Τρίτη 19 Μαρτίου 2019

Η δικαίωση του Bukowski



Έχει μόλις κλείσει το βιβλίο που διάβαζε. Ήταν το «Γυναίκες» του Charles Bukowski. Παρ’ ότι του άρεσε σαν ανάγνωσμα, θεωρεί πως είναι αδύνατο ένας άντρας να έχει βιώσει τέτοιες εμπειρίες με τις γυναίκες. Εντάξει οι μοιραίοι έρωτες που έχει δει στο σινεμά, εντάξει οι ευτυχισμένες ή και οι δραματκές ιστορίες αγάπης, αλλά αυτή η τάση ενός τύπου να γνωρίζει συνεχώς γυναίκες αυτοκαταστροφικές και εκτός ελέγχου, σε τελειωμένα μπαρ, του φαινόταν ως υπερβολική και κατά πάσα πιθανότητα μη απόλυτα αληθινή.

Εκείνη την ώρα χτυπάει το κινητό του, είναι ένας Ιρλανδός φίλος του σε μια κοντινή παμπ, αράζει εκεί με το συγκάτοικο του. Σκέφτεται ότι μετά από την ανάγνωση ενός βιβλίου του
Bukowski, το ενδεχόμενο να πιει ουίσκι και Jagerbombs μαζί με δύο μπεκροκανάτες σε ένα μπαράκι, φαντάζει ελκυστικό και ταιριαστό ταυτόχρονα.

Έχει φτάσει στο μπαρ και αράζει με τους δύο Ιρλανδούς, ενώ ταυτόχρονα ανταλλάσει και καμιά κουβέντα με τον Πέρση μπάρμαν. Το μαγαζί είναι σχετικά άδειο, είναι άλλες δύο παρέες εκεί, οι εργαζόμενοι ενός άλλου μπαρ, που είχε κλείσει εκείνη την ώρα και ήρθαν για ένα ποτό και δύο άλλες κοπέλες, αρκετά ώριμες. Από τους εργαζόμενους του μπαρ που είχε κλείσει, γνώριζε δύο κοπέλες, η μία ήταν Γαλλίδα, πολύ έμπειρη στη νύχτα της πόλης, η άλλη ήταν μία πορτογαλέζα που είχε ο ίδιος φιλοξενήσει λίγο καιρό πριν, για να τη βοηθήσει στο νέο ξεκίνημα της ζωής της στην πόλη αυτή.

Καθώς το αλκοόλ ρέει και η μουσική δυναμώνει, αυτός και οι δύο Ιρλανδοί συμπότες του είναι οι μόνοι που συνεχίζουν και καθονται στη μπάρα. Όλοι οι υπόλοιποι, λίγοι, θαμώνες χορεύουν στους ρυθμούς μουσικής της δεκαετίας του 80. Ξαφνικά νιώθει ένα άγγιγμα στην πλάτη του. Είναι η μία από τις δύο ώριμες κοπέλες. Τον προσκαλεί σε χορό. Της εκμυστηρεύεται ότι όταν δεν είναι μεθυσμένος, σπάνια χορεύει και αυτή τη στιγμή δεν είναι, σε αντίθεση με αυτή που φαινόταν αρκετά φτιαγμένη.

Μετά από λίγο κάθονται στο μπαρ μαζί. Βλέπει μήνυμα στο κινητό του. Είναι από τον Ιρλανδό το φίλο του, που τον ενημερώνει ότι αυτός και ο άλλος έχουν φύγει για ένα άλλο μπαράκι. Η κοπέλα που κάθεται δίπλα του αρχίζει να τον αγγίζει όλο και πιο πολύ. Αυτός την παρατηρεί και αντιλαμβάνεται ότι του αρέσει. Τα μαλλιά της είναι βαμμένα κόκκινα, είναι γαλανομάτα, έχει κάπως μεγάλη μύτη, αλλά όχι σε ενοχλητικό βαθμό ενώ ο σωματότυπος της είναι κανονικός προς το ελάχιστα παχουλό. Κατάγεται από τη Ρωσία.Λίγο μετά τον φιλάει. Αυτός ανταποκρίνεται. Οι στιγμές περνάνε, η φίλη της φεύγει και του λέει ότι εμπιστεύεται την φίλη της σε αυτόν, μια και έχει ήδη αρχίσει να χάνει και τα τελευταία σημάδια της νηφαλιότητας της.

Παραπατάει ενώ πλέον έχει σταματήσει να του μιλάει αγγλικά και του αποκρίνεται μόνο στα Ρωσικά παρά τις επανειλλημένες υπενθυμίσεις του, ότι δεν γνωρίζει αυτή γλώσσα. Κάποια στιγμή ανάμεσα στα Ρώσικα και ενώ προσπαθεί να την πείσει να κάτσει, του δίνει ένα σκαμπίλι, ίσως το ισχυρότερο που έχει δεχτεί στη ζωή του και λίγο μετά τον ξαναφιλάει. Η τύπισσα είναι πλέον εκτός ελέγχου, πηγαίνει σε άλλες παρέες, μαλώνει μαζί τους, ενώ αυτός προσπαθεί με όσο πιο πολύ διακριτικότητα να την μαζέψει. Μάταια καθώς, κάθε συνεννόηση πλέον φαντάζει αδύνατη.

Καταφέρνει λίγο μετά να την βγάλει έξω από το μαγαζί να πάρει λίγο καθαρό αέρα. Κάθε τόσο προσπαθεί να την συγκρατήσει να μην βρεθεί στο έδαφος. Τον βρίζει στα ρώσικα, μετά προσπαθεί να τον φιλήσει και τελικά εκφράζει στα αγγλικά ότι έχει ξεχάσει την τσάντα της με όλα της τα έγγραφα εκεί μέσα. Την αφήνει σε ένα παγκάκι και πάει στο μπαρ να ρωτήσει αν βρήκαν καμιά γυναικεία τσάντα. Δεν είχαν βρει τίποτα. Επιστρέφει πίσω στην ενοχλητική πλέον παρέα του. Την ρωτάει που μένει έτσι ώστε να καλέσει ένα ταξί να την πάει σπίτι. Ματαία, δεν λαμβάνει καμία απόκριση. Τον ρωτάει μόνο αν θέλει να κοιμηθούνε μαζί. Της απαντάει, ότι γενικά ναι, αλλά όχι υπό αυτές τις συνθήκες. Την ξαναρωτάει για τη διεύθυνση της, πάλι δεν παίρνει απάντηση. Λίγο μετά βλέπει μία κλήση από την Πορτογαλίδα φίλη του. Είχαν βρει τη τσάντα. Πηγαίνουν να την πάρουν, η συντροφιά του συνεχίζει να παραπατάει και γενικά να παραφέρεται. Τον πλησιάζει η Γαλλίδα γνωστή του και του δίνει την τσάντα. Τον πιάνει από τον ώμο και του εκμυστηρεύεται ότι στην αρχή όταν τον είδε να τη φιλάει, χάρηκε, αλλά τώρα τον συμπονά. Παραδέχεται ότι έχει ακριβώς τα ίδια συναισθήματα και ο ίδιος για τον εαυτό του.

Κάνει ένα κουράγιο και τη σηκώνει. Το έχει πάρει απόφαση θα την πάει σπίτι του. Εφόσον δεν του λέει τη διεύθυνση της και εφόσον δεν νιώθει ωραία με την ιδέα να την παρατήσει στο δρόμο. Επίσης είναι ξεκάθαρο ότι η μεθυσμένη κοπέλα πρέπει να κοιμηθεί. Στο δρόμο του εκδηλώνει την επιθυμία της να ουρήσει. Της λέει, ότι σε λίγο θα είναι σπίτι του. Αυτή δεν τον ακούει καν, κατεβάζει το παντελόνι της, κάθεται στα γόνατα της και «απελευθερώνεται» στο πεζοδρόμιο. Είναι πολύ περασμένα μεσάνυχτα και ευτυχώς δεν έχει πολλούς περαστικούς. Αλλά δυστυχώς έχει κάποιους. Αυτός προσπαθεί να καλύψει τη συντροφιά του όπως μπορεί. Μάλλον το καταφέρνει.

