Παπάζογλου, τόσο μεθυσμένος όσο πρέπει ώστε να μην νυστάζω αλλά και αρκετά για να απαλύνω τον πόνο που γεννάει η απώλεια των στιγμών, καθώς αντιλαμβάνομαι ότι έστω για λίγο, που έχω ζήσει και εγώ.

Θέλω να εμφανιστείς εσύ μέσα στην κάπνα και στη μέθη, ντυμένη με ένα λευκό φόρεμα, να φαντάζεις μία σύγχρονη Καρυάτιδα, όχι όμως φτιαγμένη από ένα κρύο μάρμαρο, αλλά από σάρκα και οστά. Και να κάτσεις στην άδεια καρέκλα δίπλα μου. Και να μην μου πεις τίποτα, ούτε για τη δουλειά σου, ούτε για τον γκόμενο σου, ούτε για τίποτα. Να μου πεις απλά, χαμογελαστά και άρα ειλικρινά, ένα «είμαι καλά» στην κοινότυπη ερώτηση μου, «πως είσαι;», που θα έχει προηγηθεί.

Θέλω μετά από κάποια λεπτά σιωπής, να αρχίσουμε να μιλάμε. Όχι, να μην μιλήσουμε για ότι συνέβη, για το ποιος έφταιξε περισσότερο. Ούτε για το μέλλον, για το ποιος πρέπει να θυσιαστεί λίγο παραπάνω. Να είμαστε αφοσιωμένοι στο παρόν, όσον αφορά εμάς. Και να μιλάμε για τη μουσική, το θέατρο, τη συγγραφή, την ποίηση και την ανθρώπινη ψυχή, μέχρι να έρθει αγανακτισμένος ο σερβιτόρος και να μας πει, «παιδιά λυπάμαι, κλείνουμε». Και να φεύγουμε πιωμένοι, παραπατώντας, κρατώντας ο ένας τον άλλο από τη μέση και να μην με νοιάζει αν η καύτρα του τσιγάρου μου, λερώσει το φόρεμα σου.

Θέλω να πάμε πάνω στην ακρόπολη, στα ερείπια, να ξαπλώσουμε ανάσκελα στο χώμα, λίγα εκατοστά πριν το γκρεμό και να απολαύσουμε αμίλητοι, την έναστρη νύχτα που θα έχει ήδη αρχίσει να  φθείρεται από τα πρώτα φώτα της αυγής. Και έτσι πως θα είμαστε ανάσκελα, να απλώσουμε τα χέρια μας και τα δάχτυλα μας να κουλουριαστούνε, σαν ένα κακοφτιαγμένο αλλά στιβαρό γινκ&γιανγκ. Και θέλω να γυρίσουμε και να κοιτάξουμε κατάματα ο ένας στον άλλο και να δω τα είδωλα μας να αλληλοαντικατοπτρίζονται στο άπειρο, χάρη στο φως της ανατολής που πλέον έχει καταλάβει τον ουρανό.

Θέλω να ανοίξω τα μάτια μου και να μην απογοητευθώ που δεν θα σε δω δίπλα μου. Να είναι κάτι αναμενόμενο. Και μετά να τρέχω σαν τον τρελό στη δουλειά μου, στην εφορία, στις εταιρείες τηλεφωνίας και υδροδότησης για να πληρώσω τους λογαριασμούς. Και να δυσφορώ στα ασφυκτικά γεμάτα λεωφορεία, μέσα στον ιδρώτα και στην κακοσμία.

Και θέλω λίγο πριν τελειώσει αυτή η ρουτίνα, να δω ένα μήνυμα, στο κινητό, σε κάποια τηλεόραση κάποιου πολυκαταστήματος, σε κάποια αφίσα ή διαφήμιση, ή ακόμα και στο καντράν της βιτρίνας ενός φαρμακείου, ένα μήνυμα γραμμένο από σένα, όμορφη μου καρυάτιδα, που θα λέει:

«Έχει ωραίο ηλιοβασίλεμα, θες να το ατενίσουμε παρέα;» 




Πηγή εικόνας: gramho.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου