Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2018

Το μικρό μπαράκι



Ήταν σχεδόν δύο χρόνια πριν. Είχα εγκατασταθεί, οριστικά πλέον, στο Αϊντχόφεν. Είχα βρει δουλειά με κάποιες προοπτικές για το μέλλον, είχα βρει σπίτι για να μείνω, κάτι που είναι δυσκολότερο εδώ, από το να βρεις δουλειά και η μεταβατική περίοδος που είχε ξεκινήσει λίγους μήνες πριν, με τη μετανάστευση μου, μόλις είχε τελειώσει. Μια καινούρια ζωή ξεκινούσε. Από το μηδέν. Δεν γίνεται διαφορετικά.

Και όταν λέμε νέα ζωή εννοούμε ότι όλα ξεκινούσαν από την ανυπαρξία. Και αφού η δουλειά και το σπίτι είχαν τακτοποιηθεί, έπρεπε να αρχίζει σιγά-σιγά να χτίζεται και ο κοινωνικός κύκλος. Ναι, ακόμα και άτομα σαν εμένα που δεν φημίζονταν ποτέ για την δημοτικότητα τους, και νιώθουν συνήθως καλά με αυτό, θέλουνε να έχουν έστω κάποιους λίγους ανθρώπους τριγύρω τους να μπορούν να επικοινωνήσουν. Που και που.

Το αρκετά ασυνήθιστο, ωράριο εργασίας μου, δεν μου άφηνε πολλές επιλογές. Η δυνατότητα που είχα να βγαίνω, κυρίως καθημερινές, τις ελαχιστοποιούσαν ακόμα περισσότερο. Αλλά οι βδομάδες περνούσαν. Ο κύκλος παρέμενε από στενός, μέχρι ανύπαρκτος. Αν ήθελα να βγω, να πιω και να δω λίγο κόσμο έπρεπε να κάνω κάτι που απεχθανόμουν μέχρι τότε και απέφευγα με μανία, μαθημένος από την Ελλάδα. Να βγω μόνος.

Επιλογές, θεωρητικά υπήρχαν αλλά σχεδόν καμία δεν έδειχνε ότι θα ένιωθα άνετα αν πήγαινα κάπου και καθόμουν απλά πινόντας και χωρίς να μιλάω σε κανέναν. Η μόνη επιλογή που φαινόταν κάπως ταιριαστή για την όλη κατάσταση, ήταν ένα πολύ μικρό μπαράκι που είχα επισκευθεί λίγο καιρό πριν με έναν από τους πολλούς προσωρινούς συγκατοίκους μου. Θυμάμαι ότι με είχε γοητεύσει η ατμόσφαιρα και η αισθητική του. Παλιό κτίριο, αρκετών αιώνων (αργότερα έμαθα ότι είναι το παλιότερο κτίριο στο Αϊντχόφεν, από το 1711), με μία σκούρη, ξύλινη απόχρωση να κυριαρχεί, μία μεγάλη μπάρα και με έναν πίνακα στον τοίχο όπου απεικονίζονταν, μεταξύ άλλων, ο Τζώνυ Κας και ο Φρανκ Σινάτρα. Το μαγαζί ήταν το,
The Little One. Με την επεξήγηση, the speakeasy bar. Στη θεωρία ιδανικό για ένα τύπο σαν εμένα που το να μιλάει με αγνώστους, του φαίνεται πυρηνική φυσική.

Από την πρώτη στιγμή που μπήκα μέσα και παρήγγειλα το ποτό μου, ένιωσα καλοδεχούμενος. Σπανιότατο, για να μην πω, πρωτοφανές. Καλοδεχούμενος και από τον χώρο και από το προσωπικό, το οποίο ήταν ένας μπάρμαν τη φορά. Ακόμα και από την μουσική, στην οποία κυριαρχούσαν οι δεκαετίες του 60’ και του 70’. Καθώς περνούσε ο καιρός και επισκεπτόμουν το μαγαζί τακτικά, 3 φορές τη βδομάδα, άρχισα να γνωρίζομαι καλύτερα μαζί τους σε βαθύτερο ανθρώπινο επίπεδο και να μοιραζόμαστε πληροφορίες για τις ζωές τους. Παρατηρούσα ότι όποτε έρχονταν στο μαγαζί σαν πελάτες και μεθούσαν, ήταν πάντοτε κύριοι και αγαπούσαν όλο τον κόσμο. Και είμαι από τους ανθρώπους που βγάζουν πολλά συμπεράσματα για κάποιον, όταν τον βλέπουν σουρωμένο.

Ταυτόχρονα άρχισα να γνωρίζομαι με άλλους τακτικούς θαμώνες του μαγαζιού. Με κάποιους από αυτούς δεθήκαμε περισσότερο, με άλλους απλά μείναμε
drink buddies. Δεν θα είναι υπερβολή να πω ότι το μεγαλύτερο μέρος, του κύκλου που έχω στο Αϊντχόφεν, γεννήθηκε και καλλιεργήθηκε σε αυτό το μπαρ.

Όλη όμως αυτή η ανθρώπινη επικοινωνία, λάμβανε χώρα μόνο τις καθημερινές και τα κυριακάτικα βράδια. Διότι Παρασκευή και Σάββατο, όπου έβγαινε όλο το Αϊντχόφεν έξω, το μικρό αυτό μπαράκι γέμιζε ασφυκτικά και έτσι κάθε δυνατότητα ειλικρινούς επαφής χανόταν. Αυτό ήταν και το μοναδικό «ελάττωμα» αυτού του μαγαζιού. Σε καμία περίπτωση, αρκετό για να φθείρει το δέσιμο που απέκτησα με αυτό τον χώρο και τους ανθρώπους του.

Πολλές όμορφες στιγμές σε αυτό το μικρό μπαράκι. Από την αυτοσχέδια χορωδία, στην οποία συμμετείχα ένα βράδυ και τραγουδούσαμε όλοι οι θαμώνες μαζί, το
Bohemian Rhapsody των Queen, στο πρώτο μου φιλί στην Ολλανδία, στην πτώση μίας μεθυσμένης ηλικιωμένης κυρίας που παρέσυρε στην πορεία της και έναν συμπότη μου, στο τσίπουρο που είχα φέρει στα γενέθλια μου και έκανα τη συμφωνία να το μοιράζουν κάθε τόσο σε σφηνάκια, στην πολυπολιτισμική εκείνη την μέρα παρέα μου. Και πόσα άλλα.

Όλα αυτά μέχρι την Παρασκευή το απόγευμα, όπου περπατώντας με έναν φίλο, το είδα κλειστό με υποστηλώματα έξω. Μετά από λίγο είδα και ανακοίνωση στη σελίδα στο
facebook, ότι θα γίνει ανακαίνιση. Δυστυχώς όμως προχθές έμαθα ότι θα μείνει κλειστό για τουλάχιστον 6 μήνες. Και αμφίβολο αν όντως θα ξανανοίξει μετά. Είναι ειρωνεία. Ένα κτίριο που άντεξε μέχρι και τον βομβαρδισμό του Αϊντχόφεν στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, να έχει τώρα προβλήματα στατικότητας.

Είδα και μία μπαργούμαν που δούλευε στο
Little One, προχθές, σε ένα άλλο μπαράκι εκεί κοντά. Όταν βρεθήκαμε, δεν είπαμε τίποτα από τα τυπικά. Μου είπε μόνο, με εμφανή τη λύπη της, τη φράση: «Και τι θα κάνουμε τώρα; Είναι κρίμα». Και μετά από λίγο, αγκαλιαστήκαμε.

Ίσως να ακούγονται υπερβολικά όλα τα παραπάνω, αλλά αν δεν τα έχει ζήσει κάποιος δεν μπορεί να καταλάβει. Ίσως και επειδή έτσι ήμασταν οι πιστοί θαμώνες του μαγαζιού αυτού. Αιώνιοι θηρευτές του οποιουδήποτε αμελητέου στοιχείου που μπορεί να θεωρηθεί, ρομαντικό.

Και θα μου λείψει αυτό. Όπως και το αποχαιρετιστήριο τραγούδι, που έπαιζε κάθε βραδιά όταν έκλεινε. Ένα τραγούδι που του ταίριαζε απόλυτα. Ελπίζω να το ξαναζήσω αυτό. Να κάθομαι, μεθυσμένος στο σκαμπό, στο μπαρ του
Little One και να ακούω τις πρώτες νότες του One more for my Baby (and one more for the road) του Φρανκ Σινάτρα, ενώ ο μπάρμαν μου βάζει ένα τελευταίο ποτό για το δρόμο, σε πλαστικό ποτήρι. Έτσι θα το θυμάμαι.




Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2018

Η ιστορία ενός αγοριού



Ένα αγοράκι, γεννιέται κάπου. Του φοράνε γαλάζια φορμάκια, όσο είναι μωρό. Ενώ μεγαλώνει και αρχίζει να αντιλαμβάνεται και να μιλάει αρχίζουν και του παίρνουν παιχνίδια. Κυρίως στρατιωτάκια αλλά και αυτοκινητάκια, τα οποία δεν του αρέσουν, αλλά συνεχίζουν να του τα δίνουν ως δώρο. Έτσι είναι το σωστό αγοράκι.

Ξεκινάει να πηγαίνει σχολείο. Δεν έχει πρόβλημα να παίζει είτε με άλλα αγοράκια, είτε με κοριτσάκια. Το μαθαίνουν όμως ότι δεν πρέπει να παίζει με κοριτσάκια διότι έτσι υπάρχει η πιθανότητα να γίνει «κουνιστός». Αντίθετα πρέπει να παίζει με αγοράκια, να αναπτύξει μέσα του, το στοιχείο του ανταγωνισμού και να μάθει να επιβάλλεται ακόμα και διά της βίας αν χρειαστεί. Πρέπει να είναι ο αρχηγός, ή τουλάχιστον ένας από τους αρχηγούς. Έτσι είναι το σωστό αγόρι.

Δεν του αρέσουν όμως αυτά και δεν είναι στη φύση του, ώστε να μπορέσει να τα εφαρμόσει αποτελεσματικά. Σύντομα τα άλλα αγοράκια αρχίζουν να τον αποκαλούν φλώρο, να τον αγνοούν και να τον σνομπάρουν. Αναγκάζεται να υιοθετήσει μία, φαινομενικά, πιο μαγκιόρικια συμπεριφορά, ώστε να μην είναι μόνος. Έτσι είναι το σωστό αγόρι. Μέχρι που αυτή θα αρχίσει να γίνεται πραγματική τουλάχιστον έχοντας έναν καθαρά αμυντικό προσανατολισμό.

Γίνεται έφηβος. Τα χαρακτηριστικά που είχε τα προηγούμενα χρόνια, υπάρχουν ακόμα. Αρχίζουν τα πρώτα χτυποκάρδια. Η συνεσταλμένη όμως συμπεριφορά του δεν αποτελεί σύμμαχο για την επίτευξη των επιθυμιών του. Πλησιάζει κάποια κορίτσια, έχοντας μία ευγενική και ρομαντική προσέγγιση, μια και δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, αυτά είναι τα συναισθήματα του. Τελικά περνάει αδιάφορος, μια και δεν έχει τρόπο να επιβάλλει την παρουσία του, ούτε του αρέσει να κυνηγά. Και καταλήγει να νιώθει αόρατος, ανύπαρκτος με εξαίρεση τις στιγμές που γίνεται αντικείμενο χλευασμού επειδή τόλμησε να εκφραστεί. Σκέφτεται πως μπορεί να το αλλάξει αυτό, να γίνει σαν τα άλλα δημοφιλή αγόρια της ηλικίας του. Τους παρατηρεί και αντιλαμβάνεται ότι αυτό που τους κάνει επιθυμητούς, είτε σαν παρέα είτε σαν συντρόφους, είναι η δυνατότητα να επιβάλλονται στους άλλους, να τους μειώνουν, άμεσα ή έμμεσα, συνειδητά ή ασυνείδητα. Έτσι είναι ο σωστός έφηβος. Αρνείται να το κάνει και τελικά τα εφηβικά του χρόνια, περνάνε αέρας.

Γίνεται φοιτητής. Παραμένει μη δημοφιλής, παρ’ ότι σε όλες τις συζητήσεις και τις αμπελοφιλοσοφίες που γίνονται, συνοδεία νερωμένου κρασιού, όλοι οι συνομιλητές του, του δίνουν δίκιο στα επιχειρημάτα του. Παρατηρεί τους συμφοιτητές του που είναι μέλη ισχυρών κομματικών παρατάξεων, να απολαμβάνουν πολύ μεγαλύτερης προσοχής από το πανεπιστημιακό περιβάλλον με ότι αυτό συνεπάγεται για τις διαπροσωπικές τους σχέσεις. Αντιλαμβάνεται ότι, η θέση τους είναι αυτή που τους δίνει εξουσία και αυτή με τη σειρά της, τους δίνει την προβολή που χρειάζονται για τη δημοτικότητα τους. Έτσι είναι ο σωστός άντρας. Τελειώνει το πανεπιστήμιο.

Βγαίνει στην αγορά εργασίας. Καταλαβαίνει ότι όντας υπάλληλος έχει πολύ λιγότερο κύρος από αυτούς που έχουν δικιά τους επιχείρηση. Η κοινωνία απαιτεί από αυτόν, εφόσον είναι άντρας, να έχει αρκετά λεφτά και να τα επιδεικνύει, με τα αντίστοιχα ρούχα και αμάξια καθώς και διαφεντεύοντας άλλους ανθρώπους, μια και πρέπει να είναι αφεντικό. Πρέπει να πηγαίνει γυμναστήριο, αν χρειαστεί να παίρνει στεροειδή και να μοστράρει τα μούσκουλα του στην παραλία. Έτσι είναι ο σωστός άντρας.

Αυτός όμως αφενός δεν έχει τίποτα από τα παραπάνω, αφετέρου δεν γουστάρει να έχει τίποτα από τα παραπάνω. Αυτός, αυτό που θέλει, είναι να έχει έναν άνθρωπο ισότιμο απέναντι του, για τον οποίο όμως θα είναι έτοιμος να θυσιαστεί για να τον προστατέψει, σε περίπτωση που χρειαστεί, από τους υπόλοιπους. Και να είναι αμφίδρομο αυτό το συναίσθημα, αν χρειαστεί. Δεν είναι κυνηγός, το έχει αντιληφθεί, τι και αν προσπάθησε επιφανειακά να το εφαρμόσει μια και με αυτό απαιτούσε ο κόσμος από αυτόν. Είναι προστάτης, διακριτικός, έτοιμος να το εκδηλώσει, όποτε και αν, χρειαστεί.

Αυτά τα στοιχεία του όμως δεν τον προσφέρουν τίποτα άλλο από μία θέση στο περιθώριο. Οι γυναίκες τον αφήνουν, για άλλους που ασκούν ακόμα και σωματική βία πάνω τους, επειδή μάλλον τους φάνηκε πιο αρρενωπή η συμπεριφορά τους. Έτσι είναι ο σωστός άντρας, έτσι τις έχουν μάθει, ο διάλογος και ο σεβασμός είναι για τους αδύναμους. Τα αφεντικά δεν τον σέβονται παρ’ ότι δίνει τον καλύτερο του εαυτό στην εργασία του. Οι φίλοι τον χαιρετάνε και ένα αίσθημα λύπησης σχηματίζεται στο βλέμμα τους.

Στο κρεβάτι, ενώ έχει μείνει πολλές φορές ανικανοποίητος από την πράξη, δεν το έχει εκφράσει ποτέ προκειμένου να μην προσβάλλει την παρτενέρ του. Αντίθετα ο ίδιος έχει δεχτεί πολλές φορές αρνητική κριτική και για τις επιδόσεις του και για το μέγεθος του. Διότι θα έπρεπε να επιβάλλεται στο κρεβάτι, θα έπρεπε το μόριο του να είναι αντίστοιχο των προβαλλόμενων προτύπων. Έτσι είναι ο σωστός ο άντρας.

Τα χρόνια περνάνε και τελικά κάνει οικογένεια. Κάνει δύο δουλειές για να συντηρήσει τα μέλη της. Παθαίνει αυτοκινητιστικό ατύχημα. Φτηνά τη γλίτωσε, αλλά δεν θα μπορεί να εργαστεί για κάποιο καιρό. Απολύεται και από τις δύο, τις δουλειές του. Η συζυγος του, τον αφήνει και του απαγορεύει να δει τα παιδιά του μια και δεν μπορεί λόγω της παρούσας οικονομικής του κατάστασης να τους προσφέρει αυτά που ένας άντρας πρέπει να τους προσφέρει. Είναι ένας αποτυχημένος, ενώ θα έπρεπε να ήταν επιτυχημένος, ακόμα και αν αυτό θα απαιτούσε την έκπτωση των ηθικών του αξιών. Έπρεπε να μπορεί να προσφέρει τα περισσότερα στην οικογένεια, ανεξαρτήτος τιμήματος. Έτσι είναι ο σωστός ο άντρας.

Τώρα που έχει γεράσει και ενώ κάθεται μόνος του σε ένα παγκάκι, αντιλαμβάνεται ότι ποτέ δεν υπήρξε σωστός άνδρας, όπως η ανατομία του σώματος προκάλεσε τους άλλους να απαιτούν από αυτόν. Ποτέ δεν εκπλήρωσε τις απαιτήσεις που είχε η κοινωνία, άντρες και γυναίκες, από το φύλο του. Κάπως έτσι η ζωή του πέρασε χωρίς ιδιαίτερες χαρές. Ήταν το τίμημα που έπρεπε να πληρώσει, για να είναι σωστός άνθρωπος. Με τα δικά του κριτήρια.




Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2018

Ο πατριωτισμός(;;;) των Ελλήνων



Ένα απόφθεγμα του Όσκαρ Ουάιλντ αναφέρει το εξής: «Ο πατριωτισμός είναι η αρετή των φαύλων». Η αλήθεια είναι ότι διαφωνώ με αυτή την άποψη η οποία υιοθετείται από πολλούς. Θεωρώ ότι συμψηφίζει τον υπερεθνικισμό με τον πατριωτισμό. Και αυτό ετυμολογικά είναι λανθασμένο. Υπερεθνικισμός σημαίνει να θεωρεί κάποιος την καταγωγή του ανώτερη από άλλες, άρα να βλέπει ταυτόχρονα μειοτικά τους υπόλοιπους λαούς, ενώ πατριωτισμός είναι να αγαπάει κάποιος την συνολική καταγωγή του.

Εν μέρει βέβαια δικαιολογείται αυτός ο συμψηφισμός μια και δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις στην ανθρώπινη ιστορία όπου, στην πράξη υπερεθνικιστές, κομπάζανε για τον πατριωτισμό τους. Εγώ παρ’ όλα αυτά πιστεύω ότι οι λέξεις είναι εργαλεία και δεν ευθύνονται οι ίδιες για την χρήση που τους αποδίδεται.

 Ίσως έχει να κάνει και με τι αντιλαμβάνεται ο καθένας ως πατρίδα. Εγώ προσωπικά, βάσει της κοσμοθεωρίας μου αντιλαμβάνομαι ως πατρίδα μου τη Θεσσαλονίκη μια και εκεί διαμορφώθηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος της η προσωπικότητα μου, με ότι καλό ή κακό μπορεί να σημαίνει αυτό. Κάπως έτσι δεν νιώθω ιδιαίτερα Έλληνας πατριώτης χωρίς όμως και να έχω καμιά ιδιαίτερη αντιπάθεια προς την Ελλάδα και τους Έλληνες αντίθετα έχω μία ιδιαίτερη έγνοια για τις περιοχές που κατοικούν ομόγλωσσοι μου, με τους οποίους μοιραζόμαστε κοινή πολιτισμική ταυτότητα, αυτή του Ρωμιού. Παρ’ όλα αυτά όμως βλέπω πολλούς Έλληνες να κραυγάζουν για τον πατριωτισμό τους και να αποκαλούν πολύ εύκολα όποιους δεν συμφωνούν μαζί τους, προδότες. Είναι όμως οι Έλληνες, όσοι δηλώνουν, τόσο πατριώτες όσο φωνάζουν ότι είναι;

Καθώς μεγάλωνα, λοιπόν παρατηρούσα όλο και περισσότερες περιπτώσεις που ο πατριωτισμός στα λόγια δεν μετουσιωνόταν σε αντίστοιχες πράξεις. Το αντίθετο διαψευδόταν. Βλέπε τα λαδώματα από εδώ και απο εκεί, τα σκάνδαλα των πολιτικών, η φοροδιαφυγή, η εκμετάλλευση των υπαλλήλων, η ξενομανία στην κατανάλωση, ο χαρακτηρισμός Ελλήνων πολιτών ως Βούλγαρους ή Τούρκους/Τουρκόσπορους και κάπως έτσι φυτεύτηκαν για τα καλά μέσα μου οι σπόροι της καχυποψίας όποτε άκουγα κάποιον να κόπτεται για τον πατριωτισμό του.

Οι οποίοι όλο και αναπτύσσονταν μέσα μου. Και ξεπετάχτηκαν όταν ήρθε η ώρα και εγώ να αποδείξω, μαζί με άλλους αρρένες συμπολίτες της γενιάς μου, τον όποιο πατριωτισμό μου όπως είθισται στο Ελληνικό κράτος μέχρι και σήμερα, υπηρετώντας τον Ελληνικό στρατό. Το κατά πόσο είναι σωστή η συγκεκριμένη διαδικασία ή όχι, είναι ένα άλλο τεράστιο θέμα το οποίο θα ήταν καλό να αναλυθεί σε άλλο κείμενο. Είναι γεγονός όμως ότι είναι κοινώς αποδεκτό από τους Έλληνες που δηλώνουν «πατριώτες», ότι η στρατιωτική τους θητεία είναι μία απόδειξη της συγκεκριμένης ιδιότητας τους.

Βρισκόμουν, λοιπόν, το 2013 στο Κέντρο Εκπαίδευσης Πυροβολικού στη Θήβα. Ήταν και η Χρυσή Αυγή της μόδας τότε, προτού τη δολοφονία του Φύσσα, και πραγματικά πάρα πολλοί συνφάνταροι μου το παίζανε κομάντο και έτοιμοι να θυσιαστούν για την πατρίδα. Επειδή όμως, όπως ανέφερα και προηγουμένως, οι πράξεις δεν ακολουθούν πάντα τις λέξεις, ειδικά αυτές που προφέρονται με ένταση και πάθος, λίγες μόλις μέρες μετά ήρθε η διάψευση.

Ήταν η μέρα που ανακοινώθηκαν οι μονάδες που θα μετατιθόμασταν για να υπηρετήσουμε το μεγαλύτερο μέρος της θητείας μας. Παίζει να ήμασταν μαζεμένοι καμιά 350αριά φαντάροι όπου περιμέναμε και αγωνιούσαμε να μάθουμε σε ποιο μέρος της Ελλάδας θα βρεθούμε. Αγωνιούσαμε; Η συντριπτική πλειοψηφία μάλλον όχι. Τα αποτελέσματα ήταν, γύρω στα 10 άτομα στον Έβρο, 2-3 στη Φλώρινα και άλλοι 5-6 στη Λέσβο. Βάλε και καμιά 30αριά που θα πήγαιναν ειδικές δυνάμεις και Κύπρο. Οι υπόλοιποι Αθήνα και Θεσσαλονίκη.

Δεν ένιωσα ιδιαίτερα μαλάκας που με έστειλαν στον Λαγό Διδυμοτείχου, στον Βόρειο Έβρο. Ήξερα ότι δεν θα μου έλειπαν ούτε τα γιουβαρλάκια της μαμάς ούτε οι αγκαλίτσες της γκόμενας, όπως φάνηκε ότι θα γινόταν στη συντριπτική πλειοψηφία των υπόλοιπων φανατικών πατριωτών φαντάρων. Θα ανακάλυπτα και ένα καινούριο μέρος. Και δεν πήγαινα και σε καμιά εμπόλεμη ζώνη. Ίσως μου την έσπαγε λίγο που ήταν πολύ πιο αυστηρά και προβλεπέ από αλλού και που υπήρχαν περίοδοι που με πήγαινε 20 μέσα 1 έξω, ή όταν έκανα 87 μέρες να πάρω άδεια ή όταν έπεφταν απανωτές επιθεωρήσεις από Μέραρχους και Αντιστράτηγους, λόγω της κρισιμότητας της περιοχής. Παρεπιπτόντως είναι μέχρι τώρα ρεκόρ, σε όποιες συζητήσεις έχω κάνει με στρατιώτες της γενιάς μου κανείς δεν έμεινε τόσες μέρες χωρίς άδεια. Και τα δύο φαινόμενα ήταν αποτέλεσμα της έλλειψης προσωπικού όχι μόνο σε φαντάρους αλλά και σε επαγγελματίες οπλίτες. Και όλα αυτά στην πιο κρίσιμη, για ευνόητους λόγους, στρατιωτική περιοχή της χώρας. Πατριωτισμός εναντίον βίσματος, σημειώσατε 2.

Αυτή ήταν η πλέον σημαντική εμπειρία για μένα για να καταλάβω ότι οι Έλληνες στην πλειοψηφία δεν είναι πατριώτες. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Το κακό είναι ότι δηλώνουν έτσι. Και στα επόμενα χρόνια όχι μόνο δεν διαψεύστηκα το αντίθετο επιβεβαιωνόμουν. Ειδικά σε περιόδους οπού κρίσιμα εθνικά θέματα προκύπτουν όπως πρόσφατα με το όνομα της Μακεδονίας όπου η αρχική μου σελίδα, βομβαρδιζόταν καθημερινά από τις λέξεις «πατρίδα», «Ελλάδα», «προδοσία» κ.τ.λ. Ένα πατριωτόμετρο άνευ προηγουμένου.

Και όπως γίνεται συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις οι κραυγές και ιαχές του πατριωτισμού σπάνια συνοδεύονται από ιστορικές γνώσεις. Πραγματικά πως γίνεται κάποιος να δηλώνει πατριώτης χωρίς να έχει νιώσει την ανάγκη να μελετήσει σε βάθος την ιστορία του τόπου καταγωγής του; Θα αναρωτηθεί κανείς, θα παραμείνει πατριώτης αν το κάνει; Για πατριώτης δεν ξέρω αλλά υπερεθνικιστής σίγουρα δεν θα γίνει εκτός αν πάσχει από εκ γενετής εγκεφαλική βλάβη.

