Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2020

Αποχαιρετώντας μία συμπολεμίστρια

Χάζευα την αρχική σελίδα του Facebook, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο σκοπό. Κάποια στιγμή, το μάτι μου έπεσε στην κατάσταση ενός «φίλου» μου. Αποχαιρετούσε μία δικιά του φίλη(με ή χωρίς εισαγωγικά) και από τα συμφραζόμενα, ήταν φανερό ότι η ίδια η κοπέλα αποφάσισε να αφήσει τη ζωή.

Είμαι άνθρωπος με φοβερές ατέλειες και ελαττώματα. Ένα από αυτά είναι και το κοτσομπολίστικο ένστικτο, να μάθω τι έχει συμβεί. Αυτό με ώθησε να κοιτάξω το προφίλ της κοπέλας, ας την αποκαλέσουμε «Δέσποινα». Βλέποντας κάποιες από τις δημοσιεύσεις της, αντιλήφθηκα ότι της άρεσε η ποίηση, ήταν και η ίδια ποιήτρια.

Διαβάζοντας τα, κατάλαβα ότι η Δέσποινα, πάλευε καιρό με τους δαίμονες της, αν όχι όλη την ενσυνείδητη ζωή της. Και λίγα δευτερόλεπτα αφου το συνειδητοποίησα, ένιωσα ένα ιδιαίτερο συναίσθημα, καθόλου οικείο αρχικά, κάτι πολύ σπάνιο που δεν μου ήταν εύκολο να το προσδιορίσω. Όταν τελικά κατόρθωσα να το κατανοήσω, τότε μπόρεσα να βρώ και την λέξη που το αντικατοπτρίζει. Συμπάθεια. Με την ετυμολογική της έννοια.

Πέρα από τον προφανή συνδετικό κρίκο μου με τη Δέσποινα, της καταγραφής των δαιμονίων που μας λυτρώνουν και μας ταλαιπωρούν πολλές φορές ταυτόχρονα, υπήρχε και ένα άλλο κοινό μου μαζί της και μάλλον με την πλειοψηφία των ανθρώπων που ζουν στις σύγχρονες αποκαλούμενες «αναπτυγμένες» χώρες. Η μάχη για τη ζωή, ο αγώνας και η πάλη που βιώνουμε καθημερινά, κάθε ώρα, κάθε λεπτό. Κάθε δευτερόλεπτο.

Αν μπορούσα να παρομοιάσω το συναίσθημα μου, με κάποια άλλη κατάσταση, θα ήταν αυτή στην οποία ένας πολεμιστής, που μάχεται για οποιοδήποτε σκοπό, μαθαίνει για τον θάνατο μίας συμπολεμίστριας του, που πάλευε για τον ίδιο άγνωστο σκοπό, με τον ίδιο ζήλο, το ίδιο πάθος και την ίδια αφοσίωση, μέχρι και τη στιγμή που τελικά εξέπνευσε. Διότι έχω την εντύπωση ότι οι αυτόχειρες πολλές φορές πληρώνουν το γεγονός ότι αγαπάνε υπέρμετρα τη ζωή.

Όσο το αναλογίζομαι, όλο και πιο πολύ τη συγκεκριμένη στιγμή, η ζωή όλων μας, μου φαντάζει ένα πεδίο μάχης στο οποίο έχουμε βρεθεί χωρίς καλά-καλά να καταλάβουμε τον λόγο. Εφορμούμε μπροστά μέσα σε έναν καταιγισμό πυρών και όλμων, σε μία συγχισμένη βαβούρα, πυροβολούμε και μας πυροβολούν, προσπαθούμε να αποφύγουμε τις σφαίρες, κάποιες φορές κρυβόμαστε πίσω από ένα βράχο, άλλες σκάβουμε παρέα με τους συμπολεμιστές μας χαρακώματα και για να προστατευτούμε χωνόμαστε εκεί μέσα, ενώ είναι βέβαια ότι μέσα στην σκόνη και τον πανικό δεν μπορούμε πάντα να αναγνωρίζουμε ποιος είναι φίλος και ποιος εχθρός.

Κατά τη διάρκεια αυτής της μάχης, κάποιοι επιβιώνουμε, άλλοι πετυχαίνουν άθλους, άλλοι τρελαίνονται, άλλοι τραυματίζονται βαριά ή ελαφριά, κάποιοι μένουν κατάκοιτοι ή σε κώμα, άλλοι πετάνε τα όπλα και αποχωρούν από το πεδίο ντροπιασμένοι για τους υπόλοιπους και χαρούμενοι για τους ίδιους, ενώ κάποιοι, όπως η Δέσποινα, τελικά πέφτουν, ηρωικά ή μη, ίσως να μην έχει και τόση σημασία. Και η ιστορία συνεχίζεται.

Δεν μου μένει κάτι άλλο να γράψω, πέρα από το να αποχαιρετήσω και εγώ τη Δέσποινα, τη «συμπολεμίστρια» μου που δεν είχα την τύχη να τη γνωρίσω ούτε προσωπικά, ούτε διαδικτυακά-καλλιτεχνικά, με ένα τρόπο που αρμόζει στον αγώνα που έδωσε. Και αυτός είναι η πιο όμορφη σκέψη που έχω διαβάσει ποτέ για μία παρεμφερή περίσταση, ένα απόσπασμα από το βιβλίο  «Χαμογέλα, ρε...Τι σου ζητάνε;», ενός άλλου συμπολεμιστή μας, του Χρόνη του Μίσσιου, μία σκέψη που τη διηγήθηκε στο συγγραφέα, ένας τρόφιμος ψυχιατρείου, ο Μανόλης:

«...δεν είναι θάνατος, είναι μετάβαση, είναι διάσπαση σε μύριες άλλες ζωές, στις οποίες, αν εδώ, σε τούτη τη μορφή ζωής είσαι ζωντανός, αν δεν δολοφονήσεις την ουσία σου, εκεί θα δώσεις χάρη και ομορφιά, όπως η Μαρία, που φούνταρε προχθές από την ταράτσα για να μην πεθάνει.»



Πηγή εικόνας: "Battle of the Amazons" Πίνακας ζωγραφικής του Anselm Feuerbach, 1873


Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2020

Επέτειος μετανάστευσης

Ήτανε τέσσερα χρόνια πριν. Μόλις είχα χαιρετίσει γονείς και θείους και περνούσα τον έλεγχο ασφαλείας του αεροδρομίου «Μακεδονία», έτσι ώστε λίγο αργότερα να επιβαστώ στο αεροπλάνο της Transavia που θα εκτελούσε την πτήση Θεσσαλονίκη-Άμστερνταμ. Ένα ταξίδι που δεν είχα ξανακάνει μέχρι τότε. Ένα ταξίδι χωρίς εισιτήριο επιστροφής, τουλάχιστον όχι κλεισμένο από πριν.

Θυμάμαι το αεροπλάνο να προσγειώνεται στο αεροδρόμιο του
Schiphol και να με εκπλήσουν ευχάριστα τα χρώματα του ηλιοβασιλέματος. Πίστευα τότε ότι στην Ολλανδία ότι η λιακάδα είναι τόσο σπάνια όσο και το χιόνι στη Θεσσαλονίκη. Λίγο μετά έφτασα στην αποβάθρα των τρένων και πήρα τον συρμό για το Αϊντχόφεν. Πέρα από την βαλίτσα την οποία την είχα γεμίσει με όσο περισσότερα ρούχα μπορούσε να χωρέσει, είχα μαζί μου μία κιθάρα, λίγα λεφτά και την πάρτη μου.

Ήμουν πλέον σε μία χώρα που κυριολεκτικά δεν ήξερα κανέναν, μια και το ζευγάρι που θα με φιλοξενούσε, με διορία εννοείται, το είχα δει μόνο μέσω
Skype. Χωρίς σπίτι, χωρίς δουλειά, με την ελπίδα ότι αυτή η πρόσκληση για συνέντευξη από ένα γραφείο ευρέσεως εργασίας, θα ήταν το εφαλτήριο μίας καινούριας ζωής που τόσο την είχα ανάγκη μια και ο προηγούμενος χρόνος στη Θεσσαλονίκη είχε εξελιχθεί αρκετά ζόρικα σε όλα τα επίπεδα.

Σύντομα αποδείχθηκε ότι η συνέντευξη ουσιαστικά δεν είχε συγκεκριμένο περιεχόμενο, παρ’ όλα αυτά το σπίτι βρέθηκε σύντομα μόνο και μόνο για να το αφήσω μία βδομάδα μετά, για μία άλλη συνέντευξη σε μία βιομηχανία έξω από το Ναϊμέχεν. Αυτή η συνέντευξη είχε βάση, αφού λίγες μέρες μετά έμαθα ότι προσλαμβάνομαι και έτσι κατάφερα να βρω και μία προσωρινή φιλοξενία, ξανά με διορία, μέχρι να μπορέσω να βρω ένα σπίτι εκεί κοντά.

Η καθημερινότητα μου, εύκολα θα χαρακτηριζόταν φρικτή. Τότε δεν το ένιωθα, καθώς ακόμα και πριν ανέβω στο αεροπλάνο, αυτό που με χαρακτήριζε εκείνους τους μήνες ήταν μία άγνοια κινδύνου και μία απάθεια, ένας συνδυασμός πρωτόγνωρος για μένα, φαντάζομαι συνέπεια των πρόσφατων αντιξοοτήτων στη Θεσσαλονίκη. Τώρα όμως που ξαναφέρνω στο μυαλό μου αυτή την καθημερινότητα του να ξυπνάω πεντέμιση το πρωί για να προλάβω το λεωφορείο, να περπατάω 2 χιλιόμετρα στα χωράφια μέσα στη βροχή και τη νύχτα, για να φτάσω σε ένα εργασιακό περιβάλλον γεμάτο γενικό αρνητισμό, αλλά και εξειδικευμένο απέναντι μου, μια και ήμουν από τους ελάχιστους μετανάστες εκεί μέσα, να τους βλέπω όλους απρόθυμους να βοηθήσουν με καχύποπτα βλέμματα εναντίον μου, να σχολάω και να προσπαθώ μάταια να βρω σπίτια στις μπουρδελογειτονιές του Ναϊμέχεν και τελικά να ξεραίνομαι στον ύπνο στις 11 το βράδυ για να ξαναέρθει η ρουτίνα, με κάνει να αναρωτιέμαι πως την πάλεψα ψυχολογικά.

Και φυσικά μία τέτοια αρρωστημένη κατάσταση δεν βγάζει ποτέ σε καλό. Κάπως έτσι απολύθηκα μετά από 25 μέρες εργασίας και ήμουν και πάλι στον αέρα, αλλά η άγνοια κινδύνου μου εκεί, να παραμένει ακλόνητη. Δεν έχω ξαναυπάρξει τόσο αναίσθητος. Τουλάχιστον με πλήρωσαν και φρεσκαρίστηκε λίγο το οικονομικό μου απόθεμα, το οποίο είχε αρχίσει να μειώνεται ιδιαίτερα. Σκέφτηκα να γυρίσω Θεσσαλονίκη, όχι επειδή απογοητεύτηκα, αλλά απλά για να προετοιμαστώ καλύτερα για άλλη αναζήτηση μέλλοντος, μια και είχα καλύψει τα μέχρι τότε έξοδα μου. Τελικά με παρακίνηση των δικών μου αποφάσισα να το παλέψω λίγο παραπάνω.

Επέστρεψα Αϊντχόφεν για να ξαναφιλοξενηθώ με διορία. Στάθηκα τυχερός, βρίσκοντας οικονομικό δωμάτιο μέσα σε μόλις μία βδομάδα και δουλειά σε μία αποθήκη παπουτσιών. Αγόρασα και ένα φτηνιάρικο, σαράβαλο, ποδήλατο και ξεκίνησε μία νέα ρουτίνα, με το ξυπνητήρι στις τεσσεράμιση το πρωί και μισή ώρα ποδήλατο σε αρνητικές θερμοκρασίες με χιονόνερο κόντρα, για να πάω σε ένα χώρο εργασίας που από τους ντόπιους θεωρείται, ο πάτος. Δεν θα συμφωνήσω μια και τουλάχιστον στην αποθήκη υπήρχε καλύτερο εργασιακό κλίμα μεταξύ των υπαλλήλων, μια και όλοι είχαμε, αν όχι ταξική, σίγουρα υπαρξιακή πρακτική συνείδηση. Εκπρόσωποι των πιο φτωχών χωρών της γης, εκτός από Ολλανδούς που μόλις είχαν ξεμπερδέψει με την απεξάρτηση.

Και ξαφνικά, λίγες μέρες μετά χτύπησε το τηλέφωνο. Στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν ακόμα ένας από τους δεκάδες ατζέντηδες που είχα γνωρίσει τηλεφωνικά και μη, μέσω της αναζήτησης μου για εργασία. Μία τεράστια ευκαιρία εμφανιζόταν μέσω μίας συνέντευξης σε μία από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες της περιοχής, με πολύ καλή φήμη όσον αφορά τις εργασιακές συνθήκες και τους μισθούς. Η συνέντευξη ήταν πετυχημένη και μία νέα ζωή πλέον ξεκινούσε και ας μην ήμουν σίγουρος για αυτό, τότε.

Τέσσερα χρόνια μετά, κάθομαι στο σαλόνι του διαμερίσματος που μένω πλέον, απολαμβάνοντας την ησυχία μια και ο συγκάτοικος κοιμάται του καλού καιρού, στο δωμάτιο του. Τέσσερα χρόνια μετά νιώθω ότι έχω απαντήσει τις περισσότερες ερωτήσεις που απασχολούσαν εκείνον τον νέο όταν ανέβαινε στο αεροπλάνο. Σίγουρα μπορεί να είναι ικανοποιημένος, τουλάχιστον όσον αφορά τους πρακτικούς τομείς της ζωής, οι οποίοι μόνο αμελητέοι δεν είναι. Και στους ανθρώπινους όμως δεν είναι άσχημα.

Ελπίζω στα επόμενα χρόνια, να απαντήσω και κάποια από τα ερωτήματα που απασχολούν τώρα τον γράφοντα.



Πηγή εικόνας:arenanordeste.com

Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2020

Η χημεία των ανθρώπων


Καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας, όλοι ερχόμαστε σε επαφή με άπειρους άλλους ανθρώπους. Κάποιους από αυτούς, λησμονούμε την ύπαρξη τους στο επόμενο δευτερόλεπτο της απουσίας τους. Με κάποιους άλλους διατηρούμε μία ευγενική επαφή και με άλλους κάνουμε φανερή την αντιπάθεια μας από την αρχή της γνωριμίας μας. Με κάποιους στεριώνουμε περισσότερο και γινόμαστε φίλοι ή σύντροφοι, ενώ με πολλούς από τους τελευταίους, καταλήγουμε σε καυγάδες αν όχι στα δικαστήρια.

Για να κολλήσουν δύο (ή και περισσότεροι μερικές φορές) άνθρωποι, συνηθίζουμε να λέμε ότι έχουν κοινά ενδιαφέροντα, επιδιώξεις ή ακόμα και συμφέροντα. Φυσικά υπάρχει και η θεωρία των ετερώνυμων που έλκονται, ότι ουσιαστικά, καλύπτει ο ένας τον άλλον. Παρ’ όλα αυτά εγώ προσωπικά έχω βρεθεί παρών και στις δύο προαναφερόμενες περιπτώσεις και ήταν πάρα πολλά τα παραδείγματα στα οποία δεν υπήρξε καμία σύνδεση, καμία επικοινωνία, έστω και αντιστρόφως ανάλογη.

Είναι ξεκάθαρο ότι οι συνισταμένες που χρειάζονται για να συνδεθούν οι άνθρωποι ποικίλουν από περίπτωση σε περίπτωση. Και αφού, τα ενδιαφέροντα, τα χόμπυ, οι ιδέες σχετικά με τη ζωή και τον κόσμο κτλ, δεν είναι οι σταθερές οι οποίες αποτελούν θεμέλια για το δέσιμο δύο ατόμων, τότε τι είναι αυτό που μπορεί να θεωρηθεί ως αναπόσπαστο στοιχείο κάθε υγιούς σύνδεσης μεταξύ δύο προσωπικοτήτων;

Ίσως τελικά, πολλά από τα χαρακτηριστικά που θεωρούμε τόσο κρίσιμα για το «είναι» μας, να μην είναι τόσο σημαντικά για τις ανθρώπινες σχέσεις, ή ίσως να είναι απλά προεκτάσεις άλλων σημαντικότερων στοιχείων μας τα οποία μπορεί να έχουν καλιεργηθεί τελείως υποσυνείδητα και να μην τα  έχουμε πάρει καν χαμπάρι. Ίσως είναι αυτό που κάποιοι το αποκαλούν «ψυχή ενός ανθρώπου», ίσως  είναι αυτό που λέμε όταν βλέπουμε δύο ανθρώπους να είναι δεμένους, ότι είναι από την «ίδια πάστα».

Είναι αρκετά θολό το τοπίο, μια και οι έννοιες που καθορίζουν την πάστα ενός ανθρώπου, είναι αμφιλεγόμενες, όχί τόσο ως προς το νόημα τους, αλλά στην εφαρμογή τους στον άνθρωπο αυτό, καθώς έχουν την τάση να είναι υποκεμενικές. Έννοιες όπως η ειλικρίνεια, η τιμιότητα, η ανοιχτόμυαλη προσέγγιση σε διάφορα θέματα, το χιούμορ και τόσες άλλες που καθοριζουν την υπόσταση μας, πολλές φορές χωρίς να το καταλαβαίνουμε καν.

Οπότε όταν κάποιοι άνθρωποι έχουν αυτά τα στοιχεία και εφαρμόζονται πάνω τους κατά παρόμοιο τρόπο, ώστε να αναγνωρίζονται μεταξύ αυτών των δύο ατόμων, τότε συμβαίνει αυτή η όμορφη διαδικασία, του να κολλάνε οι δυο τους, να έχουνε χημεία. Δεν είναι κάτι τόσο συνηθισμένο όσο μπορεί να νομίζουμε, αν κρίνουμε από το γεγονός το ότι οι περισσότεροι από μας, δεν καταλήγουν με πάνω από δύο-τρεις αληθινούς φίλους, ενώ στις σχέσεις είναι ακόμα πιο σύνθετα τα πράγματα ώστε ακόμα και τις πετυχημένες από αυτές να τις τοποθετήσουμε στην κατηγορία της «χημείας».

Με βάση τα παραπάνω, φαίνεται πως πολλές φορές η ποιότητα και η ιδιαιτερότητα κάθε ανθρώπου, δεν κρίνεται με από τα επιφανειακά χαρακτηριστικά που εκφράζει καθημερινά, αλλά από βαθύτερα τα οποία αναδύονται ενίοτε σε ανύποπτες στιγμές. Αυτή η ασάφεια, είναι που κάνει και τόσο γοητευτική την παρατήρηση των ανθρωπίνων σχέσεων και του πως δημιουργούνται και του πως εξελίσσονται. Διότι, αν ήταν απλά μαθηματικά, αν ήταν απλά «1+1=2», τότε θα δημιουργούτα μία πεπατημένη την οποία θα προσπαθούσαμε όλοι να ακολουθήσουμε.

Μπορεί να μας ζορίζει αυτή η γκρίζα ζώνη, μπορεί πολλές φορές να μας απελπίζει όταν η «πάστα» μας δεν βρίσκει εύκολα άλλες ταιριαστές στην ίδια, αλλά η άλλη όψη του νομίσματος είναι αυτή που κάνει το τίμημα να φαίνεται μικρό. Όταν δηλαδή γνωρίζουμε έναν άνθρωπο και αντιλαμβανόμαστε ότι η παρουσία του στη ζωή μας δεν θα είναι παροδική. Όταν νιώσουμε ότι έχουμε βρει ένα συνοδοιπόρο.

 


Πηγή εικόνας: brainfoodextra.com

Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2020

Το αυγό του φιδιού στην Ελλάδα

Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά. Τι είναι ένας «φασίστας». Είναι οπαδός της ιδεολογίας του φασισμού. Χαίρω πολύ. Και τι είναι φασισμός; Ας αφήσουμε εκτός, για την οικονομία του κειμένου, τις διάφορες περιπτώσεις που χρησιμοποιούνται αυτές οι λέξεις και ας συγκρατήσουμε την αρχική πολιτική έννοια τους. Σύμφωνα με τον Μπαμπινιώτη είναι «ένα πολιτικοκοινωνικό σύστημα της άκρας δεξιάς, με έντονα εθνικιστικό και αυταρχικό χαρακτήρα, που καταργεί τον κοινοβουλευτισμό και τη δημοκρατία και βασίζεται στον μονοκομματισμό και τον ολοκληρωτισμό».

Πόσους φασίστες έχει διαχρονικά η Ελλάδα; Αν αποφασίσουμε να μην είμαστε αυστηροί και να μην συμπεριλάβουμε αυτούς που μπορεί να έχουν ενίοτε φασίζουσα συμπεριφορά, ή να υποστηρίζουν περιστασιακά και από βλακεία, φασιστικά κινήματα και αν κρατήσουμε τον όρο «φασίστας» για αυτούς που εξασκούν άμεσα την ιδεολογία του φασισμού και συμμετέχουν αυτοπροσώπως σε φασιστικές ενέργειες, κινήματα και καθεστώτα, θα φτάσουμε στο συμπέρασμα ότι δεδομένου της βλαβερής τους επιρροής στην κοινωνία, δεν είναι λίγοι.

Δυστυχώς όμως θα φτάσουμε και στο συμπερασμα ότι διαχρονικά η ποσότητα τους δεν μειώνεται, στην πραγματικότητα. Διατηρείται και κρύβεται μέσα σε «δημοκρατικά» κινήματα, πολλές φορές κάνει και τη 
«βρώμικη δουλειά» για αυτά και περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να ξεπροβάλλει από την κρυψώνα του. Σαν ένα φίδι.


Ο αναγνώστης θα καταλάβει σε ποιους ακριβώς αναφέρομαι ως «φασίστες με τη βούλα» με την ιστορική αναδρομή που θα υπάρξει στις επόμενες παραγράφους. Θα αφήσω έξω προφασιστικές δράσεις από διάφορα κινήματα εθνικιστικού χαρακτήρα και θα πάω στο πρώτο ξεδιάντροπα φασιστικό καθεστώς που έλαβε χώρα στην Ελλάδα, την 4η Αυγούστου 1936, τη δικτατορία του Μεταξά. Πέρα από τους εφησυχασμένους νοικοκυραίους που δεν είχαν πρόβλημα τα παιδιά τους να διαπαδαγωγούνται με ακραίες εθνικιστικές διδαχές, υπήρχαν και πολίτες οι οποίοι συνεισφέραν στην «ευζωία» του καθεστώτος, με ρουφιανιές, τραμπουκισμούς και βασανιστήρια.

