Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2020

Η αναβολή μίας αυτοκτονίας

Ο Τζακ, ο άστεγος και ο αδέσποτος μεν, σκύλος του δε, ο Τζώνυ περπατάνε ευδιάθετοι σε αυτή την κακόφημη γειτονιά της πόλης, κανά δυο ώρες μετά τα μεσάνυχτα. Η εξόρμηση τους στα γυράδικα που κλείνανε λίγη ώρα πριν ήταν αρκετά επιτυχημένη. Δύο πίτες, ένα μπιφτέκι, ένα σουτζουκάκι και ένα κεσεδάκι με λίγο μπαγιάτικο γύρο, ήταν τα λάφυρα της αποψινής ζητιανιάς τους. Θα κοιμηθούν φαγωμένοι και αυτό το φθινοπωρινό βράδυ.

Πλησιάζουν, προς τη διάβαση του τρένου, την οποία σκοπεύουν να διασχίσουν και στα επόμενα εκατό μέτρα να πάνε στο εγκαταλελειμμένο βαγόνι που έχουν απαλλοτριώσει και τους προστατεύει από τη δροσιά. Την αίσθηση της όσφρησης των κρεατικών στη μύτη του Τζακ, διακόπτει το γαύγισμα του Τζώνυ και η ανήσυχη κίνηση του υπολείμματος της ουράς του, που μάλλον την είχε κόψει ο προηγούμενος ιδιοκτήτης μαζί με το αυτί του, προτού τον εγκαταλείψει. Ο Τζακ κοιτάει προς τις ράγες του τρένου και βλέπει έναν άνδρα, νεαρό μάλλον, να έχει ξαπλώσει πάνω σε αυτές, κάθετα.

«Αν δεν περάσει κανένα καθυστερημένο εμπορικό τρένο, δεν έχει δρομολόγιο για τις επόμενες δύο-τρεις ώρες φιλαράκι, άδικα περιμένεις», λέει ο Τζακ καθώς περνάει κάτω από τη μπάρα και πλησιάζει τον ξαπλωμένο άνδρα.
«Δεν με ενδιαφέρει, θα περιμένω όσο χρειαστεί», απαντάει ο άνδρας περίλυπος.
«Για να μην ταλαιπωρείσαι με την αναμονή, το λέω».
«Και τι σε νοιάζει εσένα αν θα ταλαιπωρηθώ;»
«Δεν με νοιάζει», απαντάει ενώ ανάβει ένα τσιγάρο ο άστεγος.
«Κανείς δεν νοιάζεται για μένα», σχολιάζει θλιμμένος ο άντρας
«Και γιατί να το κάνουν;»
«Δεν έχεις άδικο, είμαι ένα τίποτα.»
«Σχεδόν. Συγκεκριμένα είσαι το», λέει ο Τζακ ενώ μετράει με τα δάχτυλα του, «0.000013 τοις εκατό των ανθρώπων πάνω στη Γη.»
«Πως το έβγαλες αυτό το νούμερο;»
«Διαίρεσα το 1 που είσαι εσύ, με τα 7,5 δισεκατομμύρια ανθρώπων πάνω στη Γη. Μην με κοιτάς περίεργα, ήμουν καλός στα μαθηματικά στο σχολείο.»
«Και τι νόημα είχε αυτός ο υπολογισμός;»
«Κανένα νόημα. Ετοιμάζεσαι να αυτοκτονήσεις και ψάχνεις για νοήματα;»
«Η ζωή μου έχασε κάθε νόημα.»
«Γιατί, είχε και ποτέ;»
«Με απέλυσαν από τη δουλειά.»
«Επιτέλους έχεις ελεύθερο χρόνο.»
«Η γυναίκα μου με παράτησε για τον καλύτερο μου φίλο.»
«Δεν πήγε με κάποιον που δεν ξέρεις, άρα δεν χρειάζεται να ανησυχείς.»
«Δεν με αφήνει να δω τα παιδιά μου.»
«Ίσως ούτε αυτά δεν θέλουν να σε δούνε.»
«΄Εχω αποτύχει τελείως.»
«Εσύ τουλάχιστον το αντιλήφθηκες νωρίς. Οι υπόλοιποι κοροϊδεύουν τον εαυτό τους.»
«Θέλω να απαλλαγώ από το μαρτύριο μου.»
«Αυτό θα το καταφέρεις όπως και να έχει κάποια στιγμή, αλλά με το να το επισπεύσεις όντας διαμελισμένος, δεν θα βοηθήσει να το χαρείς, ούτε καν να το αισθανθείς.»
«Θέλω, με την αυτοκτονία μου, να εκδικηθώ όσους με πλήγωσαν!» λέει ο άντρας εκνευρισμένος πλέον.
«Εδώ δεν είχαν ενοχές όταν ήσουν ζωντανός, θα έχουν όταν είσαι νεκρός και άρα ακίνδυνος; Το πολύ--πολύ να ρίξουν κανά δάκρυ πάνω από το κλειστό φέρετρο σου και ύστερα να έχουν ένα στα γρήγορα στην τουαλέτα της ταβέρνας που θα γίνει το αποχαιρετιστήριο τραπέζι για να γιορτάσουν το γεγονός ότι ξεμπέρδεψαν από την ενοχλητική σου ύπαρξη.»
«Ακόμα και η αυτοκτονία μου, θα είναι μάταια!» λέει ξανά περίλυπος ο άνδρας.
«Όπως και η ζωή σου.»
«Δεν καταλαβαίνω. Προσπαθείς να αποτρέψεις το θάνατο μου ή να τον ενθαρρύνεις;»
«Τίποτα από τα δύο. Απλά επειδή η ζωή δεν έχει νόημα, δεν σημαίνει ότι έχει ο θάνατος», λέει ο Τζακ ενώ χασμουριέται.
«Ε τότε τι να κάνω;»
«Πάρε αυτό το μπιφτέκι και δώστο στο Τζώνυ, του αρέσει να τρώει μεζέδες από ξένα χέρια, το αντιλαμβάνεται σαν μία νέα εμπειρία», λέει ο Τζακ ενώ βγάζει το μπιφτέκι από τη σακούλα και το δίνει στον άνδρα, την ώρα που ένας θόρυβος πλησιάζει.

Αυτός σηκώνεται, πλησιάζει τον Τζώνυ που στέκεται λίγα μέτρα μακριά από τις ράγες και απλώνει το χέρι του με το μπιφτέκι, το οποίο ο σκύλος το κάνει μία χαψιά. Ο άνδρας χαμογελάει αυθόρμητα, βλέποντας το απομεινάρι της ουράς του αδέσποτου να κινείται σε ένα χαρούμενο ρυθμό και νιώθωντας το δροσερό αεράκι που έχει προκαλέσει η εμπορική αμαξοστοιχία που κινείται στις ράγες λίγα μέτρα πίσω του.




Πηγή εικόνας: wallhaven.cc



Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2020

Ταξιδεύοντας με την Ιστορία

Όταν ένας νεαρός άνθρωπος καταφέρνει, καλώς ερχόντων των πραγμάτων, να ανεξαρτητοποιηθεί οικονομικά, έχοντας μία δουλειά που θα του επιτρέπει να κάνει και κάτι παραπάνω, πέρα από το να πληρώνει τους λογαριασμούς του, και έχει έρθει ο καιρός κάποιας άδειας ή διακοπών έρχεται και αντιμέτωπος με ένα πολύ ευχάριστο ζήτημα. Το πως θα αξιοποιήσει τον έξτρα αυτό ελεύθερο χρόνο. Σε ποιον προορισμό, θα ταξιδέψει.

Χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι θα δημιουργήσει κάποιον απαράβατο κανόνα, είναι αλήθεια ότι οι περισσότεροι άνθρωποι συνηθίζουν να έχουν εναν κοινό θεματικό πυρήνα στα ταξίδια τους, έστω για κάποια συγκεκριμένη ηλικιακή περίοδο. Κάποιοι θα πάνε ταξίδι σε τουριστικούς προορισμούς που φημίζονται για τη νυχτερινή ζωή, τα φεστιβάλ και τα πάρτυ τους. Άλλοι θα ταξιδέψουν σε ειδυλλιακές τοποθεσίες, πολλές φορές απομονωμένες και αραικατοικημένες για να θαυμάσουν ένα φυσικό τοπίο. Άλλοι θα ταξιδέψουν για να γευτούν γαστρονομικές εμπειρίες, άλλοι για να γνωρίσουν εξωτικές κουλτούρες και η λίστα, ευτυχώς, δεν τελειώνει ποτέ.

