Τετάρτη 24 Απριλίου 2019

Κάτι παραπάνω από ένα πρωτάθλημα


Έχω μόλις πάρει τη μπύρα στα χέρια μου. Δροσερή, αλλά όχι παγωμένη. Βγαίνω στην ταράτσα της καφετέριας και βλέπω μπροστά μου να απλώνεται ένα ακόμα από τα πολλά και πανέμορφα πάρκα του Άμστερνταμ. Κάθομαι σε μία γωνία. Αγναντεύω τα δέντρα και το καναλάκι του πάρκου που λούζονται από τις ακτίνες ενός λαμπερού ήλιου, κάτι όχι πολύ συνηθισμένο για τις Κάτω Χώρες. Οι Ολλανδέζες φοράνε λουλουδάτα καλοκαιρινά φορέματα και αράζουν στο γρασίδι, αφήνοντας εκτεθειμένα τα λευκά καλλίγραμμα πόδια τους. Κάποιες από αυτές, φοράνε μόνο τα μαγιώ τους.

Αισθάνομαι μία έντονη γαλήνη, μία ευφορία. Ίσως κάποτε αυτό να δικαιολογούταν απλά από το όμορφο θέμα που εκτυλίσσεται μπροστά μου. Ίσως και να ήταν απόρροια των αναμνήσεων μου από τη μοναδική ψυχεδελική εμπειρία που έζησα στο φεστιβάλ ηλεκτρονικής μουσικής,
DGTL, το οποίο παρακολούθησα την προηγούμενη μέρα, στο λιμάνι του Άμστερνταμ. Ίσως να ήταν και συνέπεια της συνάντησης μετά από πολύ καιρό με έναν καλό μου φίλο. Άλλες φορές, το καθένα από μόνο του θα αρκούσε για την γλυκιά συναισθηματική μου παρούσα κατάσταση.

Αλλά αυτή τη φορά δεν είναι μόνο αυτά. Ο βασικότερος λόγος της ψυχικής μου ευφορίας, είναι ότι στην πραγματικότητα, το πνεύμα μου βρίσκεται από το χθεσινό απόγευμα, στη Θεσσαλονίκη, στο γήπεδο της Τούμπας, στον ΠΑΟΚ. Στον πρωταθλητή Ελλάδας 2018-2019. Όχι δεν είναι τόσο απλό, όσο ακούγεται. Δεν είναι απλά ένα πρωτάθλημα. Δεν είναι απλά το τρίτο πρωτάθλημα στην ιστορία μίας ομάδας. Ούτως ή άλλως ΠΑΟΚ δεν γίναμε για τους τίτλους, αν το κάναμε αυτό, θα γινόμασταν άλλη ομάδα, έτσι ώστε να έχουμε το δικαίωμα να τη λέμε σε άλλους και να νιώθουμε πιο άξιοι σαν άνθρωποι.

Αλλά, αντίθετα με ότι πιστεύουν πολλοί, ο ΠΑΟΚτσής συνήθως είναι πολύ περίπλοκο πλάσμα. Δεν το διάλεξε αυτός. Αυτό τον διάλεξε. Θέτοντας τον, το κυρίως θύμα αθλητικού και μη. ρατσισμού διαχρονικά. Από την εποχή ακόμα που αποκαλούσαν τους παπούδες του, «Τουρκόσπορους» έως και τη σημερινή μέρα που αποκαλείται «Βούλγαρος» από πολλούς νοτιο-Ελλαδίτες, ή το μοντέρνο «Νοτιομακεδόνας», και από πολλούς βόρειους ως «Τούρκος». Ίσως κάποια μέρα πρέπει να γίνει ένα συνέδριο και να αποφασίσουν το τι είμαστε. Εμάς λίγο μας ενδιαφέρει. Έχουμε συνηθίσει να είμαστε ο στόχος της απελευθέρωσης της σκατοψυχίλας των άλλων. Και έχουμε ανοσία σε αυτό.

Αλλά όπως προανέφερα, στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι πιο περίπλοκη από ότι φαίνεται η ιστορία. Ξεκίνησε από πέρυσι, με τους δύο μηδενισμούς, στους οποίους τα σίγουρα άδικα θύματα ήταν το αγωνιστικό τμήμα του ΠΑΟΚ και το 99,99999999999999% των οπαδών του. Και τι δεν ακούσαμε οι ΠΑΟΚτσήδες πέρυσι. Πραγματικά κάποιος που δεν είχε παρακολουθήσει Ελληνικό πρωτάθλημα, θα νόμιζε ότι ήταν μέχρι τότε κάτι σαν την
Premier League και ήρθαν οι λεπροί οι ΠΑΟΚτσήδες και το μόλυναν. Είπαμε, η ύπαρξη του ΠΑΟΚ, είναι σωτήρια για τα υπαρξιακά πολλών ανθρώπων και ειδικά μη ΠΑΟΚτσήδων.

Και κάπως έτσι ξεκίνησε η φετινή χρονιά. Ο στόχος δεν ήταν το πρωτάθλημα αυτό-καθεαυτό. Ο στόχος ήταν να κάνουμε φανερό, το μέγεθος της αδικίας που ζήσαμε πέρυσι, οι οπαδοί και το αγωνιστικό τμήμα, επιβάλλοντας αγωνιστικά το δίκαιο το δικό μας. Όχι την αδικία, της απώλειας του πρωταθλήματος. Αλλά του ακραίου ρατσισμού, που βιώσαμε. Ήταν δύσκολη εποχή να είσαι ΠΑΟΚτσής. Λίγο ακόμα και θα είχαμε έναν αθλητικό Μακαρθισμό και είμαι σίγουρος ότι πολλοί το θέλανε.

Ξεκινήσαμε με δύο πολύ δυνατές προκρίσεις επί δύο ισχυρών ευρωπαϊκών αντιπάλων, την πατήσαμε από τον ενθουσιασμό μας, με τη Μπενφίκα και κάπου εκεί ξεκίνησε το πρωτάθλημα και μετά τα θαλασσώσαμε στο
Europa League.
Φαινόταν από την αρχή ότι δεν υπήρχε θέμα ψυχαγωγίας, αίσθηση διασκέδασης του παιχνιδιού. Η ομάδα έκανε απλά αυτό που έπρεπε να γίνει. Σχεδόν κάθε παιχνίδι, τρεις βαθμοί και πάμε στο επόμενο. Η αμφισβήτηση τεράστια. Αλλά η ομάδα, εκεί. Προσηλωμένη στους τρεις βαθμούς. Έτσι έπρεπε να γίνει. Το πρώτο μεγάλο τεστ ήταν η απώλεια του πρώτου σκόρερ. Και εκεί δόθηκε η πρώτη μεγάλη απάντηση με την απόδοση της ομάδας η οποία απλά εκτοξεύθηκε.

Το δεύτερο μεγάλο τεστ ήταν η υποδοχή της καλύτερης, όπως ευρέως διαδιδόταν, ομάδας στο ελληνικό πρωτάθλημα. Ο ΠΑΟΚ όμως ακόμα μία φορά έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει. Και εκεί ίσως και να είχαμε και μία βοήθεια από το σύμπαν, το οποίο έχει την τάση να μην ξεχνά, κάποιες φορές. Το αναφέρω για όσους δεν παρατήρησαν ότι η πορεία της μπάλας στο γκολ του Βιερίνια, μετά την κόντρα στο πόδι ενός αντιπάλου, ήταν παρόμοια με την πορεία του χάρτινου ρολό που διαμέλισε τον προπονητή της αντίπαλης ομάδας την προηγούμενη χρονιά, στον πρώτο μηδενισμό. Οι πουτανιές της ζωής. Μετά άλλα δύο γκολ. Από εκεί και πέρα, όλα πήραν τον δρόμο τους. Παρά τους ξυλοδαρμούς διαιτητών.