Άραγε όλοι αυτοί που ανέβαζαν φωτογραφίες με τον Αλέξανδρο ματωμένο(άσχετα αν τελικά ήταν ο Δαυίδ στο άγαλμα) γνωρίζουν ότι ο Αλέξανδρος από τη στιγμή που έφυγε από τη Μακεδονία δεν ξαναπάτησε ποτέ; Ότι θεωρούσε τον εαυτό του άπειρα σπουδαιότερο από την πατρίδα του, όπως τον είχε προετοιμάσει και ο πατέρας του Φίλιππος με τη γνωστή φράση «γιε μου βρες ένα βασίλειο που να σου αρμόζει διότι η Μακεδονία είναι πολύ μικρή για σένα»; Εν μέρει δικαιολογημένα διότι οι στρατιωτικές του νίκες ήταν όλες ιδιοφυείς από στρατηγική οπτική. Γνωρίζουν ότι παραγκώνισε τους Μακεδόνες στρατηγούς του για αυτό και αυτοί πιθανότατα τον φάγανε; Έτσι υποστήριζε η μητέρα του Ολυμπιάδα δηλαδή. Την οποία οι Μακεδόνες αντίπαλοι της(Κάσσανδρος), τη λιθοβολήσαν και άφησαν το πτώμα της άταφο να σαπίσει. Γνωρίζουν ότι αργότερα ο μοναδικός γιος του Αλέξανδρου και της γυναίκας του Ρωξάνης δολοφονήθηκαν από τους ίδιους που σκότωσαν την Ολυμπιάδα;

Γνωρίζουν τον Αντίγονο Γονατά και το γεγονός ότι αναστήλωσε το Μακεδονικό κράτος και η χώρα του δεν κελτοποιήθηκε, νικώντας οριστικά (είχαν πετύχει πρώτα μεγάλη νίκη, οι Αιτωλοί) τους Γαλάτες επιδρομείς; Μάλλον όχι μια και φαίνεται ότι φτιάχνονται μόνο με κατακτήσεις αχανών εκτάσεων και επιβολή σε ξένους πληθυσμούς. Γνωρίζουν για τον αγώνα του Περσέα εναντίον των Ρωμαίων, ότι η Μακεδονία ήταν το μοναδικό κράτος που αντιστάθηκε ουσιαστικά σε αυτούς, ενώ η πλειοψηφία των Νότιων Ελλήνων συμμάχησαν με τον κατακτητή, κοινώς στήσαν κώλο; Γνωρίζουν ότι η Θεσσαλονίκη, σημαντικότερη πόλη της Μακεδονίας, στην επανάσταση του Ανδρίσκου, αντί να συμμετάσχει βοήθησε την Ρωμαϊκή αρχή για αυτό και οι Ρωμαίοι της πρόσφεραν τα εφόδια για να αναπτυχθεί και να γίνει μία από τις σημαντικότερες πόλεις της αυτοκρατορίας;

Γνωρίζουν ότι σε όλους τους χάρτες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας(που δεν ξέρουν ότι αυτοαποκαλούταν Αυτοκρατορία της Ρωμανίας) τον 8ο και τον 9ο αιώνα δεν περιλαμβάνεται το μεγαλύτερο μέρος της σημερινής Δυτικής και Κεντρικής Μακεδονίας, διότι ήταν ανεξάρτητες Σκλαβηνίες, σλαβικά φέουδα με άλλα λόγια;

Γνωρίζουν ότι ο αδερφός του Βούλγαρου Τσάρου Σαμουήλ, Δαυίδ, είχε κέντρο των κτήσεων του την Καστοριά και την Πρέσπα και ότι η επικράτεια του έφτανε μέχρι κοντά στη Θεσσαλονίκη και τη Θεσσαλία; Γνωρίζουν ότι είχαν την υποστήριξη των ντόπιων κάτι που αποδεικνύεται από το ότι ο Βασίλειος Β’ για να νικήσει τον Σαμουήλ χρειάστηκε να πολιορκήσει την Βέροια την Καστοριά και τα Βοδενά, σημερινή Έδεσσα;

Γνωρίζουν ομως ότι πολλοί ντόπιοι πρόσφατοι, πρόγονοι τους μιλούσαν Βουλγάρικα ή Σλάβικα. Και ούτε αναρωτιούνται πως γίνεται ενώ είναι Έλληνες καθαρόαιμοι, όπως λένε, να μιλούσαν άλλη γλώσσα. Δεν κάνω προπαγάνδα υπέρ των γειτόνων απλά θέτω ιστορικά στοιχεία τα οποία θέτουν εύλογα τις κραυγές περί Μακεδονίας μίας και απόλυτα Ελληνικής σε αμφισβήτιση. Αμφισβήτιση όχι της εν μέρει, ίσως και πλειοψηφικά, Ελληνικής ταυτότητας της αλλά της απόλυτα Ελληνικής. Ίσως αυτή η γνώση να τους έκανε λιγότερο φανατικούς.

Για να μην αναφέρω τους νότιους Έλληνες οι οποίοι ξαφνικά θυμήθηκαν την Ελληνικότητα της Μακεδονίας τη στιγμή που στα γήπεδα τους η ιαχή «Βούλγαροι» όποτε παίζουν με ομάδα της Ελληνικής Μακεδονίας καλύπτει οποιαδήποτε άλλα συνθήματα. Βλέπετε αυτοί οι Έλληνες πατριώτες το παίζουν καθαρόαιμοι Έλληνες αγνοώντας το γεγονός ότι ονομασίες όπως Σπάτα και Λιόσια έχουν πάρει το όνομα τους από τους Αλβανούς οπλαρχηγούς, ονόματι Σπάτας και Λιόσιος, μέρος των αλβανικών κυμάτων που μετοίκησαν την Στερεά Ελλάδα τον 14ο αιώνα, όπως αναφέρει και ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ιωάννης Καντακουζηνός.

Ο πατριωτισμός και η αγάπη για την πατρίδα είναι εύκολος στα λόγια. Και όταν μένει μόνο στα λόγια και όχι στις πράξεις που αναλύονται παραπάνω, αποδεικνύει ότι είναι χαρακτηριστικό ανθρώπων χαμηλής αυτοεκτίμησης και ποιότητας γενικά. Και μπορεί να διαφωνώ όπως είπα με την ρήση του Όσκαρ Ουάιλντ στην αρχή του κειμένου αλλά με την προσθήκη ενός επιθέτου, θα συμφωνούσα απόλυτα. Ο υποκριτικός πατριωτισμός είναι η αρετή των φαύλων. Και είναι «αρετή» πολλών Ελλήνων που δηλώνουν, κραυγάζοντας, «πατριώτες».

Υ.Γ. Το κείμενο αυτό γράφτηκε προτού τις πυρκαγιές που έλαβαν χώρα στην Αττική τον Ιούλιο. Εκεί η πλειοψηφία των Ελλήνων, έδειξαν ότι στις στιγμές καταστροφής, νοιάζονται για την χώρα και τον συμπολίτη τους. Και είναι γεγονός ότι δεν ήταν η πρώτη φορά. Παρ’ όλα αυτά δεν αναιρώ ότι έγραψα στο παραπάνω κείμενο, διότι στην καθημερινότητα μας, στην οποία αναφέρομαι, σπάνια πράττουμε συνολικά, αντίστοιχα.



Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2018

Γριά πουτάνα που ξυρίζει τα πόδια της...


Έχω χαθεί εδώ και ώρα σε αυτή την σκοτεινή και βρώμικη γειτονιά. Και αγνοώ το πως βρέθηκα εδώ, τι με οδήγησε σε αυτούς τους κακόφημους δρόμους. Δεν ξέρω ούτε πόση ώρα είμαι εδώ, ούτε καν τι ώρα είναι. Χαμένος κάπου στον χωροχρόνο, ανίκανος προς το παρόν να γυρίσω στην αφετηρία αυτής της βόλτας μου. Την οποία δεν μπορώ να ανακαλέσω στη μνήμη μου.

Καθώς περιπλανιέμαι ανάμεσα σε αναποδογυρισμένους κάδους σκουπιδιών, τοίχους «διακοσμημένους» με συνθήματα ομάδων και ερωτικές αφιερώσεις, βλέπω ένα φως σε ένα παράθυρο σε ένα ισόγειο. Πλησιάζω στο παράθυρο, κοιτάω όσο γίνεται πιο διακριτικά. Μέσα είναι μία ηλικιωμένη κυρία, η οποία φοράει μόνο τη μαύρη νυχτικιά της και καλωπίζεται.

Εκείνη τη στιγμή, σαν να αισθάνεται το κοίταγμα μου και γυρνάει το βλέμμα της προς το μέρος μου. Είναι πολύ αργά για να υποκριθώ ότι δεν κοιτούσα. Την βλέπω που πλησιάζει προς την πόρτα του μικρού ισόγειου διαμερίσματος. Εγώ έχω παραλύσει αρκετά από την ντροπή μου, στη σκέψη ότι μπορεί να πιστεύει ότι κοιτούσα αδιάκριτα, έτσι ώστε να μην μπορώ να απομακρυνθώ. Η πόρτα ανοίγει.

Με καλησπερίζει και με προσκαλλεί με ένα πονηρό χαμόγελο να περάσω μέσα. Αντιλαμβάνομαι ότι υπάρχει ισχυρή πιθανότητα να είναι εκδιδομένη. Το τελευταίο πράγμα όμως που ήθελα εκείνη την ώρα θα ήταν να ερωτοτροπίσω, γενικά, αλλά και ειδικά με μία γυναίκα πολύ μεγαλύτερη από μένα. Ενώ όμως συνεχίζει να μου χαμογελάει πονηρά, σκέφτομαι ότι θα ζει χρόνια σε αυτή τη γειτονιά και ίσως θα ξέρει να μου δείξει ένα τρόπο για να βρω τον δρόμο μου.

Με κερνάει ένα καφέ και ένα γλύκισμα. Και αρχίζει να μου εξιστορεί τη ζωή της, χωρίς να της το ζητήσω. Μου φαίνεται πως δεν έχει στο μυαλό της οποιαδήποτε συναλλαγή, φαίνεται απλά σαν να θέλει να μιλήσει κάπου, ίσως γιατί έχει πάρα πολύ καιρό να το κάνει. Ίσως επειδή είναι και ένα συνηθισμένο χαρακτηριστικό των ανθρώπων που έχουν βιώσει μεγάλο αριθμό εμπειριών στη ζωή τους, ειδικά όταν αυτή πλησιάζει αργά αλλά σταθερά στο τέλος της.

Μαθαίνω ότι έχει ζήσει όλη της τη ζωή στη γειτονιά. Ο πατέρας της ήταν ένας ντόπιος προαγωγός που την εξέδιδε. Δείχνει να μην θυμάται ή τουλάχιστον να μην έχει να θυμάται πολλά πράγματα από αυτόν ούτε και να κρατάει κάποια ιδιαίτερη κακία εναντίον του. Φαντάζομαι αυτό είναι ένα συνηθισμένο φαινόμενο σε γειτονιές σαν αυτή. Αφηγείται με μία αδιαφορία τις λίγες αναμνήσεις που έχει από αυτόν.

Προτού ενηλικιωθεί, απήχθη από έναν άλλο προαγωγό, λατινικής καταγωγής ο οποίος μάλιστα έβγαλε εκτός παιχνιδιού τον πατέρα της σε όλη τη γειτονιά. Αυτός προσπάθησε να αντιδράσει λίγο καιρό μετά, αλλά δεν κατάφερε τίποτα. Ακόμα και η ίδια γοητευμένη από τον Λατίνο αρνήθηκε να τον βοηθήσει και έτσι σύντομα ο πατέρας της εξαφανίστηκε. Τον ερωτεύτηκε τον Λατίνο διότι της συμπεριφέρθηκε όμορφα και στοργικά, παρ’ ότι όμως ποτέ δεν την αναγνώρισε ως κάτι σαν γυναίκα του. Μόνο κάποιες μεμονωμένες νύχτες έβρισκε παρηγοριά στην αγκαλιά της.

Καθώς μιλάει παρατηρώ ότι μέσα από την πληθώρα ρυτίδων που έχει στο πρόσωπο της, τα μάτια της παραμένουν ακόμα ζωντανά και λαμπερά, αν και κάπως κουρασμένα. Οι ραγάδες στα μπράτσα της δεν αρκούν για να κρύψουν τη γοητεία στις κινήσεις των χεριών της και στη γενική συμπεριφορά της. Τα μαλλιά της είναι βαμμένα μαύρα, αλλά ασυνήθιστα πυκνά για την ηλικία της. Πρέπει να ήταν πολύ όμορφη γυναίκα στα νιάτα της.

Η διήγηση της συνεχίζεται σχετικά με τον Λατίνο ο οποίος όμως πλέον έχει εγκατασταθεί οριστικά στη γειτονιά της με αποτέλεσμα πλέον να εκφράζεται, να συμπεριφέρεται και να λογίζεται από όλους, σαν ντόπιος. Τα χρόνια περνάνε και παρ’ ότι είναι από τις επίλεκτες κοπέλες του, δεν είναι η μία. Άλλη έχει αυτό το προνόμιο. Κατά καιρούς άλλοι προαγωγοί από μακρινές χώρες προσπάθησαν να την κλέψουν άλλα μάταια. Αντιστάθηκε σθεναρά, ήθελε να παραμείνει στα ασφαλή, όπως τα φανταζόταν αυτή χέρια του αφέντη της. Ο οποίος όντως σε γενικές γραμμές την προστάτευε καλά. Με εξαίρεση δύο φορές που ισάριθμοι πελάτες, ένας Κρητικός με Ισπανική καταγωγή και ένας Σικελός με Γαλλική, τη κακοποίησαν και τη λήστεψαν.

Τελικά ένας Γάλλος, κατάφερε να την απαγάγει και αυτή δεν αντιστάθηκε ιδιαίτερα μια και είχε χάσει τον αρχικό της έρωτα για τον προηγούμενο εργοδότη της. Γενικότερα φαίνεται ότι της άρεσε αυτής της γυναίκας να αφήνεται σε ότι της επιφύλασσε η μοίρα. Ένας ξάδερφος του προηγούμενου ντόπιου προαγωγού της, την έκλεψε από τον Γάλλο αλλά σύντομα την επέστρεψε στο συγγενή του. Αρχικά της φέρθηκε καλά, αλλά σύντομα επέστρεψε στην ίδια κακή συμπεριφορά.

Με όλα αυτά που είχε περάσει όμως, είχε καλλιεργήσει την προσωπικότητα της και ταυτόχρονα τη γοητεία της. Έφτασε σε σημείο να είναι το ίδιο, αν όχι περισσότερο, δημοφιλής και από την επίσημη αγαπημένη του ντόπιου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, ένας πελάτης της, να παλέψει με νύχια και με δόντια για να την απελευθερώσει από κάθε μορφής σκλαβιά. Γοητεύτηκε από αυτή του την κίνηση. Ήταν και ο ίδιος ντόπιος και τον ήξερε από μικρό παιδί. Δυστυχώς όμως ο προαγωγός επιβλήθηκε εναντίον του και αυτή επέστρεψε σε αυτόν παρ’ ότι έβλεπε ότι το τέλος του πλησίαζε. Ίσως να μην ήταν έτοιμη για αυτή την αλλαγή.