Θα περίμενε κάποιος, η επερχόμενη Γερμανική κατοχή να ανακόψει τη δράση τους, αλλά αντίθετα την εντατικοποίησε. Είτε μέσω της παραδοσιακής χαφιέδικης συμπεριφοράς τους, είτε μέσω της συμμετοχής τους σε κατοχικές τερατουργίες όπως τα τάγματα ασφαλείας και οι Χίτες. Μόνο η αντίσταση του ΕΛΑΣ περιόρισε την δράση τους. Για λίγο, όμως μια και μετά το τέλος της κατοχής τους βρήκε να πρωταγωνιστούν σε αντικομμουνιστικές δράσεις, τη «Λευκή Τρομοκρατία», με την κάλυψη της «δημοκρατικής» εγκάθετης, εκ δυτικών, κυβέρνησης.

Ουσιαστικά αυτοί που ρουφιάνευαν και τραμπούκιζαν τον κόσμο στους Γερμανούς, έπειτα ρουφιάνευαν και τραμπούκιζαν για λογαριασμό των εχθρών των Γερμανών. Στα «κρυφά» εννοείται, μια και στην Ελλάδα επικρατούσε «Δημοκρατία». Για τιμωρία τους στο μεταπολεμικό καθεστώς, ούτε λόγος. Σύμφωνα με τον Δημήτρη Κουσουρή, ιστορικό στο πανεπιστήμιο της Βιέννης, η Ελλάδα είναι η χώρα με την μικρότερο αριθμό καταδικασθέντων δοσιλόγων. Πολλοί μάλιστα ανταμείφθηκαν πλουσιοπάροχα για τις υπηρεσίες τους, σαν τον πατέρα του Χριστοφοράκου.

Πέρασαν αρκετά χρόνια, που οι φασίστες δρούσαν σε ένα φανερό παρασκήνιο, όπως η δολοφονία του Λαμπράκη, με την ανοχή (αν όχι τις ευλογίες) των ελληνικών κυβερνήσεων, μέχρι που τελικά ξαναβγήκαν στο προσκήνιο, εκμεταλλευόμενοι την πολιτική κρίση της εποχής και έχοντας ως όχημα την στρατιωτική δικτατορία που επιβλήθηκε μέσω πραξικοπήματος, την 21η Απριλίου του 1967. Τα επόμενα εφτά χρόνια θα συνέχιζαν τις αγαπημένες τους δραστηριότητες των τραμπουκισμών, της ρουφιανιάς και των βασανιστηρίων.

Όταν τελικά, κατέπεσε το Απριλιανό καθεστώς και ξαναήρθε η «Δημοκρατία» στην Ελλάδα, πολλοί παρατήρησαν ότι οι πολίτες της χώρας έγιναν μάρτυρες ενός ιστορικού
déjà vu. Ελάχιστοι φασίστες τιμωρήθηκαν και η πλειοψηφία αυτών έζησαν ζωή χαρισάμενη, κάποιοι από αυτούς μάλιστα κομπάζοντας για τις νεο-δημοκρατικές τους ιδέες. Φυσικά, συνέχισαν να δρουν με χαμηλό πολιτικά προφίλ, π.χ. μέσω της ΕΠΕΝ, στην οποία ανήκαν και εξέχοντα πολιτικά πρόσωπα όπως ο Μάκης Βορίδης, ο οποίος στον ελεύθερο χρόνο του έκανε αθλοπαιδειές με τσεκούρια. Και εννοείται και ο Νίκος ο Μιχαλολιάκος, ο μετέπειτα Γ.Γ. της Χρυσής Αυγής.

Στα χρόνια της μεταπολίτευσης, περιστασιακά οι φασίστες κάναν πιο έντονη την παρουσία τους με τη δολοφονία του Νίκου Τεμπονέρα από τον Γιάννη Καλαμπόκα, στέλεχος της ΟΝΝΕΔ, την απόπειρα δολοφονίας του προαναφερθέντος ιστορικού από τον «Περίανδρο». Μέχρι που φτάνουμε στην αρχή της οικονομικής κρίσης, το 2008 και οι φασίστες επανέρχονται με κάθε επισημότητα μέσω της εκλογικής ανόδου της Χρυσής Αυγής. Το τι ακολούθησε είναι πάνω-κάτω γνωστό, με αποκορύφωμα τη χθεσινή έκδοση της καταδικαστικής απόφασης για την εγκληματική φύση του Νεοναζιστικού κόμματος. Πλεονασμός.

Στον αναγνώστη του παρόντος κειμένου, μπορεί να φαίνεται ότι επαναλαμβάνομαι και θα έχει και δίκιο για αυτή του την παρατήρηση. Διότι, μελετώντας κάποιος την ιστορία του φασισμού στην Ελλάδα, τον τελευταίο αιώνα, θα παρατηρήσει ότι επαναλαμβάνεται το ίδιο ιστορικό μοτίβο: Οι φασίστες να παρασιτούν παρασκηνιακά σε μία φαινομενικά δημοκρατική κοινωνία, να έρχονται στο προσκήνιο εκμεταλλευόμενοι κοινωνικόπολιτικές κρίσεις και έπειτα να επιστρέφουν στο παρασκήνιο ή να καμουφλάρονται ως εθνικόφρονες δημοκράτες, αναμένοντας τη στιγμή που θα εκφράσουν τα μισανθρωπικά τους ένστικτα. Και φυσικά ποτέ να μην έχουν την τιμωρία που τους αναλογεί.

Δεν πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες ότι το σημερινό σύστημα, συνέχεια των παλαιότερων, θα είναι πολύ πρόθυμο να αλλάξει αυτό το μοτίβο. Μην ξεχνάμε ότι οι 50 καταδικασμένοι δεν δράσαν μόνοι τους. Έτσι γίνεται ακόμα πιο σημαντικό το γεγονός, ότι τα υγιή τμήματα αυτής της κοινωνίας έχουν καθήκον μέσω της καθημερινής συλλογικής τριβής να καταστήσουν σαφές σε όλους, ότι οι φασίστες δεν μπορούν να κρύβονται, με κορώνες ΓιαΤηνΠατρίδα, ούτε να διατυμπανίζουν ότι προσφέρουν Ελληνικές Λύσεις, ούτε ότι έβαλαν μυαλό και έχουν γίνει Νεοι Δημοκράτες, ούτε να τους συγχωρούνται οι ένστολες βίαιες συμπεριφορές, όπως όταν ανακοινώθηκε η ετυμηγορία και επιτεθήκαν τελείως αναίτια στο συγκεντρωμένο πλήθος, έξω από το δικαστήριο. 

Διότι το αυγό του φιδιού πρέπει να συνθλίβεται από όλες τις πλευρές, προτού εκκολαφθεί.



Πηγή εικόνας: trendsmap.com

Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2020

Δίνοντας προτεραιότητα στη ζωή μας

 

Ακριβώς τη στιγμή που γεννιόμαστε, πέρα από τη διαδικασία της ζωής, ξεκινάει και μία άλλη. Μία αναμέτρηση. Ξεκινάει η αλληλεπίδραση με το περιβάλλον μας και κυρίως με τους ανθρώπους γύρω μας. Εννοείται σε αυτό το αρχικό στάδιο κυριαρχεί η επικοινωνία μας με τους γονείς μας. Μετά από κάποια χρόνια, αρχίζουμε και διευρύνουμε το περιβάλλον μας με την είσοδο στις αίθουσες και στις αυλές του σχολείου και σε δευτερεύουσες, βάσει του χρόνου που δεσμεύουν, δραστηριότητες. Που βρίσκεται όμως το στοιχείο της αναμέτρησης; Ποιες έννοιες, ποια μεγέθη συγκρούονται ή έστω απλά συγκρίνονται;

Τα μεγέθη αυτά, είναι δύο. Το ένα είναι το πως βλέπουμε εμείς τον εαυτό μας, τη ζωή μας και το άλλο είναι το πως αντιλαμβανόμαστε ότι μας βλέπουν οι «άλλοι». Όσο μεγαλώνουμε και ωριμάζουμε τόσο καλλιεργούνται και αυτές οι δύο αντιλήψεις και μάλιστα αλληλοεπηρεάζονται, αλληλοεμπνέονται και αλληλοδιαψεύδονται, ενίοτε. Η αναμέτρηση τους, η τριβή τους, είναι μία εντελώς φυσιολογική διαδικασία που λαμβάνει χώρα στον καθένα μας, μια και ο άνθρωπος έχει αυτή την, κάποιες φορές ενοχλητική, τάση να κοινωνικοποιείται.