Τώρα που έγραψα Βιερίνια, θυμάμαι τότε που τον πρωτοείδα το 2008. Ένας μπουλούκος που φαινόταν ότι ήξερε καλά το τόπι. Ο μπουλούκος εξελίχθηκε, έφυγε, έγινε πρωταθλητής Ευρώπης, γύρισε και με την προσωπικότητα του κυρίως, με τις φωτοβολίδες-σουτ του δευτερευόντως, έγινε ο ηγέτης που χρειαζόταν ο ΠΑΟΚ, ο μπροστάρης αυτής της επιβολής της δικαιοσύνης. Ο ποδοσφαιριστής που με διαλυμένους χιαστούς, μπήκε για να αποδώσει και να παραλάβει έναν φόρο τιμής που τόσο άξιζε. Έχει δικαίως κερδίσει μία θέση, στις σημαντικότερες προσωπικότητες στην ιστορία του συλλόγου, σε όλα τα τμήματα.Τον αγαπάμε, λίγο παραπάνω. Το κέρδισε με το σπαθί του και τελικά με την αυτοθυσία του. Έτσι συμβαίνει συνήθως με τους ηγέτες.

Όσο για τον Ιβάν Σαββίδη, δεν θα αρχίσω τις ευχαριστίες κτλ. Είναι αντικειμενικά, μαζί με τον Παντελάκη, ο πιο πετυχημένος πρόεδρος του ποδοσφαιρικού ΠΑΟΚ. Είτε αυτό συμβαίνει διότι εξυπηρετεί τα επιχειρηματικά του συμφέροντα, είτε διότι έχει αρχίσει να δένεται με τον σύλλογο, είτε και για τα δύο, δεν αρμόζουν οι προσωπολατρείες και δεν νομίζω ότι τις επιδιώκει και τόσο. Αλλά το γεγονός ότι όσο βρίσκεται στη διοίκηση της ομάδας, έχει πετύχει την αγωνιστική της μεγένθυση, κάνει απαραίτητη, την ανοιχτή αναγνώριση του έργου του σαν διοικητικός ηγέτης του ΠΑΟΚ. Το δικαιούται.

Αμφιταλαντευόμουν αν έπρεπε να γράψω για τη φετινή πορεία της ομάδας, προτού λήξει το πρωτάθλημα, για να δούμε αν ο ΠΑΟΚ θα το πάρει αήττητος και προτού ολοκληρωθεί και η διοργάνωση του κυπέλλου. Σίχαινομαι να πανηγυρίζω προκαταβολικά. Αλλά μετά σκέφτηκα ότι αν το κάνω αυτό θα παραβώ τον σημαντικότερο, ίσως, κανόνα του ΠΑΟΚτσή. ΠΑΟΚ δεν γίναμε για τους τίτλους, τους διθυράμβους και τα ρεκόρ. Αν έρθουν στο μέλλον όλα αυτά, είναι καλοδεχούμενα. Και αν δεν έρθουν όμως δεν θα αλλάξει κάτι. Δεν είναι προτεραιότητα. Και ας μην φτάσουμε ποτέ τους 30-40-50 τίτλους που έχουν οι άλλοι και τους χαίρονται και μαγκιά τους. Δεν έχει για μας σημασία, όχι περισσότερη από τον ίδιο τον ΠΑΟΚ, την ομάδα της προσφυγιάς, την ομάδα που φιλοξενεί όλους αυτούς που βολεύει τους άλλους να τους κατηγορούνε. Ξέρω ότι δεν γίνομαι κατανοητός από κάποιον μη ΠΑΟΚτσή. Αν με καταλάβαινε, τότε θα ήταν ΠΑΟΚτσης.


Υ.Γ. Επίτηδες έβαλα στη φωτογραφία το Γιαννάκη να χτυπάει το τύμπανο. Μπορεί να μην υπάρχει ΠΑΟΚόμετρο, αλλά στην περίπτωση του, όλοι αναγνωρίζουν ότι πρόκειται για τον μεγαλύτερο ΠΑΟΚτσή. Η δικαίωση αυτή, είναι και δικιά του.