Όντως το τέλος του ήρθε σύντομα. Άλλος προαγωγός εμφανίστηκε, από την Ανατολή αυτή τη φορά, είχε κατάφέρει να κυριαρχίσει σε όλη τη γειτονιά, πότε δια της βίας και πότε δια της καλύτερης συμπεριφοράς που έδειχνε από τον προηγούμενο αφέντη. Αυτή είχε αρχίσει να μεγαλώνει αν και παρέμενε ελκυστική, η πελατεία της μειώθηκε. Βρήκε την ευκαιρία να ασχοληθεί με τα κουτσούβελα που είχε αποκτήσει από τον ντόπιο προαγωγό, τον εξ’ ανατολών, και κάποιων πελατών της. Και μαζί με αυτά της φόρτωσε και ένα παιδί που πιο πριν το είχε διώξει μία Ισπανίδα, διότι της φαινόταν πολύ διαφορετικός. Το αγάπησε και αυτό σαν δικό της και εκείνο την αποκαλούσε μάνα του.

Τα χρόνια περνούσαν. Τα παιδιά της, ζούσαν σε γενικές γραμμές αρμονικά μεταξύ τους, ενώ άλλοι προαγωγοί δεν εμφανίστηκαν εκείνα τα χρόνια, τουλάχιστον που να τη διεκδικήσουν. Μέχρι που και αυτός ο αφέντης έχασε μεγάλο μέρος της δύναμης του. Τα παιδιά της, βλέποντας το αυτό, εξεγέρθηκαν εναντίον του και κατάφεραν και τον έδιωξαν. Αλλά μετά μάλωσαν για το ποιος θα την έχει δίπλα του. Τελικά το παιδί του ντόπιου και μακροημερέστερου αφεντικού της, επικράτησε. Έδιωξε τα υπόλοιπα παιδιά, της επέτρεψε να κρατήσει μόνο αυτό που υιοθέτησε. Στη συνέχεια ο γιος της που είχε την εξουσία της έφερε και άλλα παιδιά συγγενείς του, μάλλον από κάποια ηθική υποχρέωση μια και ο ίδιος στην αρχή δεν τα φερόταν καθόλου καλά.

Ένα μεγάλο πλήγμα για την ίδια, ήταν η απαγωγή του θετού της γιου από έναν Γερμανό πελάτη που επίσης την κακομεταχειρίστηκε βάναυσα. Αυτός εκδιώχθη λίγο μετά. Και αυτή έμεινε μόνη με τα παιδιά από τον ντόπιο, δικά της και μη τα οποία δεν ενδιαφέρθηκαν να σώσουν το θετό, ίσως και να χάρηκαν που το ξεφορτώθηκαν. Μου λέει με στεναχώρια, ότι τα παιδιά της δεν της έχουν φερθεί καλά και σπάνια τη θυμούνται. Η συμπεριφορά τους ειναι που την έχουν κάνει να φαίνεται τόσο γερασμένη.

Παρ’  όλα αυτά, τώρα που τελείωσε την αφήγηση της αντιλαμβάνομαι ότι η γοητεία της παραμένει και έχει την πηγή της στις εμπειρίες που έζησε από τους τόσους και τόσο διαφορετικούς ανθρώπους που γνώρισε και αφήσαν το στίγμα τους πάνω της. Μπορεί να μην το καταλαβαίνει αλλά αυτό γίνεται φανερό ακόμα και στα πιο αμελητέα στοιχεία της συμπεριφοράς της και της αύρας της.

Τη ρωτάω, ενώ τη βλέπω δακρυσμένη, για το πως θα βρω το δρόμο μου έξω από αυτή τη γειτονιά. Δεν ξέρω αν τη ρώτησα, διότι θυμήθηκα τον αρχικό σκοπό της επίσκεψης μου, τον οποίο είχα ξεχάσει συνεπαρμένος από την αφήγηση της ή αν την ρώτησα απλά για να αλλάξω θέμα.

Μου απαντάει πως ότι είχε να μου πει το είπε. Και με ευχαριστεί που την άκουσα, κάτι σπάνιο όπως μου εξομολογείται. Την χαιρετάω καθώς οδεύω προς τα την εξώπορτα. Μου ζητάει σαν χάρη να μην την ξεχάσω και να περνάω που και που για να με κερνάει κάποιο γλύκισμα από τα χεράκια της. Και ίσως και για κάποια ιστορία που ξέχασε να μου αναφέρει. Της το εγγυώμαι.

Βγαίνω από το ισόγειο. Περιέργως τώρα δεν με αγχώνει που δεν ξέρω προς τα που θα πάω. Ίσως γιατί μου αρέσει η αίσθηση ότι κάποιες φορές θα ξαναβρίσκομαι εδώ και θα υπάρχει πάντα αυτή η γωνιά με αυτή τη γριά ιερόδουλη, να μου προσφέρει τις ιστορίες της και τα κεράσματα της.

Υ.Γ. Όλα τα παραπάνω, είναι μία σκέψη που δημιουργήθηκε στο μυαλό μου, κατά τη διάρκεια της τελευταίας, μοναχικής βόλτας μου στη Θεσσαλονίκη.






Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2018

Καλώς ήρθατε στο Αϊντχόφεν



Κατά καιρούς έχω γράψει και σίγουρα θα γράψω και στο μέλλον αρκετά κείμενα για τη Θεσσαλονίκη. Είναι απόλυτα λογικό μια και σε αυτή την πόλη μεγάλωσα και διαμόρφωσα το σημαντικότερο μέρος της προσωπικότητας μου. Παρ’όλα αυτά η ζωή τα έφερε έτσι που εδώ και δύο χρόνια μένω στο Αϊντχόφεν, τη μεγαλύτερη πόλη της επαρχίας της Βραβάντης, που βρίσκεται στην Ολλανδία.  Είτε λόγω του γεγονότος του ότι εδώ έχω χτίσει μία νέα ζωή είτε λόγω των ιδιαιτεροτήτων που έχει η ίδια η πόλη, μου δημιούργησε την ανάγκη να αποτυπώσω τα πρώτα συμπεράσματα που έχω βγάλει για αυτή.

Αρχικά θα ήταν χρήσιμη μία ιστορική ανασκόπηση. Το Αϊντχόφεν για αιώνες ολόκληρους ήταν ένα ακόμα χωριό από τα πολλά που υπήρχαν στην περιοχή της Βραβάντης, και οι κάτοικοι του ασχολούντουσαν αποκλειστικά με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Το σημείο καμπής βρισκεται στο 1892 όταν ιδρύεται ένα οικογενειακό τεχνικό εργαστήριο ονόματι Philips. Ναι, είναι η πασίγνωστη εταιρεία ηλεκτρονικών. Τα επόμενα χρόνια οι εφευρέσεις της εταιρείας, και η εξέλιξη της σε ολόκληρη βιομηχανία παρασέρνουν και το Αϊντχόφεν σε σημείο που το εργοστάσιο και η πόλη να θεωρούνται έννοιες ταυτόσημες. Το 1913 μάλιστα οι εργάτες της Philips ιδρύουν και την ομάδα της πόλης την PSV Eindhoven. Μιας ομάδας που έχει προσφέρει παίκτες στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο επιπέδου Ρομάριο, Ρονάλντο, Ρόμπεν κλπ. Και πέρα από τα Ολλανδικά πρωταθλήματα και ένα Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης και ένα Κύπελλο Ουέφα.

Το Αϊντχόφεν και η Philips συνεχίζουν και αναπτύσσονται ραγδαία μέχρι που έρχεται ο Β παγκόσμιος πόλεμος και η πόλη ισοπεδώνεται από βομβαρδισμό. Παρ’όλα αυτά σύντομα ανακάμπτει. Παραμένει όμως μία άσχημη βιομηχανική πολή. Η αλλαγή ξεκινάει από τη στιγμή που η Philips αρχίζει να παραχωρεί κομμάτια της σε μικρότερες εταιρείες, ειδικά όσον αφορά τον high tech τομέα, κάτι που θα αποτελέσει αφορμή για να ιδρυθεί και το τεχνολογικό πανεπίστημιο του Αϊντχόφεν με αποτέλεσμα η πόλη να αρχίζει να γίνεται συνώνυμο των τεχνολογικών εξελίξεων στις δεκαετίες του 80 και του 90. Επειδή όμως οι Ολλανδοί μηχανικοί δεν αρκούν αριθμητικά για να καλύψουν τις ανάγκες των βιομηχανιών, μετανάστες από κάθε γωνιά της γης έρχονται  για να εργαστούν. Αυτό προκαλεί πληθυσμιακή έκρηξη καθώς τους τεχνικά καταρτισμένους μετανάστες ακολουθούν και μετανάστες που μπορούν να προσφέρουν υπηρεσίες για την καθημερινότητα. Δεν θα είναι υπερβολή να πούμε ότι ο μισός πληθυσμός του Αϊντχόφεν είναι μετανάστες 1ης ή 2ης γενιάς.

Και φτάνουμε στο σήμερα. Το Αϊντχόφεν πλέον είναι μία πόλη 220 χιλιάδων μόνιμων κατοίκων. Διότι το πρωί, ο πληθυσμός του μπορεί να φτάνει και στο μισό εκατομμύριο από εργαζόμενους που έρχονται από τα γύρω προάστια. Μία σύγχρονη πόλη που η τεχνολογία κάνει εμφανη την παρουσία της παντού. Μία πόλη που παρότι βιομηχανική έχει μεγάλη κάλυψη από πράσινο μια και γενικοτερα η Ολλανδία έχει αναπτύξει μία έντονη οικολογική συνείδηση. Μία πόλη που με καινούριες πλέον βιομηχανίες όπως η ASML(στην οποία εργάζομαι) συνεχίζει και αναπτύσσεται και δεν υπάρχει περίπτωση να μην προσφέρει μία αξιοπρεπή δουλειά σε όποιον την αναζητήσει. Σαν σύγχρονη πόλη στερείται σημαντικών μνημείων(ενά σημαντικό μειονέκτημα για έναν ιστοριολάγνο  σαν εμένα) με εξαίρεση την εκκλησία γοτθικού ρυθμού του 1830 και το  μπαράκι Little One το οποίο σαν κτίριο που προσφέρει διασκέδαση, χρονολογείται  από το 1684. 

Κάπως έτσι εύκολα φτάνει κανείς στο συμπέρασμα ότι το Αϊντχόφεν αν και δεν είναι ιδανικός προορισμός  για τουρισμό(αν και τουριστικοί προορισμοί όπως η Ουτρέχτη, το Άμστερνταμ, το Μααστριχτ και η Αμβέρσα είναι μία ώρα μακριά με πολύ τακτική σιδηροδρομική επικοινωνία), είναι ιδανικό μέρος για να ζεις. Από πρακτικούς λόγους όπως η ελάχιστη ανεργία, η σχέση τιμών-μισθών μέχρι και τους πιο ανθρώπινους με τα πολλά πάρκα και την πληθώρα επιλογών για αγορές και για διασκέδαση και κυρίως το ανοιχτό, απαλλαγμένο από κόμπλεξ και ταμπού, μυαλό των κατοίκων του. Το πιο όμορφο στοιχείο όμως του Αϊντχόφεν είναι το μοναδικό κοινό στοιχείο που έχει με τη Θεσσαλονίκη και δεν είναι άλλο από την πολυπολιτισμικότητα. Και αν στη Θεσσαλονίκη αυτό γίνεται κυρίως λόγω του παρελθόντος της, στο Αϊντχόφεν γίνεται λόγω του «τώρα» του.

Δεν υπάρχει περίπτωση να βγεις σε κάποια από τις μπυραρίες-μπαράκια-live σκηνές και να μην γνωρίσεις, να μην πιεις παρέα με κάποιον άλλον άνθρωπο από οποιοδήποτε μέρος της γης. Το ανοιχτό μυαλό που διακατέχει όλη την πόλη εξαιτίας των προαναφερόμενων συνθηκών κάνει ακόμα και το χειρότερο αντικοινωνικό καθήκι να αφεθεί στη γοητεία της γνωριμίας με νέες κουλτούρες. Πέρα από το προφανές, να έχω γνωρίσει Ολλανδούς έχω έρθει σε επαφή με ανθρώπους και άρα με τις αντίστοιχες κουλτούρες από: Γερμανία, Βέλγιο, Γαλλία, Ελβετία, Αυστρία, Πολωνία, Τσεχία, Ουγγαρία, Σουηδία, Ρωσία, Ουκρανία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Βόρεια Μακεδονία, Αλβανία, Σερβία, Κροατία, Τσετσενία, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία. Αγγλία, Σκωτία, Ιρλανδία, ΗΠΑ, Μεξικό, Κολομβία, Τουρκία, Ιράκ, Συρία, Αίγυπτο, Ιράν, Ινδία, Νεπάλ, Κίνα, Κορέα, Ιαπωνία, Ινδονησία, Νέα Ζηλανδία, Γκάνα και σίγουρα ξεχνάω και κάτι.

Παρεπιπτόντως αν ψάχνετε για αυτά τα μεγάλα κλαμπ που οι άνθρωποι στοιβάζονται μέσα σαν σαρδέλες σε κονσέρβα αφήστε το. Αφενός όσα έχει είναι ανεπαρκή αφετέρου δεν λένε και τίποτα. Στα μικρά τα μαγαζιά γνωρίζεις την ομορφιά του Αϊντχόφεν. Τους ανθρώπους του.