Εγώ, έχοντας την τύχη να αποκτήσω αυτή την οικονομική και χρονική δυνατότητα σχετικά πρόσφατα δεν θα μπορούσα να αποτελώ εξαίρεση. Ιδιαίτερο
party animal δεν υπήρξα ποτέ, φυσιολάτρης μεγάλος ποτέ δεν ήμουν, χωρίς βέβαια να έχω υποτιμήσει ποτέ την ομορφιά π.χ. ενός δάσους και ενώ ήμουν πάντα μεγάλος καλοφαγάς, δεν είχα ποτέ έντονη επιθυμία να πειραματιστώ πάνω σε αυτό. Πάντα όμως, τουλάχιστον από την πρώιμη εφηβεία και μετά, μου άρεσε να ανακαλύπτω πολιτισμούς ξένους και μη, μέσω της ιστορίας των τόπων που κατοικοεδρεύουν. Και παρότι η ενασχόληση μου με την ιστορία έμεινε σε ερασιτεχνικό επίπεδο, έστω και εντατικό, δεν έπαψα ποτέ να γοητεύομαι από το παρελθόν των λαών.

Κάπως έτσι, άθελα μου και χωρίς να το συνειδητοποιήσω αρχικά, σχεδόν όλοι οι ταξιδιωτικοί προορισμοί μου τα τελευταία χρόνια, είναι μέρη των οποίων η ιστορία, σε συνδυασμό με την κουλτούρα, μου είχαν ήδη προκαλέσει ένα έντονο φιλολογικό ενδιαφέρον, μέσω στεγνών γνώσεων από το διαδίκτυο, αλλά και μέσω της τέχνης, όπως οι ταινίες και η μουσική. Στη δεύτερη περίπτωση, βέβαια, πάντα υπήρχε έντονη ιστορική χροιά, η οποία μπορεί να έφτανε μέχρι το σήμερα, αλλά είχες τις ρίζες της σε παλαιότερα χρόνια, δεκαετίες, ίσως και αιώνες. 

Έχοντας προετοιμάσει τον εαυτό μου σε θεωρητικό επίπεδο, προτού επισκεφθώ ένα μέρος, έχω τη δυνατότητα όταν βρίσκομαι σε αυτό να βιώνω σε επίπεδο αισθήσεων τις πληροφορίες, τις εικόνες και τους ήχους που έμαθα πριν. Σε αισθήσεις αναφέρομαι, όχι σε παραισθήσεις, μην χαρακτηριστώ και αλαφροίσκιωτος. Έτσι επιτυγχάνω πέρα από το να διασκεδάζω επιφανειακά την παρουσία μου σε έναν καινούριο για μένα τόπο, να ψυχαγωγούμαι κιόλας, αντιλαμβανόμενος περιστατικά και στιγμιότυπα που έχουν λάβει χώρα στο περιβάλλον που βρίσκομαι. Είναι σαν να μπαίνω σε μία μικρή και ακίνδυνη χρονομηχανή και να ταξιδεύω για λίγο στο παρελθόν.

Για παράδειγμα, όταν βρέθηκα στη Σκωτία, στο κάστρο του
Stirling, μου ήταν πολύ εύκολο να νιώσω για δέκατα του δευτερολέπτου ότι ήμουν απευθείας μάρτυρας, σε μία από τις αναρίθμητες μάχες που έλαβαν χώρα μεταξύ Σκωτσέζων και Άγγλων και το πως ο Ρόμπερτ Μπρους ηγήθηκε στον αγώνα των πρώτων, για ανεξαρτησία. Ή όταν βρέθηκα στην Κόρδοβα και άκουγα τους Φλαμένκο μουσικούς, αισθανόμουν πως κάπου εκεί τριγύρω η Κάρμεν αποπλανούσε έναν Βάσκο αξιωματικό του Ισπανικού στρατού, σε μία προσομοίωση με λιγότερο ιστορικό και περισσότερο λογοτεχνικό υπόβαθρο. Τέλος, δεν γίνεται όταν κάνω τις καθιερωμένες βόλτες μου στα τείχη του Επταπυργίου να μην νιώσω ένας από τους Ζηλωτές και τους υπόλοιπους Θεσσαλονικείς που αμύνθηκαν επιτυχώς, ενάντια στον Καντακουζηνό και τους Τούρκους μισθοφόρους του, σχεδόν 700 χρόνια πριν.