Τρίτη 16 Απριλίου 2019

Ο κρυμμένος συναισθηματισμός των μνημείων



Βλέποντας χθες την Παναγία των Παρισίων(και όχι των Πατησίων, όπως λέει η Χριστοφιλοπούλου ασυνείδητα και ο Κορτές συνειδητά) να καίγεται καθώς και το καμπαναριό να καταρρέει, έπιασα τον εαυτό μου να στεναχωριέται. Όχι γιατί την είχα επισκευθεί ποτέ, έτσι ώστε να έχω κάποια ανάμνηση συνδεδεμένη μαζί της. Ούτε γιατί από αισθητικής άποψης, ήταν ένα κτίριο πανέμορφο και επιβλητικό. Αλλά γιατί, ακόμα και από απόσταση, μπόρεσα να αισθανθώ αυτό που αισθάνομαι με άλλα αντίστοιχα μνημεία και τοποθεσίες.

Αν και ποτέ δεν είχα ιδιαίτερο ψώνιο με την αρχιτεκτονική, έτσι ώστε να την ακολουθήσω ως σπουδές και επάγγελμα, ή έστω σαν χόμπυ, δεν ήταν λίγες οι φορές που έπιασα τον εαυτό μου να γοητεύεται από ένα κτίριο ή από μία κατασκευή γενικά, στην οποία περπάτησαν, μέσα της ή πάνω της, άνθρωποι. Εκεί βρίσκεται το χαρακτηριστικό που μου κέντριζε την προσοχή σχετικά με ένα αρχιτεκτονικό έργο, περισσότερο ακόμα και από αυτή καθεαυτή την τέχνη που το χαρακτηρίζει.

Μάλιστα, αυτό συνέβαινε πάντοτε με παλιότερα κτίρια, που χτίστηκαν από δεκαετίες μέχρι και αιώνες πριν. Φαντάζομαι ότι  είχε να κάνει με την έμφυτη τάση μου να συγκινούμαι όταν γνωρίζω ότι βρίσκομαι σε ένα χώρο, που έχουν προϋπάρξει πολλοί άνθρωποι και μάλιστα κάποιοι από αυτούς είχαν πεθάνει, πολύ καιρό πριν γεννηθώ.

Και αυτό είναι που με αγγίζει. Όταν βρίσκομαι μέσα σε ένα οίκημα το οποίο μετράει αιώνες ζωής, δεν γίνεται να μην έχω την υπερφυσική αίσθηση, ή έστω ψευδαίσθηση, ότι νικάω τον χρόνο έστω και για λίγο και βρίσκομαι σε άλλες εποχές, με άλλους ανθρώπους και τους παρατηρώ, αντιλαμβάνομαι τα συναισθήματα τους σε σχέση με κάποια ιστορική στιγμή που έλαβε χώρα στη συγκεκριμένη τοποθεσία. Σαν ένα χρονικό παράδοξο, μεταξύ διαφορετικών εποχών.

Θυμάμαι για παράδειγμα, ακόμα και σήμερα μετά από 13 χρόνια, όταν επισκεύθηκα το ναό της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη. Αν και ποτέ δεν ήμουν θρησκευόμενος, δεν μπορούσα να μην αντιληφθώ την αίσθηση που είχε καλλιεργηθεί επι 15 αιώνες εκεί μέσα, όπου οι άνθρωποι επιτελούσαν μία πολύ σημαντική, για αυτούς, πνευματική λειτουργία, μέσω της προσευχής. Ούτε γινόταν να σχηματιστούν μπροστά μου, νοερά, η εικόνα της προσωρινής ικανοποίησης της ματαιοδοξίας του Ιουστινιανού ή την εικόνα των τελευταίων Ρωμιών να προσεύχονται ενώ η στρατιά του Μωάμεθ Β’ βομβάρδιζε τα τείχη της πόλης.

Κάτι αντίστοιχο αισθάνομαι και όποτε επισκέπτομαι το Επταπύργιο της Θεσσαλονίκης, δεν γίνεται να μην φανταστώ αυθόρμητα τους φυλακισμένους ρεμπέτες που παίζανε τον μπαγλαμά τους και αν είχαν και κανένα συμπονετικό δεσμοφύλακα πίναν και τα τσιγάρα τους. Εκεί μέσα ακούω τις μελωδίες και τους αυτοσχεδιαστικούς τους στίχους.  Ή τις μάχες που έγιναν στα Βυζαντινά χρονιά ανάμεσα στους ντόπιους και τους επιδρομείς, είτε αυτοί ήταν οι Άβαροι, είτε οι Νορμανδοί, είτε οι Τούρκοι κ.τ.λ. Μπορώ να «ακούσω» και να «δω» τις κραυγές, τα αίματα, τις κομμένες πανοπλίες και τα σπασμένα ξίφη.

