Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2018

Το μικρό μπαράκι



Ήταν σχεδόν δύο χρόνια πριν. Είχα εγκατασταθεί, οριστικά πλέον, στο Αϊντχόφεν. Είχα βρει δουλειά με κάποιες προοπτικές για το μέλλον, είχα βρει σπίτι για να μείνω, κάτι που είναι δυσκολότερο εδώ, από το να βρεις δουλειά και η μεταβατική περίοδος που είχε ξεκινήσει λίγους μήνες πριν, με τη μετανάστευση μου, μόλις είχε τελειώσει. Μια καινούρια ζωή ξεκινούσε. Από το μηδέν. Δεν γίνεται διαφορετικά.

Και όταν λέμε νέα ζωή εννοούμε ότι όλα ξεκινούσαν από την ανυπαρξία. Και αφού η δουλειά και το σπίτι είχαν τακτοποιηθεί, έπρεπε να αρχίζει σιγά-σιγά να χτίζεται και ο κοινωνικός κύκλος. Ναι, ακόμα και άτομα σαν εμένα που δεν φημίζονταν ποτέ για την δημοτικότητα τους, και νιώθουν συνήθως καλά με αυτό, θέλουνε να έχουν έστω κάποιους λίγους ανθρώπους τριγύρω τους να μπορούν να επικοινωνήσουν. Που και που.

Το αρκετά ασυνήθιστο, ωράριο εργασίας μου, δεν μου άφηνε πολλές επιλογές. Η δυνατότητα που είχα να βγαίνω, κυρίως καθημερινές, τις ελαχιστοποιούσαν ακόμα περισσότερο. Αλλά οι βδομάδες περνούσαν. Ο κύκλος παρέμενε από στενός, μέχρι ανύπαρκτος. Αν ήθελα να βγω, να πιω και να δω λίγο κόσμο έπρεπε να κάνω κάτι που απεχθανόμουν μέχρι τότε και απέφευγα με μανία, μαθημένος από την Ελλάδα. Να βγω μόνος.

Επιλογές, θεωρητικά υπήρχαν αλλά σχεδόν καμία δεν έδειχνε ότι θα ένιωθα άνετα αν πήγαινα κάπου και καθόμουν απλά πινόντας και χωρίς να μιλάω σε κανέναν. Η μόνη επιλογή που φαινόταν κάπως ταιριαστή για την όλη κατάσταση, ήταν ένα πολύ μικρό μπαράκι που είχα επισκευθεί λίγο καιρό πριν με έναν από τους πολλούς προσωρινούς συγκατοίκους μου. Θυμάμαι ότι με είχε γοητεύσει η ατμόσφαιρα και η αισθητική του. Παλιό κτίριο, αρκετών αιώνων (αργότερα έμαθα ότι είναι το παλιότερο κτίριο στο Αϊντχόφεν, από το 1711), με μία σκούρη, ξύλινη απόχρωση να κυριαρχεί, μία μεγάλη μπάρα και με έναν πίνακα στον τοίχο όπου απεικονίζονταν, μεταξύ άλλων, ο Τζώνυ Κας και ο Φρανκ Σινάτρα. Το μαγαζί ήταν το,
The Little One. Με την επεξήγηση, the speakeasy bar. Στη θεωρία ιδανικό για ένα τύπο σαν εμένα που το να μιλάει με αγνώστους, του φαίνεται πυρηνική φυσική.

Από την πρώτη στιγμή που μπήκα μέσα και παρήγγειλα το ποτό μου, ένιωσα καλοδεχούμενος. Σπανιότατο, για να μην πω, πρωτοφανές. Καλοδεχούμενος και από τον χώρο και από το προσωπικό, το οποίο ήταν ένας μπάρμαν τη φορά. Ακόμα και από την μουσική, στην οποία κυριαρχούσαν οι δεκαετίες του 60’ και του 70’. Καθώς περνούσε ο καιρός και επισκεπτόμουν το μαγαζί τακτικά, 3 φορές τη βδομάδα, άρχισα να γνωρίζομαι καλύτερα μαζί τους σε βαθύτερο ανθρώπινο επίπεδο και να μοιραζόμαστε πληροφορίες για τις ζωές τους. Παρατηρούσα ότι όποτε έρχονταν στο μαγαζί σαν πελάτες και μεθούσαν, ήταν πάντοτε κύριοι και αγαπούσαν όλο τον κόσμο. Και είμαι από τους ανθρώπους που βγάζουν πολλά συμπεράσματα για κάποιον, όταν τον βλέπουν σουρωμένο.

Ταυτόχρονα άρχισα να γνωρίζομαι με άλλους τακτικούς θαμώνες του μαγαζιού. Με κάποιους από αυτούς δεθήκαμε περισσότερο, με άλλους απλά μείναμε
drink buddies. Δεν θα είναι υπερβολή να πω ότι το μεγαλύτερο μέρος, του κύκλου που έχω στο Αϊντχόφεν, γεννήθηκε και καλλιεργήθηκε σε αυτό το μπαρ.

Όλη όμως αυτή η ανθρώπινη επικοινωνία, λάμβανε χώρα μόνο τις καθημερινές και τα κυριακάτικα βράδια. Διότι Παρασκευή και Σάββατο, όπου έβγαινε όλο το Αϊντχόφεν έξω, το μικρό αυτό μπαράκι γέμιζε ασφυκτικά και έτσι κάθε δυνατότητα ειλικρινούς επαφής χανόταν. Αυτό ήταν και το μοναδικό «ελάττωμα» αυτού του μαγαζιού. Σε καμία περίπτωση, αρκετό για να φθείρει το δέσιμο που απέκτησα με αυτό τον χώρο και τους ανθρώπους του.

Πολλές όμορφες στιγμές σε αυτό το μικρό μπαράκι. Από την αυτοσχέδια χορωδία, στην οποία συμμετείχα ένα βράδυ και τραγουδούσαμε όλοι οι θαμώνες μαζί, το
Bohemian Rhapsody των Queen, στο πρώτο μου φιλί στην Ολλανδία, στην πτώση μίας μεθυσμένης ηλικιωμένης κυρίας που παρέσυρε στην πορεία της και έναν συμπότη μου, στο τσίπουρο που είχα φέρει στα γενέθλια μου και έκανα τη συμφωνία να το μοιράζουν κάθε τόσο σε σφηνάκια, στην πολυπολιτισμική εκείνη την μέρα παρέα μου. Και πόσα άλλα.

Όλα αυτά μέχρι την Παρασκευή το απόγευμα, όπου περπατώντας με έναν φίλο, το είδα κλειστό με υποστηλώματα έξω. Μετά από λίγο είδα και ανακοίνωση στη σελίδα στο
facebook, ότι θα γίνει ανακαίνιση. Δυστυχώς όμως προχθές έμαθα ότι θα μείνει κλειστό για τουλάχιστον 6 μήνες. Και αμφίβολο αν όντως θα ξανανοίξει μετά. Είναι ειρωνεία. Ένα κτίριο που άντεξε μέχρι και τον βομβαρδισμό του Αϊντχόφεν στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, να έχει τώρα προβλήματα στατικότητας.

Είδα και μία μπαργούμαν που δούλευε στο
Little One, προχθές, σε ένα άλλο μπαράκι εκεί κοντά. Όταν βρεθήκαμε, δεν είπαμε τίποτα από τα τυπικά. Μου είπε μόνο, με εμφανή τη λύπη της, τη φράση: «Και τι θα κάνουμε τώρα; Είναι κρίμα». Και μετά από λίγο, αγκαλιαστήκαμε.

Ίσως να ακούγονται υπερβολικά όλα τα παραπάνω, αλλά αν δεν τα έχει ζήσει κάποιος δεν μπορεί να καταλάβει. Ίσως και επειδή έτσι ήμασταν οι πιστοί θαμώνες του μαγαζιού αυτού. Αιώνιοι θηρευτές του οποιουδήποτε αμελητέου στοιχείου που μπορεί να θεωρηθεί, ρομαντικό.

Και θα μου λείψει αυτό. Όπως και το αποχαιρετιστήριο τραγούδι, που έπαιζε κάθε βραδιά όταν έκλεινε. Ένα τραγούδι που του ταίριαζε απόλυτα. Ελπίζω να το ξαναζήσω αυτό. Να κάθομαι, μεθυσμένος στο σκαμπό, στο μπαρ του
Little One και να ακούω τις πρώτες νότες του One more for my Baby (and one more for the road) του Φρανκ Σινάτρα, ενώ ο μπάρμαν μου βάζει ένα τελευταίο ποτό για το δρόμο, σε πλαστικό ποτήρι. Έτσι θα το θυμάμαι.




Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2018

Η ιστορία ενός αγοριού



Ένα αγοράκι, γεννιέται κάπου. Του φοράνε γαλάζια φορμάκια, όσο είναι μωρό. Ενώ μεγαλώνει και αρχίζει να αντιλαμβάνεται και να μιλάει αρχίζουν και του παίρνουν παιχνίδια. Κυρίως στρατιωτάκια αλλά και αυτοκινητάκια, τα οποία δεν του αρέσουν, αλλά συνεχίζουν να του τα δίνουν ως δώρο. Έτσι είναι το σωστό αγοράκι.

Ξεκινάει να πηγαίνει σχολείο. Δεν έχει πρόβλημα να παίζει είτε με άλλα αγοράκια, είτε με κοριτσάκια. Το μαθαίνουν όμως ότι δεν πρέπει να παίζει με κοριτσάκια διότι έτσι υπάρχει η πιθανότητα να γίνει «κουνιστός». Αντίθετα πρέπει να παίζει με αγοράκια, να αναπτύξει μέσα του, το στοιχείο του ανταγωνισμού και να μάθει να επιβάλλεται ακόμα και διά της βίας αν χρειαστεί. Πρέπει να είναι ο αρχηγός, ή τουλάχιστον ένας από τους αρχηγούς. Έτσι είναι το σωστό αγόρι.

Δεν του αρέσουν όμως αυτά και δεν είναι στη φύση του, ώστε να μπορέσει να τα εφαρμόσει αποτελεσματικά. Σύντομα τα άλλα αγοράκια αρχίζουν να τον αποκαλούν φλώρο, να τον αγνοούν και να τον σνομπάρουν. Αναγκάζεται να υιοθετήσει μία, φαινομενικά, πιο μαγκιόρικια συμπεριφορά, ώστε να μην είναι μόνος. Έτσι είναι το σωστό αγόρι. Μέχρι που αυτή θα αρχίσει να γίνεται πραγματική τουλάχιστον έχοντας έναν καθαρά αμυντικό προσανατολισμό.

Γίνεται έφηβος. Τα χαρακτηριστικά που είχε τα προηγούμενα χρόνια, υπάρχουν ακόμα. Αρχίζουν τα πρώτα χτυποκάρδια. Η συνεσταλμένη όμως συμπεριφορά του δεν αποτελεί σύμμαχο για την επίτευξη των επιθυμιών του. Πλησιάζει κάποια κορίτσια, έχοντας μία ευγενική και ρομαντική προσέγγιση, μια και δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, αυτά είναι τα συναισθήματα του. Τελικά περνάει αδιάφορος, μια και δεν έχει τρόπο να επιβάλλει την παρουσία του, ούτε του αρέσει να κυνηγά. Και καταλήγει να νιώθει αόρατος, ανύπαρκτος με εξαίρεση τις στιγμές που γίνεται αντικείμενο χλευασμού επειδή τόλμησε να εκφραστεί. Σκέφτεται πως μπορεί να το αλλάξει αυτό, να γίνει σαν τα άλλα δημοφιλή αγόρια της ηλικίας του. Τους παρατηρεί και αντιλαμβάνεται ότι αυτό που τους κάνει επιθυμητούς, είτε σαν παρέα είτε σαν συντρόφους, είναι η δυνατότητα να επιβάλλονται στους άλλους, να τους μειώνουν, άμεσα ή έμμεσα, συνειδητά ή ασυνείδητα. Έτσι είναι ο σωστός έφηβος. Αρνείται να το κάνει και τελικά τα εφηβικά του χρόνια, περνάνε αέρας.

Γίνεται φοιτητής. Παραμένει μη δημοφιλής, παρ’ ότι σε όλες τις συζητήσεις και τις αμπελοφιλοσοφίες που γίνονται, συνοδεία νερωμένου κρασιού, όλοι οι συνομιλητές του, του δίνουν δίκιο στα επιχειρημάτα του. Παρατηρεί τους συμφοιτητές του που είναι μέλη ισχυρών κομματικών παρατάξεων, να απολαμβάνουν πολύ μεγαλύτερης προσοχής από το πανεπιστημιακό περιβάλλον με ότι αυτό συνεπάγεται για τις διαπροσωπικές τους σχέσεις. Αντιλαμβάνεται ότι, η θέση τους είναι αυτή που τους δίνει εξουσία και αυτή με τη σειρά της, τους δίνει την προβολή που χρειάζονται για τη δημοτικότητα τους. Έτσι είναι ο σωστός άντρας. Τελειώνει το πανεπιστήμιο.

Βγαίνει στην αγορά εργασίας. Καταλαβαίνει ότι όντας υπάλληλος έχει πολύ λιγότερο κύρος από αυτούς που έχουν δικιά τους επιχείρηση. Η κοινωνία απαιτεί από αυτόν, εφόσον είναι άντρας, να έχει αρκετά λεφτά και να τα επιδεικνύει, με τα αντίστοιχα ρούχα και αμάξια καθώς και διαφεντεύοντας άλλους ανθρώπους, μια και πρέπει να είναι αφεντικό. Πρέπει να πηγαίνει γυμναστήριο, αν χρειαστεί να παίρνει στεροειδή και να μοστράρει τα μούσκουλα του στην παραλία. Έτσι είναι ο σωστός άντρας.

Αυτός όμως αφενός δεν έχει τίποτα από τα παραπάνω, αφετέρου δεν γουστάρει να έχει τίποτα από τα παραπάνω. Αυτός, αυτό που θέλει, είναι να έχει έναν άνθρωπο ισότιμο απέναντι του, για τον οποίο όμως θα είναι έτοιμος να θυσιαστεί για να τον προστατέψει, σε περίπτωση που χρειαστεί, από τους υπόλοιπους. Και να είναι αμφίδρομο αυτό το συναίσθημα, αν χρειαστεί. Δεν είναι κυνηγός, το έχει αντιληφθεί, τι και αν προσπάθησε επιφανειακά να το εφαρμόσει μια και με αυτό απαιτούσε ο κόσμος από αυτόν. Είναι προστάτης, διακριτικός, έτοιμος να το εκδηλώσει, όποτε και αν, χρειαστεί.

Αυτά τα στοιχεία του όμως δεν τον προσφέρουν τίποτα άλλο από μία θέση στο περιθώριο. Οι γυναίκες τον αφήνουν, για άλλους που ασκούν ακόμα και σωματική βία πάνω τους, επειδή μάλλον τους φάνηκε πιο αρρενωπή η συμπεριφορά τους. Έτσι είναι ο σωστός άντρας, έτσι τις έχουν μάθει, ο διάλογος και ο σεβασμός είναι για τους αδύναμους. Τα αφεντικά δεν τον σέβονται παρ’ ότι δίνει τον καλύτερο του εαυτό στην εργασία του. Οι φίλοι τον χαιρετάνε και ένα αίσθημα λύπησης σχηματίζεται στο βλέμμα τους.

Στο κρεβάτι, ενώ έχει μείνει πολλές φορές ανικανοποίητος από την πράξη, δεν το έχει εκφράσει ποτέ προκειμένου να μην προσβάλλει την παρτενέρ του. Αντίθετα ο ίδιος έχει δεχτεί πολλές φορές αρνητική κριτική και για τις επιδόσεις του και για το μέγεθος του. Διότι θα έπρεπε να επιβάλλεται στο κρεβάτι, θα έπρεπε το μόριο του να είναι αντίστοιχο των προβαλλόμενων προτύπων. Έτσι είναι ο σωστός ο άντρας.

Τα χρόνια περνάνε και τελικά κάνει οικογένεια. Κάνει δύο δουλειές για να συντηρήσει τα μέλη της. Παθαίνει αυτοκινητιστικό ατύχημα. Φτηνά τη γλίτωσε, αλλά δεν θα μπορεί να εργαστεί για κάποιο καιρό. Απολύεται και από τις δύο, τις δουλειές του. Η συζυγος του, τον αφήνει και του απαγορεύει να δει τα παιδιά του μια και δεν μπορεί λόγω της παρούσας οικονομικής του κατάστασης να τους προσφέρει αυτά που ένας άντρας πρέπει να τους προσφέρει. Είναι ένας αποτυχημένος, ενώ θα έπρεπε να ήταν επιτυχημένος, ακόμα και αν αυτό θα απαιτούσε την έκπτωση των ηθικών του αξιών. Έπρεπε να μπορεί να προσφέρει τα περισσότερα στην οικογένεια, ανεξαρτήτος τιμήματος. Έτσι είναι ο σωστός ο άντρας.

Τώρα που έχει γεράσει και ενώ κάθεται μόνος του σε ένα παγκάκι, αντιλαμβάνεται ότι ποτέ δεν υπήρξε σωστός άνδρας, όπως η ανατομία του σώματος προκάλεσε τους άλλους να απαιτούν από αυτόν. Ποτέ δεν εκπλήρωσε τις απαιτήσεις που είχε η κοινωνία, άντρες και γυναίκες, από το φύλο του. Κάπως έτσι η ζωή του πέρασε χωρίς ιδιαίτερες χαρές. Ήταν το τίμημα που έπρεπε να πληρώσει, για να είναι σωστός άνθρωπος. Με τα δικά του κριτήρια.




Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2018

Ο πατριωτισμός(;;;) των Ελλήνων



Ένα απόφθεγμα του Όσκαρ Ουάιλντ αναφέρει το εξής: «Ο πατριωτισμός είναι η αρετή των φαύλων». Η αλήθεια είναι ότι διαφωνώ με αυτή την άποψη η οποία υιοθετείται από πολλούς. Θεωρώ ότι συμψηφίζει τον υπερεθνικισμό με τον πατριωτισμό. Και αυτό ετυμολογικά είναι λανθασμένο. Υπερεθνικισμός σημαίνει να θεωρεί κάποιος την καταγωγή του ανώτερη από άλλες, άρα να βλέπει ταυτόχρονα μειοτικά τους υπόλοιπους λαούς, ενώ πατριωτισμός είναι να αγαπάει κάποιος την συνολική καταγωγή του.

Εν μέρει βέβαια δικαιολογείται αυτός ο συμψηφισμός μια και δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις στην ανθρώπινη ιστορία όπου, στην πράξη υπερεθνικιστές, κομπάζανε για τον πατριωτισμό τους. Εγώ παρ’ όλα αυτά πιστεύω ότι οι λέξεις είναι εργαλεία και δεν ευθύνονται οι ίδιες για την χρήση που τους αποδίδεται.

 Ίσως έχει να κάνει και με τι αντιλαμβάνεται ο καθένας ως πατρίδα. Εγώ προσωπικά, βάσει της κοσμοθεωρίας μου αντιλαμβάνομαι ως πατρίδα μου τη Θεσσαλονίκη μια και εκεί διαμορφώθηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος της η προσωπικότητα μου, με ότι καλό ή κακό μπορεί να σημαίνει αυτό. Κάπως έτσι δεν νιώθω ιδιαίτερα Έλληνας πατριώτης χωρίς όμως και να έχω καμιά ιδιαίτερη αντιπάθεια προς την Ελλάδα και τους Έλληνες αντίθετα έχω μία ιδιαίτερη έγνοια για τις περιοχές που κατοικούν ομόγλωσσοι μου, με τους οποίους μοιραζόμαστε κοινή πολιτισμική ταυτότητα, αυτή του Ρωμιού. Παρ’ όλα αυτά όμως βλέπω πολλούς Έλληνες να κραυγάζουν για τον πατριωτισμό τους και να αποκαλούν πολύ εύκολα όποιους δεν συμφωνούν μαζί τους, προδότες. Είναι όμως οι Έλληνες, όσοι δηλώνουν, τόσο πατριώτες όσο φωνάζουν ότι είναι;

Καθώς μεγάλωνα, λοιπόν παρατηρούσα όλο και περισσότερες περιπτώσεις που ο πατριωτισμός στα λόγια δεν μετουσιωνόταν σε αντίστοιχες πράξεις. Το αντίθετο διαψευδόταν. Βλέπε τα λαδώματα από εδώ και απο εκεί, τα σκάνδαλα των πολιτικών, η φοροδιαφυγή, η εκμετάλλευση των υπαλλήλων, η ξενομανία στην κατανάλωση, ο χαρακτηρισμός Ελλήνων πολιτών ως Βούλγαρους ή Τούρκους/Τουρκόσπορους και κάπως έτσι φυτεύτηκαν για τα καλά μέσα μου οι σπόροι της καχυποψίας όποτε άκουγα κάποιον να κόπτεται για τον πατριωτισμό του.