Όταν είχα ξεκινήσει πριν από δύο χρόνια περίπου να έρθω εδώ, είχα κάνει μια αυθαίρετη μετάφραση της λέξης Eindhoven. Eind στην τοπική διάλεκτο σημαίνει «τέλευταίο». «Χόφεν» στα κοντινά γερμανικά(ούτε 100 χλμ) σημαίνει «ελπίζω». Κάπως έτσι και λόγω των συνθηκών της ζωής μου στην Ελλάδα θεώρησα το Αϊντχόφεν την τελευταία μου ελπίδα για να μπορέσω να διεκδικήσω μία πραγματικά ενδιαφέρουσα ζωή. Ακόμα είναι πολύ νωρίς για να πω αν δικαιώθηκα. Υπάρχουν όμως βάσιμα στοιχεία που με κάνουν να αισιοδοξώ.

Υ.Γ.1. Eindhoven στην τοπική διάλεκτο σημαίνει τελευταίο χωράφι ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων...

Υ.Γ.2. Το τραγούδι που συνοδεύει την ανάρτηση, είναι από ένα τοπικό
punk rock συγκρότημα.




Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2018

Κυνισμός για την επιβίωση, ρομαντισμός για τη ζωή


Ένα τραγούδι που άκουσα πρόσφατα έχει τον εξής στίχο: «κυνικοί γίνονται οι απογοητευμένοι ρομαντικοί». Το έχουμε ακούσει πολλές φορές, σε διαφορετικές φράσεις με το ίδιο περιεχόμενο. Είτε σαν δικαιολογία, «έχω πονέσει στη ζωή μου για αυτό αμύνομαι τώρα», είτε σαν απόφαση, «αρκετά από εδώ και πέρα θα αλλάξω τέρμα οι ρομαντισμοί», ακόμα και σε ταινίες με την απίστευα αστεία σκηνή του «Αυστηρώς Κατάλληλο» όπου ο καμμένος μετά από μία κωμικοτραγική ερωτική απογοήτευση λέει τη μνημειώδη ατάκα, «από τότε έχασα εμπιστοσύνη, γαμάω και φεύγω».

Η αλήθεια δεν βρίσκεται μακριά από τα παραπάνω. Οι περισσότεροι άνθρωποι είτε γεννιούνται είτε καταλήγουν αργά ή γρήγορα κυνικοί. Ή τουλάχιστον το παλεύουν να καταλήξουν. Είναι απότελεσμα των τραγικών συνεπειών που μπορεί να έχει στη ψυχολογία, η συντριβή του ενθουσιασμού, δικαιολογημένου ή μη. Και ο ρομαντισμός δεν είναι απαραίτητα μόνο στις ερωτικές σχέσεις οποιουδήποτε τύπου ή επιπέδου. Μπορεί να υπάρχει ανάμεσα στις οικογενειακές σχέσεις, στις φιλικές και ακόμα και στις επαγγελματικές ή αν προτιμάτε καλύτερα συλλογικές.

Αυτή η διαδικασία της κυνικοποίησης ξεκινάει στην ύστερη εφηβεία και συνεχίζει με αμείωτο, συνήθως, ρυθμό μέχρι και τα πρώτα –άντα ενός ανθρώπου. Αυτό συνήθως γίνεται διότι ένα μεγάλο μέρος της ζωής, έχουμε την αίσθηση ότι το ανακαλύπτουμε μέσα από την τέχνη που μας προσφέρεται. Και εννοείται ότι όλες οι ταινίες, τα βιβλία, τα τραγούδια σπάνια διαπραγματεύονται τελείως κυνικές ιστορίες. Πάντοτε ένας ρομαντισμός υπάρχει ή ένας ιδεαλισμός αν προτιμάτε, κάτι που να μας δείχνει ότι η ζωή είναι κάτι περισσότερο από απλή αναρρίχηση στην εντός ανθρωπότητας, τροφική αλυσίδα.

Πέρα όμως από το προφανές αντίκτυπο να καταλήγουμε να γίνουμε μία κοινωνία ανθρωποειδών κανιβάλων, οι συνέπειες είναι πολύ μεγαλύτερες σε ατομικό επίπεδο. Διότι δεν είναι τυχαίο ότι η τέχνη ποντάρει στον ενθουσιασμό και στην έκρηξη συναισθημάτων. Βλέπετε είναι αυτά που κάνουν τη ζωή μας αξιομνημόνευτη, όχι για κανέναν άλλον αλλά για εμάς τους ίδιους. Πως να το κάνουμε, οι αναμνήσεις μίας ζωής που περιέχουν ή ακόμα και γεννούν έναν οποιοδήποτε ρομαντισμό, οποιουδήποτε τύπου, είναι πιο ενδιαφέρουσες από το σεξ, φαί, σκατά και ύπνο.

Και βέβαια όλα τα παραπάνω ακούγονται προφανώς πολύ «ρομαντικά». Και είναι όντως. Πως να τα θυμάται κάποιος όλα τα παραπάνω, όταν αντιλαμβάνεται ότι τα συναισθήματα του δεν βρίσκουν την επιθυμητή ανταπόκριση. Πως να παρεξηγήσουμε έναν άνθρωπο που γίνεται μία μάζα από σάρκα και οστά, όταν μπορεί να μην έχει ζήσει το οικογενειακό δέσιμο, τη φιλική υποστήριξη, την ερωτική ανταλλαγή ενδιαφέροντος, τη συλλογική επιτυχία και τόσα άλλα; Απλά δεν τον παρεξηγούμε. Το αντίθετο ίσως να αναγνωρίζουμε σε αυτόν και κάποιες αντίστοιχες δικές μας εμπειρίες. Είναι εύκολο να το λέμε ότι πρέπει να μένουμε πάντα παιδιά και να μην αντέχουμε παρά τις κουράδες που δεχόμαστε. Να παραμένουμε αυτός ο αθώος εαυτός μας. Πραγματικά, για πόσο;

Η αλήθεια είναι ότι δεν έχουμε πολλές επιλογές. Πρέπει να επιβιώσουμε. Αναγκαστικά θα χτίσουμε έναν πιο στιβαρό, έναν πιο ξενέρωτο και πιο οχυρό εαυτό, προκειμένου να προστατευτούμε απέναντι στις κακοτοπιές που δύσκολα θα αποφύγουμε. Και ίσως τελικά είναι και καλύτερα να γίνεται έτσι, διότι τι θα ήταν ο ρομαντισμός αν δεν υπήρχε τόσος περιρρέων κυνισμός; Οι δύο αυτές καταστάσεις είναι ένα από τα ζευγάρια αλληλοεπιδρώντων μεγεθών. Όπως είναι το φως και το σκοτάδι ή η αγάπη και το μίσος. Η ύπαρξη του ενός καθορίζει την ανυπαρξία του άλλου.

Και ίσως τελικά εκεί κρύβεται το όλο νόημα. Αφού είναι σχεδόν ουτοπικό να αποφύγουμε να χτίσουμε μηχανισμούς κυνισμού και ίσως τελικά να είναι και καλοδεχούμενο, τότε καλό είναι να είμαστε αρκετά ώριμοι ώστε να ξέρουμε πότε μπορούμε να αφεθούμε και να γίνουμε ανώριμοι. Να γίνουμε ρομαντικοί. Αυτή είναι η εμπειρία της ζωής. Να ξέρουμε πότε μπορούμε να περιθωριοποιήσουμε μέσα στο μυαλό μας το ότι ζήσαμε και να ξαναεπιστρέψουμε στο σημείο που ήμασταν προτού υπάρξει η εμπειρία αυτή.

Αυτή πιστεύω είναι η χρυσή τομή. Να χρησιμοποιούμε τον κυνισμό που δεν μπορούμε να απορρίψουμε, για να επιβιώνουμε στις δύσκολες καταστάσεις και μέσω αυτής της εμπειρίας να αναγνωρίζουμε πότε μπορούμε να γίνουμε ρομαντικοί. Και να απολαύσουμε τις ομορφιές της ζωής.




Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2018

Περιπλανόμενος με το Ζορμπά



Σε περίπτωση που το θυμάται ο οποιοσδήποτε, πριν κάποιους μήνες είχε δημοσιευτεί ένα κείμενο με το όνοματεπώνυμο μου, και την σημείωση ότι θα ήταν το τελευταίο μου κείμενο για την Βαλαωρίτου. Ναι, τι; Και ο Σαμαράς είχε πει ότι δεν θα επιστρέψει ποτέ στη Νέα Δημοκρατία, και όχι μόνο επέστρεψε αλλά ο Ελληνικός Λαός τον έκανε και πρωθυπουργό...

Λίγο κάποια πράγματα που είχαν συμβεί, λίγο κάποια πράγματα που συνέβαιναν, και κυρίως αυτο που θα συνέβαινε, μια επικείμενη μετανάστευση που έπρεπε να προετοιμάσω, ήταν οι λόγοι που με οδήγησαν στην τότε μου απόφαση.

Ακολούθησε μια περίοδος που ήρθα κοντά μόνο με υπέροχους ανθρώπους. Ήταν το απαραίτητο συστατικό που χρειαζόμουν για να νιώσω έτοιμος για το επερχόμενο ταξίδι. Και έτσι έφτασα στο τέλος της μεταβατικής αυτής περιόδου. Ένα πλάσμα που είχε μπει στη ζωή μου μόλις λίγο καιρό πριν, επιβεβαιώνοντας για ακόμα μια φορά ότι η ποιότητα του χρόνου είναι πολύ πιο σημαντική από την ποσότητα, μου έδωσε δύο αποχαιρετιστήρια δώρα. Το πρώτο δεν περιγράφεται μια και θα το κόψει η λογοκρισία. Το δεύτερο και πιο σημαντικό, ακόμα και αν δεν το είχα διαπιστώσει τότε, ήταν ένα βιβλίο. Ο Βίος και η Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά.

Λίγες μέρες είχα στην ξένη χώρα, όταν ξεκίνησα να το διαβάζω. Και αν τα συμβατικά τρεχάματα που περιέχει μια μετανάστευση δεν μου επέτρεπαν να το διαβάσω με τη μία, φρόντιζα έστω με έναν αργό ρυθμό να το απορροφάω μέσα μου. Ουσιαστικά για μια σημαντική περίοδο ζούσα δύο παράλληλες ζωές. Μία αφιερωμένη στην τοπική γραφειοκρατεία, την αναζήτηση εργασίας και στέγης και μία παρέα με έναν τρελό Μακεδόνα και έναν πνευματικά ταλαιπωρημένο Κρητικό.

Δεν θα αναλύσω το βιβλίο ή τους χαρακτήρες,  τα κρυφά και κυρίως τα φανερά μηνύματα του που ήθελε να περάσει ο συγγραφέας. Δεν μπορώ και δεν θέλω. Το προτιμάω που αράζω αυτή τη στιγμή σε ένα ακόμα φιλόξενο αν και ξένο ανοιχτό παράθυρο. Πίνω κρασί, ακούω Κρητικά και καπνίζω έχοντας δίπλα μου την κιθάρα μου και το βιβλίο του Καζαντζάκη.

Σκέφτομαι ότι πριν γνωρίσω τον Αλέξη Ζορμπά το μόνο κοινό μας στοιχείο ήταν η συμπάθεια που είχαμε αμφότεροι  στις γυναίκες των χωρών ανατολικά του Ίστρου. Αναλογίζομαι όλα αυτά που έχουν συμβεί από τη στιγμή που έφθασα στο πάλαι ποτε Δουκάτο της Βραβάντης. Μια ζωή ακόμα πέρα από αυτήν που είχα ζήσει στην Ελλάδα. Η ποιότητα του χρόνου που λέγαμε...Και  όπως όλες οι ζωές έτσι και αυτή δεν είχε μόνο χαρές ή μόνο λύπες.

Και έτσι αντιλαμβάνομαι ότι ο Ζορμπάς μου έδωσε την απαραίτητη ενέργεια ώστε να απολαύσω στο απόλυτο τις ομορφιές που έχω ζήσει εδώ, στο να έρθω πραγματικά κοντά με τελείως άγνωστους μέχρι πρόσφατα ανθρώπους και κυρίως στο να μην με καταβάλλουν οι άσχημες στιγμές που υπήρξαν.

Και δεν με έχει επηρεάσει μόνο όσον αφορά στην διαχείριση των αναμνήσεων του πρόσφατου παρελθόντος. Το γεγονός ότι στο μυαλό μου και στη ζωή μου αυτή τη στιγμή το μέλλον φαντάζει και είναι πιο αβέβαιο από ποτέ ακόμα και σε ορίζοντα ημερών και εμένα αυτό όχι μόνο δεν με αγχώνει αλλά με φτιάχνει, το οφείλω σε αυτόν τον ψηλό Μακεδόνα από την Πιερία.

Έτσι μετά τον Καζαντζάκη και φαντάζομαι και πολλούς άλλους αναγνώστες, ξέρω ότι όποτε η ζωή θα κάνει τα παιχνίδια που τόσο της αρέσουν, εμένα στην καρδιά μου θα υπάρχουν συναισθήματα σαν αυτά που περιγράφει  ο συγγραφέας λίγες στιγμές αφού ο Ζορμπάς του έμαθε να χορεύει:

"Όταν μας έρχουνται ανάποδα όλα, τι χαρά να δοκιμάζουμε την ψυχή μας αν έχει αντοχή και αξία! Θαρρείς κι ένας οχτρός αόρατος, παντοδύναμος - άλλοι τον λένε Θεό κι άλλοι διάολο - χιμάει να μας ρίξει, μα εμείς στέκουμε όρθιοι.
Κι έτσι κάθε φορά που εσωτερικά είμαστε νικητές, όταν εξωτερικά είμαστε νικημένοι κατά κράτος, ο αληθινός άντρας νιώθει άφραστη περηφάνια και χαρά, η εξωτερική συμφορά μετουσιώνεται σε ανώτατη, δυσκολώτατη ευδαιμονία."
Εγώ αυτό το αποκαλώ Ζωή.