Ή όπως όταν αράζω το μπαράκι που έχω για στέκι, εδώ στο Αϊντχόφεν, το οποίο είναι ένα κτίριο τριών αιώνων, το οποίο πάντοτε λειτουργούσε ως μέρος κατανάλωσης αλκοόλ και έτσι μπορώ εύκολα να φανταστώ, μεθυσμένες παρέες, φλερτ μεταξύ αντρών και γυναικών ή ακόμα και μοναχικούς τύπους που αφήνονταν στη γοητεία της νύχτας συντροφιά με μιά μπύρα ή ένα ουίσκι.

 Δεν μπορώ να γνωρίζω κατά πόσο οι άνθρωποι αφήνουν ασυναίσθητα ένα μέρος της αύρας τους ή της ενέργειας τους, ή κατά πόσο πρόκειται για μία δικιά μου αυτοπρόκλητη ιδιοτροπία. Το σίγουρο είναι ότι τα μνημεία και ειδικά αυτά που έχουν περιθάλψει έντονες συναισθηματικές στιγμές, αποκτούν αυτόματα μία ιδιαίτερη συμβολική σημασία και από τη στιγμή που δεν έχουμε εφεύρει ακόμα μία μηχανή του χρόνου για να τις αφουγκραστούμε αυτές τις στιγμές άμεσα, αυτά είναι οι κατάλληλοι φορείς, έστω και έμμεσοι, αυτών των συναισθημάτων μέσα στη νοητή γραμμή του χρόνου. Και ένα παράδειγμα αυτών, είναι η Παναγία των Παρισίων. Η οποία ευελπιστώ ότι θα παραμείνει έτσι, ακόμα και μετά τις σοβαρές χθεσινές ζημιές και τις επισκευές που θα ακολουθήσουν.





Τρίτη 9 Απριλίου 2019

Η γοητεία των μικρών στιγμών



Τις προάλλες συνάντησα έναν φίλο μου Ολλανδό, σε ένα μπαρ. Γνωριζόμαστε αρκετό καιρό και αν και δεν βρισκόμαστε συχνά, καταφέρνουμε κάθε φορά που συναντιόμαστε η επικοινωνία μας να είναι πολύ ουσιαστική. Γουστάρει και αυτός τις αμπελοφιλοσοφίες συνδυασμένες με αλκοόλ και κάπως έτσι, μέσα σε αυτά τα 2,5 χρόνια που μένω στο Αϊντχόφεν, χτίσαμε μια καλή φιλία.

Μόνο που στην τελευταία μας συνάντηση, παρότι φαινόταν μεθυσμένος και χαρούμενος, στην πραγματικότητα δεν ήταν. Μου εξομολογήθηκε ότι λίγες μέρες πριν είχε παραιτηθεί από την δουλειά του, η οποία δεν ήταν όπως περίμενε. Ότι δεν ξέρει πως θα πληρώσει το νοίκι αυτού του μήνα. Και για το τέλος άφησε το χειρότερο, ότι μόλις την προηγούμενη μέρα είχε βρεθεί σε ένα εγκατελελειμένο κτίριο της πόλης, σε κάποιο ψηλό πάτωμα, κοιτούσε το κενό μπροστά του και σκεφτόταν να κάνει ένα βήμα προς αυτό.

Δεν μπορώ να γνωρίζω κατά πόσο το εννοούσε, είτε την ώρα που μου το έλεγε, είτε τη στιγμή που βρέθηκε σε αυτή την κατάσταση, ή αν απλά ήταν ο μελοδραματισμός που χαρακτηρίζει άτομα με καλλιτεχνικές και όχι μόνο, ανησυχίες, το σίγουρο είναι όμως ότι εγώ ψάρωσα. Ένιωσα ότι εκείνη την στιγμή έπρεπε να τον πω κάτι παραπάνω από ένα «όλα θα πάνε καλά» ή ένα «κόψε τις μαλακίες».