Όπως γίνεται αντιληπτό, η παραπάνω συνύπαρξη δεν μπορεί να αποφευχθεί εκτός αν κάποιος αποφασίσει να γίνει ερημίτης στα υψίπεδα του Κασμίρ. Και αυτή η μη αποφυγή δεν είναι απαραίτητα κάτι κακό, δεν είναι εξ’ ορισμού μία επώδυνη διαδικασία. Μπορεί να γίνει όμως. Στην περίπτωση που η αντίληψη που έχουμε για τη συμπεριφορά των «άλλων» απέναντι μας, υπερισχύσει της αντίληψης που έχουμε οι ίδιοι για εμάς. Και ειδικά όταν η αίσθηση μας για την πρώτη δεν είναι και ιδιαίτερα ευχάριστη. Διότι τότε είναι που ξεκινάει η κατηφόρα μας, αρχικά εσωτερική και έπειτα εξωτερική.

Άσχημες και αγενείς συμπεριφορές, ματαιώσεις σημαντικών μας σχέσεων, αδιαφορία από υποψήφιες νέες και ένα σωρό άλλες αρνητικές ενέργειες εναντίον μας, μπορεί να μας οδηγήσουν να πιστέψουμε ότι οι «άλλοι» έχουν αρνητική άποψη για μας. Και έπειτα να ρίξουμε την ευθύνη για αυτό το συναίσθημα σε μας. Και τέλος να υιοθετήσουμε και εμείς οι ίδιοι αυτή την «άποψη» για τον εαυτό μας. Και εκεί είναι που ζορίζει πλέον η κατάσταση. Διότι χάνοντας την εκτίμηση για τον εαυτό μας, χάνουμε αυτόματα την εκτίμηση και για την ίδια μας τη ζωή. Η οποία, ξεχνάμε πολλές φορές ότι, είναι μία και μοναδική. Άλλη δεν θα υπάρξει, από όσο γνωρίζουμε τουλάχιστον.

Και είναι αυτή η μοναδικότητα της ζωής μας, της ύπαρξης μας, που την κάνει τόσο ανεκτίμητη, τόσο συντριπτικά ανώτερη από την οποιαδήποτε υποτίμηση θα δεχτούμε από κάποιον εξωτερικό παράγοντα κατά τη διάρκεια της. Είναι απλό, δεν χρειάζεται κάποια διατριβή στη φιλοσοφία. Απλά δεν αξίζει. Ναι, είναι δύσκολο να το χωνέψουμε όταν μεγαλώνουμε σε ένα περιβάλλον συνεχούς κριτικής, πολλές φορές κακοπροαίρετης. Είναι πολύ δύσκολο να το κατανοήσουμε όταν έχουμε τριγύρω μας «άλλους» που μας προπαγανδίζουν να νοιαζόμαστε για τους «άλλους»,  ενώ οι ίδιοι δεν δίνουν δεκάρα για τα δικά μας συναισθήματα. Είναι πραγματικά, τεράστια πρόκληση να καταφέρουμε να βγούμε από αυτή τη λούπα, από αυτό τον λαβύρινθο που μας έχουν κλείσει.

Για να αρχίσει να επιδιώκεται αυτή η απόδραση, χρειάζεται συνήθως μία επώδυνη και τρομακτική αφορμή. Μία εμπειρία η οποία θα μας υπενθυμίσει την ασυναγώνιστη αξία που έχει η ζωή μας, για εμάς, απέναντι σε κάθε άλλον άνθρωπο και ειδικά αυτούς που την έχουν «μολύνει». Μία κατά μέτωπο αναμέτρηση με την περίπτωση της απώλειας του σημαντικότερου κτήματος μας. Της ύπαρξης μας. Διότε εκείνη τη στιγμή, ο μεγαλύτερος φόβος μας, η πρώτη με διαφορά από τη δεύτερη, έγνοια μας, δεν θα είναι η οποιαδήποτε άποψη ενός «άλλου» αλλά εμείς οι ίδιοι. Είναι το ένστικτο της επιβίωσης, το καλύτερο εργαλείο αναπροσαρμογής προτεραιοτήτων.

Θα είναι μία δυσάρεστη, αλλά και μία προοπτικά λυτρωτική αφετηρία επανάκτησης της προτεραιότητας της ζωής μας, στο σύστημα αξιών του μυαλού μας, στην ιεραρχία που υπάρχει μέσα στο κεφάλι μας. Και θα ακολουθήσει μία πορεία δύσκολη, κάποιες φορές ευάλωτη, στην οποία όμως θα πρέπει να μείνουμε πιστοί. Και ανοιχτοί σε κάθε χέρι που θα μας στηρίξει, είτε αυτό είναι κάποιου ανθρώπου που ποτέ δεν έγινε απόλυτα «άλλος» απέναντι μας, είτε μας πείθει με τις πράξεις του ότι δεν σκοπεύει να γίνει.


Πηγή εικόνας: startupanz.com