Όπως και να έχει, όποια και αν είναι τα κίνητρα, ιστορικά και μη, είναι γεγονός ότι ένα ταξίδι είναι μία εμπειρία ζωής, ένα επιπλέον κτήμα στον πλούτο των αναμνήσεων που δημιουργούμε στη διάρκεια του βίου μας και αλήθεια, πόσο φτωχή είναι η ζωή ενός ανθρώπου που δεν έχει καταφέρει να ταξιδέψει; Το λέω αυτό γνωρίζοντας ότι στο μεγαλύτερο μέρος της μέχρι τώρα ζωής μου, ήμουν ένας από αυτούς.

Όσες και να είναι οι αντιξοότητες, θεωρώ πως κάθε ενσυνείδητο πλάσμα πρέπει να προσπαθήσει απεγνωσμένα να γνωρίσει νέους τόπους και να τους συναισθανθεί στο μέγιστο. Είναι υποχρέωση και ταυτόχρονα δικαίωμα, απέναντι στην ίδια του την ύπαρξη.


Πηγή εικόνας: GapYear

Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2020

Η επίσκεψη ενός φαντάσματος

 

Σβήνει το φως του σαλονιού. Πηγαίνει στο μπάνιο και βουρτσίζει τα δόντια του. Ξεπλένει το στόμα του και κατευθύνεται προς το δωμάτιο του. Βγάζει τα ρούχα του και το εσώρουχο του. Πλέον τελείως γυμνός, ξαπλώνει στο κρεβάτι του. Δεν σκεπάζεται με τη λεπτή κουβέρτα μια και η ζέστη, αυτό το αυγουστιάτικο βράδυ, είναι αφόρητη. Έχει αφήσει λίγο ανοιχτό το παράθυρο του δωματίου έτσι ώστε κάποιο τυχαίο περαστικό δροσερό αεράκι να αφήσει τα απομεινάρια του και να διευκολύνει τον ύπνο του.

Και όντως, λίγο αργότερα νιώθει μία αγαλίαση, απαραίτητη προϋπόθεση για έναν γλυκό ύπνο. Μόνο που γνωρίζει πολύ καλά ότι αυτό δεν είναι συνέπεια κάποιας διακοπής της άπνοιας που γενικότερα επικρατεί στην πόλη που μένει. Είναι αποτέλεσμα της άπνοιας που επικρατεί ανέκαθεν στη ζωή του. Με μικρά διαλείμματα, ενίοτε. Αλλά τώρα γνωρίζει ότι δεν ζει ένα διάλειμμα. Τώρα είναι μία αυτόκλητη παρένθεση.

Μία ύπαρξη, απρόσκλητη στο υπνοδωμάτιο του αλλά και οικεία ταυτόχρονα, μια και τον επισκέπτεται συχνά, αν όχι καθημερινά. Είναι αόρατη, άοσμη και άγευστη. Και είναι λυτρωτική σαν το ναρκωτικό για το πρεζάκι. Αυτό είναι που την κάνει και ευπρόσδεκτη. Η παρουσία μίας απουσίας που γίνεται αισθητή. Ένα φάντασμα, ανύπαρκτο για τους ζωντανούς, που έχει όμως παρεισφρύσει στον κόσμο του. Και είναι αυτή η ώρα της απόλυτης μοναξιάς που απαιτεί ο Μορφέας, την οποία επιλέγει το φάντασμα, για να τον επισκευθεί.

Ο μελλοντικός κοιμώμενος γνωρίζει τη διαδικασία που θα ακολουθήσει. Σιγά-σιγά, με αργά αλλά σταθερά βήματα το φάντασμα θα αρχίσει να γίνεται ορατό, να αποκτάει μία αρχικά αμυδρή μορφή σαν ένα ανθρώπινο κορμί φτιαγμένο από καπνό και σύννεφα. Και σιγά-σιγά ο καπνός στερεοποιείται και γίνεται οστά, ενώ τα σύννεφα γίνονται σάρκα και δέρμα. Πλέον έχουν αποκτήσει υλική υπόσταση, τα πόδια, έπειτα ο κορμός και τέλος τα χέρια. Μένει μόνο το κεφάλι. Και το πρόσωπο.