Οι οποίοι όλο και αναπτύσσονταν μέσα μου. Και ξεπετάχτηκαν όταν ήρθε η ώρα και εγώ να αποδείξω, μαζί με άλλους αρρένες συμπολίτες της γενιάς μου, τον όποιο πατριωτισμό μου όπως είθισται στο Ελληνικό κράτος μέχρι και σήμερα, υπηρετώντας τον Ελληνικό στρατό. Το κατά πόσο είναι σωστή η συγκεκριμένη διαδικασία ή όχι, είναι ένα άλλο τεράστιο θέμα το οποίο θα ήταν καλό να αναλυθεί σε άλλο κείμενο. Είναι γεγονός όμως ότι είναι κοινώς αποδεκτό από τους Έλληνες που δηλώνουν «πατριώτες», ότι η στρατιωτική τους θητεία είναι μία απόδειξη της συγκεκριμένης ιδιότητας τους.

Βρισκόμουν, λοιπόν, το 2013 στο Κέντρο Εκπαίδευσης Πυροβολικού στη Θήβα. Ήταν και η Χρυσή Αυγή της μόδας τότε, προτού τη δολοφονία του Φύσσα, και πραγματικά πάρα πολλοί συνφάνταροι μου το παίζανε κομάντο και έτοιμοι να θυσιαστούν για την πατρίδα. Επειδή όμως, όπως ανέφερα και προηγουμένως, οι πράξεις δεν ακολουθούν πάντα τις λέξεις, ειδικά αυτές που προφέρονται με ένταση και πάθος, λίγες μόλις μέρες μετά ήρθε η διάψευση.

Ήταν η μέρα που ανακοινώθηκαν οι μονάδες που θα μετατιθόμασταν για να υπηρετήσουμε το μεγαλύτερο μέρος της θητείας μας. Παίζει να ήμασταν μαζεμένοι καμιά 350αριά φαντάροι όπου περιμέναμε και αγωνιούσαμε να μάθουμε σε ποιο μέρος της Ελλάδας θα βρεθούμε. Αγωνιούσαμε; Η συντριπτική πλειοψηφία μάλλον όχι. Τα αποτελέσματα ήταν, γύρω στα 10 άτομα στον Έβρο, 2-3 στη Φλώρινα και άλλοι 5-6 στη Λέσβο. Βάλε και καμιά 30αριά που θα πήγαιναν ειδικές δυνάμεις και Κύπρο. Οι υπόλοιποι Αθήνα και Θεσσαλονίκη.

Δεν ένιωσα ιδιαίτερα μαλάκας που με έστειλαν στον Λαγό Διδυμοτείχου, στον Βόρειο Έβρο. Ήξερα ότι δεν θα μου έλειπαν ούτε τα γιουβαρλάκια της μαμάς ούτε οι αγκαλίτσες της γκόμενας, όπως φάνηκε ότι θα γινόταν στη συντριπτική πλειοψηφία των υπόλοιπων φανατικών πατριωτών φαντάρων. Θα ανακάλυπτα και ένα καινούριο μέρος. Και δεν πήγαινα και σε καμιά εμπόλεμη ζώνη. Ίσως μου την έσπαγε λίγο που ήταν πολύ πιο αυστηρά και προβλεπέ από αλλού και που υπήρχαν περίοδοι που με πήγαινε 20 μέσα 1 έξω, ή όταν έκανα 87 μέρες να πάρω άδεια ή όταν έπεφταν απανωτές επιθεωρήσεις από Μέραρχους και Αντιστράτηγους, λόγω της κρισιμότητας της περιοχής. Παρεπιπτόντως είναι μέχρι τώρα ρεκόρ, σε όποιες συζητήσεις έχω κάνει με στρατιώτες της γενιάς μου κανείς δεν έμεινε τόσες μέρες χωρίς άδεια. Και τα δύο φαινόμενα ήταν αποτέλεσμα της έλλειψης προσωπικού όχι μόνο σε φαντάρους αλλά και σε επαγγελματίες οπλίτες. Και όλα αυτά στην πιο κρίσιμη, για ευνόητους λόγους, στρατιωτική περιοχή της χώρας. Πατριωτισμός εναντίον βίσματος, σημειώσατε 2.

