Τρίτη 26 Ιουνίου 2018

Ο καθρέφτης



Σαν βλαμμένο παιδάκι που πάντοτε ήμουν, πέρα από τα συμβατικά χόμπι, είχα και κάποια άλλα λίγο πιο ασυνήθιστα. Όχι δεν είμαι νεκρόφιλος, ούτε κτηνοβάτης. Αλλά πάντοτε μου άρεσε να παρατηρώ ανθρώπινες συμπεριφορές, να βλέπω δηλαδή το πως χειρίζονται οι άνθρωποι τα συναισθήματα και τις σκέψεις τους.

Σύντομα στην πορεία κατάλαβα το πόσο μεγάλο ρόλο παίζει η θέση του ανθρώπου για το πως θα συμπεριφερθεί και κυρίως το πως θα κρίνει τις συμπεριφορές. Τις ίδιες ακριβώς συμπεριφορές. Τεράστιο ρόλο λοιπόν παίζει αν το εκάστοτε άτομο είναι πομπός ή δέκτης της συμπεριφοράς.
Κάπως έτσι λοιπόν παρατηρούσα ανθρώπους κυρίως όταν ήταν οι πομποί  μίας συμπεριφοράς. Και μάλιστα κακής συμπεριφοράς. Μερικές φορές, είχα σπάνια την τύχη να βλέπω να γίνονται και δέκτες. Αλλά επειδή δυστυχώς ο κόσμος μας αποτελείται κυρίως από θύτες και από θύματα, δεν είχα την τύχη να το  παρατηρώ συχνά.

Καθώς μεγάλωνα άρχισε να δημιουργείται ένα βίτσιο μέσα μου. Το να φέρνω αντιμέτωπους τους ανθρώπους με τις ίδιες τους τις συμπεριφορές. Όχι να πράττω εναντίον τους τα ίδια που έπραξαν αυτοί σε άλλους ή ακόμα και σε μένα. Να τους δημιουργώ απλά ένα είδωλο τους και να τους κάνω να σκεφτούν ξανά τις πράξεις και τα λόγια τους. Να παίρνω το ρόλο ενός καθρέφτη.

Ακούγεται δύσκολο ίσως και άχαρο. Δύσκολο δεν είναι τουλάχιστον όχι για έναν τύπο σαν εμένα, που το να δημιουργεί εικόνες στο μυαλό το δικό του και των άλλων είναι ίσως το μοναδικό του ταλέντο. Ούτε και άχαρο είναι. Από ένα σημείο και μετά. Διότι βλέποντας ότι η πλειοψηφία των ανθρώπων δεν τολμάει καν να μπει σε αυτή τη διαδικασία, αντιλήφθηκα ότι αν συνέχιζα να τους παίρνω σοβαρά, θα κατέληγα στα ψυχοφάρμακα, το ένστικτο της επιβίωσης μου αποφάσισε να με κάνει να γελάω όταν γίνομαι μάρτυρας της οποιαδήποτε κωλοτούμπας. Πως λέει ο ποιήτης «θα κατεβαίνω μόνο όταν θέλω να γελάσω»; Αυτό ακριβώς.

Η αλήθεια είναι ότι καταλήγει να είναι άχαρο στις περιπτώσεις των ανθρώπων που έχω πραγματικά δεθεί συναισθηματικά. Τι και αν η απογοήτευση εκεί συνοδεύεται από ένα ειρωνικό χαμόγελο; Παραμένει απογοήτευση.

Υπάρχουν βέβαια και αυτές οι λίγες περιπτώσεις ανθρώπων που όντως καταλαβαίνουν ότι έχουν συμπεριφερθεί λάθος, ξεπερνάνε τους όποιους εγωισμούς και το αίσθημα δικαίου τους επικρατεί οποιασδήποτε μικροπρέπειας. Αυτούς τους αγαπάω λίγο παραπάνω. Διότι αντιλαμβάνονται το που βρίσκεται η ουσία στη ζωή και στις ανθρώπινες σχέσεις. Στο να καταλαβαίνει ο ένας τον άλλο, στο να μαθαίνει ο ένας από τον άλλο, στο να προσφέρει ο ένας στον άλλο.

Τους θαυμάζω αλλά δεν ξέρω αν θέλω να τους μοιάσω. Πρέπει να έχουν πονέσει πολύ, βλέποντας να κρίνουν τους άλλους και τους ίδιους, με άλλα μέτρα και με άλλα σταθμά. Το ίδιο αίσθημα δικαίου που τους κάνει να παραδέχονται τα δικά τους λάθη, το ίδιο είναι που σαν αλάτι πέφτει στις πληγές που τους ανοίγουν οι άλλοι.

Και τους καταλαβαίνω. Αντιλαμβάνομαι ότι τρομάζουν στην ιδέα ότι ο μόνος τρόπος για να γλιτώσουν από αυτή την κατάρα που τους ακολουθεί, είναι να γίνουν και οι ίδιοι θύτες ή θύματα. Δεν ξέρω ποιο θα είναι το μέλλον τους. Ίσως τελικά να γίνουν και αυτοί καθρέφτες.



Τρίτη 19 Ιουνίου 2018

Η πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης


Κατά τη διάρκεια της ιστορίας του ανθρώπινου πολιτισμού και αφού άρχισαν να οργανώνονται οι πρώτες κοινωνίες, δημιουργήθηκε αυτόματα και η ανάγκη οργάνωσης των πληθυσμών αυτών. Σχεδόν πάντα βάσει της διοίκησης τους αποκτούσε και μορφή συγκεκριμένη, η οργάνωση αυτή, τα αποκαλούμενα κράτη.

Έτσι υπήρξαν οι πόλεις-κράτη, τα φυλετικά βασίλεια, οι ομοσπονδίες μικρότερων κρατών, οι αυτοκρατορίες κ.τ.λ. Ειδικά στην Ευρώπη από τα τέλη του Μεσαίωνα και μετά άρχισαν αν δημιουργούνται τα λεγόμενα εθνικά κράτη. Κράτη των οποίων θεωρητικά η ομοιογένεια και η σταθερότητα, βασιζόταν σε κάποια κοινά πολιτιστικά στοιχεία των λαών που τα κατοικούσαν με σημαντικότερα τη γλώσσα(με τις όποιες διαλέκτους) και τη θρησκεία.

Κάπως έτσι καθιερώθηκε μέχρι και τη σημερινή εποχή ένα κράτος για να έχει υπόσταση, να περιλαμβάνει ένα συγκεκριμένο έθνος. Προσωπική μου άποψη είναι ότι αυτό είχε ως αποτέλεσμα την καλύτερη εξυπηρέτηση των συμφερόντων των ηγετών των κράτων και των ισχυρών συμφερόντων που εδρεύανε σε αυτό αλλά αυτό είναι μία άλλη ιστορία.

Εξαιρέσεις εννοείται πως υπάρχουn. Και ενώ σε περιπτώσεις όπως το Βέλγιο και οι Κάτω Χώρες που ζω, είναι περιπτώσεις απόλυτα επιτυχημένες , λόγω των χαμηλών επιπέδων εθνικισμού, σε μία άλλη γωνία της Ευρώπης τα πράγματα είναι πολύ ανησυχητικά ακριβώς για το λόγο ότι υπάρχουν υψηλά επίπεδα εθνικισμού και αλυτρωτικών ιδεολογιών. Αναφέρομαι φυσικά στα Βαλκάνια. Στην πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης.

Παραδοσιακά τα Βαλκάνια από τον ύστερο Μεσαίωνα ακόμα ήταν «εύφλεκτη» περιοχή. Αυτό το στοιχείο της περιορίστηκε με την ακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αναγεννήθηκε με την σταδιακή κατάρρευση της, ηρέμησε με την ίδρυση της Γιουγκοσλαβίας και άναψε για τα καλά με τη διάλυση της.