Αυτό είναι το μόνο στάδιο της ενσάρκωσης που παρουσιάζει αποκλίσεις κατά καιρούς. Το απότελεσμα του εξαρτάται από το εκάστοτε παρόν. Όταν το τελευταίο, στερείται στοχευμένων επιθυμιών, τότε το πρόσωπο είναι εμπνευσμένο από το παρελθόν. Όταν όμως έχει υπάρξει η υπόννοια μίας προσδοκίας στο παρόν του, τότε το μέλλον είναι αυτό που θα εμπνεύσει την τελική μορφή του προσώπου αυτού. Τα μάτια που το χαρακτηρίζουν και τα μαλλιά που το περιβάλλουν. Τις γκριμάτσες και τα βλέμματα.

Το φάντασμα με αργές κινήσεις ξαπλώνει δίπλα του. Με το ένα χέρι του χαϊδεύει τρυφερά τα μαλλιά του. Με το άλλο ακουμπάει απαλά τα δάχτυλα του στο στέρνο του. Και  αρμονικά αρχίζει να τον κατεθύνει στο παλάτι του Μορφέα, όπως έχει κάνει πετυχημένα τόσες φορές στο παρελθόν. Τίποτα δεν έχει διακόψει πριν, αυτή τη διαδικασία. Το φαντάσμα με αυτοπεποίθηση και σιγουριά, συνεχίζει να τον κατευθύνει προς τον πολυπόθητο για αυτόν, ύπνο.

Τι  θα μπορούσε να ταράξει αυτή την ύποπτη γαλήνη; Μόνο ένας λάνθασμένος χειρισμός από το ίδιο το φάντασμα. Μία απρόσεκτη κίνηση, απόρροια της υπερβολικής αυτοπεποίθησης που απέχει λίγα χιλιοστά από την κόκκινη γραμμή της έπαρσης και της αλαζονείας. Και το φάντασμα εφησυχασμένο από τις προηγούμενες επιτυχίες του, απόψε βάζει ασυναίσθητα ελάχιστη παραπάνω ένταση στα αγγίγματα του. Και ο παρολίγον πλέον κοιμώμενος που μόλις πριν λίγο κυλούσε στο μονοπάτι της αποπλάνησης, αρχίζει να αισθάνεται τα πόδια του. Ύστερα τον κορμό. Μετά τα χέρια του. Και τέλος το κεφάλι του.

Ολοκληρώνοντας την επανάκτηση της συναίσθησης του, στρέφει το βλέμμα του προς το φάντασμα και το κοιτάει στα μάτια. Καθώς του χαϊδεύει απαλά το μάγουλο, αντιλαμβάνεται ότι το πρόσωπο έχει αρχίσει να αλλοιώνεται. Σαν το δέρμα του να ξεφλουδίζεται και να αποκτάει καινούρια χαρακτηριστικά. Γνώριμα σε αυτόν. Όσο πιο οικείο γίνεται το πρόσωπο τόσο πιο πολύ εντείνει τα χάδια του. Λίγο μετά βλέπει το καινούριο προσωπείο του φαντάσματος. Και αναγνωρίζει το τελευταίο πρόσωπο που είδε πραγματικά προτού ξαπλώσει. Το δικό του, όταν ξέπλενε το στόμα του μπροστά από τον καθρέφτη.

Αυτή  αντανάκλαση του υπενθυμίζει την ύπουλη συμπεριφορά του φαντάσματος. Τη συνήθεια του να τον συντροφεύει πάντα στην κοίμηση και ποτέ στην αφύπνιση. Κατειλλημένος από οργή για την υποκρισία του φαντάσματος βάζει τα χέρια του στο λαιμό του και τα σφίγγει με δύναμη και μίσος. Το φάντασμα αντιστέκεται αλλά είναι πλέον αργά. Κάποιες σποραδικές ξεψυχισμένες αναπνοές δεν αρκούν για να αποτρέψουν το αναπόφευκτο. Λίγο μετά το φάντασμα είναι νεκρό και μετασχηματίζεται και πάλι σε καπνό και σύννεφα, μέχρι που κάθε του ίχνος εξαφανίζεται.

Πέφτει εξαντλημένος και πάλι στο κρεβάτι του. Γνωρίζει όμως πως το πρωί θα ξυπνήσει χωρίς την παραμικρή αίσθηση οποιασδήποτε έλλειψης. Χωρίς να νιώθει εξαπατημένος. Διότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη απατεωνιά από το να αποκοιμίζεις κάποιον και να τον παρατάς ενώ κοιμάται, αφήνοντας τον μόνο να αντιμετωπίσει την αφύπνιση.



Πηγή εικόνας: The Guardian