Αυτή ήταν η πλέον σημαντική εμπειρία για μένα για να καταλάβω ότι οι Έλληνες στην πλειοψηφία δεν είναι πατριώτες. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Το κακό είναι ότι δηλώνουν έτσι. Και στα επόμενα χρόνια όχι μόνο δεν διαψεύστηκα το αντίθετο επιβεβαιωνόμουν. Ειδικά σε περιόδους οπού κρίσιμα εθνικά θέματα προκύπτουν όπως πρόσφατα με το όνομα της Μακεδονίας όπου η αρχική μου σελίδα, βομβαρδιζόταν καθημερινά από τις λέξεις «πατρίδα», «Ελλάδα», «προδοσία» κ.τ.λ. Ένα πατριωτόμετρο άνευ προηγουμένου.

Και όπως γίνεται συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις οι κραυγές και ιαχές του πατριωτισμού σπάνια συνοδεύονται από ιστορικές γνώσεις. Πραγματικά πως γίνεται κάποιος να δηλώνει πατριώτης χωρίς να έχει νιώσει την ανάγκη να μελετήσει σε βάθος την ιστορία του τόπου καταγωγής του; Θα αναρωτηθεί κανείς, θα παραμείνει πατριώτης αν το κάνει; Για πατριώτης δεν ξέρω αλλά υπερεθνικιστής σίγουρα δεν θα γίνει εκτός αν πάσχει από εκ γενετής εγκεφαλική βλάβη.

Άραγε όλοι αυτοί που ανέβαζαν φωτογραφίες με τον Αλέξανδρο ματωμένο(άσχετα αν τελικά ήταν ο Δαυίδ στο άγαλμα) γνωρίζουν ότι ο Αλέξανδρος από τη στιγμή που έφυγε από τη Μακεδονία δεν ξαναπάτησε ποτέ; Ότι θεωρούσε τον εαυτό του άπειρα σπουδαιότερο από την πατρίδα του, όπως τον είχε προετοιμάσει και ο πατέρας του Φίλιππος με τη γνωστή φράση «γιε μου βρες ένα βασίλειο που να σου αρμόζει διότι η Μακεδονία είναι πολύ μικρή για σένα»; Εν μέρει δικαιολογημένα διότι οι στρατιωτικές του νίκες ήταν όλες ιδιοφυείς από στρατηγική οπτική. Γνωρίζουν ότι παραγκώνισε τους Μακεδόνες στρατηγούς του για αυτό και αυτοί πιθανότατα τον φάγανε; Έτσι υποστήριζε η μητέρα του Ολυμπιάδα δηλαδή. Την οποία οι Μακεδόνες αντίπαλοι της(Κάσσανδρος), τη λιθοβολήσαν και άφησαν το πτώμα της άταφο να σαπίσει. Γνωρίζουν ότι αργότερα ο μοναδικός γιος του Αλέξανδρου και της γυναίκας του Ρωξάνης δολοφονήθηκαν από τους ίδιους που σκότωσαν την Ολυμπιάδα;

Γνωρίζουν τον Αντίγονο Γονατά και το γεγονός ότι αναστήλωσε το Μακεδονικό κράτος και η χώρα του δεν κελτοποιήθηκε, νικώντας οριστικά (είχαν πετύχει πρώτα μεγάλη νίκη, οι Αιτωλοί) τους Γαλάτες επιδρομείς; Μάλλον όχι μια και φαίνεται ότι φτιάχνονται μόνο με κατακτήσεις αχανών εκτάσεων και επιβολή σε ξένους πληθυσμούς. Γνωρίζουν για τον αγώνα του Περσέα εναντίον των Ρωμαίων, ότι η Μακεδονία ήταν το μοναδικό κράτος που αντιστάθηκε ουσιαστικά σε αυτούς, ενώ η πλειοψηφία των Νότιων Ελλήνων συμμάχησαν με τον κατακτητή, κοινώς στήσαν κώλο; Γνωρίζουν ότι η Θεσσαλονίκη, σημαντικότερη πόλη της Μακεδονίας, στην επανάσταση του Ανδρίσκου, αντί να συμμετάσχει βοήθησε την Ρωμαϊκή αρχή για αυτό και οι Ρωμαίοι της πρόσφεραν τα εφόδια για να αναπτυχθεί και να γίνει μία από τις σημαντικότερες πόλεις της αυτοκρατορίας;