Υ.Γ. 1. Θέλω να ευχαριστήσω δημόσια τον Dennis, την Ελένη, την Εύα, την Jana, τον Μιχάλη και το Νίκο που ενώ μέχρι πρόσφατα δεν τους γνώριζα καν, μου έχουν σταθεί με κάθε δυνατό τρόπο.
Υ.Γ.2. Να χορεύετε.

Πρώτη Δημοσίευση: Balaoritou Street



Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2018

Έθνος ή πολιτισμική ταυτότητα;



Ο πλανήτης Γη στη σημερινή εποχή, αντικατοπτρίζεται σε διάφορους χάρτες. Σε κάποιους από αυτούς, υπάρχουν πολλές γραμμές οι οποίες χωρίζουν μικρότερα τμήματα αυτού του χάρτη. Σαν χαρακιές πάνω στο κορμί της Γης, όπως έχει πει ο Eugene Hutz, ίσως όχι άδικα. Είναι τα σύνορα. Οι γραμμές αυτές περικλείουν περιοχές πότε μεγαλύτερες, πότε μικρότερες. Είναι τα κράτη. Συνηθίζεται, αν και δεν είναι απόλυτο, οι κάτοικοι των περιοχών αυτών να έχουν συγκεκριμένους χαρακτηρισμούς, που προσδιορίζουν το κράτος που κατάγονται, ή ζουν. Είναι τα έθνη. Τι είναι όμως το «έθνος».

Η πρώτη εμφάνιση της έννοιας «έθνος» εμφανίζεται στα γραπτά του Ηρόδοτου και στην αναφορά του στη συζήτηση Ξέρξη και Δημάρατου (εξόριστου Σπαρτιάτη Βασιλιά) ο οποίος αναφερόμενος στους Έλληνες της εποχής, επισημάνει τα εξής χαρακτηριστικά: ομόαιμον, ομόθρησκον, ομόγλωσσο και ομοηθές. Το πρώτο χαρακτηριστικό αναφέρεται στο κοινό αίμα, το δεύτερο στο κοινό θρήσκευμα, το τρίτο στην κοινή γλώσσα και το τέταρτο στα κοινά ήθη και παραδόσεις.

Παρατηρώντας κανείς την ιστορία των κρατών και των αντίστοιχων εθνών θα παρατηρήσει το εξής. Κανένα, μα κανένα όμως δεν είναι σταθερό. Συνεχείς προσθαφαιρέσεις εδαφών, κάποιες φορές απόλυτη εξάλειψη προτού την «αναγέννηση», μεταναστεύσεις των ίδιων των λαών, μεταναστεύσεις άλλων λαών στις χώρες αυτές, γενοκτονίες, εποικοισμοί, ανταλλαγές πληθυσμών και πολλές άλλες διαδικασίες, οι οποίες, με όποιες μίξεις αυτές φέρνουν μια και ο έρωτας δεν αναγνωρίζει έθνη, μας κάνουν να αντιληφθούμε ότι το «ομόαιμον» που ανέφερε ο Ηρόδοτος, έχει πάει περίπατο εδώ και πάρα πολλούς αιώνες. Μην ξεχνάμε κιόλας ότι για αιώνες ολόκληρους το προαπαιτούμενο για να ξεκινήσει μία οικογένεια, δεν ήταν η κοινή καταγωγή (μια και μέχρι τον 15ο-16ο αιώνα η έννοια «έθνος» ήταν παροπλισμένη) αλλά το κοινό θρήσκευμα. Χώρια ότι υπήρξαν αυτοκρατορίες, με τρανότερο παράδειγμα την Ρωμαϊκή, που από ένα σημείο και έπειτα όλοι οι κάτοικοι της, είτε Βρετανοί, είτε Σύριοι, είχαν Ρωμαϊκή πολιτική συνείδηση και μηδαμινή εθνική. Μεγαλύτερο παράδειγμα ήταν οι ίδιοι οι Έλληνες, οι οποίοι παρ’ ότι κατακτήθηκαν από τους Ρωμαίους, λίγους αιώνες μετά υπήρξαν οι σημαντικότεροι υπέρμαχοι και κληρονόμοι της Ρωμαϊκής Κουλτούρας. Εξ’ ου και το «Ρωμιός», «Ρωμιοσύνη» κ.τ.λ.

Είναι ξεκάθαρο λοιπόν ότι όποιος στην εποχή μας πιστεύει σε «καθαρό» αίμα, πέρα από βλάκας και ανιστόρητος, είναι και επικίνδυνος, κρίνοντας από το γεγονός ότι η Ναζιστική Γερμανία βάσισε την χειραγώγιση του πληθυσμού της σε αυτή την απάτη. Με τα γνωστά αποτελέσματα. Και αφού το «ομόαιμον» είναι πλέον ανεδαφικό, τα χαρακτηριστικά στοιχεία που απομένουν για να προσδιορίσουμε μία πληθυσμιακή ομάδα, εντός μίας κρατικής δομής, είναι τα τρία που απομένουν, το κοινό θρήσκευμα, η κοινή γλώσσα και τα κοινά ήθη.

Παρ’ όλα αυτά, και τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά δεν διεκδικούν την αποκλειστικότητα κάθε πληθυσμιακής ομάδας, καθώς έχουν τη δυνατότητα να μην γνωρίζουν σύνορα. Η γλώσσα στα παλιότερα χρόνια ανταλλασόταν συνεχώς μεταξύ γειτονικών λαών, καθώς και οι παραδόσεις, όπως και το θρήσκευμα το οποίο στους περισσότερους λαούς που γειτονεύουν, είναι κοινό. Μία ματιά στα σημερινά Βαλκάνια είναι αρκετή για να πείσει και τον πλέον δύσπιστο, για την ορθότητα των παραπάνω.

Τα παραπάνω όμως δεν συνεπάγονται ότι όλοι οι άνθρωποι στη Γη είμαστε ίδιοι, αν και όλοι (θα έπρεπε να) είμαστε ίσοι. Και σίγουρα πολλά από τα στοιχεία μας είναι κοινά με πολλούς ανθρώπους στις κοινωνίες που μεγαλώνουμε και δραστηριοποιούμαστε. Υπάρχουν οι διάφορες γλώσσες, υπάρχουν οι διάφορες θρησκείες και υπάρχουν και τα διάφορα έθιμα. Αν και στη σύγχρονη εποχή, με την πρόοδο της επιστήμης, η θρησκεία παίζει όλο και λιγότερο ρόλο στις ζωές των ανθρώπων.

Και για να εκφράσω την προσωπική μου άποψη, εμένα αυτή η διαφορετικότητα μου αρέσει, στο βαθμό που δεν αποτελεί αφορμή για ρατσισμό και πολέμους. Η ανθρωπότητα θα ήταν απίστευτα βαρέτη αν δεν υπήρχε το φλαμένκο και το ζεϊμπέκικο, τα ιταλικά και τα κινέζικα, οι τορτίγιες και το σούσι και τόσα άλλα παραδείγματα αυτού του πολύχρωμου πίνακα που αντιπροσωπεύει τη Γη. Υπάρχουν αυτές οι διαφορές και εμένα μου αρέσει να τις σέβομαι και να τις γνωρίζω, για να εμπλουτίζω την ίδια μου την προσωπικότητα και στην τελική την ίδια μου τη ζωή.

Και πως μπορούμε να προσδιορίσουμε τους ανθρώπους που αποδεικνύουν με την ίδια τους την ύπαρξη αυτήν την ποικοιλία που έχουμε την ευτυχία να βιώνουμε οι κάτοικοι της Γης;

Για μένα και η γλώσσα και τα ήθη, θρησκευτικά και μη, αποτελούν τον πολιτισμό μίας πληθυσμιακής ομάδας. Μεταξύ τους συνδέονται και όλα τροφοδοτούν τα υπόλοιπα εις το άπειρο. Άρα μου φαίνεται πιο ρεαλιστικό ορθό να αναφέρομαι σε πολιτισμική ταυτότητα. Υπάρχουν διαφορετικοί πολιτισμοί και ο καθένας έχει την ομορφιά του, ίσως και την ασχήμια του, μα σίγουρα όμως τη γοητεία του.

Δεν μπορώ να ξέρω αν η παραπάνω αντίληψη θα ενεργήσει και σε άλλους όπως σε μένα, αλλά προσωπικά μου αρέσει πολύ που με έχει κάνει να αγαπάω την πολιτιστική ταυτότητα που κληρονόμησα από το περιβάλλον  που μεγάλωσα, την ρωμαίικη και ταυτόχρονα να έχω αυτή την ανάγκη να ανακαλύπτω άλλες για να εμπλουτίζω τον εαυτό μου. Και ίσως τελικά αν όλοι αντιλαμβανόμαστε τους εαυτούς μας σαν εκπροσώπους μίας συγκεκριμένης πολιτισμικής ταυτότητας και όχι ένος έθνους, τότε ίσως θα έχουμε κάνει το πρώτο βήμα για να μην εχθρευόμαστε το διαφορετικό αλλά να θέλουμε να το γνωρίσουμε και ίσως να βρούμε και τα κοινά στοιχεία που έχουμε. Θα είναι μία καλή αρχή.



Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2018

Σκοτάδι



Σκοτάδι. Τι ιδιαίτερη λέξη. Τι είναι το σκοτάδι; Είναι η κατάσταση που δημιουργείται από την έλλειψη φωτός. Πως αλλιώς μπορεί να ερμηνευθεί; Δεν γίνεται. Δεν έχει δικιά του αυτόνομη ύπαρξη. Καθορίζεται από μία άλλη. Από την έλλειψη της. Από την απουσία της.

Κάπως έτσι η λέξη «σκοτάδι» μπορεί να έχει πολλές εφαρμογές στη ζωή. Σε οποιαδήποτε έκφανση της υπάρχει η έλλειψη κάποιας έννοιας, κατάστασης, συναισθήματος, οτιδήποτε.

Σκοτάδι είναι η απόρριψη. Οποιουδήποτε είδους. Η άρνηση που δέχεται κάποιος σε οποιοδήποτε δικαίωμα. Στο δικαίωμα μίας αξιοπρεπούς, μίας όμορφης ζωής. Η έλλειψη αυτής.

Σκοτάδι, είναι η ανεργία ενός νέου ανθρώπου. Είναι η άρνηση στο να καλλιεργήσει την κλίση του και τελικά να εκπαιδευτεί σε ένα αντικείμενο που δεν του ταιριάζει. Η απαγόρευση, του ονείρου, ότι θα διοχετεύσει την ενέργεια του στην κοινωνία, θα γίνει χρήσιμο μέλος της και με την σειρά του θα ανταμειφθεί για αυτό με την αναγνώριση στο άτομο του. Και τελικά μένει να περιμένει, όπως περιμένει στη σειρά για τον ΟΑΕΔ. Για να βρει μία δουλειά η οποία δεν θα του πρόσφερει τίποτα από τα παραπάνω, ούτε καν τη δυνατότητα να πετύχει την ανεξαρτησία του, καθώς μεγαλώνει. Η οποία δουλειά, θα τον αναγκάζει να υποκρίνεται ότι θα αποδέχεται οποιαδήποτε προσβολή, οποιαδήποτε μειωτική συμπεριφορά.

Σκοτάδι, είναι η μοναξιά του μη ελκυστικού άνθρωπου. Του κοινωνικά άσχημου, του ντροπαλού, που έχει συνηθίσει μία ζωή χωρίς τον έρωτα και την ηδονική ένταση που προσφέρει σε αυτή. Είναι το ξενέρωμα που βλέπει στα μάτια του αντικείμενου του πόθου του, καθώς το πλησιάζει για να εκφράσει το ενδιαφέρον του. Είναι το άβολο συναίσθημα που νιώθει, ξαπλώνοντας δίπλα στο ταίρι του, αγωνιόντας αν θα είναι άξιος παρτενέρ. Είναι η έλλειψη οποιασδήποτε απόκρισης σε οποιαδήποτε προσπάθεια επάνασύνδεσης. Είναι η επανάληψη όλων αυτών των σκηνικών, από την αρχή της ερωτικής του ζωής μέχρι και το άπειρο.Είναι το να κοιμάται κάθε βράδυ και να ξυπνάει κάθε πρωί, μόνος.

Σκοτάδι, είναι η αδιαφορία των φίλων. Είναι η έλλειψη στοιχειώδους υποστήριξης σε οποιαδήποτε προσπάθεια του, που μπορεί να την έχει ανάγκη. Είναι η επικοινωνία που δέχεται ένας άνθρωπος, μόνο για να προσφέρει και όχι να δεχτεί. Είναι το όταν αναφέρεται σε θέματα που τον ενδιαφέρουν να βλέπει τον συνομιλητή του να μιλάει στο κινητό. Είναι το προφίλ του ανεξάρτητου και δυνατού που έχει χτίσει, θέλοντας και μη, το οποίο τελικά το μόνο που προσφέρει είναι η άνοστη αποκλειστικότητα στην αντιμετώπισης της θλίψης του. Είναι αυτό το ένστικτο που τον απαγορεύει να εκφράσει ότι τον πονάει υπό τον φόβο, ότι θα προκαλέσει στους άλλους αισθήματα λύπησης και οίκτου. Είναι το γεγονός ότι του είναι υπεραρκετά τα ήδη υπάρχοντα δικά του.

Σκοτάδι είναι η απόκρυψη της αλήθειας από τους γονείς. Για να μην κάνει και άλλους πέρα από τον εαυτό του να πονέσουν. Γιατί νιώθει την υποχρέωση να τους κάνει χαρούμενους, περήφανους. Γιατί το βλέπει ως μία αντάμοιβη για όσα του πρόσφεραν. Γιατί θα νιώθει ότι σε κάθε άλλη περίπτωση θα τους έχει εξαπατήσει. Γιατί ξέρει ότι δεν θα καταλάβουν, ξέρει ότι μόνο ζημιά θα κάνει με την αλήθεια του. Διότι αυτή είναι η αλήθεια του και πρέπει να τη δαμάσει μόνος του. Διότι έτσι έχει μάθει. Διότι όσες φορές προσπάθησε διαφορετικά, απέτυχε.