Ασυναίσθητα, το μυαλό μου πήγε σε δικές μου, προσωπικές στιγμές ή ακόμα και περιόδους, απόγνωσης. Αν και προσωπικά, όντας ένα εγωιστικό καθήκι, ποτέ δεν βρέθηκα στο σημείο να απέχω λίγα εκατοστά από το κενό, από τη θηλιά, από το ξυράφι κ.τ.λ. παρ’ όλα αυτά έπρεπε να θυμηθώ τι ήταν αυτό που με έκανε να μην πλησιάσω καν σε κάποιο γκρεμό.

Ναι, μπορεί να μιλήσει κάποιος για στόχους, για όνειρα, για ελπίδες, τα οποία είναι χρήσιμα, μας δίνουν το πολύ σημαντικό κίνητρο, αλλά δεν είναι πραγματικά αυτά που επαναφορτίζουν καθημερινά, τη δίψα μας για τη ζωή. Διότι καλές οι σκέψεις και ότι όμορφο δημιουργείται μέσα στο κεφάλι μας, αλλά χρειάζονται και ενέσεις πραγματικότητας για να ανταπεξέλθουμε σε αυτήν. Και είναι αυτές οι ενέσεις, αυτές οι μικρές δόσεις, χαράς που μας αναγεννούν στην καθημερινότητα μας. Είναι οι μικρές χαρές της ζωής. Οι στιγμές τους.

Αυτό ακριβώς ήρθε ασυναίσθητα και εξέφρασα στο φίλο μου εκείνη την ώρα. Το ότι στις δικές μου περιόδους απόγνωσης, καθημερινά με έσωζαν έστω και για λίγο, το τόσο λίγο όσο και τα δευτερόλεπτα που χρειάζεται κάποιος για να κάνει το βήμα στο κενό, καταστάσεις και απολαύσεις τις οποίες σίγουρα δεν τις συγκαταλέγουμε στα στοιχεία που κάνουν τη ζωή μας αξιομνημόνευτη.

Πολύ απλές και καθημερινές στιγμές. Η απόλαυση του συνδυασμού του καφέ και του τσιγάρου το πρωί. Το μαγείρεμα ενός νόστιμου φαγητού που θα γευόμουν λίγο μετά. Η ακρόαση ενός όμορφου τραγουδιού. Η θέαση μίας ενδιαφέρουσας ταινίας. Το χάδι σε έναν αδέσποτο σκύλο. Τα τσίπουρα με τους φίλους. Η διαστάυρωση των βλεμμάτων με μία άγνωστη κοπέλα στο δρόμο. Η γλυκιά αίσθηση του να ξαπλώνεις στο κρεβάτι σου και να ξέρεις ότι δεν έχεις να ξυπνήσεις νωρίς το πρωί.

Ποιος μπορεί να εγγυηθεί στον οποιοδήποτε ότι ένα βήμα στο κενό, όχι μόνο δεν θα βοηθήσει, αλλά δεν θα στερήσει και όλα τα παραπάνω. Μπορούμε να φανταστούμε να αποτυγχάνουν τα όνειρα μας και οι φιλοδοξίες μας, αλλά γίνεται να διανοηθούμε ότι κάποια στιγμή δεν θα μπορούμε ούτε να βιώσουμε ούτε καν αυτά τα μικρά ψήγματα προσωρινής ευτυχίας;

Όχι. Είναι δικαίωμα μας και αυτά. Τουλάχισταν αυτά. Όπως είναι άτυπη υποχρέωση μας να ζήσουμε κάποιες φορές την απόγνωση, είναι και άτυπο δικαίωμα μας να παγώσουμε ασυνείδητα για λίγα λεπτά ή δευτερόλεπτα τον χρόνο και να αφεθούμε στην ψυχαγωγία του να είμαστε ζωντανοί. Διότι αν αυτές οι μικρές, μεμονωμένες στιγμές μας αποδεικνύουν κάτι είναι, ότι η ζωή είναι προτιμότερη από τον θάνατο. Διότι ακόμα και οι μικρές στιγμές είναι καλύτερες από την ανυπαρξία.