Γνωρίζουν ότι σε όλους τους χάρτες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας(που δεν ξέρουν ότι αυτοαποκαλούταν Αυτοκρατορία της Ρωμανίας) τον 8ο και τον 9ο αιώνα δεν περιλαμβάνεται το μεγαλύτερο μέρος της σημερινής Δυτικής και Κεντρικής Μακεδονίας, διότι ήταν ανεξάρτητες Σκλαβηνίες, σλαβικά φέουδα με άλλα λόγια;

Γνωρίζουν ότι ο αδερφός του Βούλγαρου Τσάρου Σαμουήλ, Δαυίδ, είχε κέντρο των κτήσεων του την Καστοριά και την Πρέσπα και ότι η επικράτεια του έφτανε μέχρι κοντά στη Θεσσαλονίκη και τη Θεσσαλία; Γνωρίζουν ότι είχαν την υποστήριξη των ντόπιων κάτι που αποδεικνύεται από το ότι ο Βασίλειος Β’ για να νικήσει τον Σαμουήλ χρειάστηκε να πολιορκήσει την Βέροια την Καστοριά και τα Βοδενά, σημερινή Έδεσσα;

Γνωρίζουν ομως ότι πολλοί ντόπιοι πρόσφατοι, πρόγονοι τους μιλούσαν Βουλγάρικα ή Σλάβικα. Και ούτε αναρωτιούνται πως γίνεται ενώ είναι Έλληνες καθαρόαιμοι, όπως λένε, να μιλούσαν άλλη γλώσσα. Δεν κάνω προπαγάνδα υπέρ των γειτόνων απλά θέτω ιστορικά στοιχεία τα οποία θέτουν εύλογα τις κραυγές περί Μακεδονίας μίας και απόλυτα Ελληνικής σε αμφισβήτιση. Αμφισβήτιση όχι της εν μέρει, ίσως και πλειοψηφικά, Ελληνικής ταυτότητας της αλλά της απόλυτα Ελληνικής. Ίσως αυτή η γνώση να τους έκανε λιγότερο φανατικούς.

Για να μην αναφέρω τους νότιους Έλληνες οι οποίοι ξαφνικά θυμήθηκαν την Ελληνικότητα της Μακεδονίας τη στιγμή που στα γήπεδα τους η ιαχή «Βούλγαροι» όποτε παίζουν με ομάδα της Ελληνικής Μακεδονίας καλύπτει οποιαδήποτε άλλα συνθήματα. Βλέπετε αυτοί οι Έλληνες πατριώτες το παίζουν καθαρόαιμοι Έλληνες αγνοώντας το γεγονός ότι ονομασίες όπως Σπάτα και Λιόσια έχουν πάρει το όνομα τους από τους Αλβανούς οπλαρχηγούς, ονόματι Σπάτας και Λιόσιος, μέρος των αλβανικών κυμάτων που μετοίκησαν την Στερεά Ελλάδα τον 14ο αιώνα, όπως αναφέρει και ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ιωάννης Καντακουζηνός.

Ο πατριωτισμός και η αγάπη για την πατρίδα είναι εύκολος στα λόγια. Και όταν μένει μόνο στα λόγια και όχι στις πράξεις που αναλύονται παραπάνω, αποδεικνύει ότι είναι χαρακτηριστικό ανθρώπων χαμηλής αυτοεκτίμησης και ποιότητας γενικά. Και μπορεί να διαφωνώ όπως είπα με την ρήση του Όσκαρ Ουάιλντ στην αρχή του κειμένου αλλά με την προσθήκη ενός επιθέτου, θα συμφωνούσα απόλυτα. Ο υποκριτικός πατριωτισμός είναι η αρετή των φαύλων. Και είναι «αρετή» πολλών Ελλήνων που δηλώνουν, κραυγάζοντας, «πατριώτες».

Υ.Γ. Το κείμενο αυτό γράφτηκε προτού τις πυρκαγιές που έλαβαν χώρα στην Αττική τον Ιούλιο. Εκεί η πλειοψηφία των Ελλήνων, έδειξαν ότι στις στιγμές καταστροφής, νοιάζονται για την χώρα και τον συμπολίτη τους. Και είναι γεγονός ότι δεν ήταν η πρώτη φορά. Παρ’ όλα αυτά δεν αναιρώ ότι έγραψα στο παραπάνω κείμενο, διότι στην καθημερινότητα μας, στην οποία αναφέρομαι, σπάνια πράττουμε συνολικά, αντίστοιχα.