Σκοτάδι είναι η έλλειψη της ψυχικής υγείας. Η έλλειψη της ισορροπίας του ύπνου. Αυτού που κρατάει 10-11 ώρες καθημερινά αλλά και πάλι δεν είναι αρκετός για να νιώθει το άτομο, μία ευεξία την επόμενη μέρα. Είναι η αδυναμία να κοιμηθεί νωρίς, ή να κοιμηθεί γενικά αν δεν είναι σωματικά ή ψυχικά εξαντλημένος. Είναι οι συχνοί πονοκέφαλοι. Είναι η έλλειψη διάθεσης για οποιαδήποτες άσκηση, δραστηριότητα. Είναι η παραμονή στο σπίτι. Η ανούσια παρακολούθηση νέων και memes στο Ίντερνετ. Η μόνιμη κάπνα στο δωμάτιο. Τα γεμάτα από αποτσίγαρα τασάκια. Τα άδεια κουτάκια μπύρας και πίτσας. Τα υπολλείματα κοκαϊνης στο τραπέζι, αναμνηστικό μίας απέλπιδας προσπάθειας  για δραστηριοποίηση, για διέγερση, για ενέργεια. Οι συνήθως κλειστές, σκούρες κουρτίνες που εμποδίζουν οποιοδήποτε φως να εισέλθει.

Νομίζουμε ότι υπάρχουν πολλών ειδών σκοτάδια. Λάθος. Το σκοτάδι είναι ένα. Μοιάζει με πολλά διαφορετικά, λόγω της έλλειψης του φωτός, το οποίο μπορεί να έχει πολλές διαφορετικές πηγές. Έστω και μία από αυτές όμως, είναι αρκετή για να το νικήσει ή έστω να το περιθωριοποιήσει. Πάντα έτσι γινόταν. Ακόμα και πριν 13,8 δισεκατομμύρια χρόνια όταν κυριαρχούσε το απόλυτο σκοτάδι, η έκρηξη ενός τόσο δα μικροσκοπικού ατόμου, πιθανότατα από την εφαρμογή μίας εξώτερης δύναμης, ήταν αυτή που δημιούργησε το σύμπαν και αυτό που αποκαλούμε ζωή. Κάπως έτσι συμβαίνει και σε μας. Όλα συνδέονται.



Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2018

Εγώ απ’το πλάι σου δεν λείπω...



Τις νύχτες μπαίνεις στα όνειρα μου...

Σε είδα στον ύπνο μου χθες. Δεν μου είναι ασυνήθιστο. Συμβαίνει αρκετά συχνά. Πάντοτε διαφορετικό όνειρο. Και πάντοτε ίδιο. Να βρίσκεσαι κοντά μου, στον ίδιο χώρο, πάντα όμως διαφορετικό. Να με κοιτάς που και που, να διασταυρώνονται οι ματιές μας. Αλλά ποτέ να μην μιλάμε. Πάντα να νιώθω ότι θέλω τόσο πολύ να σου μιλήσω και ένα αόρατο τείχος να με σταματάει. Άπειρες απόπειρες, μέσα σε ένα χαοτικό και άχρονο διάστημα. Και μετά ξυπνάω.

Και αν μεγαλώσαν τα φτερά μου...

Έχουν αλλάξει τόσα πολλά από τότε. Το περιβάλλον μου, ο κύκλος μου, οι στόχοι μου, τα όνειρα μου, η ζωή μου και εγώ ο ίδιος. Και όλα είναι καλύτερα. Όλα είναι μεγαλύτερα. Περισσότερα. Και όμως. Και όμως πιάνω πολύ συχνά το μυαλό μου να σχηματίζει την εικόνα σου. Στις επιτυχίες μου, να με αγκαλιάζεις. Στις αποτυχίες να μου χαϊδεύεις, τα μαλλιά. Στις χαρές να με κοιτάς και να πολλαπλασιάζεις με το βλέμμα σου, τη χαρά μου, κάνοντας με να νιώθω ότι δικαίωσα την επιλογή σου, να είσαι δίπλα μου. Στις λύπες, με το ίδιο βλέμμα, να τις απορροφάς για να μην με βλάψουν.

Χιλιάδες άγγελοι με τ’΄άσπρα, κλωνάρια λησμονιάς μοιράζουν...

Έχω γνωρίσει αρκετές γυναίκες μετά από σένα. Όλες τους υπέροχες, η καθεμία με τον τρόπο της. Μία από αυτές, ήταν πιο αισθησιακή από εσένα. Μία αλλη, ήταν πιο έξυπνη. Μία τρίτη ήταν πιο καλόκαρδη. Μία ήταν ακόμα και πιο παρανοϊκή από εσένα. Και με όλες αυτές, έζησα περισσότερες στιγμές από ότι με εσένα. Και πάλι καμία δεν ήταν αρκετή. Για να αποφύγω αυτά τα όνειρα και αυτές τις σκέψεις. Έστω να τις κάνω με άλλη, έτσι για να αλλάξει το όλο σενάριο. Δεν μπορώ να το εξηγήσω γιατί. Ίσως γιατί, τι και αν στα προηγούμενα χαρακτηριστικά δεν ξεπερνούσες καμία, ήσουν η μόνη όμως που τα συνδύαζε όλα αυτά σε μία αρμονική ισορροπία. Ίσως για αυτό και δεν βαρέθηκα ποτέ, όσο κράτησε η ιστορία μας. Μα την αλήθεια, το ορκίζομαι, δεν βαρέθηκα ούτε ένα δευτερόλεπτο.

Οι φίλοι μου εδώ και χρόνια, ζευγάρια γίναν, φτιάξαν σπίτια...

Θυμάμαι όταν μοιραζόμουν, την ευτυχία μου που σε γνώρισα, με δύο φίλους μου που βρίσκονταν σε μία αντίστοιχη κατάσταση. Αυτοί τη ζήσαν την ευτυχία τους. Και την ζουν ακόμα. Εμείς...Εμείς τι και αν τη νιώσαμε, δεν την ζήσαμε. Ήταν δύσκολο, αδιανόητο, το ξέραμε από την αρχή, όλα ήταν εναντίον μας, ακόμα και οι ίδιοι μας οι εαυτοί. Αλλά υποσχεθήκαμε, ρε γαμώτο, ότι θα το παλέψουμε ως το τέλος. Άξιζε, το πιστεύω ακόμα. Διότι η ευτυχία που θα ζούσαμε, θα την είχαμε κατακτήσει με τον πόνο και το αίμα μας. Για αυτό και θα ήταν ασύγκριτη με οποιαδήποτε άλλη ευτυχία έχει υπάρξει. Αλλά, μια μέρα, απλά, σταμάτησες να παλεύεις.

Και από το δάκρυ μου φωτιά να πιείς, δεν μπορείς, μία ζωή καρδιά να συγχωρείς...

Σε μίσησα. Πραγματικά σε μίσησα. Όπως δεν έχω μισήσει ποτέ άλλον άνθρωπο στη ζωή μου. Ίσως γιατί δεν έχω αγαπήσει άλλον άνθρωπο, όπως εσένα. Παράλογο; Ναι. Όχι λιγότερο παράλογο από τον αγώνα, από την ενέργεια που θυσίασα για εσένα. Και έτσι σε εκδικήθηκα. Με τον τρόπο που μόνο εγώ μπορούσα να σε εκδικηθώ. Μου αρκεί ότι ξέρω μόνο εγώ και εσύ σε αυτή τη γη, πως ότι για λίγα δευτερόλεπτα, σε έκανα να με ξανασκεφτείς. Και να πονέσεις. Έστω και για λίγο. Είμαι σίγουρος. Αυτή ήταν εκδίκηση μου. Και τώρα; Η εκδίκηση πέτυχε. Εν μέρει. Σκότωσα το μίσος που ένιωσα για σένα. Δυστυχώς ή ευτυχώς όμως δεν σκότωσα την αγάπη. Όχι ολοκληρωτικά. Αλλά η αγάπη δεν είναι ποσότητα. Ή αγαπάς ή δεν αγαπάς. Αυτό είναι.

Θεός αν είναι και αν μ’αγαπάει κανείς...

Έπιανα κάποιες φορές τον εγκέφαλο μου, να προσπαθεί να επεξεργαστεί τα παραπάνω, να εξηγήσει τον λόγο για όλα αυτά. Προφανή αιτία, δεν μπορούσα να βρω. Μέχρι πριν λίγες μέρες. Ένα βράδυ γύρισα σπίτι, έχοντας στο μυαλό μου ένα τραγούδι που σου είχα στείλει όταν όλα βάδιζαν προς το τέλος. Και ενώ το άκουγα, άνοιξα εκείνο τον φάκελο με αναμνηστικά από σένα. Ναι τον έχω ακόμα, δεν τον έχω διαγράψει. Και εκεί κατάλαβα, ότι καμιά άλλη, ποτέ, δεν εξέφρασε τον έρωτα της για μένα, τόσο όμορφα, τόσο μαγευτικά, τόσο που να με κάνει να νιώθω σαν Θεός. Και αναρωτιέμαι αν τελικά όντως δεν τα πίστευες, όλα αυτά τα θαύματα της ανθρώπινης συναισθηματικής διανόησης, τότε όταν θα αγαπήσεις κάποιον πραγματικά, πόσο μεγαλειώδης θα είναι ο έρωτας σου, απέναντι του;

 Εγώ απ’το πλάι σου δεν λείπω...

Μέσα στα αναμνηστικά, έχω και μία φωτογραφία σου, που φαίνεσαι έτοιμη να εγκαταλείψεις ή  έναν γλυκό ύπνο. Και έχω την αφελή, απατηλή και ουτοπική αίσθηση, χωρίς να είναι απαραίτητα και επιθυμία, ότι θα ζήσουμε κάποια στιγμή στο μέλλον αυτή την εικόνα που τόσο δικαιούμαστε. Και μόλις τελικά ανοίξεις τα μάτια σου, να σου πω το μόνο πράγμα που θα είναι ικανό να μου έρθει εκείνη την ώρα στο μυαλό. Σε αγαπώ...




Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2018

Υπάρχει σωστή βία;



Πολλές φορές, ιδιαίτερα μετά από βίαια περιστατικά, ακούμε κάποιον να προφέρει τη φράση: «Είμαι κατά της Βίας, από όπου και αν προέρχεται.» Είναι μία φράση πολύ εύηχη και απλή η οποία χρησιμοποιείται για να καταδείξει τα υψηλά επίπεδα ανθρωπισμού που κατέχει αυτός που την εκφέρει.

Αυτά σε μία τελείως πρώτη ανάγνωση. Σε δεύτερη ανάγνωση όμως αρχίζουν κα γεννιούνται αμφιβολίες. Αρχικά με την, επιτρέψτε μου να τη χαρακτηρίσω, συμπαντική φύση της βίας. Στη σκέψη ότι όλη η ζωή στο σύμπαν, με βάση τις υπάρχουσες γνώσεις, βασίζεται σε ένα βίαιο γεγονός, το Big Bang. Ακόμα και στο ηλιακό μας σύστημα, η ίδια η ζωή δημιουργείται από τον Ήλιο, στου οποίου την επιφάνεια λαμβάνουν χώρα συνεχώς εκρήξεις και χημικές αντιδράσεις.

Θα σχολιάσει εύλογα κάποιος ότι η παραπάνω φράση αναφέρεται αποκλειστικά σε ανθρώπινα πλαίσια. Και πάλι οι αμφιβολίες θα παραμείνουν, ίσως θα ενταθούν κιόλας. Μελετώντας κάποιος την ανθρώπινη ιστορία, από την προϊστορική εποχή, θα αντιληφθεί ότι η βία είναι το μέσο της επιβίωσης και της εξέλιξης της ανθρωπότητας. Από την εποχή που ο άνθρωπος ήταν ένα ζώο όπως όλα τα άλλα, έπρεπε να προστατέψει την οικογένεια του εξασκώντας βία σε άλλα πλάσματα τα οποία θα τον έβλεπαν ως θήραμα. Έτσι είναι η φύση και κάπως έτσι προκύπτει η νοηματική σύνδεση με την προηγούμενη παράγραφο.

Αλλά ακόμα και αργότερα όταν οι πολιτισμοί άρχισαν να αναπτύσσονται, κάθε εξέλιξη βασίστηκε στη βία. Δεν θα μιλούσαμε σήμερα για το αρχαίο Ελληνικό πνεύμα με ότι αυτό προσέφερε αν οι αρχαίοι δεν αντιστεκόντουσαν στους Πέρσες. Αν δεν ασκούσαν αντί-βία δηλαδή. Πολλούς αιώνες αργότερα η Γαλλική επανάσταση δεν θα γινόταν ποτέ αν δεν αποφάσιζαν οι, καταπιέσμένοι από τη Μοναρχία, Γάλλοι να εξεγερθούν βίαια απέναντι στο Βασιλιά της χώρας τους. Κανένα 8ωρο δεν θα υπήρχε(όσο υπάρχει ακόμα...) σήμερα αν δεν είχαν υπάρξει οι πορείες στο Σικάγο το 1880 με όση βία μπορεί να περιείχαν. Ακόμα και σε εντελώς τοπικά πλαίσια, θα είχαμε εντελώς λιγότερα εργασιακά δικαιώματα αν δεν γινόταν οι διαδηλώσεις του ’36 στη Θεσσαλονίκη.

Ο βάσιμος αντίλογος στα παραπάνω θα ήταν ότι η χρήση βίας στην ανθρωπότητα έχει και πολλά φρικτά αποτελέσματα. Και θα έχει απόλυτο δίκιο. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τα εκατομμύρια πολέμους, με όσα θύματα μπορεί να συνεπάγεται αυτό, ποιος μπορεί να ξεχάσει τις διώξεις που έχουν υποστεί άπειροι πληθυσμοί κατά τη διάρκεια αιώνων, τις γενοκτονίες, τις εθνοκαθάρσεις, το ολοκαύτωμα, τη Χιροσίμα και άπειρες ακόμα φρίκες τις οποίες είναι πραγματικά αδύνατο να καταμετρήσουμε.

Διαπιστώνεται εύκολα ότι η βία είναι μέρος της φύσης και κατά συνέπεια της ανθρωπότητας η οποία είναι μέρος της. Παρ’ όλα αυτά ο άνθρωπος από τη στιγμή που δάμασε τη φωτιά και αρχισε να την χρησιμοποιεί για να κάνει ευκολότερη τη ζωή του, άρχισε και να αυτονομείται από τη φύση χωρίς φυσικά να μπορέσει ποτέ απόλυτα να ανεξαρτητοποιηθεί. Αυτή η αυτονομία όμως του δίνει τη δυνατότητα να διαχειριστεί κάποιους παράγοντες της φύσης. Όπως κάνει εδώ και αιώνες εκμεταλλευόμενος τόσες και τόσες φυσικές λειτουργίες.

Μία από αυτές είναι και η βία. Η οποία είναι και η πιο επικίνδυνη διότι όπως είδαμε παραπάνω ο σωστός χειρισμός της φέρνει την εξέλιξη αλλά αντίθετα ο λάνθασμένος μπορεί να προκαλέσει οπισθοδρόμηση. Είναι όπως η φωτιά. Η σωστή χρήση έδωσε στον άνθρωπο τη δυνατότητα να χτίσει σπίτια που θα αντέχαν τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες, η ίδια η φωτιά μπορεί να το κάψει.

Το τεράστιο ερώτημα είναι το πως καθορίζεται η ορθή χρήση της βίας. Μία εύκολη απάντηση που πρωτοέρχεται στο μυαλό είναι ότι η βία που χρησιμοποιείται ως μέσο αυτοάμυνας είναι θεμιτή. Και ενώ σε γενικά πλαίσια αυτή η άποψη βρίσκει εφαρμογή, αντιλαμβανόμαστε ότι δεν μπορεί να είναι απόλυτη. Διότι στο μυαλό του καθενός, μη σαδιστή, οποιαδήποτε πράξη βίας θα ασκήσει, θα είναι αυτοάμυνα. Αυτοάμυνα δηλώνουν ότι εξασκούσαν οι Η.Π.Α. όταν εισέβαλλαν στο Αφγανιστάν, με τα γνωστά αποτελέσματα. Και ίσως κάποιοι από τους υπεύθυνους της εισβολής να το πίστευαν κιόλας. Σίγουρα ένα μεγάλο μέρος των Αμερικανών.

Παρ’ όλα αυτά αν ελέγξουμε και πάλι την ιστορία της ανθρωπότητας θα δούμε ότι δύο από τις σημαντικότερες εξάρσεις βίας οι οποίες έφεραν αποδεδειγμένα άμεσες ή έμμεσες θετικές προοπτικές εξέλιξης στην ανθρωπότητα, βασίστηκαν σε ένα συγκεκριμένο θεωρητικό υπόβαθρο. Αναφέρομαι στη Γαλλική επανάσταση, η οποία βασίστηκε στο Διαφωτισμό και έκανε τους ανθρώπους να σκεφτούν σοβαρά ότι μπορούν να προχωρήσουν σαν κοινωνίες χωρίς βασιλιάδες και έπειτα στη Ρώσικη η οποία βασίστηκε στην Ευρωπαϊκή φιλοσοφία της εποχής και κατάφερε να κάνεις τους ανθρώπους να πιστέψουν ότι μπορούν να ζήσουν σε πραγματικά ισότιμες, σε πραγματικές κοινωνίες. Και οι δύο εννοείται ότι δεν είχαν μόνο θετικές συνέπειες, είχαν και πολλές αρνητικές. Αλλά είναι αδιαμφισβήτητο ότι κατάφεραν και έδωσαν μία γερή διανοητική κλωτσιά στην ανθρωπότητα η οποία εξελίχτηκε σημαντικά από τότε.

Άρα το συμπέρασμα είναι ότι η βία υπήρξε, υπάρχει και θα υπάρχει, σε διάφορες μορφές. Ο μόνος τρόπος για την ανθρωπότητα να εξασφαλίσει τη μέγιστη δυνατή ορθή χρήση της είναι μέσω της ίδιας της, της πνευματικής καλλιέργειας. Και η πνευματική καλλιέργεια, δεν μπορεί παρά να προωθεί την ισότητα, την ελευθερία και τα δικαιώματα στη ζωή όλων των ανθρώπων, χωρίς διακρίσεις. 





Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2018

Ένας χρόνος, γεμάτος Ζήλο



Πέρασε κιόλας ένας χρόνος. Απίστευτο. Ένας χρόνος που τρέχει η σελίδα «Ο Ζηλωτής». Θεωρώ ότι αυτός ο ένας χρόνος είναι επαρκές διάστημα για να μπορέσω να κρίνω και να πω ότι ήταν σωστή η απόφαση μου να ξεκινήσω αυτή τη σελίδα ως έναν αντικατοπτρισμό στο Facebook, του διαδικτυακού χώρου που είχα δημιουργήσει λίγο καιρό πριν.

Ήταν σωστή απόφαση για δύο λόγους. Συνδεδεμένους και αμφίδρομους. Ο ένας ξεκινάει από μένα και καταλήγει σε σας, τους αναγνώστες των κειμένων και ο άλλος ξεκινάει από εσάς και καταλήγει σε μένα. Σας ευχαριστώ για τη σύνδεση αυτή, πολύ περισσότερο από όσα η συγκεκριμένη λέξη εκφράζει. Είναι όντως που κάποιες φορές ακόμα και οι λέξεις της ελληνικής γλώσσας δεν είναι αρκετές για να εκφράσουν τα συναισθήματα και τις σκέψεις. Έτσι αντί να σας ζαλίσω με ευχαριστίες και μελό ατάκες, θα προσπαθήσω στις επόμενες γραμμές να περιγράψω το πως ήρθε η απόφαση για αυτή τη σελίδα και τι ακολούθησε για να τη θεωρώ μία από τις πιο σωστές της ζωής μου.

Ας ξεκινήσω από το πως μπήκε το γράψιμο στη ζωή μου. Δεν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο γεγονός ή κατάσταση που με οδήγησε σε αυτό. Από τα εφηβικά μου χρόνια απλά συνέβαινε. Κάποιες φορές, τελείως αυθόρμητα μου ερχόταν να γράψω. Όχι επειδή είχα κάποιο στόχο ή ότι ήθελα να εξελιχθώ σε αυτό. Σε αντίθεση με άλλες ασχολίες που έχουν υπάρξει στη ζωή μου, όπως η μουσική, ποτέ πραγματικά δεν παθιάστηκα με το γράψιμο. Ήταν τόσο φυσικός ο τρόπος που συνέβαινε, όσο φυσική είναι η απόφαση να κάνω ένα τοστ να φάω, ή να κοιμηθώ. Μία όχι και τόσο συνειδητή λειτουργία. Κανένα μεγάλο όραμα δεν υπήρχε πίσω από αυτό.

Εννοείται ότι οι πρώτες παράγραφοι που έγραψα είχαν έμπνευση έναν εφηβικό έρωτα που έζησα. Ξέρω τελείως κλισέ. Δεν είμαι τόσο ασυνήθιστος όσό πολλές φορές ασυναίσθητα προσπαθώ να προβάλλω. Μετά δημιούργησα ένα
blog το οποίο δεν άντεξε για πολύ καιρό αλλά ήταν η πρώτη φορά που κάτι που έβγαινε από μέσα μου ερχόταν σε επαφή με άλλους. Ήταν ευχάριστη εμπειρία, όσο αφελή και αν μου φαίνονται τώρα εκείνα τα κείμενα, αλλά γρήγορα έληξε μια και σαν Ζηλωτής με ερέθιζε πολύ περισσότερο να ασχοληθώ με το πάθος που είχε μόλις ξεκινήσει τότε, τη μουσική.

Με εξαίρεση την στρατιωτική περίοδο που έγραφα απλά επειδή δεν μπορούσα να έχω την κιθάρα μαζί μου, για πολλά χρόνια ασχολούμουν μόνο με τη μουσική. Είχα μανία στο να βελτιώνομαι καθημερινά πάνω σε αυτή. Πάλι η γραφή υπήρχε σαν έννοια στα πλαίσια των στίχων που συνόδευαν τις απόπειρες συνθέσεων που δημιουργούσα. Παρ’ όλα αυτά η μουσική μου πορεία δεν πήγαινε καλά. Έτσι όταν είδα μία αγγελία σε ένα δημοφιλές blog που αναζητούσε αρθρογραφους, είπα «δεν γαμιέται, δεν κάνω και κάτι άλλο;»

Η μουσική συνέχισε να είναι προτεραιότητα παρ’ ότι κερνούσε κυρίως στεναχώριες. Αντίθετα η ενασχόληση μου με το
blog αυτό, μου έδινε μικρές εφήμερες χαρές, όπως ενθαρρυντικές γνώμες για τα γραπτά μου και όμορφες συζητήσεις με ενδιαφέροντες ανθρώπους.

Κάποια στιγμή άρχισε και η μουσική να μου δίνει χαρές, ενώ και μέσω του blog γνώρισα έναν άνθρωπο που έπαιξε, ευτυχώς ή δυστυχώς, καθοριστικό ρόλο στη ζωή μου. Σύντομα όμως όλα κατέρρευσαν. Αποχώρησα από το blog, συνέχισα να ασχολούμαι χωρίς αποτέλεσμα με τη μουσική και τελικά έφτασε η ώρα να μεταναστεύσω.

Με το που μετανάστευσα, σαν να γύρισε ένας διακόπτης και το πάθος μου για τη μουσική έσβησε. Ακόμα και για μένα είναι ανεξήγητο πως μία τέτοια καψούρα έσβησε τόσο απότομα. Ίσως είχα κουραστεί από τον εαυτό μου και από τις καταστάσεις που έζησα και έψαχνα απλά μία αφορμή.

Επέστρεψα στο
blog, το οποίο αργοπέθαινε. Παρ’ όλα αυτά η διάθεση για γράψιμο άρχισε και αυτή να επιστρέφει, όχι τόσο ως πάθος, αλλά ως μία σχεδόν καθημερινή (εντάξει, εβδομαδιαία) ιεροτελεστία και συνήθεια ταυτόχρονα. Δεν είχα καμιά παθιασμένη επιθυμία να το κάνω, αλλά όταν το έκανα, ένιωθα ωραία. Κάπως έτσι δημιουργήθηκε ο διαδικτυακός χώρος «Ο Ζηλωτής» πιο πολύ ως ένα ωραίο αισθητικά περιβάλλον για αυτά που έγραφα. Υπήρχε και ένα όραμα με τα παιδιά που συνεργαζόμουν στο blog να ξεκινήσουμε κάτι καινούριο και πιο οργανωμένο αλλά ευτυχώς ή δυστυχώς δεν απέδωσε.

Όταν πλέον έγινε ξεκάθαρο ότι αυτή η ομαδική προσπάθεια δεν θα γινόταν πραγματικότητα, σκέφτηκα να ξεκινήσω τη σελίδα. Είχα πλέον συνειδητοποιήσει ότι αν μπορώ να κάνω κάτι άλλο στη ζωή μου πέρα από το επάγγελμα μου, αυτό ήταν το γράψιμο. Μου έβγαινε αυθόρμητα χωρίς ιδιαίτερο ζόρι, δεν χρειαζόταν να συνεργαστώ με άλλους και άρα να εξαρτιέμαι από κάποιον άλλον, κάτι το οποίο με είχε εκνευρίσει και απογοητεύσει πολύ στην ενασχόλιση μου με τη μουσική, είχα ένα τρόπο ζωής που πρόσφερε τον χρόνο και τον χώρο που χρειάζεται κάποιος για να γράψει και κυρίως βρισκόμουν σε ένα καινούριο και πολύ ενδιαφέρον περιβάλλον με ότι έμπνευση και ερεθίσματα μπορεί να δώσει αυτό.

Και τελικά ξεκίνησα τη σελίδα «Ο Ζηλωτής». Και πέρασε ένας χρόνος από τη λειτουργία της. Ένας χρόνος γεμάτος έκφραση, αποτίμηση, περιπλάνηση, αναθεώρηση και πάλι από την αρχή. Ένας χρόνος γεμάτος ενθαρρυντικά σχόλια, παραγωγικές συζητήσεις, ενδιαφέρουσες επικοινωνίες, όμορφα μηνύματα και μοίρασμα σκέψεων και μηνυμάτων απευθείας στη σελίδα και πάλι από την αρχή. Αυτοί είναι και οι δύο λόγοι που είναι συνδεδεμένοι και αμφίδρομοι. Και με κάνουν και οι δύο και νιώθω ωραία. Ο καθένας ξεχωριστά και οι δύο μαζί ταυτόχρονα. Είναι ωραίο να νιώθω ότι έστω και στο ελάχιστο, από αυτό το μικροσκοπικό μετερίζι, αγγίζω έστω και για λίγα δέκατα του δευτερολέπτου κάποιους ανθρώπους με αυτά που γράφω.

Ωριμάζω αποδεχόμενος την τρέλα μου, και με την παρουσία σας, διευρύνοντας την. Μία ατέρμονη αναζήτηση, μοναχική και συμμετοχική ταυτόχρονα.

Σας ευχαριστώ.