Η Γιουγκοσλαβία που ήταν ένα ισχυρό κράτος, ανεξάρτητο από τα δύο μπλοκ, με πολύ καλό βιοτικό επίπεδο για τους πολίτες της(ρωτήστε τους παλιούς έμπορους της Θεσσαλονίκης) με μοναδική πραγματική σημαντική παραφωνία την έλλειψη ελευθερίας του λόγου. Με αιτία τα διεθνή συμφέροντα, αφορμές και όχημα, τους τοπικούς εθνικισμούς αυτή η συνομοσπονδία διαλύθηκε και μάλιστα μετά από έναν φρικτό πόλεμο.

Θα περίμενε λοιπόν κανείς, ότι μετά από όλες αυτές τις σφαγές τα κατακερματισμένα Bαλκάνια θα αποτελούταν από μικρά έστω εθνικά κράτη τα οποία θα είχαν ομοιογενείς και συμπαγείς πληθυσμούς, κάτι το οποίο θα μας έκανε να νιώθουμε αισιόδοξοι για την αποφυγή στο μέλλον, ομαδικών τάφων, γενοκτονιών, μακελειών και βιασμών. Είναι όμως έτσι; Για να δούμε με τη σειρά κάποια Βαλκανικά κράτη(μέλη της πρώην Γιουγκοσλαβίας) και το κατά πόσο η ομοιογένεια τους αποτελεί πυλώνα σταθερότητας ή όχι. Ξεκινάω από το Βορρά.

Σλοβενία

Ένα από τα μικρά κράτη της Βαλκανικής. Ομοιογενής σχετικά πληθυσμός με κοινή γλώσσα και θρησκεία. Δεν φαίνεται στο κοντινό μέλλον να δημιουργούνται προβλήματα αν και υπάρχει έντονη απογοήτευση των λαϊκών τάξεων από την εκμετάλλευση τους από την ελίτ της χώρας και την άνιση κατανομή εισοδημάτων.

Κροατία

Ένα κράτος με πολύ περίεργη γεωγραφική έκταση, πολύ σπάνιο να υπάρχει συμπαγής πληθυσμιακή διασπορά σε ένα τέτοιο σχήμα. Έτσι το κράτος της Κροατίας κατοικείται σε πλειοψηφία από Κροάτες αλλά υπάρχουν σημαντικές μειονότητες Σέρβων και Βόσνιων. Ειδικά οι Σερβικές περιοχές αν ενοποιηθούν σε έκταση είναι μεγαλύτερες από το Κόσοβο, το νεότερο κράτος της Βαλκανικής χερσονήσου. Και εδώ κάπου το μπαρούτι αρχίζει να μυρίζει.

Βοσνία-Ερζεγοβίνη

Μόνο από το διπλό όνομα του κράτους αυτού αντιλαμβανόμαστε ότι η οποιαδήποτε ομοιογένεια τίθεται υπό αμφισβήτιση. Πάμε όμως και στα πραγματικά στοιχεία. Η χώρα και επίσημα δηλώνει ότι αποτελεί σύνολο τριών συστατικών εθνοτήτων. Βόσνιων, Σέρβων και Κροατών. Τριών εθνικών ομάδων που είμαι σίγουρος πως κάθε μεμονωμένο μέλος τους είχε συγγενείς οι οποίοι δολοφονήθηκαν μόλις 25 πάνω κάτω χρόνια πριν, από κάποια άλλα μέλη που ζουν στο κράτος αυτό. Το κράτος αυτό μάλιστα άποτελείται από δύο οντότητες τη αυτή-καθεαυτή Βοσνία και τη Σέρβικη δημοκρατία η οποία όμως είναι δεν ανήκει στη Σερβία αλλά στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη! Χρειάζεται να σχολιάσω ότι μία τέτοια κρατική δομή θέλει απλά μία σπίθα ώστε οι υπάρχοντες εθνικισμοί να μετατραπούν σε ένοπλες δράσεις;

Σερβία

Εδώ τα πράγματα είναι κάπως καλύτερα αν και για να γίνει αυτό χρειάστηκε μετά τον Γιουγκοσλαβικό εμφύλιο, να βομβαρδιστεί εκ νέου από το ΝΑΤΟ, να διαχωριστεί αναίμακτα από το Μαυροβούνιο και να αποσταστεί ευτυχώς χωρίς πολλές στρατιωτικές εμπλοκές το Κόσσοβο από αυτή. Παρ’ όλα αυτά ακόμα και τώρα έχει σημαντικές μειονότητες Ούγγρων, Βόσνιων-Μουσουλμάνων ακόμα και Κροατών, Σλαβομακεδόνων και Βουλγάρων.

Κόσοβο

Όπως προαναφέρθηκε το νεότερο κράτος των Βαλκανίων. Αποσπάστηκε χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της Σερβίας με ότι προβλήματα μπορεί να έχει προκαλέσει αυτό. Κατοικείται κυρίως από Αλβανούς αλλά υπάρχει ισχυρή Σερβική μειονότητα(8%). Το γεγονός ότι ακόμα δεν έχει αναγνωριστεί καθολικά, σε συνδυασμό με την υπάρχουσα μειονότητα Σέρβων, τον προσεταιρισμό του με την Αλβανία και την ύπαρξη δυνάμεων του ΟΗΕ, δεν αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας και εφησυχασμού.

Μαυροβούνιο

Ένα ανεξάρτητο κράτος που ενώ αποτελείται κατά 80% από πολίτες που αυτοαποκαλούνται Σέρβοι για κάποιον λόγο που δεν μπορώ προσωπικά να καταλάβω παρά μόνο να υποπτευθώ, δεν είναι είναι μέρος της Σερβίας. Πολύ σημαντική μειονότητα Αλβανών ζει στα εδάφη του καθώς και Μουσουλμάνοι. Παραδόξως επικρατεί σχετική ηρεμία και σπάνια ακούμε φασαρίες από αυτή τη μικρή γωνία γης. Το μοναδικό ίσως παράδειγμα Βαλκανικής χώρας που προς το παρόν μας αφήνει κάποια περιθώρια αισιοδοξίας για αποφυγή συρράξεων στο μέλλον.

Π.ΓΔ.Μ.

Ή Βόρεια Μακεδονία, όπως συμφώνησε πρόσφατα ο Πρωθυπουργός αυτής της χώρας να αποκαλείται. Μία γεωγραφική περιοχή η οποία ποτέ πριν στην ιστορία δεν είχε κάποια ορισμένη ανεξάρτητη κρατική δομή με εξαίρεση ίσως την εποχή του Τσάρου Σαμουήλ και των διαδόχων του (976-1018 μ.Χ.). Λέω «ίσως» διότι οι πολίτες αυτού του κράτους (αυτό)χαρακτηρίζονταν ως Βούλγαροι εξ’ ου και ο Ρωμιός Αυτοκράτορας που τους νίκησε, Βασίλειος Β’, αποκαλείται «Βουλγαροκτόνος». Ένας πληθυσμός που έχει ταλαιπωρηθεί από μία αναζήτηση εθνικής ταυτότητας, με τα καλλιεργημένα, ιστορικά, μέλη του να αποδέχονται τη Σλαβομακεδονική και τα υπόλοιπα να γίνονται θύματα ενός εθνικιστικού τσίρκου που στήθηκε την προηγούμενη κυρίως δεκαετία με αγάλματα προσωπικοτήτων που δεν σχετίζονται πολιτιστικά με το λαό αυτό. Και με μία πανίσχυρη Αλβανική μειονότητα που διαμένει σε ένα συμπαγές γεωγραφικό πλαίσιο που συνορεύει με την Αλβανία και ένα ποσοστό πληθυσμού το οποίο έχει Βουλγαρικά διαβατήρια πέρα από τα τοπικά.

Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι στα Βαλκάνια τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο γίνεται ένας δημογραφικός και πληθυσμιακός χαμός. Μία θολή κατάσταση η οποία δεν συνάδει με την καθεστικυία άποψη στον κόσμο ότι ένα κράτος πρέπει να αντιστοιχεί σε ένα έθνος. Μέσα σε όλη αυτή τη σύγχιση με τις μειονότητες, με τα κράτη να αναλαμβάνουν ρόλο προστάτη τους και να παρεμβαίνουν στην εσωτερική πολιτική γειτονικών κρατών, με τον καλλιεργούμενο εθνικισμό ο οποίος βρίσκει πατήματα στην καθολική φτώχεια και έλλειψη μόρφωσης όλων αυτών των λαών, πως μπορεί κάποιος να αισιοδοξεί για αποφυγή συγκρούσεων στο κοντινό μέλλον;

Το γιατί έχει προωθηθεί από τις ηγέτιδες δυνάμεις του κόσμου αυτός ο χαμός θεωρώ, ότι είναι εύκολο να το φανταστεί κανείς σε γενικά τουλάχιστον πλαίσια. Οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα καθώς και η παντοτινή χρησιμότητα μίας έκρυθμης κατάστασης η οποία θα χρειάζεται μία μόνο σπίθα ώστε να προκαλέσει ένα ντόμινο εκρήξεων μέσα σε μία πυριτιδαποθήκη, όπως είναι τώρα τα Βαλκάνια. Και η ιστορία διδάσκει ότι από οποιαδήποτε καταστροφή πάντα κάποιος βγαίνει κερδίσμενος. Για αυτό ας υπάρχει μία εύκαιρη, ποτέ δεν ξέρεις.

Πως μπορεί να αποφευχθεί όμως αυτή; Εφόσον η ύπαρξη μίας συνομοσπονδίας με τη δομή της Γιουγκοσλαβίας, έτσι ώστε οι λαοί μέσω της συνεργασίας να βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσης τους και να προστατέψουν τα συμφέροντα τους, είναι ουτοπική τότε το μόνο που μπορούμε να ελπίζουμε και να στοχεύουμε είναι στην ελαχιστοποίηση εθνικιστικής και αλυτρωτικής ρητορικής και στην υιοθέτηση μίας εκ διαμέτρου αντίθετης, μίας γενικευμένης καλλιέργειας των Βαλκανικών λαών, ότι το αντίδοτο στη φτώχεια δεν είναι ο οποιοσδήποτε πόλεμος αλλά η συνεργασία, η αλληλεγγύη και η εγρήγορση ενάντια σε κάθε φαινόμενο μισαλλοδοξίας. Ας παλέψουμε όλοι οι Βαλκάνιοι μαζί και ο καθένας ξεχωριστά, για αυτό.

Υ.Γ. Η εικόνα που συνοδεύει το κείμενο είναι απόσπασμα από την ταινία του Σριντιάν Ντραγκόγεβιτς "Lepa Sela, Lepo Gore" που στα ελληνικά μεταφράστηκε "Τα όμορφα χωριά, όμορφα καίγονται" και διαδραματίζεται στον εμφύλιο της Γιουγκοσλαβίας.



Τρίτη 12 Ιουνίου 2018

Ο σεβασμός πρέπει να είναι αυτονόητος



Μία φράση που ακούω πολύ συχνά και η αλήθεια είναι ότι μου αφήνει μία αίσθηση άρνησης και αμφιβολίας, είναι η γνωστή σε όλους μας «ο σεβασμός κερδίζεται». Το δηλώνουν πολλοί κατά καιρούς έχοντας μία εμφανή διάθεση αποφασιστικότητας. Σαν να εκφράζουν κάποιο άγραφο νόμο, μία συμπαντική αλήθεια, κάτι θεμελιώδες τέλος πάντων. Λες και δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά, λες και οτιδήποτε διαφορετικό είναι ανώμαλο, είναι αφύσικο.

Οι αμφιβολίες μου γεννιούνται λίγα δέκατα του δευτερολέπτου μετά το άκουσμα της φράσης, όταν δημιουργείται το ερώτημα «και τι γίνεται αν δεν κερδίσει κάποιος το σεβασμό;». Διότι η απάντηση που μου έρχεται σε αυτό το ερώτημα είναι στην καλύτερη περίπτωση να τον περιφρονούμε και στη χειρότερη να τον προσβάλλουμε την ίδια του την ύπαρξη.

Και αλήθεια, πόσο φανερό είναι αυτό στην καθημερινότητα μας; Το βλέπουμε συνεχώς τριγύρω μας, ανθρώπους να τους συμπεριφέρονται σαν κατώτερους. Ίσως είμαστε και εμείς οι ίδιοι, δέκτες τέτοιων συμπεριφορών. Δεν είναι δυστυχώς καθόλου δύσκολο, να γίνουμε μάρτυρες ασεβών συμπεριφορών. Στους χώρους εργασίας, στους δρόμους, στις ίδιες τις οικογένειες μέσα, παρατηρούμε την υποτίμηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και νοημοσύνης, είτε μέσω άμεσων προσβολλών, είτε έμμεσων.

Και όχι, η αφορμή σπάνια είναι οι πράξεις των ατόμων που υποβιβάζονται. Είναι πολύ πιο συνηθές η αιτία για αυτή τη συμπεριφορά που εισπράττουν, να είναι η κοινωνική-οικονομική τους θέση, η χαμηλών τόνων προσωπικότητα τους, το γεγονός ότι αυτοί που τους υποτιμούν στην πραγματικότητα θεωρούν ότι βρίσκονται σε μία θέση ισχύος, την οποία είτε κατέκτησαν με ανήθικα μέσα, είτε μέσω ενός επιφανειακού δυναμισμού, είτε γιατί απλά στάθηκαν τυχεροί και την κληρονόμησαν. Είτε σε ύλικό επίπεδο, είτε ονομαστικό, μέσω του επωνύμου τους.

Και τελικά καταλήγουμε όλοι να συμμετέχουμε σε ένα φαύλο κύκλο, όπου ο ένας σέβεται τον άλλο, όσο τον έχει ανάγκη και στην αντίθετη περίπτωση ξεσπάει πάνω του, για την ασέβεια την οποία ο ίδιος έχει εισπράξει από άλλους που δεν τον χρειάζονταν. Και έπειτα δικαιολογούμε αυτές μας τις συμπεριφορές, με τη βαρύγδουπη φράση «ο σεβασμός κερδίζεται» έτσι ώστε να μπορέσουμε είτε να αντιμετωπίσουμε τις ενοχές μας, είτε να αντέξουμε τις πληγές που μας έχουν ανοίξει. Κυρίως φυσικά για την πρώτη περίπτωση, διότι στη δεύτερη απλά κλαψουρίζουμε σιωπηλά.

Εγώ λοιπόν, κρίνοντας βάσει των μέχρι τώρα εμπειριών μου στην πορεία της ζωής μου, δεν θεωρώ ότι ο σεβασμός πρέπει να κερδίζεται. Θεωρώ ότι ο σεβασμός πρέπει να είναι αυτονόητος για τον καθένα από εμάς. Μέχρι αποδείξεως του εναντίου.

Ίσως να φταίει η ερμηνεία που έχω στο μυαλό μου, για τη λέξη «σεβασμός». Ξεκινώντας από επιφανειακό επίπεδο, θεωρώ ότι η πρώτη ένδειξη σεβασμού, είναι η στοιχειώδης ευγένεια. Δεν χρειάζεται ο περιπτεράς που θα πάμε να πάρουμε τα τσιγάρα μας, να μας έχει αποδείξει ότι με πράξεις ότι αξίζει το σεβασμό μας, ούτε ο σερβιτόρος που θα σερβίρει το κοκτέηλ μας έχει καμιά υποχρέωση να μας πείσει ότι του αξίζει να του συμπεριφερόμαστε σαν έναν εργαζόμενο που προσπαθεί σκληρά, ώστε να κάνει τη βραδιά μας λίγο ομορφότερη.

Έπειτα σε βαθύτερο επίπεδο, οι άνθρωποι που απαρτίζουν την καθημερινότητα μας είτε στον χώρο εργασίας μας, είτε στο σπίτι μας είτε στην παρέα μας, δεν έχουν επίσης καμιά υποχρέωση να μας αποδείξουν ότι αξίζουν να τους προσέχουμε όταν μας λένε κάτι. Ούτε εννοείται είναι υποχρεωμένοι, να περιμένουν να μην τους διαψεύσουμε, όταν τους υποσχόμαστε κάτι το οποίο για εκείνους έχει κάποια σημασία. Και τέλος εννοείται ότι δεν χρειάζεται να έχουν προβεί σε τίποτα ιδιαίτερες κινήσεις, για να μην προσπαθήσουμε να εκμεταλλευτούμε εις βάρος τους το γεγονός ότι δεν έχουμε να κερδίσουμε άμεσα κάτι από αυτούς.

Κάπως έτσι καταλήγω στο συμπέρασμα, ότι ο (στοιχειώδης τουλάχιστον) σεβασμός πρέπει να είναι αυτονόητος. Διότι πολύ απλά δεν γίνεται να ζητάμε από τους άλλους ότι δεν προσφέρουμε, εμείς οι ίδιοι. Πέρα όμως από τους ηθικούς λόγους, υπάρχουν και οι πρακτικοί. Η καθημερινότητα μας και η ζωή μας θα είναι λίγο καλύτερη και ευκολότερη, αν μπορέσουμε να εμφυτεύσουμε στην κοινωνία μας μία νοοτροπία στοιχειώδους σεβασμού. Αλλά επαναλαμβάνω για να μην παρεξηγηθώ. Μέχρι αποδείξεως του εναντίου.



Τρίτη 5 Ιουνίου 2018

Η τελευταία διαδρομή



Το στενό δρομάκι που διασχίζει είναι βρώμικο και σκοτεινό. Τριγύρω κάδοι σκουπιδιών ανοιχτοί, μέσα από τους οποίους, κάθε τόσο, πετάγονται γάτες έχοντας για λάφυρα από την επιδρομή τους, μισοτελειωμένες κονσέρβες. Κάθε τόσο μια λακούβα γεμάτη λασπόνερα, διακόπτει το βήμα του. Για λίγο μόνο, καθώς μετά από κάποια δέκατα του δευτερολέπτου και κάποιες βρισιές συνεχίζει το βάδισμα του.

Όχι για το σπίτι του. Δεν βρίσκεται η οικογένεια του εκεί. Χωρισμένος, του έχει άτυπα απαγορευτεί να βλέπει τα παιδιά του. Θεία δίκη θα μπορούσε κάποιος να πει, για έναν γάμο που ποτέ, ούτε αυτός, ούτε η σύζυγος του, πραγματικά ήθελαν. Απλά έγινε διότι έπρεπε να γίνει, διότι αλλιώς δεν γινόταν, διότι το πρέπον ήταν αυτό, αλλιώς θα ένιωθαν και θα ήταν και οι δύο ανεπαρκείς για τα κοινωνικά στερεότυπα.

Είχε περάσει ακόμα ένα βράδυ πίνοντας μπύρες σε ένα έρημο μπαρ. Αλλά αυτό το βράδυ ήταν διαφορετικό από τα άλλα. Ένιωθε πως ήθελε κάτι παραπάνω. Ένιωθε πως ήθελε να νιώσει. Και αφού πλέον η δυνατότητα του να νιώσει κάτι καινούριο, είχε αυτό-καταργηθεί αποφάσισε να ξανανιώσει κάτι παλιό. Μόνο που χρειαζόταν βοήθεια για να αναβιώσει αυτή την ιδιόρρυθμη ανάμνηση. Και το μόνο άτομο που μπορούσε να τον βοηθήσει ήταν αυτή με την οποία το ένιωσε αρχικά.

Κάπως έτσι αφού διασχίζει ένα στενό διάδρομο με κόκκινα φώτα νέον να τρεμοπαίζουνε, καταλήγει στον προορισμό του. Χτυπάει το κουδούνι. Ύστερα από λίγο ανοίγει η πόρτα. Η οικοδέσποινα και ο επισκέπτης της, παραμένουν σιωπηλοί για κάποια δευτερόλεπτα.

-Πέρασε μέσα, του λέει και του απλώνει το χέρι, χαμογελώντας.

Της δίνει το χέρι του και γίνεται υποχείριο της για τα επόμενα μέτρα, την ακολουθεί στο σαλόνι του διαμερίσματος, το οποίο και αυτό φωτίζεται από διάφορα χρώματα όλα στα πλαίσια ενός ερυθρού φάσματος. Του βάζει ένα ποτήρι ουίσκι. Είναι χαρούμενη και τρακαρισμένη ταυτόχρονα.

-Έχει περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που ήρθες εδώ, του λέει ενώ βάζει το μπουκάλι με το ουίσκι πίσω στη μικρή κάβα του σαλονιού.

Πηγαίνουν στο δωματιο. Τον σπρώχνει απαλά στο κρεβάτι. Αρχίζουν τα φιλιά και αν τους εβλεπε κάποιος, θα ορκιζόταν ότι τα κορμιά τους χαμογελάνε. Σηκώνεται, ανοίγει ένα συρτάρι της.

-Σου αρέσουν ακόμα οι μαύρες ζαρτιέρες; Έχω κάτι καινούριες, θα της βάλω πρώτη φορά για σένα, του λέει και το βλέμμα της, γεμίζει με μία αίσθηση πρόστυχης αθωότητας.

Κάποια ώρα αργότερα και ενώ είναι ξαπλωμένοι, αυτός ετοιμάζεται να σηκωθεί. Τον κρατάει απαλά από το μπράτσο και τον κοιτάει σαν ένα κουτάβι που βλέπει το αφεντικό να ετοιμάζεται να ανοίξει την εξώπορτα και να φύγει.

-Σε παρακαλώ, κάτσε λίγο ακόμα.

Αυτός ανταποκρίνεται χαμογελώντας. Ανάβουν ένα τσιγάρο. Ανταλλάσουν πληροφορίες σχετικά με την κατ’ ευφημισμόν ζωή τους. Δεν της αναφέρει ότι έχει χωρίσει.

-Φαντάζομαι σπάνια πλέον με σκέφτεσαι, ειδικά τώρα που έχεις οικογένεια, του λέει κοιτώντας στο ταβάνι, έτσι ώστε άθελα της να μην δει το αυτοσαρκαστικό χαμόγελο που σχηματίζεται στο πρόσωπο του, σαν απόκριση στο σχόλιο της.

-Όπως και να έχει, είναι μεγάλη ευτυχία που ξανάνιωσα το κορμί σου σήμερα, του εξομολογείται και αυτή τη φορά τον κοιτάει στα μάτια. Αυτός ανταποκρίνεται χαϊδεύοντας της τα μαλλιά.

Λίγο αργότερα αυτός έχει ντυθεί. Την κοιτάζει και της γνέφει έναν αποχαιρετισμό, κάπως αδέξιο. Του ανοίγει την πόρτα και τον αφήνει να βγει έξω. Καθώς απομακρύνεται, ξαφνικά σταματάει στη σκέψη του ότι δεν έχει ακούσει την πόρτα να κλείνει. Γυρνάει το κεφάλι του και την βλέπει ακόμα στην πόρτα. Το πρόσωπο του, παίρνει μία ερωτηματική έκφραση.

-Να...απλά σκέφτομαι, πως... είναι κρίμα που είμαστε μόνοι...

Επαναλαμβάνει τον αδέξιο αποχαιρετισμό που έκανε λίγο πριν και συνεχίζει το δρόμο του. Ακούει και την πόρτα που κλείνει. Καθώς προχωράει, σκοντάφτει σε κάτι σκαλιά. Αναρωτιέται αν ο λόγος είναι το αλκοόλ που έχει καταναλώσει ή το δάκρυ που μόλις κύλησε από το μάτι του.

Υ.Γ. Η παραπάνω ιστορία, είναι μία γραπτή ελεύθερη διασκευή του τραγουδιού “Caseys Last Ride” του Κρις Κριστόφερσον, 1970.