Αφού διένυσαν λίγα μέτρα σε πάνω από δέκα λεπτά, φτάνουν επιτέλους σπίτι. Το ευχάριστο ήταν ότι η κοπέλα δεν φώναζε και έτσι δεν ανησυχεί μην ενοχλήσει τον συγκάτοικο του. Την βάζει στο δωμάτιο του και την αφήνει να κοιμηθεί στο κρεβάτι του. Βγαίνει στο μπαλκόνι. Θέλει απεγνωσμένα να καπνίσει ένα τσιγάρο. Πως έμπλεξε έτσι; Και αν αυτή ξυπνήσει το πρωί και δεν θυμάται τίποτα; Και αν νομίσει ότι αυτός την έφερε εκεί, χωρίς τη θέληση της; Και αρχίσει τίποτα απειλές για αστυνομίες, καταγγελίες για βιασμούς και ιστορίες για αγρίους;

Ξαπλώνει στον καναπέ στο σαλόνι. Μία φρικτή σκέψη έρχεται στο μυαλό του. Η κοπέλα δεν έχει κάνει εμετό. Και αν της έρθει ενώ κοιμάται ανάσκελα; Τότε θα έχει βρεθεί με μία άγνωστη νεκρή στο ίδιο του το δωμάτιο. Σκατά. Πρέπει να εξασφαλίσει ότι δεν θα συμβεί αυτό. Πάει πάλι στο δωμάτιο. Ξαπλώνει δίπλα της. Αυτή ξυπνάει και αρχίζει να του τρίβεται. Τον φιλάει και βάζει το χέρι της μέσα από το εσώρουχο του. Της δείχνει με τη συμπεριφορά του, ότι είναι καλύτερο να το αφήσουνε, παρ’ ότι του έχει προκαλέσει στύση. Αυτή γελάει και συνεχίζει τον ύπνο της.

Κανά δύο ώρες μετά και ενώ έχει αρχίσει να χύνεται το πρώτο φως, αυτός μέσα στον ύπνο του νιώθει πάλι κάτι ξένο ανάμεσα στα πόδια του. Ανοίγει τα μάτια του και την βλέπει πάλι να παίζει με το χέρι της, το πέος του. Φαίνεται κάπως πιο νηφάλια πλέον. Δεν μπορεί να αντισταθεί παραπάνω. Ανταποκρίνεται στο κάλεσμα της. Αυτή κατεβάζει το παντελόνι της και το εσώρουχο της. Αυτός με τη σειρά του, μπαίνει μέσα της, από πλάγια. Μετά από πίσω. Και τέλος από μπροστά. Λίγο πριν τελειώσει, αυτή σέρνεται πάνω στο κρεβάτι σε πλάγια θέση, ώσπου φτάνει ανάμεσα στα πόδια του, τον γλείφει και τον ρουφάει σαν να μην υπάρχει αύριο ενώ ταυτόχρονα παίζει με τους όρχεις του. Τελειώνει μέσα στο στόμα της.

Σηκώνονται αργά το πρωί από το ξυπνητήρι της. Της κάνει καφέ και της δίνει ένα παυσίπονο. Τον ρωτάει πως τον λένε. Το σχόλιο της στην απάντηση του, είναι ότι το όνομα του μοιάζει πολύ με αυτό του συζύγου της. Την ρωτάει για να το επιβεβαιώσει ότι άκουσε καλά, αν είναι παντρεμένη. Του απαντάει με μία απάθεια ναι. Αρχίζει και του μιλάει για την 18χρονη κόρη της που έχει μπλέξει με έναν αλήτη ροκά. Συζητάνε για αρκετή ώρα για τη χθεσινή βραδιά. Φαίνεται πιο ενοχλημένη με το γεγονός ότι μέθυσε πολύ παρά με το ότι απάτησε τον άντρα της. Της το επισημαίνει. Του απαντάει ότι και αυτή έχει απατηθεί από τον σύζυγο της πολλές φορές.

Του λέει ότι πρέπει να φύγει. Τον ευχαριστεί που την περιποιήθηκε και του ζητάει να ξαναβρεθούνε. Της απαντάει ότι θα το έκανε ευχαρίστως, αν δεν ήταν παντρεμένη. Λίγο μετά την πάει στην πόρτα του διαμερίσματος του. Αγκαλιάζονται κα αποχαιρετιούνται. Πάει στο μπαλκόνι του και στρίβει ένα τσιγάρο. Αλήθεια, μάλλον έλεγε ο
Bukowski.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου